Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Εφιάλτης στο δρόμο με τις 20.000 λεύκες κάτω από τη θάλασσα

 

(Ξεδιάντροπο clickbait και οριακά σεφερλικός ο τίτλος, αλλά τι να κάνουμε αγαπητέ αναγνώστη, στην εποχή της απόσπασης προσοχής, χρειάζεται να πέσεις πολύ χαμηλά για να βρεθείς ψηλά στις προτιμήσεις του κοινού)


Ι

Βρισκόμαστε στο 2034. Μάλλον. Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος κοντεύει να τελειώσει. Μπορεί και ο τέταρτος. Οι ωκεανοί του πλανήτη είναι καλυμμένοι από στάχτες, ναυάγια και πτώματα. Δεν επέζησε κανείς; Κανείς, εκτός από το πλήρωμα ενός πειραματικού υποβρυχίου, του Ναυτίλου 4. Η προηγμένη τεχνολογία του, του επιτρέπει να διασχίζει τις θάλασσες χωρίς να χρειάζεται να βγει στην επιφάνεια γι’ ανεφοδιασμό.

Το ανήσυχο πλήρωμα υποπτεύεται τι συνέβη, αλλά κάνει το κουνέλι. Ο κάπταιν Hemo (δυστυχώς δεν υπήρξε τοποθέτηση προϊόντος, πάλι τσάμπα γράφω μαλακίες) κοιτάζει μελαγχολικός τι λένε τα κομπιούτερ και οι αριθμοί. Η τεράστια εμπειρία που απέκτησε στις θάλασσες του κόσμου, του επιτρέπει να είναι ψύχραιμος. Τρεις δεκαετίες εισπράκτορας στα καραβάκια για Σαλαμίνα, δεν τον τρομάζει τίποτα όταν δεν βρίσκεται στη στεριά.

Λίγο πιο δίπλα του, ο αντιπλοίαρχος Μπρόνσκι τρίβει ανήσυχος το μούσι του, σε μια όχι και τόσο πειστική προσπάθεια να δείξει πως είναι συγκεντρωμένος. Μα οι σκέψεις του πετούσαν μέχρι την ακρώρεια της νοσταλγίας, σε έναν μάταιο έρωτα που τον ματαίωσε, ένα μηδενικό που χώρεσε μέσα του όλον τον κόσμο (συγγνώμη για τον στόμφο, διαβάζω Μπροντιγιάρ τελευταία. Ψέματα, κάτι Άρλεκιν της μάνας μου, Ε δεν έχει αλλά βιβλία στο εξοχικό, τι να κάνω...).

Μπροστά από το ραντάρ, ο λοστρόμος Βουτυρίτσας προσπαθεί να χαλιναγωγήσει τις κρίσεις πανικού και το έλκος του. Στα δεξιά του, ο υποκελευστής Φλάβιο βυθισμένος στο βιβλίο του. Διαβάζει τρία βιβλία την εβδομάδα και πρήζει τους αδένες όλων με τις άχρηστες πληροφορίες που μαθαίνει.

Ο κάπταιν Hemo ανάβει τσιγάρο και αδειάζει το φλιτζάνι του καφέ.

«Μαλάκες, απ’ ό,τι φαίνεται, μόνο εμείς μείναμε ζωντανοί. Εδώ και 15 μέρες, καμία ένδειξη ζωής πουθενά»

«Δεν μπορεί καπετάνιε»

«Και τι θα κάνουμε;»

«Πρέπει να βρούμε ένα ασφαλές μέρος και να βγούμε στην επιφάνεια»

«Ναι, αλλά που;»

«Μπρόνσκι, πόσο θα μας πάρει να φτάσουμε στη Λευκάδα;»

«Γιατί ειδικά Λευκάδα, κάπταιν;»

«Πεθύμησα να κάνω μπάνιο στο Πόρτο Κατσίκι. Λέγε ρε ημίβλακα!»

«5 μέρες»

«Ωραία, βάλτο στον αυτόματο και πάμε για μπύρες»

«Λίγο νωρίς δεν είναι για μπύρες;»

«Καλά, τι σκατά Πολωνός είσαι που δεν πίνει από τις 10 το πρωί;»

«Δεν είμαι Πολωνός, κάπταιν»

«Και το επώνυμο τι είναι; Από Καρδίτσα;»

«Του παππού μου»

«Από είναι;»

«Αιγύπτιος που μεγάλωσε στη Γαλλία».

Μορφασμός απογοήτευσης από τον κάπταιν Hemo. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του. Σκρόλαρε βαριεστημένος.

