Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2025

Εφιάλτης στο δρόμο με τις 20.000 λεύκες κάτω από τη θάλασσα

 

(Ξεδιάντροπο clickbait και οριακά σεφερλικός ο τίτλος, αλλά τι να κάνουμε αγαπητέ αναγνώστη, στην εποχή της απόσπασης προσοχής, χρειάζεται να πέσεις πολύ χαμηλά για να βρεθείς ψηλά στις προτιμήσεις του κοινού)


Ι

Βρισκόμαστε στο 2034. Μάλλον. Ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος κοντεύει να τελειώσει. Μπορεί και ο τέταρτος. Οι ωκεανοί του πλανήτη είναι καλυμμένοι από στάχτες, ναυάγια και πτώματα. Δεν επέζησε κανείς; Κανείς, εκτός από το πλήρωμα ενός πειραματικού υποβρυχίου, του Ναυτίλου 4. Η προηγμένη τεχνολογία του, του επιτρέπει να διασχίζει τις θάλασσες χωρίς να χρειάζεται να βγει στην επιφάνεια γι’ ανεφοδιασμό.

Το ανήσυχο πλήρωμα υποπτεύεται τι συνέβη, αλλά κάνει το κουνέλι. Ο κάπταιν Hemo (δυστυχώς δεν υπήρξε τοποθέτηση προϊόντος, πάλι τσάμπα γράφω μαλακίες) κοιτάζει μελαγχολικός τι λένε τα κομπιούτερ και οι αριθμοί. Η τεράστια εμπειρία που απέκτησε στις θάλασσες του κόσμου, του επιτρέπει να είναι ψύχραιμος. Τρεις δεκαετίες εισπράκτορας στα καραβάκια για Σαλαμίνα, δεν τον τρομάζει τίποτα όταν δεν βρίσκεται στη στεριά.

Λίγο πιο δίπλα του, ο αντιπλοίαρχος Μπρόνσκι τρίβει ανήσυχος το μούσι του, σε μια όχι και τόσο πειστική προσπάθεια να δείξει πως είναι συγκεντρωμένος. Μα οι σκέψεις του πετούσαν μέχρι την ακρώρεια της νοσταλγίας, σε έναν μάταιο έρωτα που τον ματαίωσε, ένα μηδενικό που χώρεσε μέσα του όλον τον κόσμο (συγγνώμη για τον στόμφο, διαβάζω Μπροντιγιάρ τελευταία. Ψέματα, κάτι Άρλεκιν της μάνας μου, Ε δεν έχει αλλά βιβλία στο εξοχικό, τι να κάνω...).

Μπροστά από το ραντάρ, ο λοστρόμος Βουτυρίτσας προσπαθεί να χαλιναγωγήσει τις κρίσεις πανικού και το έλκος του. Στα δεξιά του, ο υποκελευστής Φλάβιο βυθισμένος στο βιβλίο του. Διαβάζει τρία βιβλία την εβδομάδα και πρήζει τους αδένες όλων με τις άχρηστες πληροφορίες που μαθαίνει.

Ο κάπταιν Hemo ανάβει τσιγάρο και αδειάζει το φλιτζάνι του καφέ.

«Μαλάκες, απ’ ό,τι φαίνεται, μόνο εμείς μείναμε ζωντανοί. Εδώ και 15 μέρες, καμία ένδειξη ζωής πουθενά»

«Δεν μπορεί καπετάνιε»

«Και τι θα κάνουμε;»

«Πρέπει να βρούμε ένα ασφαλές μέρος και να βγούμε στην επιφάνεια»

«Ναι, αλλά που;»

«Μπρόνσκι, πόσο θα μας πάρει να φτάσουμε στη Λευκάδα;»

«Γιατί ειδικά Λευκάδα, κάπταιν;»

«Πεθύμησα να κάνω μπάνιο στο Πόρτο Κατσίκι. Λέγε ρε ημίβλακα!»

«5 μέρες»

«Ωραία, βάλτο στον αυτόματο και πάμε για μπύρες»

«Λίγο νωρίς δεν είναι για μπύρες;»

«Καλά, τι σκατά Πολωνός είσαι που δεν πίνει από τις 10 το πρωί;»

«Δεν είμαι Πολωνός, κάπταιν»

«Και το επώνυμο τι είναι; Από Καρδίτσα;»

«Του παππού μου»

«Από είναι;»

«Αιγύπτιος που μεγάλωσε στη Γαλλία».

Μορφασμός απογοήτευσης από τον κάπταιν Hemo. Έβγαλε το κινητό από την τσέπη του. Σκρόλαρε βαριεστημένος.

«Τα ίδια και τα ίδια άρθρα. Τι γνώμη έχει η Gen Z για το σεξ, την τραπ και το λαχανόρυζο, πως βλέπει το μέλλον, μπλαμπλα, στ' αρχίδια μας η Gen Z! Ηλίθια κείμενα από μεσήλικες που νομίζουν πως κάθονται με τη νεολαία, λιγωμένοι τίτλοι από χρεοκοπημένα μέσα, που προσπαθούν να κατανοήσουν τον κόσμο με ερμηνευτικά εργαλεία των εφημερίδων των 90s».

Ο Φλάβιο μόλις το άκουσε, άφησε το βιβλίο του. Οι Μπρόσνκι και Βουτυρίτσας τον κοιτάζουν έντρομοι.

«Ωχ το μαλάκα τον καπετάνιο, έδωσε ασιστ στο Φλάβιο, τώρα θ’ αρχίσει ν’ αγορεύει»

«Έχετε δίκιο πλοίαρχε. Μην αφήσετε να σας καταβάλει το υπαξιακό άγχος και η ευθύνη, βγάλτε το από μέσα σας, εδώ είμαστε μια οικογένεια και πρέπει να τα μοιραζόμαστε όλα!»

«Εγώ είμαι ορφανός, μπορώ να φύγω;»

«Σκάσε Βούτυ! Τι εννοείς Φλάβιο;»

«Η ψυχολόγος μου λέει πως όταν πολλά έχουμε στο τραπεζάκι πρέπει να τα αφαιρούμε. Το τραπεζάκι είναι το μυαλό»

«Μην εμπιστεύεσαι ποτέ τραπεζίτες και ψυχολόγους μου έλεγε η μάνα μου»

«Εμένα μου έλεγε, σπίτι δεν έχει η πουτάνα, γιατί την έφερες εδώ;».

Ο Φλάβιο σηκώθηκε εκνευρισμένος και πλησίασε τον Βουτυρίτσα.

«Την κακολογείς επειδή δε σου έκατσε!»

«Ναι η καριόλα. Αλλά τι κορμί;»

«Δεν αντέχω άλλο τόσο σεξισμό, αλλά ναι είχε μπουταρες».

Ο Μπρόνσκι έκατσε μπροστά από το ραντάρ. Διάβασε για νιοστή φορά τα τελευταία μηνύματα της κοπέλας του.


«Φατσουλίνο μου, να προσέχεις, κι όταν είναι να έρθεις, να μ’ ενημερώσεις μια μέρα πιο πριν. Το ξέρεις πως δε μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Την τελευταία φορά που ήρθες απροειδοποίητα, με στεναχώρησες πολύ. Δε θέλω να βρίσκεις το σπίτι ακατάστατο και τα σεντόνια ιδρωμένα. Και μη με μαλώνεις επειδή καπνίζω, το ξέρεις πως όταν είμαι μόνη μου, μου λείπεις και κάνω μερικά τσιγάρα. Μπροστά σου ντρέπομαι. Φιλάκια ζουζουνομπαρμπουνάκι μου, πάω για μεταμεσονύχτια yoga, ξέρεις πόσο με βοηθάει με τις αυπνίες μου».

Ο Μπρόνσκι άφησε το κινητό και έκανε τράκα στον καπετάνιο.

«Με ρέγουλα, δύο πακέτα έμειναν»

«Μερικές φορές, νιώθω πως βρισκόμαστε σ’ εκείνη την ιστορία του Βερν, πες το»

«Δεν το διάβασα, την ταινία είδα».

Ο Φλάβιο δεν το άφησε ασχολίαστο.

«Μήπως το παρακάνουμε;»

«Γάμησε μας κι εσύ ρε κακόμοιρε, Την είδατε όλοι κριτικοί κινηματογράφου!» 

«Τα βιβλία είναι πάντα καλύτερα!»

Ο κάπταιν Hemo κοίταξε την ώρα.

«Έχει καμία μαλακία στο Netflix;»

«Μόνο Cinobo έχουμε, καπετάνιε»

«Τι ήμαστε, κανένα παρεάκι στο BIOS ή στο Faust, από ατάλαντους σκηνοθέτες ηθοποιούς και αποφοίτους της Καλών τεχνών, που πουλάνε ναρκωτικά για να μην πεθάνουν από την πείνα;»

«Τώρα αρχίζει ένα ελληνικό;»

«Βλέπεται;»

«Η πλοκή είναι καλή, αλλά άμα δεις το trailer, καταλαβαίνεις πως κάνουνε τέχνη...»

«Κάνα καμπόικο έχει;»

«Καπετάνιε, έχει να βγει καλό γουέστερν από τότε που ο Clint Eastwood είχε ακμή».

Ο κάπταιν Hemo αποχώρησε για την καμπίνα του. Έκλεισε την πόρτα και βούλιαξε στο κρεβάτι. Δε φοβήθηκε ποτέ την υδάτινη άβυσσο, μόνο τα υπαρξιακά βάθη τον τρόμαζαν. Τι απέγιναν εκείνα τα όνειρα, που χάθηκαν τα χρόνια; Δεν έγινε ποτέ η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του, εκείνη που θα ταξίδευε παντού με μόνη αποσκευή τον έρωτα. Αισθάνεται σαν χρυσόψαρο μέσα σ’ ένα ενυδρείο γεμάτο φορμόλη.

Δε μπορούσε να ζήσει μακριά από τη θάλασσα. Ήταν σαν τις γυναίκες, τη λάτρευε και τη μισούσε ταυτόχρονα. Στομφώδεις μετριότητες και ασημαντότητες με μνησίκακη δίψα για επιβεβαίωση, αμήχανα τίποτα κατάντησαν τον κόσμο ένα απέραντο σφαγείο. Οι οθόνες μέσα στο κρανίο του πρόβαλαν το flashback. 8 χρόνια πριν, ο πλανήτης έμοιαζε με υπερχειλισμένη λεκάνη, το μόνο που μπορούσες να κάνεις, ήταν να πατήσεις το καζανάκι και μετά ρίξεις 5 κιλά χλωρίνη.