«Τα ίδια και τα ίδια άρθρα. Τι γνώμη έχει η Gen Z για το σεξ, την τραπ και το λαχανόρυζο, πως βλέπει το μέλλον, μπλαμπλα, στ' αρχίδια μας η Gen Z! Ηλίθια κείμενα από μεσήλικες που νομίζουν πως κάθονται με τη νεολαία, λιγωμένοι τίτλοι από χρεοκοπημένα μέσα, που προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο με ερμηνευτικά εργαλεία των εφημερίδων των 90s».

Ο Φλάβιο μόλις το άκουσε, άφησε το βιβλίο του. Οι Μπρόσνκι και Βουτυρίτσας τον κοιτάζουν έντρομοι.

«Ωχ το μαλάκα τον καπετάνιο, έδωσε ασιστ στο Φλάβιο, τώρα θ’ αρχίσει ν’ αγορεύει»

«Έχετε δίκιο πλοίαρχε. Μην αφήσετε να σας καταβάλει το υπαξιακό άγχος και η ευθύνη, βγάλτε το από μέσα σας, εδώ είμαστε μια οικογένεια και πρέπει να τα μοιραζόμαστε όλα!»

«Εγώ είμαι ορφανός, μπορώ να φύγω;»

«Σκάσε Βούτυ! Τι εννοείς Φλάβιο;»

«Η ψυχολόγος μου λέει πως όταν πολλά έχουμε στο τραπεζάκι πρέπει να τα αφαιρούμε. Το τραπεζάκι είναι το μυαλό»

«Μην εμπιστεύεσαι ποτέ τραπεζίτες και ψυχολόγους μου έλεγε η μάνα μου»

«Εμένα μου έλεγε, σπίτι δεν έχει η πουτάνα, γιατί την έφερες εδώ;».

Ο Φλάβιο σηκώθηκε εκνευρισμένος και πλησίασε τον Βουτυρίτσα.

«Την κακολογείς επειδή δε σου έκατσε!»

«Ναι η καριόλα. Αλλά τι κορμί;»

«Δεν αντέχω άλλο τόσο σεξισμό, αλλά ναι είχε μπουταρες».

Ο Μπρόνσκι έκατσε μπροστά από το ραντάρ. Διάβασε για νιοστή φορά τα τελευταία μηνύματα της κοπέλας του.


«Φατσουλίνο μου, να προσέχεις, κι όταν είναι να έρθεις, να μ’ ενημερώσεις μια μέρα πιο πριν. Το ξέρεις πως δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Την τελευταία φορά που ήρθες απροειδοποίητα, με στεναχώρησες πολύ. Δε θέλω να βρίσκεις το σπίτι ακατάστατο και τα σεντόνια ιδρωμένα. Και μη με μαλώνεις επειδή καπνίζω, το ξέρεις πως όταν είμαι μόνη μου, μου λείπεις και κάνω μερικά τσιγάρα. Μπροστά σου ντρέπομαι. Φιλάκια ζουζουνομπαρμπουνάκι μου, πάω για μεταμεσονύχτια yoga, ξέρεις πόσο με βοηθάει με τις αυπνίες μου».

Ο Μπρόνσκι άφησε το κινητό και έκανε τράκα στον καπετάνιο.

«Με ρέγουλα, δύο πακέτα έμειναν»

«Μερικές φορές, νιώθω πως βρισκόμαστε σ’ εκείνη την ιστορία του Βερν, πες το»

«Δεν το διάβασα, την ταινία είδα».

Ο Φλάβιο δεν το άφησε ασχολίαστο.

«Μήπως το παρακάνουμε;»

«Γάμησε μας κι εσύ ρε κακόμοιρε, Την είδατε όλοι κριτικοί κινηματογράφου!» 

«Τα βιβλία είναι πάντα καλύτερα!»

Ο κάπταιν Hemo κοίταξε την ώρα.

«Έχει καμία μαλακία στο Netflix;»

«Μόνο Cinobo έχουμε, καπετάνιε»

«Τι ήμαστε, κανένα παρεάκι στο BIOS ή στο Faust, από ατάλαντους σκηνοθέτες ηθοποιούς και αποφοίτους της Καλών τεχνών, που πουλάνε ναρκωτικά για να μην πεθάνουν από την πείνα;»

«Τώρα αρχίζει ένα ελληνικό;»

«Βλέπεται;»

«Η πλοκή είναι καλή, αλλά άμα δεις το trailer, καταλαβαίνεις πως κάνουνε τέχνη...»

«Κάνα καμπόικο έχει;»

«Καπετάνιε, έχει να βγει καλό γουέστερν από τότε που ο Clint Eastwood είχε ακμή».

Ο κάπταιν Hemo αποχώρησε για την καμπίνα του. Έκλεισε την πόρτα και βούλιαξε στο κρεβάτι. Δε φοβήθηκε ποτέ την υδάτινη άβυσσο, μόνο τα υπαρξιακά βάθη τον τρόμαζαν. Τι απέγιναν εκείνα τα όνειρα, που χάθηκαν τα χρόνια; Δεν έγινε ποτέ η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του, εκείνη που θα ταξίδευε παντού με μόνη αποσκευή τον έρωτα. Αισθάνεται σαν χρυσόψαρο μέσα σ’ ένα ενυδρείο γεμάτο φορμόλη.

Δε μπορούσε να ζήσει μακριά από τη θάλασσα. Ήταν σαν τις γυναίκες, τη λάτρευε και τη μισούσε ταυτόχρονα. Στομφώδεις μετριότητες και ασημαντότητες με μνησίκακη δίψα για επιβεβαίωση, αμήχανα τίποτα κατάντησαν τον κόσμο ένα απέραντο σφαγείο. Οι οθόνες μέσα στο κρανίο του πρόβαλαν το flashback. 8 χρόνια πριν, ο πλανήτης έμοιαζε με υπερχειλισμένη λεκάνη, το μόνο που μπορούσες να κάνεις, ήταν να πατήσεις το καζανάκι και μετά ρίξεις 5 κιλά χλωρίνη.

Ένας θίασος με επαρχιώτες κλόουν, που πάλευε να καθησυχάσει την ανυπαρξία του, να αποσυμπιέσει τις νευρώσεις και τα συμπλέγματά του, με τις γελοιότητες μιας macho σημειολογίας. Ψυχολογικές και συναισθηματικές παρτούζες σουρεαλιστικού κιτς, που μάθαιναν στα σκυλιά να σκοτώνουν. Εκατομμύρια μαλάκες, στην αίθουσα αναμονής της μηχανής του κιμά, νομίζουν πως είναι η μεσαία τάξη, ενώ είναι απλά φτωχοί σε άρνηση, πνίγονται στη σύγχυση, γιατί δεν ξέρουν πια αν είναι καταναλωτές ή προϊόντα. Πότε θα εξοφλήσουμε τα χρέη των προσδοκιών μας;

Ο κάπταιν Hemo έκλεισε τα μάτια. Δεν τον ενοχλούσαν οι μεταλλικοί τοίχοι της καμπίνας του. Στον έξω κόσμο πάθαινε κλειστοφοβία, γιατί δεν ήξερε που τέλειωναν τα όρια του κλουβιού και τα αόρατα κάγκελα και τείχη. Γερνούσε και γινόταν νεότερος ταυτόχρονα. Ήθελε τόσο να κοιμηθεί και να βρεθεί κάπου αλλού. Τρυφερά ακροδάχτυλα να τον ξυπνήσουν με αισθησιακή οικειότητα, συγκρατημένες ερωτικές διαχύσεις να ξήλωναν γεγονότα και πεπρωμένα. Υπερβατική και παραβατική ματαιοδοξία που οδηγεί σε  εσωτερική ελευθερία, και παύει τα καφκικά ερωτήματα.

Που οδεύουμε;

Γίνεται να φτάσεις στην ευτυχία και την αυτοπραγμάτωση;

Τι ώρα θα είναι έτοιμο το φαγητό;

Πάλι μπριαμ;

Σαπίλα από δάκρυα και πλήξη, όπως θα έλεγε ο Νερούδα.

Δύο ώρες μετά, η τετράδα κάθεται στην τραπεζαρία.

Ο Μπρόνσκι για να ξεχνιέται, συζητάει για ποδόσφαιρο με τον Βουτυρίτσα. Ο Φλάβιο διαβάζει ενώ ταυτόχρονα τρώει σε αγγελοπουλικούς ρυθμούς τη σούπα του.

«Αφού σου είπα, η καραφλή απάτη κατέστρεψε το ποδόσφαιρο, γύρω όλοι και στη μέση τον καριόλη, κατοχή 80% και μπάλα τίποτα, σαν κουλτούρικη ταινία, δύο ώρες δε γίνεται τίποτα και το τέλος πάντα είναι μαλακία»

«Είσαι υπερβολικός, ο τύπος έφτιαξε τη πιο κυριαρχική ομάδα του εικοστού πρώτου αιώνα!».

Ο Φλάβιο έκλεισε το βιβλίο και τους κοίταξε με αποστροφή.

«Ανοίξτε και κανένα βιβλίο ρε μαλάκες, έχει γίνει το μυαλό σας χυλός. Όλη μέρα μόνο για μπάλα και γυναίκες μιλάτε!»