Ένας θίασος με επαρχιώτες κλόουν, που πάλευε να καθησυχάσει την ανυπαρξία του, να αποσυμπιέσει τις νευρώσεις και τα συμπλέγματά του, με τις γελοιότητες μιας macho σημειολογίας. Ψυχολογικές και συναισθηματικές παρτούζες σουρεαλιστικού κιτς, που μάθαιναν στα σκυλιά να σκοτώνουν. Εκατομμύρια μαλάκες, στην αίθουσα αναμονής της μηχανής του κιμά, νομίζουν πως είναι η μεσαία τάξη, ενώ είναι απλά φτωχοί σε άρνηση, πνίγονται στη σύγχυση, γιατί δεν ξέρουν πια αν είναι καταναλωτές ή προϊόντα. Πότε θα εξοφλήσουμε τα χρέη των προσδοκιών μας;

Ο κάπταιν Hemo έκλεισε τα μάτια. Δεν τον ενοχλούσαν οι μεταλλικοί τοίχοι της καμπίνας του. Στον έξω κόσμο πάθαινε κλειστοφοβία, γιατί δεν ήξερε που τέλειωναν τα όρια του κλουβιού και τα αόρατα κάγκελα και τείχη. Γερνούσε και γινόταν νεότερος ταυτόχρονα. Ήθελε τόσο να κοιμηθεί και να βρεθεί κάπου αλλού. Τρυφερά ακροδάχτυλα να τον ξυπνήσουν με αισθησιακή οικειότητα, συγκρατημένες ερωτικές διαχύσεις να ξήλωναν γεγονότα και πεπρωμένα. Υπερβατική και παραβατική ματαιοδοξία που οδηγεί σε  εσωτερική ελευθερία, και παύει τα καφκικά ερωτήματα.

Που οδεύουμε;

Γίνεται να φτάσεις στην ευτυχία και την αυτοπραγμάτωση;

Τι ώρα θα είναι έτοιμο το φαγητό;

Πάλι μπριαμ;

Σαπίλα από δάκρυα και πλήξη, όπως θα έλεγε ο Νερούδα.

Δύο ώρες μετά, η τετράδα κάθεται στην τραπεζαρία.

Ο Μπρόνσκι για να ξεχνιέται, συζητάει για ποδόσφαιρο με τον Βουτυρίτσα. Ο Φλάβιο διαβάζει ενώ ταυτόχρονα τρώει σε αγγελοπουλικούς ρυθμούς τη σούπα του.

«Αφού σου είπα, η καραφλή απάτη κατέστρεψε το ποδόσφαιρο, γύρω όλοι και στη μέση τον καριόλη, κατοχή 80% και μπάλα τίποτα, σαν κουλτούρικη ταινία, δύο ώρες δε γίνεται τίποτα και το τέλος πάντα είναι μαλακία»

«Είσαι υπερβολικός, ο τύπος έφτιαξε τη πιο κυριαρχική ομάδα του εικοστού πρώτου αιώνα!».

Ο Φλάβιο έκλεισε το βιβλίο και τους κοίταξε με αποστροφή.

«Ανοίξτε και κανένα βιβλίο ρε μαλάκες, έχει γίνει το μυαλό σας χυλός. Όλη μέρα μόνο για μπάλα και γυναίκες μιλάτε!»

«Γιατί, υπάρχει και τίποτα άλλο;»

«Διαβάστε λίγο φιλοσοφία, να δείτε πως εξελίχθηκε ο υπερβατικός ιδεαλισμός από τον Καντ στο Χέγκελ»

«Καπετάνιε, ο Φλάβιο λέει κάτι σατανιστικά πάλι!».

Ο κάπταιν Hemo έτριψε το μέτωπό του με απογοήτευση. Έσπρωξε το πιάτο μακριά, άδειασε το ποτήρι με τη μπύρα και άναψε τσιγάρο.

«Δε βαρεθήκατε να τσακώνεστε

«Και πως θα περνάει η ώρα;»

«Ναι, αλλά ο Βίττγκενσταιν..».

Το υποβρύχιο τραντάχτηκε. Το πλήρωμα έτρεξε στην αίθουσα ελέγχου. Κάτι μεγάλο είχε χτυπήσει το υποβρύχιο.

«Βούτυ, άνοιξε τις κάμερες!».

Πλοκάμια από υγρό έρεβος τύλιξαν το Ναυτίλο και ετοιμαζόντουσαν να τον ανοίξουν σαν σακουλάκι με πατατάκια μπάρμπεκιου. Το ράμφος θα στοίχειωνε το υποσυνείδητο τους για μήνες.

«Τι ν’ αυτό Παναγία μου Τοκογλυφούσα;»

«Τεράστιο καλαμάρι του βυθού»

«Τη γαμήσαμε!»

«Δεν καταλαβαίνω γιατί μας επιτέθηκε»

«Τι θα κάνουμε;»

«Δεν μπορούμε ν’ ανοίξουμε πυρ γιατ..».

Έπεσαν κάτω. Απόκοσμοι ήχοι τους έκοψαν την ανάσα. Τα φώτα τρεμόσβηναν, μια βροχή από σπινθήρες κάλυψε το δωμάτιο. Ο καπετάνιος προσπαθούσε να ελέγξει το πηδάλιο. Ο Μπρόσνκι ψέκαζε με τον πυροσβεστήρα τη φωτιά, ενώ ο Βούτυ πάταγε όποιο κουμπί έβλεπε μπροστά του. Ο Φλάβιο σε μια γωνία είχε αρχίσει τις προσευχές.

«Σώσε μας Παναγία μου Οφσορίτισσα, και σου υπόσχομαι θα έρθω στην Τήνο ανάσκελα από το λιμάνι του Πειραιά!»

«ΦΛΑΒΙΟ ΣΚΑΣΕ!!».

Με μια εξαιρετική φωνητική αρμονία οι άλλοι τρεις. Το υποβρύχιο γύρισε 90 μοίρες, έπεσαν ο ένας στον άλλο. Το καλαμάρι σχεδόν είχε τρυπήσει το περίβλημα.

«Θα μας φάει μεζέ με ουζάκι!»

«Βούτυ, μπορείς να φτάσεις μέχρι την κονσόλα;»

«ίσως, γιατί κάπταιν;»

«Πάτα τον θερμικό παλμό!».

Ο Βούτυ σκαρφάλωσε στα ραντάρ, οι σπινθήρες του έκαιγαν τα μάτια. Το τέρας βρυχάται. Σχεδόν έφτασε. Το υποβρύχιο τρέμει.

«Πάτα το!».

Σιωπή. Το υποβρύχιο επανήλθε στην αρχική του θέση. Συνήλθαν μετά από ώρες. Μια πρόχειρη εκτίμηση έδειξε πως οι ζημιές δεν ήταν σοβαρές. Όμως έπρεπε να βγουν στην επιφάνεια πιο νωρίς. Βρέθηκε στεριά. Σε μια ώρα θα ήταν εκεί. Ο κάπταιν Hemo έπεσε ξερός. Ο Μπρόσνκι έβαλε τ’ ακουστικά του, για να μην ακούει τους Βούτυ και Φλάβιο να τσακώνονται. Οι λογισμοί του χάθηκαν ξανά στον ορίζοντα ενός εξιδανικευμένου χθες.

«Μ’έχει κουράσει ο σολιψισμός σας και η αδιαβάθμητη βλακεία σας!»

«Τι είπες για τον αυτό μου;»

Η μνήμη ύφαινε με το άρωμα εκείνης μια όμορφη φαντασίωση. Μια εξομολόγηση πληγωμένης τρυφερότητας. Φορτισμένη σιωπή κι ένα φλεγόμενο μέλλον μόνο για δύο.

«Η ηλιθιότητα σας έχει ανατρέψει την προκαθορισμένη αρμονία του σύμπαντος και  του Θεού!»

«Τώρα αν σου πω να πας να γαμηθείς με άπλυτους λιμενεργάτες, θα σε καλύψω ή θα είμαι ένα άκομα ρηχό καπιταλιστικό άξεστο χοιρόμορφο ανθρωπάριο;»

«Μπα, έμαθες να διαβάζεις;»

«Σιγά ρε αστροκράτορα, μας θάμπωσες με τις γνώσεις σου!».

Ο βελούδινος χρυσός του καλοκαιριού να δίνει έμφαση στις επικίνδυνες στροφές του κορμιού της, ενώ μπαίνει αργά στη θάλασσα. Τα δάχτυλα να ταξιδεύουν στο χάρτη της ανατομίας της. Αργά, υγρά φιλιά. Ο άνεμος να σιγοψιθυρίζει τραγούδια, το κύμα τους κλείνει στη δροσερή αγκαλιά τους. Παίζουν σαν έφηβοι, κάνουν έρωτα σα ναυαγοί.

«ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΠΑΙΔΑΚΙ!»

«ΘΑ ΣΟΥ ΚΑΝΩ ΤΟ ΚΟΛΑΝΤΕΡΟ ΧΑΡΤΟΠΟΛΕΜΟ!».

Μόνο οι δυό τους, σ’έναν ιδιωτικό παράδεισο, σ’ένα ιδιωτικό σύμπαν, που ο θεός του έρωτα έπλασε μόνο για εκείνους. Στον καμβά της νύχτας η σιγή των αστεριών τους σκεπάζει σαν μαγικό πέπλο. Η παλίρροια τους νανουρίζει. Αποκαμωμένοι από το πάθος, αποκοιμήθηκαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Άλλη μια μικρή αιωνιότητα έδυσε στην Εδέμ.

Το υποβρύχιο αναδύθηκε. Βγήκαν δειλά έξω. Το μέρος φαινόταν ασφαλές. Έφτασαν στην ακτή. Ένα υπέροχο τροπικό νησί. Ο Μπρόσνκι κοίταζε μαγεμένος το τοπίο, ήταν ακριβώς όπως το ονειρεύτηκε. Ο κάπταιν Hemo εξακολουθούσε να είναι καχύποπτος.

Ο Βούτυ έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε στη θάλασσα, οι υπόλοιποι δεν πρόλαβαν να τον αποτρέψουν. Τον μιμήθηκαν. Έπαιξαν σαν μικρά παιδιά. Ξάπλωσαν στη σκιά κάτω από έναν φοίνικα. Η γαλήνη του νησιού τιθάσευσε κάθε εγρήγορση. Ο Φλάβιο γύρισε προς τον κάπταιν Hemo. Πρώτη φορά τον είδε τόσο ήρεμο.