«Γιατί, υπάρχει και τίποτα άλλο;»

«Διαβάστε λίγο φιλοσοφία, να δείτε πως εξελίχθηκε ο υπερβατικός ιδεαλισμός από τον Καντ στο Χέγκελ»

«Καπετάνιε, ο Φλάβιο λέει κάτι σατανιστικά πάλι!».

Ο κάπταιν Hemo έτριψε το μέτωπό του με απογοήτευση. Έσπρωξε το πιάτο μακριά, άδειασε το ποτήρι με τη μπύρα και άναψε τσιγάρο.

«Δε βαρεθήκατε να τσακώνεστε

«Και πως θα περνάει η ώρα;»

«Ναι, αλλά ο Βίττγκενσταιν..».

Το υποβρύχιο τραντάχτηκε. Το πλήρωμα έτρεξε στην αίθουσα ελέγχου. Κάτι μεγάλο είχε χτυπήσει το υποβρύχιο.

«Βούτυ, άνοιξε τις κάμερες!».

Πλοκάμια από υγρό έρεβος τύλιξαν το Ναυτίλο και ετοιμαζόντουσαν να τον ανοίξουν σαν σακουλάκι με πατατάκια μπάρμπεκιου. Το ράμφος θα στοίχειωνε το υποσυνείδητο τους για μήνες.

«Τι ν’ αυτό Παναγία μου Τοκογλυφούσα;»

«Τεράστιο καλαμάρι του βυθού»

«Τη γαμήσαμε!»

«Δεν καταλαβαίνω γιατί μας επιτέθηκε»

«Τι θα κάνουμε;»

«Δεν μπορούμε ν’ ανοίξουμε πυρ γιατ..».

Έπεσαν κάτω. Απόκοσμοι ήχοι τους έκοψαν την ανάσα. Τα φώτα τρεμόσβηναν, μια βροχή από σπινθήρες κάλυψε το δωμάτιο. Ο καπετάνιος προσπαθούσε να ελέγξει το πηδάλιο. Ο Μπρόσνκι ψέκαζε με τον πυροσβεστήρα τη φωτιά, ενώ ο Βούτυ πάταγε όποιο κουμπί έβλεπε μπροστά του. Ο Φλάβιο σε μια γωνία είχε αρχίσει τις προσευχές.

«Σώσε μας Παναγία μου Οφσορίτισσα, και σου υπόσχομαι θα έρθω στην Τήνο ανάσκελα από το λιμάνι του Πειραιά!»

«ΦΛΑΒΙΟ ΣΚΑΣΕ!!».

Με μια εξαιρετική φωνητική αρμονία οι άλλοι τρεις. Το υποβρύχιο γύρισε 90 μοίρες, έπεσαν ο ένας στον άλλο. Το καλαμάρι σχεδόν είχε τρυπήσει το περίβλημα.

«Θα μας φάει μεζέ με ουζάκι!»

«Βούτυ, μπορείς να φτάσεις μέχρι την κονσόλα;»

«ίσως, γιατί κάπταιν;»

«Πάτα τον θερμικό παλμό!».

Ο Βούτυ σκαρφάλωσε στα ραντάρ, οι σπινθήρες του έκαιγαν τα μάτια. Το τέρας βρυχάται. Σχεδόν έφτασε. Το υποβρύχιο τρέμει.

«Πάτα το!».

Σιωπή. Το υποβρύχιο επανήλθε στην αρχική του θέση. Συνήλθαν μετά από ώρες. Μια πρόχειρη εκτίμηση έδειξε πως οι ζημιές δεν ήταν σοβαρές. Όμως έπρεπε να βγουν στην επιφάνεια πιο νωρίς. Βρέθηκε στεριά. Σε μια ώρα θα ήταν εκεί. Ο κάπταιν Hemo έπεσε ξερός. Ο Μπρόσνκι έβαλε τ’ ακουστικά του, για να μην ακούει τους Βούτυ και Φλάβιο να τσακώνονται. Οι λογισμοί του χάθηκαν ξανά στον ορίζοντα ενός εξιδανικευμένου χθες.

«Μ’έχει κουράσει ο σολιψισμός σας και η αδιαβάθμητη βλακεία σας!»

«Τι είπες για τον αυτό μου;»

Η μνήμη ύφαινε με το άρωμα εκείνης μια όμορφη φαντασίωση. Μια εξομολόγηση πληγωμένης τρυφερότητας. Φορτισμένη σιωπή κι ένα φλεγόμενο μέλλον μόνο για δύο.