«Καπετάνιε τι σκέφτεσαι;»

«Να πουλήσουμε το υποβρύχιο και ν’ανοίξουμε ένα μπιτσόμπαρο εδώ»

«Και γιατί να μην φτιάξουμε πολυτελείς σουίτες;»

«Και μια ταβέρνα».

Ο κάπταιν τεντώθηκε κι έβγαλε τα γυαλιά ηλίου.

 «Του κόσμου το στεφάνι λιώνει.

Μαράθηκε το στέμμα του πολέμου, του στρατιώτη

έπεσε τ' άστρο

έφυγε η εξαίρεση

και τίποτα σπουδαίο δεν έμεινε εδώ κάτω

για να το ιδεί η σελήνη*».

Δεν είχαν ξανακούσει τον καπετάνιο ν’ απαγγέλει. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, οι στίχοι έκαναν το χάδι του ανέμου ακόμη πιο γλυκό. Ο κάπταιν Hemo φόρεσε ξανά τα γυαλιά ηλίου και ξάπλωσε στην άμμο. Τρεις ώρες μετά, ήταν όλοι στην ίδια θέση.

*Αντώνιος και Κλεοπάτρα - Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Μετάφραση Βασίλης Ρώτας

II


Οι μέρες και οι νύχτες κυλούσαν ανάμεσα στην εφηβική ανεμελιά και τη νιρβάνα. Το πλήρωμα έπαιζε beach volley και έχτιζε κάστρα (και όχι μόνο) στην άμμο. Ο κάπταιν Hemo ήταν κακόκεφος. Δίπλα του ο Μπρόνσκι έπινε το τρίτο κοκτέιλ της ημέρας.

"Δε θα το πιστέψεις, αλλά βαρέθηκα. Τι γίνεται με τις επισκευές;

"Ποιες επισκευές;"

"Κατάλαβα..."

"Αφού περνάμε τέλεια, ποιος ο λόγος να φύγουμε; Ο πληθυσμός της γης αφανίστηκε, παίζει να είμαστε οι τελευταίοι επιζήσαντες κι εσείς θέλετε να φύγουμε; Που να πάμε; Σε καμιά μεταποκαλυπτική έρημο να παίζουμε Mad Max με τίποτα μεταλλαγμένους;"

"Ένα δίκιο το' χεις..."

"Ας αράξουμε κανά δύο μήνες και βλέπουμε"

"Ο Βούτυ με το Φλάβιο τι κάνουν; Πάλι τσακώνονται;"

"Ακόμη κι αυτοί χαλάρωσαν. Ο Βούτυ φτιάχνει κοσμήματα με κοχύλια και όστρακα. Ο Φλάβιο όλη μέρα γράφει κάτω από τους φοίνικες"

"Κάτι είναι κι αυτό. Τι φάμε σήμερα;"

"Μάλλον ψάρια"

"Πάλι; Και γάτες να ήμασταν θα είχαμε βαρεθεί!"

"Τι να κάνουμε κάπταιν, δεν έχει τίποτα άλλο το νησί, εκτός αν προτιμάς καρύδες γιαχνί"

"Προτιμώ να παίξω  παίζουμε Mad Max με τίποτα μεταλλαγμένους. Πάω να βουτήξω".

Το μοντάζ της αφήγησης μας φέρνει κοντά στο Βούτυ. Φτιάχνει άλλο ένα βραχιόλι με κοχύλια. Το αφήνει μαζί με τα άλλα. Τα κοιτάζει περήφανος. Πίνει μια γουλιά από το κοκτέιλ του, βάζει τα γυαλιά ηλίου και ξαπλώνει. Το γουργουρητό της θάλασσας τον νανουρίζει. Δε θέλει να φύγει ποτέ από το νησί.

"Να'ναι καλά το καλαμαροχτάποδο".

Μερικά μέτρα πιο πέρα, ο Φλάβιο κοιτάζει το πλήρωμα που παίζει στη θάλασσα. Όχι πια με περιφρόνηση, αλλά με κάποια περιέργεια. Η αύρα γαλήνης τον μαλάκωσε. Έσκυψε πάνω από το τετράδιο του. Τι θα έγραφε σήμερα; Ίσως άλλο ένα διήγημα; Η μύτη του μολυβιού φίλησε το χαρτί.

"Το πέπλο των νεφών αγκάλιασε τον ουρανό. Η σπονδή του φθινοπώρου ταξίδευε στις φλέβες της μέρας. Ο Μ. καθόταν μπροστά από το κλειστό παράθυρο. Το ρυπαρό τζάμι, θαμπό από την αμέλεια και τη ρύπανση τον κοίταζε συνοφρυωμένο. Ο απελπισμένος μονόλογος του το γέμισε ρωγμές.

"Τι θα γίνει ρε μαλάκα, θα με καθαρίσεις ποτέ; Το σπίτι σου είναι τόσο βρώμικο που μέχρι και οι κατσαρίδες έγιναν υποχόνδριες. Η λεκάνη σου χρειάζεται δύο Χιροσίμες, τρία Ναγκασάκια και μισό λίτρο Τσέρνομπιλ για να καθαρίσει.

Το σαλόνι ζέχνει τσιγαρίλα, τρεις αφυγραντήρες πέθαναν από καρκίνο του πνεύμονα. Η πόρτα έπεσε από το μπαλκόνι. Το ασανσέρ κατέβηκε με τις σκάλες για να γλυτώσει από τη δυσωδία".

Ο Μ. κοίταζε κατατονικός έξω από τη γυάλα του. Γυάλινοι οφθαλμοί, ορφανοί, στερημένοι από το μετείκασμα της ηδονής, του υστερόγραφου του έρωτα, που το μελάνι του δεν υπογράφει πια με ιδρώτα και πυρετό στις σελίδες των τοίχων. Η λαχτάρα για την σαρκική εντροπία σίγησε. Οι φρυκτωρίες καλλίπυγων πυγολαμπίδων δε γλυκαίνουν με τη λάμψη τους τα μίζερα μετααστικά απογεύματα. Ο αδηφάγος μετακαπιταλισμός, σιαμαίος με το μεταφασισμό νίκησε όλες τις όμορφες και πάλλευκες αμαρτίες. Και τότε η...".

Ήχοι τυμπάνων αναστάτωσαν την ακτή. Ο Φλάβιο σηκώθηκε πλησίασε τα δέντρα. Ο Βούτυ στάθηκε δίπλα του.

"Τι γίνεται ρε μαλάκα;"

"Δεν ξέρω. Μ'άλλον δεν είμαστε οι μόνοι στο νησί"

"Ωραίες ήταν οι διακοπές, ήρθαν οι κανίβαλοι να εισπράξουν τα ενοίκια...".

Το πλήρωμα συγκεντρώθηκε πίσω τους. Ο ήχος πλησίαζε. Ο κάπταιν Hemo τράβηξε τις φυλλωσιές. Ένας στρατός από γκροτέσκες μάσκες πλησίαζε αργά προς το μέρος τους. Μάσκες που έστελναν τους εφιάλτες σου για ψυχανάλυση. Φτιαγμένες από ανθρώπινο δέρμα.  




Παρασκευή 18 Ιουλίου 2025

Summer Intermission

 

Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Είμαι σε κάποιο νησί του Αιγαίου. Μάλλον. Ίσως. Το πιο πιθανό, χάλασε το κλιματιστικό, έπεσα σε κώμα από τη ζέστη, και ο εγκέφαλος μου ως άμυνα, μου σέρβιρε ένα δροσερό όνειρο. Όλα είναι ύποπτα αρμονικά, ακόμα και τα χρώματα γύρω μου είναι επιμελώς ατημέλητα στυλιζαρισμένα. Μπράβο στο διευθυντή φωτογραφίας και σε αυτόν που έκανε color, έχετε όλα τα βραβεία της καρδιάς μου.

Τεντώνομαι σαν αγουροξυπνημένη γάτα και κλείνω τα μάτια. Η χορωδία των κυμάτων σχηματίζει υπέροχες αρμονίες με τη σιωπή. Το νυχτερινό μελτέμι αφήνει υποσχέσεις στο δέρμα και ξυπνάει αναμνήσεις. Την κρούστα της γαλήνης σπάει η φωνή της μόνιμης συνοδού μου. Νιαουρίζει από το δωμάτιο τις τρυφερές απειλές της, πως αν δεν πάω εκεί σε δέκα λεπτά, θ' αρχίσει να παίζει με την καλλίπυγο φίλη της χωρίς εμένα. Ανθυπομειδιώ, άστες να ζεσταθούν χωρίς εμένα, και θα μπω στο παιχνίδι την κατάλληλη στιγμή. Μην ακούσω τίποτα μαλακίες, για το ανδρικό βλέμμα, για σεξισμούς και κυανές κλειτορίδες, ψευδαισθήσεις έχω, ό,τι θέλουν κάνουν.

Τελικά, σε ποιο νησί είμαι; Μετά από πρόχειρη ολιγόλεπτη έρευνα, καταλήγω στο συμπέρασμα πως είμαι στην Τήλο. 'Η στη Σίκινο; Μήπως στις Νήσους Σολομώντα; Έχει σημασία; Γεμίζω το ποτήρι μου με Chivas (ΠΑΣΟΚ intesifies), προσθέτω παγάκια και cola, πίνω μια γουλιά κι απολαμβάνω τη νύχτα. Εφτά δευτερόλεπτα μετά, ανάβω τσιγάρο. Δυστυχώς, η μνήμη είναι ο πιο σαδιστής μοντέρ που υπάρχει. Μόλις είμαι έτοιμος να συντονιστώ με το σύμπαν, πετάει στις οθόνες των κυττάρων μου, ένα best of montage με όλα τα λάθη και τις μαλακίες που έκανα (πρόσθεσε και κάποιες που δεν πρόλαβα, όχι, δεν μπορώ να πω, έκανε καλή δουλειά, νιώθω άθλια). 

Κατεβαίνω στην παραλία, τ' ακροδάχτυλα της παλίρροιας χαϊδεύουν τα πόδια μου. Αδειάζω το ποτήρι, το πετάω στο νερό  και βουτάω με τα ρούχα. Για λίγο, δε σκέφτομαι τίποτα, δε νιώθω τίποτα. Εύχομαι να σκορπίσω σαν άμμος, στο βυθό, στην άκρη του κόσμου. Σε κάποιο σώμα, να γίνω βροχή, να ταξιδέψει η κατακερματισμένη μου ύπαρξη παντού. Είμαι πολύ βλαμμένος για να καταφέρω να χαλαρώσω, ρε μπας και ν' αρχίσω διαλογισμό; Επιστρέφω στο σπίτι, και μετά από ένα γρήγορο ντους, βρίσκω τα κορίτσια, γυμνά να παλεύουν μέσα στη μερέντα. Οκ, το παράκανα, όμως είπαμε, κώμα, παραίσθηση, ε βάλτε λίγο την αναστολή της δυσπιστίας να δουλέψει, σας έφαγε ο άγονος και στείρος ρεαλισμός που σας ταΐζουν οι υπηρεσίες streaming...