«Η ηλιθιότητα σας έχει ανατρέψει την προκαθορισμένη αρμονία του σύμπαντος και  του Θεού!»

«Τώρα αν σου πω να πας να γαμηθείς με άπλυτους λιμενεργάτες, θα σε καλύψω ή θα είμαι ένα άκομα ρηχό καπιταλιστικό άξεστο χοιρόμορφο ανθρωπάριο;»

«Μπα, έμαθες να διαβάζεις;»

«Σιγά ρε αστροκράτορα, μας θάμπωσες με τις γνώσεις σου!».

Ο βελούδινος χρυσός του καλοκαιριού να δίνει έμφαση στις επικίνδυνες στροφές του κορμιού της, ενώ μπαίνει αργά στη θάλασσα. Τα δάχτυλα να ταξιδεύουν στο χάρτη της ανατομίας της. Αργά, υγρά φιλιά. Ο άνεμος να σιγοψιθυρίζει τραγούδια, το κύμα τους κλείνει στη δροσερή αγκαλιά τους. Παίζουν σαν έφηβοι, κάνουν έρωτα σα ναυαγοί.

«ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΠΑΙΔΑΚΙ!»

«ΘΑ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΤΟ ΚΟΛΑΝΤΕΡΟ ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟ!».

Μόνο οι δυό τους, σ’έναν ιδιωτικό παράδεισο, σ’ένα ιδιωτικό σύμπαν, που ο θεός του έρωτα έπλασε μόνο για εκείνους. Στον καμβά της νύχτας η σιγή των αστεριών τους σκεπάζει σαν μαγικό πέπλο. Η παλίρροια τους νανουρίζει. Αποκαμωμένοι από το πάθος, αποκοιμήθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Άλλη μια μικρή αιωνιότητα έδυσε στην Εδέμ.

Το υποβρύχιο αναδύθηκε. Βγήκαν δειλά έξω. Το μέρος φαινόταν ασφαλές. Έφτασαν στην ακτή. Ένα υπέροχο τροπικό νησί. Ο Μπρόσνκι κοίταζε μαγεμένος το τοπίο, ήταν ακριβώς όπως το ονειρεύτηκε. Ο κάπταιν Hemo εξακολουθούσε να είναι καχύποπτος.

Ο Βούτυ έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε στη θάλασσα, οι υπόλοιποι δεν πρόλαβαν να τον αποτρέψουν. Τον μιμήθηκαν. Έπαιξαν σαν μικρά παιδιά. Ξάπλωσαν στη σκιά κάτω από έναν φοίνικα. Η γαλήνη του νησιού τιθάσευσε κάθε εγρήγορση. Ο Φλάβιο γύρισε προς τον κάπταιν Hemo. Πρώτη φορά τον είδε τόσο ήρεμο.

«Καπετάνιε τι σκέφτεσαι;»

«Να πουλήσουμε το υποβρύχιο και ν’ανοίξουμε ένα μπιτσόμπαρο εδώ»

«Και γιατί να μην φτιάξουμε πολυτελείς σουίτες;»

«Και μια ταβέρνα».

Ο κάπταιν τεντώθηκε κι έβγαλε τα γυαλιά ηλίου.

 «Του κόσμου το στεφάνι λιώνει.

Μαράθηκε το στέμμα του πολέμου, του στρατιώτη

έπεσε τ' άστρο

έφυγε η εξαίρεση

και τίποτα σπουδαίο δεν έμεινε εδώ κάτω

για να το ιδεί η σελήνη*».

Δεν είχαν ξανακούσει τον καπετάνιο ν’ απαγγέλει. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, οι στίχοι έκαναν το χάδι του ανέμου ακόμη πιο γλυκό. Ο κάπταιν Hemo φόρεσε ξανά τα γυαλιά ηλίου και ξάπλωσε στην άμμο. Τρεις ώρες μετά, ήταν όλοι στην ίδια θέση.

*Αντώνιος και Κλεοπάτρα - Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Μετάφραση Βασίλης Ρώτας

II


Οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν ανάμεσα στην εφηβική ανεμελιά και τη νιρβάνα. Το πλήρωμα έπαιζε beach volley και έχτιζε κάστρα (και όχι μόνο) στην άμμο. Ο κάπταιν Hemo ήταν κακόκεφος. Δίπλα του ο Μπρόνσκι έπινε το τρίτο κοκτέιλ της ημέρας.

"Δε θα το πιστέψεις, αλλά βαρέθηκα. Τι γίνεται με τις επισκευές;

"Ποιες επισκευές;"

"Κατάλαβα..."

"Αφού περνάμε τέλεια, ποιος ο λόγος να φύγουμε; Ο πληθυσμός της γης αφανίστηκε, παίζει να είμαστε οι τελευταίοι επιζήσαντες κι εσείς θέλετε να φύγουμε; Που να πάμε; Σε καμιά μεταποκαλυπτική έρημο να παίζουμε Mad Max με τίποτα μεταλλαγμένους;"

"Ένα δίκιο το' χεις..."

"Ας αράξουμε κανά δύο μήνες και βλέπουμε"

"Ο Βούτυ με το Φλάβιο τι κάνουν; Πάλι τσακώνονται;"

"Ακόμη κι αυτοί χαλάρωσαν. Ο Βούτυ φτιάχνει κοσμήματα με κοχύλια και όστρακα. Ο Φλάβιο όλη μέρα γράφει κάτω από τους φοίνικες"

"Κάτι είναι κι αυτό. Τι φάμε σήμερα;"

"Μάλλον ψάρια"

"Πάλι; Και γάτες να ήμασταν θα είχαμε βαρεθεί!"

"Τι να κάνουμε κάπταιν, δεν έχει τίποτα άλλο το νησί, εκτός αν προτιμάς καρύδες γιαχνί"

"Προτιμώ να παίξω  παίζουμε Mad Max με τίποτα μεταλλαγμένους. Πάω να βουτήξω".

Το μοντάζ της αφήγησης μας φέρνει κοντά στο Βούτυ. Φτιάχνει άλλο ένα βραχιόλι με κοχύλια. Το αφήνει μαζί με τα άλλα. Τα κοιτάζει περήφανος. Πίνει μια γουλιά από το κοκτέιλ του, βάζει τα γυαλιά ηλίου και ξαπλώνει. Το γουργουρητό της θάλασσας τον νανουρίζει. Δε θέλει να φύγει ποτέ από το νησί.

"Να'ναι καλά το καλαμαροχτάποδο".

Μερικά μέτρα πιο πέρα, ο Φλάβιο κοιτάζει το πλήρωμα που παίζει στη θάλασσα. Όχι πια με περιφρόνηση, αλλά με κάποια περιέργεια. Η αύρα γαλήνης τον μαλάκωσε. Έσκυψε πάνω από το τετράδιο του. Τι θα έγραφε σήμερα; Ίσως άλλο ένα διήγημα; Η μύτη του μολυβιού φίλησε το χαρτί.

"Το πέπλο των νεφών αγκάλιασε τον ουρανό. Η σπονδή του φθινοπώρου ταξίδευε στις φλέβες της μέρας. Ο Μ. καθόταν μπροστά από το κλειστό παράθυρο. Το ρυπαρό τζάμι, θαμπό από την αμέλεια και τη ρύπανση τον κοίταζε συνοφρυωμένο. Ο απελπισμένος μονόλογος του το γέμισε ρωγμές.

"Τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα με καθαρίσεις ποτέ; Το σπίτι σου είναι τόσο βρώμικο που μέχρι και οι κατσαρίδες έγιναν υποχόνδριες. Η λεκάνη σου χρειάζεται δύο Χιροσίμες, τρία Ναγκασάκια και μισό λίτρο Τσέρνομπιλ για να καθαρίσει.

Το σαλόνι ζέχνει τσιγαρίλα, τρεις αφυγραντήρες πέθαναν από καρκίνο του πνεύμονα. Η πόρτα έπεσε από το μπαλκόνι. Το ασανσέρ κατέβηκε με τις σκάλες για να γλυτώσει από τη δυσωδία".

Ο Μ. κοίταζε κατατονικός έξω από τη γυάλα του. Γυάλινοι οφθαλμοί, ορφανοί, στερημένοι από το μετείκασμα της ηδονής, του υστερόγραφου του έρωτα, που το μελάνι του δεν υπογράφει πια με ιδρώτα και πυρετό στις σελίδες των τοίχων. Η λαχτάρα για την σαρκική εντροπία σίγησε. Οι φρυκτωρίες καλλίπυγων πυγολαμπίδων δε γλυκαίνουν με τη λάμψη τους τα μίζερα μετααστικά απογεύματα. Ο αδηφάγος μετακαπιταλισμός, σιαμαίος με το μεταφασισμό νίκησε όλες τις όμορφες και πάλλευκες αμαρτίες. Και τότε η...".

Ήχοι τυμπάνων αναστάτωσαν την ακτή. Ο Φλάβιο σηκώθηκε πλησίασε τα δέντρα. Ο Βούτυ στάθηκε δίπλα του.