Περιμένουν ν' ανακηρύξω νικήτρια. Φυσικά λήγω το ματς Χ και τις οδηγώ στη ντουζιέρα. Έξι ώρες μετά, είμαι ξαπλωμένος ανάμεσα τους. Ροχαλίζουν σαν σκουριασμένα αλυσοπρίονα. Είναι λύση το αχαλίνωτο σεξ με άγνωστες; Όχι, αλλά βοηθάει στην κατάποση της φαρμακευτικής αγωγής που λέγεται ενήλικη ζωή. Είναι η αναισθησία για ν' αντέξεις την εγχείρηση της πραγματικότητας. 

Σηκώνομαι. Βάζω την ξαπλώστρα δίπλα στο κύμα και βολεύομαι. Τι θέλω από τη ζωή μου; Πάντα ήμουν ολιγαρκής, δε ζητάω πολλά, μόνο τρία Όσκαρ, δύο Χρυσές Σφαίρες, έστω ένα Χρυσό Φοίνικα. Υποτίθεται, μετά τα σαράντα ωριμάζεις, κατασταλάζεις και άλλες τέτοιες σάπιες κοινοτοπίες. Εγώ γιατί αισθάνομαι σαν δεκαεπτάχρονος με πρεσβυωπία; Που δεν έχω. Ακόμα. Όταν η συνείδηση θα κατορθώσει να ξεκάνει όλα τα μυστικά μας, όταν η δυστυχία μας θα έχει εκκενώσει και το τελευταίο υπόλειμμα μυστηρίου, θα έχουμε τάχα ακόμα λίγο πυρετό και έξαψη για να ατενίσουμε το ερείπωμα της ύπαρξης και της ποίησης; 

Πρέπει να σταματήσω να διαβάζω Σιοράν, γιατί η πλήξη μου θα πάθει κατάθλιψη ή ακόμα χειρότερα, μπορεί να γράψω κάτι σαν τον πρώτο κύκλο του True Detective, και μετά θα με στοιχειώνει για πάντα η επιτυχία. Βαριέμαι την ομφαλοσκόπηση, αυτά είναι για εικοσιπεντάρηδες και εικοσιπεντάρες, ν' ανεβάζουν stories και reels με αστεία ξεσπάσματα. Έχω αποδεχθεί τη διάψευση και τη ματαίωση των προσδοκιών μου. Το ξέρω πως θα μείνω για πάντα στη μικρή γκαρσονιέρα στο Αιγάλεω, και θα πεθάνω ανάμεσα σε γάτες.

Όμως, μέχρι τότε, θα φροντίσω ν' αποτύχω με τους πιο φαντασμαγορικούς τρόπους σε όποια ευκαιρία μου έμεινε. Είπαμε, όταν μεγάλωσες με Rocky, κάποια πράγματα έγιναν τατουάζ στην ψυχή σου. It was never about winning, it's to go the distance. Το βαθύ φιλοσοφικό λογισμό μου, κόβει σαν offside στο 95 το κινητό. Γιατί το πήρα μαζί; Άγνωστος αριθμός. Γάμησε το, δεν απαντάω. Ας κρατήσει αυτή η ψευδαίσθηση λίγο ακόμη... Δύο τρία χρόνια. 

Τι καλό μου έτυχε τελευταία; Η πιο ωραία φετινή ταινία μέχρι στιγμής, το ιταλικό  Follemente, η καλύτερη ρομαντική κομεντί της δεκαπενταετίας. Στην άνυδρη, ανέραστη, ειρωνική εποχή μας, οι κομεντί έχουν εξοριστεί από την υπερανάλυση, την πολιτική ορθότητα και τη σοβαροφάνεια. Τι άλλο; Κάτι βράδια που ξενύχτησα να διαβάζω τεύχη της Βαβέλ. Να ξανακούω τα βινύλια των Priest. Να σκέφτομαι, πως σε κάποια παράλληλη διάσταση, μια εκδοχή του εαυτού μου είναι ευτυχισμένη όπως πάντα ήθελε.

Είναι αρκετά όλα αυτά; Έχει σημασία; Ξαπλώνω αθόρυβα ανάμεσα στις μόνιμες συνοδούς μου. Η μυρωδιά τους με γαληνεύει. Κρυώνω λίγο, με σκεπάζουν με τα στήθη τους.  Το πιο πιθανό, αύριο να ξυπνήσω στον καναπέ. Μέχρι τότε, όπως είπε ο Bruce Willis στο Bonfire Of Vanities, "What does it profit a man if he gains the whole world, but loses..." Ah well. There are compensations.



Σάββατο 14 Ιουνίου 2025

Κβαντική υπερεντροπία ή πως έσωσα τον κόσμο από κάτι cyborgs (κάτι τέτοιο, δε θυμάμαι...) III

 

Part  1 (και να καίει)

Πολιτικό θρίλερ

Opening Credits Song

ΕΣΩΤ. ΑΙΘΟΥΣΑ ΔΕΞΙΩΣΗΣ - ΜΕΡΑ

Η αίθουσα είναι γεμάτη από κόσμο, ντυμένο επίσημα. Κάποιοι συζητάνε, άλλοι τρώνε όρθιοι στο μπουφέ. Ο ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ (36-38) κοιτάζει γύρω του απορημένος.

(Ναι, αγαπητέ αναγνώστη, καλά κατάλαβες. Γράφω αυτή τη νουβέλα σαν υποκατάστατο, ένα θλιβερό ημίμετρο, για να νανουρίσω τα απωθημένα μου, για όσες ταινίες δε θα γυρίσω ποτέ. Πουτάνα ζωή και τα γνωστά...)

Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Το μέρος μοιάζει με σκηνικό σαπουνόπερας. Φιλανθρωπική εκδήλωση, απ'αυτές που μαζεύονται  πλούσιοι και συζητάνε για το πόσο βαριούνται. Oι περισσότεροι από εμάς, είμαστε κομπάρσοι, ομιλούντα σκηνικά και props, απλά το συνεργείο για τους πρωταγωνιστές της ζωής.

Στ'αριστερά μου, θειτσοκούγκαρα, ντυμένα στις 50 αποχρώσεις του κιτς, συζητάνε για την ένδεια γαστριμαργικής ποικιλίας στην Αθήνα. Ακούστηκαν λέξεις όπως  οινοτουρισμός, γαστροτουρισμός, food guru, Κοπεγχάγη, και άλλοι νεολογισμοί, που κανένας φυσιολογικός άνθρωπος δεν περιλαμβάνει στο λεξιλόγιο του, χωρίς βαριά φαρμακευτική αγωγή από ψυχίατρο.

Μετακινούμαι προς το τραπέζι. Το κρασί  δεν κάνει ούτε για τις φακές. Μια παρέα από πλαστικοποιημένες σαραντάρες, ανταλλάσουν απόψεις για το πολιτισμικό γίγνεσθαι.

"Είδατε την εξαιρετική παράσταση του μεγάλου σκηνοθέτη Λιτόφτσενκο;"

"Στο θέατρο Fellatio; Α για πες;"

"Καταπληκτική. Αφηγηματική ισορροπία μεταξύ εσωτερικού  ρεαλισμού και εικαστικής συνέπειας. Στιβαρή δραματουργική δομή, ένα δηκτικό σχόλιο meta ειρωνείας για την πολλαπλότητα των ανθρώπων, την αλλοτρίωση των συναισθημάτων, και την κρημνοβασία της αυτοαποδόμησης. Πραγματικά με συγκλόνισε. Η τελευταία ατάκα ακόμα αντηχεί στο μυαλό μου, η καρδιά του ανθρώπου είναι ένα νεκροταφείο λογισμών"

"Έλα τώρα αγάπη μου, αυτά είναι παρωχημένα. Επαρχιακά συμπλέγματα, με ψευδοεννοιολογικό περιτύλγμα. Πόσο καιρό έχει να πας στο Λονδίνο;"

"Ήμουν τον προηγούμενο μήνα"

"'Έπρεπε να κάτσεις κι άλλο. Αυτές τις μέρες, γίνεται χαμός με το καινούργιο έργο της Μαργαρίτας Αμοκάτσι Κλαφ"

"Είναι καλό; Διάβασα μέτριες κριτικές"

" Ένας θρίαμβος. Μια αστική τραγωδία, που αποδομεί τα ιψενικά τρίγωνα και τα πολύεδρα του Mario Salieri. Ενδοσκοπική σκηνοθεσία, γκροτέσκ εξπρεσιονισμός, μια καλειδοσκοπική σύνθεση για τη ματαιωμένη θηλυκότητα που ασφυκτιά στις πνιγμονές της πατριαρχικής δυσλειτουργικότητας και τους αποστειρωμένους ρόλους που προορίζει για τις γυναίκες. Βίαιος ψυχικός ευνουχισμός στην άγονη μετακαπιταλιστική απομάγευση της μητρότητας και της σεξουαλικότητας".

Μ'έπιασε ναυτία. Βγαίνω στο μπαλκόνι να καπνίσω. Βαθιά ανάσα, και μπαίνω ξανά σ'αυτό το μολυσμένο ενυδρείο. Βίος ψυχρός και μάταιος, νωθρώς, εν μαρασμώ γυρίζω, μεταξύ πλήξης και γλυκείας ρέμβης, για να παραφράσω τον Καβάφη. Tα σερβίτσια ψιθυρίζουν τα μυστικά της εξουσίας. 

Λίγο πιο πέρα, μια παρέα κάνει φασαρία. Καφενόβιοι μπαρμπάδες. Μόνο που δεν πίνουν μπύρες και δεν τσακώνονται για το ποδόσφαιρο. Θηλάζουν ακριβά πούρα και ουίσκι. Κάθομαι στην άκρη του καναπέ, για ν'ακούσω τη συζήτηση. Τους παρατηρώ να μιλάνε, λες και η χώρα είναι μια Disneyland που όλα επιτρέπονται. Αν υπήρχαν Ολυμπιακοί αγώνες βερμπαλισμού, τα παγκόσμια ρεκόρ θ'άλλαζαν κάτοχο ανά πέντε λεπτά.

Στόμφος intesifies.

"Άσε ρε πονηρέ!".