"Τι γίνεται ρε μαλάκα;"

"Δεν ξέρω. Μ'άλλον δεν είμαστε οι μόνοι στο νησί"

"Ωραίες ήταν οι διακοπές, ήρθαν οι κανίβαλοι να εισπράξουν τα ενοίκια...".

Το πλήρωμα συγκεντρώθηκε πίσω τους. Ο ήχος πλησίαζε. Ο κάπταιν Hemo τράβηξε τις φυλλωσιές. Ένας στρατός από γκροτέσκες μάσκες πλησίαζε αργά προς το μέρος τους. Μάσκες που έστελναν τους εφιάλτες σου για ψυχανάλυση. Φτιαγμένες από ανθρώπινο δέρμα.  




Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Summer Intermission

 

Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Είμαι σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Μάλλον. Ίσως. Το πιο πιθανό, χάλασε το κλιματιστικό, έπεσα σε κώμα από τη ζέστη, και ο εγκέφαλος μου ως άμυνα, μου σέρβιρε ένα δροσερό όνειρο. Όλα είναι ύποπτα αρμονικά, ακόμα και τα χρώματα γύρω μου είναι επιμελώς ατημέλητα στυλιζαρισμένα. Μπράβο στο διευθυντή φωτογραφίας και σε αυτόν που έκανε color, έχετε όλα τα βραβεία της καρδιάς μου.

Τεντώνομαι σαν αγουροξυπνημένη γάτα και κλείνω τα μάτια. Η χορωδία των κυμάτων σχηματίζει υπέροχες αρμονίες με τη σιωπή. Το νυχτερινό μελτέμι αφήνει υποσχέσεις στο δέρμα και ξυπνάει αναμνήσεις. Την κρούστα της γαλήνης σπάει η φωνή της μόνιμης συνοδού μου. Νιαουρίζει από το δωμάτιο τις τρυφερές απειλές της, πως αν δεν πάω εκεί σε δέκα λεπτά, θ' αρχίσει να παίζει με την καλλίπυγο φίλη της χωρίς εμένα. Ανθυπομειδιώ, άστες να ζεσταθούν χωρίς εμένα, και θα μπω στο παιχνίδι την κατάλληλη στιγμή. Μην ακούσω τίποτα μαλακίες, για το ανδρικό βλέμμα, για σεξισμούς και κυανές κλειτορίδες, ψευδαισθήσεις έχω, ό,τι θέλουν κάνουν.

Τελικά, σε ποιο νησί είμαι; Μετά από πρόχειρη ολιγόλεπτη έρευνα, καταλήγω στο συμπέρασμα πως είμαι στην Τήλο. 'Η στη Σίκινο; Μήπως στις Νήσους Σολομώντα; Έχει σημασία; Γεμίζω το ποτήρι μου με Chivas (ΠΑΣΟΚ intesifies), προσθέτω παγάκια και cola, πίνω μια γουλιά κι απολαμβάνω τη νύχτα. Εφτά δευτερόλεπτα μετά, ανάβω τσιγάρο. Δυστυχώς, η μνήμη είναι ο πιο σαδιστής μοντέρ που υπάρχει. Μόλις είμαι έτοιμος να συντονιστώ με το σύμπαν, πετάει στις οθόνες των κυττάρων μου, ένα best of montage με όλα τα λάθη και τις μαλακίες που έκανα (πρόσθεσε και κάποιες που δεν πρόλαβα, όχι, δεν μπορώ να πω, έκανε καλή δουλειά, νιώθω άθλια). 

Κατεβαίνω στην παραλία, τ' ακροδάχτυλα της παλίρροιας χαϊδεύουν τα πόδια μου. Αδειάζω το ποτήρι, το πετάω στο νερό  και βουτάω με τα ρούχα. Για λίγο, δε σκέφτομαι τίποτα, δε νιώθω τίποτα. Εύχομαι να σκορπίσω σαν άμμος, στο βυθό, στην άκρη του κόσμου. Σε κάποιο σώμα, να γίνω βροχή, να ταξιδέψει η κατακερματισμένη μου ύπαρξη παντού. Είμαι πολύ βλαμμένος για να καταφέρω να χαλαρώσω, ρε μπας και ν' αρχίσω διαλογισμό; Επιστρέφω στο σπίτι, και μετά από ένα γρήγορο ντους, βρίσκω τα κορίτσια, γυμνά να παλεύουν μέσα στη μερέντα. Οκ, το παράκανα, όμως είπαμε, κώμα, παραίσθηση, ε βάλτε λίγο την αναστολή της δυσπιστίας να δουλέψει, σας έφαγε ο άγονος και στείρος ρεαλισμός που σας ταΐζουν οι υπηρεσίες streaming...