Δεν κρατήθηκα. 

Βαθιά σιωπή. Παύση. Παύση ολοκλήρου. Ακολούθησαν βροντερά γέλια και φιλικά χτυπήματα στην πλάτη μου

"Που τον βρήκες αυτόν;"

"Σίγουρα είναι του Παύλου, φαίνεται γνήσιος εκπρόσωπος της λαϊκής δεξιάς, από που είστε νεαρέ μου;"

"Από το Αιγάλεω" 

"Δε σας το είπα, δικός μου είναι"

"Και τι γνώμη έχετε για τις εξελίξεις;"

"Ποιες πολιτικές πρέπει να ακολουθήσει το κόμμα;"

"Να σπάσει τα καρτέλ ίσως;".

Κύματα βήχα στην παρέα.

"Φορολόγηση των μεγάλων εισοδημάτων, αναδόμηση του κράτους πρόνοιας;".

Ένα τσουνάμι ψιθύρων συνοδεύει τη χορωδία τσιγαρόβηχα.

"Μείωση του ΦΠΑ; Πλαφόν στα τιμολόγια ρεύματος; Ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική; Διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας;".

Ο κομψευόμενος δρυοκολάπτης στην άκρη του καναπέ κάγχασε. Τίναξε το πούρο του και ήπιε μια γουλιά από το ποτό του.

"Νεαρέ μου, το κόμμα μας άφησε πίσω του τις αυταπάτες του λαϊκισμού. Εδώ και μια δεκαπενταετία, γίνονται επιτέλους οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η χώρα"

"Και ποιες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις, βοήθησαν πραγματικά τους πολίτες; Οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά;".

Ο δρυοκολάπτης αναστενάζει ελαφρώς ενοχλημένος.

"Αν οι μάζες είχαν λογική, δε θα ήταν μάζες. Η λογική είναι το οξυγόνο του πνεύματος, όπως είπε ο Λα Ροσφουκώ"

"Η λογική είναι προνόμιο των πλουσίων, η φτώχεια θέλει συναίσθημα, όπως είπε ο Χρήστος Αρχοντίδης, προπονητής του Απόλλωνα Αθηνών το 1992".

Ο μυστακοφόρος θείος εκ δεξιών μου με πιάνει από τον ώμο και με οδηγεί στο μπαλκόνι 

"Τι κομμουνιστικά είναι αυτά που λες; Είσαι σίγουρα δικός μας; 

"Τι εννοείτε σας, παρακαλώ, να χαρείτε τις off shore σας"

"Ρε λέγε ποιος είσαι;"

"Είναι πολύ βαθιά υπαρξιακά ερωτήματα αυτά, δυστυχώς δεν έχω βρει ακόμα την απάντηση" 

"Λέγε ποιος σε έστειλε εδώ, γιατί δε σε βλέπω καλά! Η μισή αστυνομία είναι εδώ και μας προστατεύει!" 

"Έτσι εξηγείται το γιατί δεν πέφτει η εγκληματικότητα"

"Λέγε ρε μη φωνάξω τα ΜΑΤ!"

"Βλέπεις το φορτηγάκι απέναντι;".

Ο θείος κοιτάζει καχύποπτα. 

"Το βλέπω. Και;"

"Μέσα στο φορτηγάκι, δύο ιδιαίτερα εργατικοί συνεργάτες μου, καταγράφουν τα πάντα"

Ο θείος χλώμιασε.

"Δεν ξέρω απλά όλες τις βρωμοδουλειές σας, ξέρω με πόσες έχεις απατήσει τη γυναίκα σου, και πόσοι από τους φίλους σου γαργαλάνε τις αμυγδαλές τους με στραπόνια"

"Τι θέλεις;"

"Αύριο, στη διεύθυνση σου που θα δώσω, κάποιο από τα minions σου, θα αφήσει μια χαρτοσακούλα με 300.000 ευρώ. Μην είναι τίποτα σημειωμένα, γιατί έχω έτοιμο το στικάκι που θα πάει στο... Ξέρεις εσύ".

Ο μπάρμπας ένιωσε το εγκεφαλικό να του δίνει γλωσσόφιλα. Στραβοκατάπιε, κοίταξε γύρω του, για να σιγουρευτεί πως δε μας άκουσε κανένας και αναστέναξε

"Δεν έχω ξανασυναντήσει τόσο γλοιώδες βδέλυγμα σαν εσένα. Σίγουρα δεν είσαι δαπίτης;".

Ανθυπομειδίασα, πήρα τη χρυσή ταμπακιέρα από την τσέπη του, άναψα ένα τσιγάρο επιδεικτικά και αποχώρησα. Τον είδα να με κοιτάζει από το μπαλκόνι έντρομος. Πλησίασα το φορτηγάκι και χτύπησα συνθηματικά την πίσω πόρτα. Έστριψα χαμογελαστός στο στενό. Για καλή μου τύχη, το φορτηγάκι μετά από μερικά δευτερόλεπτα έφυγε.

Γύρισα σπίτι και βούλιαξα στον καναπέ. Αύριο παίζει να είμαι νεκρός. Ήμουν τυχερός, ο μπάρμπας δεν είχε δει το Conversation του Coppola. Μερικές φορές, πρέπει να τζογάρεις.

Πήγα στο μέρος με άκρα επιφύλαξη. Ήμουν σχεδόν σίγουρος πως δε θα γίνει τίποτα. Διαψεύστηκα. Μια μηχανή μεγάλου κυβισμού σταμάτησε απέναντι μου, ο αναβάτης άφησε μια χαρτοσακούλα στον κάδο. Αφού βεβαιώθηκα πως απομακρύνθηκε, και πως δε με παρακολουθεί κανένας, πήρα την χαρτοσακούλα και χάθηκα στο στενό.

Μπήκα στην πρώτη πολυκατοικία που βρήκα. Κατέβηκα τις σκάλες. Κλειδώθηκα στο λεβητοστάσιο. Άνοιξα τη σακούλα. Γεμάτη δεσμίδες. Όχι κι άσχημα για μιας μέρας παπάτζα. Και τώρα; Θα ξεχρεώσω τη μάνα μου, και θα κάνω tour σε όλα τα νησιά της χώρας.

Λίγα μέτρα πριν το σπίτι, ο γύρος του θριάμβου διακόπηκε. Το γνώριμο φορτηγάκι φρενάρισε απότομα μπροστά μου. Δύο άσβερκοι βγήκαν από μέσα και με πήραν σηκωτό. Μέσα στο φορτηγάκι ένας υποχθόνιος αρουραιόμορφος με πιάνει από το γιακά. 

"Πως το ήξερες πως τους παρακολουθούμε; Ποιος σε έστειλε;".

Ευτυχώς πρόλαβα να βάλω τη χαρτοσακουλα μέσα στη τσάντα μου.

"Σας παρακαλώ, τι οικειότητα είναι αυτή; Γνωριζόμαστε κι από χθες;"

"Ρε λέγε, γιατί τα παιδιά που σε έπιασαν είναι νηστικά από χθες και έχουν μουδιάσει από την καθιστική ζωή" 

"Πολλά μικρά γεύματα μέσα στη μέρα, και ελαφρά άσκηση να τους πεις"

Τα φρένα στρίγκλισαν χειρότερα κι από τραγουδιστή νορβηγικού black metal συγκροτήματος. Οι δύο χτιστοί βγήκαν από μπροστά, με βούτηξαν και άρχισαν να με πετάνε ο ένας στον άλλο, όπως κάνουν οι όρκες με τις φώκιες. Μετά από τρία σετ βόλεϊ, με άφησαν στο παγκάκι.

"Λέγε!"

"Παιδιά, μια μπλόφα ήταν, κάτι έπρεπε να πω για να φύγω ασφαλής. Ήμουν σίγουρος πως όλοι αυτοί έχουν ντουλάπες μέσα στους σκελετούς τους" 

"Και πως το ξέρεις πως τον υπουργό τον στραπονιάζει η γκόμενα του;"

"Ποιον από όλους;"

"Σωστό κι αυτό". 

Ο αρουραίος πήγαινε πάνω κάτω.

"Κάτι δεν πάει καλά, νόμιζα πως θα ήταν μια επιχείρηση ρουτίνας. Τουλάχιστον έτσι μου είπαν, πως δε θα ανακατευθεί άλλος".

Κάθεται δίπλα μου.

"Ποιος σε έστειλε; Σε έβαλαν να μας ελέγχεις; Αν κάνουμε σωστά τη δουλειά;"

"Να σας παρακολουθώ ενώ παρακολουθείτε αυτούς που μας παρακολουθούν;".

Ο αρουραίος γούρλωσε τα μάτια σαν

"Που το ξέρεις πως μας παρακολουθούν;".

Κοίταξα γύρω μου επιφυλακτικά. Τον πλησίασα και του ψιθύρισα στο αυτί. 

"Who's watching the Watchmen?".

Ο αρουραίος ταράχθηκε. Σηκώθηκε και πισωπάτησε αργά με το βλέμμα του πάνω μου. Μπήκε τρέχοντας στο φορτηγάκι και χάθηκε στη λεωφόρο. 

Μάλλον δεν του άρεσε η ταινία (η καλύτερη μεταφορά κόμικ στον κινηματογράφο, change my mind). Ημουν ξανά τυχερός, όμως έπρεπε να παίξω έξυπνα. Θα πήγαινα να μείνω στο σπίτι του Μάκη για μερικές μέρες. Πήγε στην Κρήτη, να δει την αδερφή του. Μπήκα στο διαμέρισμα, έβαλα ουίσκι και έκατσα στην πολυθρόνα. 

Στομφώδεις μετριότητες  και ασημαντότητες, με μνησίκακη δίψα για επιβεβαίωση, παίζουν κουκλοθέατρο με τις ζωές μας. Κοιτάζω τη σακούλα με τα λεφτά. Η δεσμίδα που εξέχει, μου γνέφει με ηδυπάθεια. Γιατί τα έκανα όλα αυτά; Για κάποιο λόγο, στο μυαλό μου αντηχεί κάτι που διάβασα στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν.

"Το να είσαι πλούσιος είναι άλλου είδους μέθη, σημαίνει να ξεχνάς. Γι'αυτό γινόμαστε πλούσιοι, για να ξεχνάμε".

Που στον Κθούλου έμπλεξα πάλι; Δε μου αρέσουν τα κατασκοπικά θρίλερ. Ίσως θα πρέπει να...

WE INTERRUPT THIS PROGRAM FOR AN INTERRUPTION THAT WAS PROGRAMMED

"Ένα βιβλίο τολμηρής υφολογικής ενδοσκόπησης, που επαναπροσδιόρισε την έννοια του φεμινιστικού μανιφέστου, μια ωδή στη ρευστότητα και μια γροθιά στην πατριαρχική κανονικότητα, ένα καλλιτεχνικό πείραμα που συντρίβει τις έμφυλες νόρμες. Ο πυρήνας των θεματικών της στηλιτεύει τις δομικές ασυνέχειες, με αφηγηματική λιτότητα, χωρίς φλύαρες δραματοποιήσεις. Ο καθρέφτης είναι η μήτρα της επανάστασης, εκεί γεννιέται η προσπάθεια συναισθηματικού αλφαβητισμού, η μεταρρυθμιστική αξία της τέχνης, το πυρακτωμένο μετείκασμα του παραμορφωμένου ειδώλου, γίνεται η νοητή αρχή της ενδυνάμωσης, της πνευματικής χειραφέτησης, από τους προκαθορισμένους ρόλους της θηλυκότητας, από την ανδρική ματιά, την αντικειμενικοποίηση, και τη σεξιστική φετιχοποίηση.

Η αντισυμβατικότητα του βιβλίου (μια από τις πρώτες απόπειρες αυτολογοτεχνίας, στις αρχές του εικοστού αιώνα), αναιρεί τις παρωχημένες γλυκανάλατες απεικονίσεις της γυναίκας στην μέχρι τότε λεγόμενη σοβαρή λογοτεχνία. Η δημιουργός δεν μένει στην επιφανειακή ευαλωτότητα των χαρακτήρων της, αντιθέτως, βάζει βαθιά το νυστέρι της αφήγησης, η τομή είναι η επανανοηματοδότηση της εσωτερικευμένης ευθραυστότητας μέσω μιας εννοιολογικά φορτισμένης αλληγορίας, που μπορεί να δυσκολέψει στην αρχή τον αναγνώστη, όμως θα τον ανταμείψει με την ηθική ανεξαρτησία, μια καινούργια θέαση του εαυτού του, και γιατί όχι, έναν νέο πνευματικό ορίζοντα".

Jeezus fuckin' Crist! Δεν ξαναγοράζω νέα κυκλοφορία. Πήρα ένα ξένο μυθιστόρημα να περάσει λίγο η ώρα, και θέλω να κρεμαστώ, χωρίς καν να φτάσω στο πρώτο κεφάλαιο. Αντι προλόγου, πρόλογος, εισαγωγή, σημείωμα της μεταφράστριας, 40 σελίδες πριν αρχίσει η αφήγηση... Πρώτον, μου έχεις σποιλεριάσει όλο το βιβλίο (καλά, όχι πως γίνεται και τίποτα το τρομερό), δεύτερον, βάλτα στο τέλος όλα αυτά, και τρίτον, ρε φτάνει με το κήρυγμα! Δε θέλει ο κόσμος άλλο κήρυγμα, γεμίσαμε με καταπιεσμένους Σωκράτηδες που ξεσπάνε με λεκτικούς εμετούς. Τραβάτε κάνα γυμναστήριο, για ψάρεμα, δεν ξέρω, βρείτε ένα χόμπι. Μια αναρρίχηση, μια πεζοπορία που είναι της μόδας.

Πιάνω το κινητό, για να δούμε, υπάρχει τίποτα της προκοπής στις γνωστές χωματερές του ελληνικού διαδικτυακού οικοσυστήματος; Όχι άλλα άρθρα για το Adolescence, ήμαρτον... Γκώσαμε από λογύδρια υστερικών γονέων και wannabes γονείς. Και για να τελειώνουμε, το μονοπλάνο είναι για αρχόντους. Είναι εργαλείο που πρέπει να χρησιμοποιείται συγκεκριμένα, ενταγμένο στο πλαίσιο της αφήγησης. Όλη η διάρκεια σε μια λήψη, δεν υπάρχει λόγος, είναι απλά ένα τέχνασμα. Ναι, είναι τεχνικά εντυπωσιακό, αλλά ελάτε τώρα, με την υπάρχουσα τεχνολογία, όλα αυτά είναι εύκολα πια. Να σας δω να το κάνετε με φιλμ...

Άλλο ένα άρθρο για τα πρόστιμα κατά τις πειρατείας. Πιθανότατα sponsored από εταιρεία που πουλάει VPN. Στα διάφορα fora και Reddit, ο πανικός του πανικού. Σκούζουν τα καρτέλ, πως χάνουν λεφτά, επειδή η πλέμπα βλέπει μπάλα με boxακια και βάλαμε την κυβέρνηση να τους μαντρώσει. Ο κόσμος βουλιάζει σαν φλεγόμενο καράβι σ'έναν ωκεανό λυμάτων και ο κάθε φελλός αναρωτιέται αν θα μπορεί να μπεγλερίζει τον αρλεκίνο του χωρίς να τον κυνηγάει η εφορία. Παιξ'τον ελεύθερα μπρο. 

Το καταφέραμε, το ίντερνετ είναι βαρετό. Ειδικά οι νέες γενιές, χωρίς ίντερνετ, θα πέσουν κάτω σε εμβρυακή στάση, και θα κάνουν σαν ψάρια έξω από το νερό, αλγόριθμοι που πουλάνε μιζέρια, πασαρέλα ναρκισσισμού (τα δικά μου ψυχολογικά είναι καλύτερα από τα δικά σου), τσόντες και βίντεο με γάτες. Οκ, τα memes είναι το ζενίθ του ανθρώπινου πολιτισμού, κλείσαμε τον κύκλο, φτάσαμε πάλι στα ιερογλυφικά. Είμαστε πάλι στο βωβό κινηματογράφο, η απόσπαση προσοχής έχει φτάσει σε γελοία επίπεδα, σε λίγο, οτιδήποτε μεγαλύτερο από 6 δευτερόλεπτα, θα μας προκαλεί επιληψία. Γεμίσαμε με  αστεία sites, όπου τα όρια είναι πλέον δυσδιάκριτα,  αντρικά sites παρουσιάζουν plus size trans content creators, και γυναικεία με  posts από βίζιτες που πλασάρουν την πραμάτεια τους ως γυναικεία ενδυνάμωση και πολιτική δήλωση. Ναι, αγαπητέ αναγνώστη, σε λίγο θ'αρχίσω να νοσταλγώ τα περιοδικά του Κωστόπουλου, εκεί μας κατάντησαν... 

"Στ'αρχίδια μας ρε, προχώρα την πλοκή!"

"Ό,τι θέλω θα κάνω, μη με πιέζετε!".

Φτάνει με τα clickbait. Εδώ και κάνα μήνα, πρήξαμε τους αδένες του σύμπαντος με αναλύσεις του πέους, για μια σειρά που σε δύο μήνες δε θα θυμάται κανένας. Όπως έγινε και με το Baby Reindeer πριν ένα χρόνο. Καμιά ταινία, καμιά καλή προβολή; Τι είναι αυτό, τα Στοιχειά του ελληνικού σινεμά. Ααα μάλιστα... Πάρτι έναρξης με dj γνωστό πολυατάλαντο σκηνοθέτη, για να δούμε τις ταινίες, χμμμ... Οι γνωστές 5-10 κουλτουριές που τις σέρνουν κάθε χρόνο σε διάφορα "αφιερώματα", μπας και τσιμπήσει κανένας και τις δει. Τα γνωστά παραγνωρισμένα αριστουργήματα, που δεν τα είδε κανείς τη δεκαετία του 80, του 90, του 00, γενικά δεν τα είδε ποτέ και κανένας, εκτός από το γνωστό μυαλοπυρόπληκτο συνονθύλευμα ξινεφίλ, μια κλίκα από συγκοινωνούντα δοχεία αλληλοϋποστήριξης ανθυπομετριοτήτων. Άσε, θα δω για νιοστή φορά το Raw Deal.

Ο ελληνικός κινηματογράφος είναι ένα παζάρι του Σχιστού, όπου πνευματικοί ρακοσυλλέκτες πουλάνε σκουπίδια σαν εκθέματα του Λούβρου, μυαλοσεισμόπληκτοι που νομίζουν επειδή η ταινία τους άρεσε στον στενό τους κύκλο, και κέρδισε τη Χρυσή Κουτσομούρα στο φεστιβάλ περιπτεριούχων Σαχάρας, θα τους παίρνουν τηλέφωνο οι CEO των μεγάλων studio και του Netflix και θα βαράνε προσοχές,  ανέπαφοι που πουλάνε τις αυτοαναφορικές παπάτζες τους για βαθιά πολιτικά σχόλια και την αφρόκρεμα της avant garde, κι επιτέλους να πούμε την αλήθεια, ο Λάνθιμος αφού ξεσήκωσε το El castillo de la pureza  για να κάνει τον Κυνόδοντα,  ξεπατίκωσε ανερυθρίαστα και το Frankenhooker, χωρίς ίχνος από το δροσερό camp και το ανάλαφρο χιούμορ του, υποβιβάζοντας το σε μια ψευδολόγια ψευδοφεμινιστική φανφάρα, όπου η Emma Stone υποδύεται την τρελή του χωριού!

"Ηρεμήσετε κύριε, στην εφορία βρίσκεστε, δεν είστε στη Στέγη Ωνάση!"

"Από τότε που σταμάτησε να εκδίδεται ο Φίλαθλος, η λογοτεχνία φυτοζωεί στην Ελλάδα!".

Με βγάζουν σηκωτό από το κτίριο. Έτσι είναι, η αλήθεια πονάει. Τι έλεγα...Α ναι, πως δε μου αρέσουν τα κηρύγματα.

Part two(za)


Ξημέρωσε. Η κόμισσα Μαρμέ άνοιξε νωχελικά τα βλέφαρα της. Σηκώθηκε και τράβηξε τις βαριές, βελούδινες κουρτίνες, Ο λογισμός της ήταν ξανά στους περιπάτους που κατέληγαν στο ξωκλήσι των Μπρανκάτσι.

Στη χλωμή λάμψη των νωπογραφιών, στα σκοτεινά πράσινα μάτια του Φιλίπ, στα ρινίσματα χρυσού των λέξεων του, που την άφηναν με ανοιχτό το στόμα, αφηρημένη, ετοιμοθάνατη και μαγεμένη.

Η κόμισσα Μαρμέ είχε λατρέψει τα μικρά θαύματα που ζούσε μαζί του. Οι ανάλαφρες συζητήσεις για την τέχνη, τα διακριτικά πειράγματα. Μέσω αυτού, ένιωθε πως ζούσε μια μυστική ζωή, σε έναν κόσμο που χτυπούσε η καρδιά όλων των ευγενικών πραγμάτων.