Περιμένουν ν' ανακηρύξω νικήτρια. Φυσικά λήγω το ματς Χ και τις οδηγώ στη ντουζιέρα. Έξι ώρες μετά, είμαι ξαπλωμένος ανάμεσα τους. Ροχαλίζουν σαν σκουριασμένα αλυσοπρίονα. Είναι λύση το αχαλίνωτο σεξ με άγνωστες; Όχι, αλλά βοηθάει στην κατάποση της φαρμακευτικής αγωγής που λέγεται ενήλικη ζωή. Είναι η αναισθησία για ν' αντέξεις την εγχείρηση της πραγματικότητας. 

Σηκώνομαι. Βάζω την ξαπλώστρα δίπλα στο κύμα και βολεύομαι. Τι θέλω από τη ζωή μου; Πάντα ήμουν ολιγαρκής, δε ζητάω πολλά, μόνο τρία Όσκαρ, δύο Χρυσές Σφαίρες, έστω ένα Χρυσό Φοίνικα. Υποτίθεται, μετά τα σαράντα ωριμάζεις, κατασταλάζεις και άλλες τέτοιες σάπιες κοινοτοπίες. Εγώ γιατί αισθάνομαι σαν δεκαεπτάχρονος με πρεσβυωπία; Που δεν έχω. Ακόμα. Όταν η συνείδηση θα κατορθώσει να ξεκάνει όλα τα μυστικά μας, όταν η δυστυχία μας θα έχει εκκενώσει και το τελευταίο υπόλειμμα μυστηρίου, θα έχουμε τάχα ακόμα λίγο πυρετό και έξαψη για να ατενίσουμε το ερείπωμα της ύπαρξης και της ποίησης; 

Πρέπει να σταματήσω να διαβάζω Σιοράν, γιατί η πλήξη μου θα πάθει κατάθλιψη ή ακόμα χειρότερα, μπορεί να γράψω κάτι σαν τον πρώτο κύκλο του True Detective, και μετά θα με στοιχειώνει για πάντα η επιτυχία. Βαριέμαι την ομφαλοσκόπηση, αυτά είναι για εικοσιπεντάρηδες και εικοσιπεντάρες, ν' ανεβάζουν stories και reels με αστεία ξεσπάσματα. Έχω αποδεχθεί τη διάψευση και τη ματαίωση των προσδοκιών μου. Το ξέρω πως θα μείνω για πάντα στη μικρή γκαρσονιέρα στο Αιγάλεω, και θα πεθάνω ανάμεσα σε γάτες.

Όμως, μέχρι τότε, θα φροντίσω ν' αποτύχω με τους πιο φαντασμαγορικούς τρόπους σε όποια ευκαιρία μου έμεινε. Είπαμε, όταν μεγάλωσες με Rocky, κάποια πράγματα έγιναν τατουάζ στην ψυχή σου. It was never about winning, it's to go the distance. Το βαθύ φιλοσοφικό λογισμό μου, κόβει σαν offside στο 95 το κινητό. Γιατί το πήρα μαζί; Άγνωστος αριθμός. Γάμησε το, δεν απαντάω. Ας κρατήσει αυτή η ψευδαίσθηση λίγο ακόμη... Δύο τρία χρόνια. 

Τι καλό μου έτυχε τελευταία; Η πιο ωραία φετινή ταινία μέχρι στιγμής, το ιταλικό  Follemente, η καλύτερη ρομαντική κομεντί της δεκαπενταετίας. Στην άνυδρη, ανέραστη, ειρωνική εποχή μας, οι κομεντί έχουν εξοριστεί από την υπερανάλυση, την πολιτική ορθότητα και τη σοβαροφάνεια. Τι άλλο; Κάτι βράδια που ξενύχτησα να διαβάζω τεύχη της Βαβέλ. Να ξανακούω τα βινύλια των Priest. Να σκέφτομαι, πως σε κάποια παράλληλη διάσταση, μια εκδοχή του εαυτού μου είναι ευτυχισμένη όπως πάντα ήθελε.

Είναι αρκετά όλα αυτά; Έχει σημασία; Ξαπλώνω αθόρυβα ανάμεσα στις μόνιμες συνοδούς μου. Η μυρωδιά τους με γαληνεύει. Κρυώνω λίγο, με σκεπάζουν με τα στήθη τους.  Το πιο πιθανό, αύριο να ξυπνήσω στον καναπέ. Μέχρι τότε, όπως είπε ο Bruce Willis στο Bonfire Of Vanities, "What does it profit a man if he gains the whole world, but loses..." Ah well. There are compensations.