Πήρε βιαστικά το πρωινό της και ετοιμάστηκε για την απογευματινή βόλτα τους. Η προσμονή ήταν ένα βασανιστήριο από μέλι και κρασί. Αδημονούσε, να βυθιστεί το πρόσωπο του στα πορφύρα ρυάκια των μαλλιών της, να ταξιδέψει ο ψίθυρος της πνοής του σε κάθε σύνορο του κορμιού της.

Όλες αυτές οι συναντήσεις, ήταν ευλογία και καταδίκη μαζί. Ήταν ένα παρατεταμένο πρελούδιο φιλιού. Η ανατριχίλα της προσμονής σχεδόν την ζάλισε. Σήμερα έπρεπε να συμβεί. Δεν άντεχε άλλο, να ζει στο μισοσκόταδο των πιθανοτήτων.

Το αμάξι ήταν έτοιμο. Είχαν συμφωνήσει να συναντηθούν στην πινακοθήκη Αλμπερτίνι. Καθώς διέσχιζαν τους διαδρόμους, η κόμισσα Μαρμέ τον παρατηρούσε. Δεν άκουγε τίποτα από όσα τις έλεγε, απλά ρουφούσε τις λεπτομέρειες της παρουσίας του. Ο Φιλίπ Ζινόλα μιλούσε για τους πίνακες και τα γλυπτά. Εκείνη άκουγε τη μουσική της εξεζητημένης ευθυμίας του, την ποίηση της αρρενωπής χροιάς του.

Γρήγορα, βρέθηκαν ξανά στο βουλεβάρτο κι από εκεί στο δρόμο για το ξωκλήσι των Μπρανκάτσι. Η ανοιξιάτικη αύρα, η διάφανη ατμόσφαιρα, τα θαλασσινά μελτέμια, η ενορχήστρωση της νύχτας προετοίμαζε την σκηνή για τον έρωτα.
Στάθηκαν κοντά στην παραλία. Εκείνος δίσταζε, όμως γνώριζε πως είχε φτάσει η στιγμή.

"Δεσποινίς Μαρμέ, θέλω να ξέρετε, πως μαζί σας, αισθάνομαι μια αλλιώτικη ελευθερία, μια ευτυχισμένη κόπωση"

"Κι εγώ το ίδιο Φιλίπ. Μα φτάνει πια με τον πληθυντικό, γνωριζόμαστε τρεις ολόκληρες μέρες"

"Έχετε δίκιο. Απλά... Θα ήθελα, αν γινόταν, να πάμε ακόμα πιο μακριά, μακριά από τις χαμερπείς υπόνοιες και τις ταπεινωτικές υποψίες"

"Τι εννοείς Φίλιπ;"

"Γνωρίζετε από μαγεία;"

"Σας παρακαλώ κύριε Ζινολά, είμαι μια πίστη καθολική!"

"Κι εγώ το ίδιο, δεσποινίς Μαρμέ. Όμως, θα ήθελα, έστω για να νύχτα, να κατέχω τις ερεβώδεις γνώσεις του Μεφιστοφελή. Για να παγώσω τον χρόνο. Και να μπορέσω, να λατρέψω με όλες μου τις αισθήσεις την ύπαρξη σας..."

"Φιλίπ..."

"Σαν κουρασμένοι προσκυνητές, να ξεδιψάσουν στις παρυφές της ομορφιάς σας, πριν μεταλάβουν το νάμα του, πριν βαπτιστούν στο άδυτο του φύλου σας".

Η κόμισσα Μαρμέ κοκκίνησε ολόκληρη. Η ανατομία της κόχλαζε, μια ηφαιστειακή επιθυμία λεηλατούσε τα κύτταρα της.

"Ναι λοιπόν Τερέζ, ποθώ τη γλυκιά σκιά σου, να με σκεπάσει, σαν καλοκαιρινή μπόρα, τη πιο ζεστή μέρα του χρόνου. Λαχταρώ τα αλαβάστρινα δάχτυλα σου, να με απελευθερώσουν από τα ρυπαρά δεσμά της ηθικής".

Η κόμισσα Μαρμέ τον κοιτούσε με αισθησιακό θαυμασμό. Τα ρίγη της προσδοκίας έκαναν το μαργαριτάρι της θηλυκότητας της να ραγίσει.

"Ναι Φιλίπ, πες μου κι αλλά!"

"Μα πάνω απ' όλα, τι βυζάρες είναι αυτές γαμώ τον Αντίχριστο μου;"

 "Φιλίπ! Δηλαδή το υπόλοιπο σώμα μου σας είναι αδιάφορο;"

 "Μα τι λέτε, όπως θα έλεγε και ο Απολλιναίρ, θέλω να διαβώ και τις εννέα πύλες του κορμιού σας!"

"Ο Απολλιναίρ θα γεννηθεί σε 50 χρόνια"

 "Τι σημασία έχει ένας μικρός αναχρονισμός μπροστά στο πάθος;"

"Ω Φιλίπ...".

Την άρπαξε και το αργό, πυρετώδες φιλί έκανε το μ....
Ένα μεγάλο ποπ κορν σκάει με δύναμη στην οθόνη. Ο αγανακτισμένος θεατής (εις εκ των συνολικά επτά) σηκώνεται εξαγριωμένος.

"Τι θα γίνει ρε μαλάκα; Εμείς ήρθαμε να δούμε ταινία δράσης κι εσύ μας έχει πρήξει τους αδένες! Ιντερλούδιο μέσα σε ιντερλούδιο, τι inception μαλακίας είναι αυτό;"

"Σας έχουν κάψει τον εγκέφαλο, τα τυποποιημένα αφηγήματα του πολιτισμικού ιμπεριαλισμού, δεν είστε για τέχνη!"

"Ρε τελείωνε μην έρθω εκεί και σε κάνω μπλαβί!"

"Τέλος πάντων, που είχαμε μείνει;"

Part III

Το μέρος είναι πανέμορφο. Πάλλευκη άμμος που τελειώνει σε μια ζαφειρένια παραλία. Ο άνεμος ένα μεταξένιο χάδι στα μαλλιά μας (ο Μάκης δεν έχει), μυρίζει καλοκαίρι, ξέγνοιαστες τεμπέλικες αναμνήσεις, κύματα και ταξίδια. Ο Σπύρος σηκώθηκε, κοιτάζει γύρω του έκπληκτος. Ήταν αναπάντεχα εύθυμος.

"Επιτέλους ρε μαλάκες, με πήρατε μια φορά μαζί!".

Ο Μάκης τον κοιτάζει συνοφρυωμένος.

"Θα φας καλά..."

"Σταμάτα τη γκρίνια επιτέλους! Πάμε να βουτήξουμε;".

Και ξαφνικά, είμαστε πάλι 17 χρονών. Πέσαμε με τα ρούχα στο νερό. Είχε την κατάλληλη θερμοκρασία. Επέπλεα γαλήνιος πάνω στη θαλάσσια σελίδα, ενώ ο Μάκης προσπαθούσε να "προσγειώσει" ψυχολογικά το Σπύρο, που έκανε σαν μαθητής λυκείου, την πρώτη μέρα της πενταήμερης.

"Δεν ακούω τίποτα, οπουδήποτε μακριά από τη γυναίκα μου, είναι μια χαρά. Και το μέρος εδώ μοιάζει υπέροχο"

"Μη βιάζεσαι, πάντα στην αρχή έτσι είναι, μετά έρχεται η τσουλήθρα στην κόλαση"

"Μάκη υπερβάλλεις. Όλο τα ίδια μου λες, και κάθε φορά μια χαρά σας βλέπω"

"Καλά, δε σε νοιάζει η γυναίκα σου; Ο γιός σου;"
"Ο μικρός πήγε κατασκήνωση για ένα μήνα. Η ακατανόμαστη δεν ξέρω και δε με νοιάζει"

"Μαλάκα, δεν είναι όλα παραδεισένια, δε φαντάζεσαι που μπλέξαμε με αυτό τον μαλάκα τον κολλητό σου!"

"Δικός σου κολλητός είναι!".

Νιώθω τέτοια γαλήνη... Το σώμα μου, ένα θολό περίγραμμα ενέργειας, χάνεται, σκορπίζει στο σμαραγδένιο άπειρο. Οι αισθήσεις μου υπάρχουν μόνο για βιώνουν αυτό το εκστατικό κενό της απόλυτης ηρεμίας. Έχω σχεδόν συντονιστεί με το σύμπαν. Λίγο ακόμα και...

"Συγκεντρώσου"

"Γάμησε μας, το μέρος είναι υπέροχο, τι μπορεί να πάει στραβά; Και πόσο θα μείνουμε εδώ;"

"Κι εγώ μια μέρα πήγα για ψάρεμα, και είμαι εδώ 30 χρόνια".

Γυρίσαμε και οι τρεις τα κεφάλια μας. Ο τύπος μοιάζει κάτι ανάμεσα σε ναυαγό, ρακοσυλλέκτη και στο πιο κακόμοιρο σκιάχτρο, στην ιστορία των κακόμοιρων σκιάχτρων. Δεν είναι γραφτό να ηρεμήσω μια ώρα στη θάλασσα... Βγαίνω έξω και πλησιάζουμε τον ιθαγενή.

"Αυτοί οι τουρίστες, όλο και πιο μαλάκες..." 

"Συγγνώμη κύριε, ποιος είστε;"

"Ο μοναδικός κάτοικος του νησιού"

"Σε ποιο νησί βρισκόμαστε;"

"Δεν ξέρω"

"Πως μπορούμε να φύγουμε από'δω;"

"Ο τσάμπας πέθανε".

Πλησιάζουμε πιο κοντά, με δυσάρεστα αποτελέσματα.

"Ακούστε κύριε ναυάγιο, πρώτον, πως γίνεται ενώ μένετε δίπλα στη θάλασσα, να βρωμάτε σαν κοπριά που δουλεύει 12ωρο σε βυρσοδεψείο; Δεύτερον, τι να τα κάνετε τα λεφτά εδώ;"
"Ποιος μίλησε για λεφτά;".

Κοιταζόμαστε μεταξύ μας, με ελαφρά καχυποψία και τρεις κουταλιές της σούπας αποστροφή. Ο Μάκης τον πλησιάζει.

"Ακούστε κύριε, κατανοώ τα υπαρξιακά σας αδιέξοδα και την παρατεταμένη περίοδο αφλογιστίας, αλλά πως θα φύγουμε από εδώ;"

"Δε σου λέω"

"Θα μας πείτε ευγενικά πως θα φύγουμε από'δω, ειδάλλως, θα παίξουμε το παιχνίδι, ο κύριος Πόδης συναντάει τον κύριο Κεφάλι. Έγινα αντιληπτός;".

Η ρητορική δεινότητα του Μάκη ήταν αποτελεσματική, ο ναυαγός μας κάλεσε στην καλύβα του. Νταξ, έχω πάει και σε χειρότερα μέρη, οκ, η διακόσμηση θέλει μια αναβάθμιση, αλλά ας μην είμαστε και πολύ απαιτητικοί. Μας κέρασε κρασί, που μάλλον ούρα ήταν, ας μην προσβάλλουμε τον οικοδεσπότη.

Κάτσαμε γύρω από το τραπέζι. Ο γέροντας άναψε την πίπα του. Ο καπνός μας περικύκλωσε, κάλυψε τα πάντα. Χρωματιστές λάμψεις έρρεαν μέσα του, θολές εικόνες αναδύονται. Αυτό είναι το μπρόστυχο, το σωστό, το ορθόδοξο dream sequence. NOLAN ΠΟΝΑΣ ΚΑΙ ΦΤΑΙΕΙ Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ.

"Σ'αυτήν την καταραμένη γη, βασιλεύει ένας πανίσχυρος μάγος, ο Αυτοκράτορας Πειρατής . Ένας ενσαρκωμένος θεός. Οι μύθοι και οι θρύλοι λένε, πως μπορεί να κάνει τα πάντα, ακόμα και ν'αλλάξει τη ροή του χρόνου. Ο θρόνος του είναι μέσα σ'ένα παγωμένο ηφαίστειο. Κανένας δε γύρισε ζωντανός από'κει, κανένας ποτέ, δεν μπόρεσε να τον αντιμετωπίσει, κανέ..."

"Πάμε λίγο, νταξ δεν έχουμε λεφτά να το γυρίσουμε σε ταινία, αλλά και το εξποζίσιο έχει τα όρια του, ακόμα και στην πεζογραφία"

"Ένταξει θρασύτατοι θνητοί, ακούστε λοιπόν την αλήθεια. Ο μόνος τρόπος για να φύγετε από'δω, είναι να του πάτε τρία δώρα, τρεις θησαυρούς"

"Ένα κουτί γλυκά κι ένα διάρκειας του Ολυμπιακού δε φτάνουν;"

"Σκάσε Μάκη! Τι δώρα θέλει;"

"Το Πέπλο των Μουσών, που ζουν στην καρδιά της γαλάζιας ερήμου. Το Χρυσό Κρανίο από τα Βουνά του Φεγγαριού, και το κόκκινο μαργαριτάρι από τη  Λαβκραφτική Πόλη του Χειμώνα".

Ο Μάκης κοιτάζει τον Σπύρο.

"Στο'πα μαλάκα, δεν στο'πα; Που νόμιζες πως θα ήταν τριήμερο στο Ναύπλιο"
"Μάλιστα... Και από που θα ξεκινήσουμε γέροντα;"

"Αν διασχίσετε τη θάλασσα, θα βρεθείτε στη γαλάζια έρημο. Όμως, ποτέ κανείς δ.."

"Ναι, ναι, καταλάβαμε, κανείς ποτέ δεν τα κατάφερε. Και για να έχουμε καλό ρώτημα, εσύ γιατί δεν έφυγες από'δω;"

"Και που να πάω; Εδώ έχω ησυχία, γαμώ τις παραλίες, ωραία ψάρια"

"Λέγε ρε σαλμονέλα!"

"Χρωστάω στο δημόσιο"

"Κατανοητό. Έχεις τίποτα να φάμε;".

Φάγαμε κάτι που έμοιαζε με πρώην έμβιο. Κάναμε συμβούλιο, καταστρώθηκε η στρατηγική. Δε λέω, ωραίο το μέρος, αλλά δεν έχει ούτε ένα περίπτερο. Και δεν μπορώ το πρωί χωρίς καφέ και τσιγάρο. Τέλος πάντων, αν η αφήγηση ήταν κινηματογραφική, θα σας τα έδειχνα όλα με ένα ωραίο series of shots, με γαμάτη μουσική, όμως δεν έχουμε budget, οπότε, θα προσπαθήσω να γίνω όσο πιο λακωνικός και ουσιαστικός μπορώ.

Ξυπνήσαμε κακόκεφοι. Δέσαμε το ναυαγό, κάναμε την καλύβα του σχεδία και φύγαμε. Ο ωκεανός αγρίεψε, τα σύννεφα έπνιξαν το φως. Οι αστραπές μας ζύγωναν. Τεράστια πτερύγια πλησίαζαν, ενώ αποκρουστικά πλοκάμια αχνοφαίνονταν κάτω από το δέρμα του νερού. Το μόνο που θυμάμαι, είναι η σχεδία να σπάει στα δύο.

Ξυπνήσαμε στη γαλάζια έρημο, ο γέροντας δεν είπε ψέματα. Περιπλανιόμασταν μέρες, εβδομάδες, μέχρι που κοίταξα την ώρα, πέρασαν μόνο 20 λεπτά. Το μέρος ήταν μαγευτικό. Η άμμος είχε ένα παράξενο χρώμα, ένα ανοιχτό γαλάζιο, σαν θρυμματισμένο γυαλί. Η αίσθηση πάνω στο δέρμα, ακόμα πιο αλλόκοτη, σαν μεταξένιο γυαλόχαρτο. Το Όσκαρ Art Direction το έχουμε σίγουρο, Dune και πούτσες. Ο αγέρας έσερνε οσμές σκουριάς και σήψης, γρύλιζε θάνατο και τρόμο. 

Την τέταρτη νύχτα, σταματήσαμε κοντά σε κάτι νεκρά δέντρα. Ανάψαμε φωτιά. Το κρύο σου έγδερνε το μυελό των οστών. Ο Σπύρος κοιμήθηκε αμέσως. Ο Μάκης κι εγώ κάτσαμε σιωπηλοί κοντά στη φωτιά. Ο Μάκης σκάλιζε νευρικά τις στάχτες μ'ένα κλαδάκι.

"Δεν έπρεπε να έρθει ο Σπύρος μαζί μας"

"Ναι, ρίξτα πάλι σε μένα, λες και εγώ κανονίζω τους καλεσμένους"

"Μαλάκα, το ξέρεις πως είναι άρρωστος;"

"Με τις τσόντες που βλέπει..."

"Δεν κάνω πλάκα. Έχει καρκίνο".

Δεν ήξερα τι να πω, οι λέξεις έγιναν κόμποι στο λαιμό μου.

"Γιατί δε μου είπε τίποτα;"

"Δεν ήθελε να σε στεναχωρήσει"

"Κι εσένα γιατί στο είπε;"

"Δε μου είπε τίποτα. Τον πέτυχα τυχαία στο διαγνωστικό κέντρο. Πήγα να πάρω τις εξετάσεις του παππού μου και τον πέτυχα εκεί. Ήταν χάλια, έβαλε τα κλάματα".

Η φωτιά ψιθύριζε. Χάζευα τις σπίθες να χορεύουν.

"Πόσο σοβαρό είναι;"

"Πρέπει να κάνει χειρουργείο. Και μετά βλέπουμε, τι θα δείξει η αυτοψία".

Τυλίχτηκα με το κουρελιασμένο πανί της σχεδίας.

"Κοιμήσου, ποιος ξέρει πόσο δρόμο έχουμε ακόμα..."

"Αυτό έχεις να πεις μόνο;"

"Για να είναι ο Σπύρος μαζί μας, κάποιος λόγος θα υπάρχει. Ίσως αυτό το ταξίδι να έχει να κάνει με εκείνον"

"Βολική ερμηνεία"

"Μάκη, κοιμήσου"

"Και τι δε θα έδινα για ένα τσιγάρο...".

Ο Μάκης πέταξε το κλαδί στις φλόγες και ξάπλωσε.
Κάποιος ή κάτι μας παρακολουθούσε. Πράσινοι μπαμπουίνοι. Δε λέω, ήταν τρομακτικοί, όμως τράπηκαν σε φυγή μόλις είδαν ψητούς τους συντρόφους τους. Τις επόμενες μέρες, μας την έπεσε μια φυλή καβουρανθρώπων. Ήταν λουκούμι στα κάρβουνα. Χάσαμε την αίσθηση του χρόνου. Κατέρρευσα. Με ξύπνησε το νερό που έπεσε πάνω μου. Άνοιξα τα μάτια τρομαγμένος. 

Δύο πελώρια γαλάζια μάτια πίσω από πέπλα με κοιτάζουν. Ένας ντελικάτο χέρι αφαιρεί τα πέπλα, η ομορφιά της με μουδιάζει. Τα δάχτυλα της σκορπίζουν χρυσόσκονη στο κενό, μπροστά μας εμφανίζεται μια όαση. Είναι γεμάτη γυναίκες, τις πιο όμορφες που έχω δει σε αυτή τη νουβέλα.

"Καλώς ήρθατε γενναίοι πολεμιστές. Περάσατε δοκιμασίες που θα λύγιζαν και τους θεούς. Σας αξίζει ξεκούραση".

Οκ, κλέβω από το Αστερίξ και οι 12 άθλοι, αλλά δεν μπορείτε να πείτε, τουλάχιστον έχω γούστο. Δε θα σας πω ψέματα, κάτσαμε 4 μήνες στην όαση. Οποία φαντασίωση είχαμε την πραγματοποιήσαμε. Οποία φαντασίωση είχαν τα κορίτσια, την κάναμε κι αυτή. Ό,τι είδαμε σε τσόντες το κάναμε στη νιοστή παραλλαγή. Κάπου βαρέθηκα. Ωραίο το πυρακτωμένο σεξ, αλλά θέλει και λίγο συναίσθημα.

Καλά περνάμε, έχουμε και δουλειές. Τέθηκε το θέμα του Πέπλου. Τα κορίτσια το πήραν ψύχραιμα. Η μελαχρινή θεά που λεηλατούσε το κορμί μου τρεις μέρες, γέμισε μια κούπα με κόκκινο κρασί και ήπιε αργά.

"Το Πέπλο θα το πάρει οποίος καταφέρει να φέρει σε οργασμό την ιέρεια. Και κανένας θνητός δεν τα κατάφερε εδώ και χίλια χρόνια".

Η μελαχρινή ξάπλωσε δίπλα μου και τα δάχτυλα της χάθηκαν στα μαλλιά μου.

"Μα τι να το κάνετε; Αφού μπορείτε να μείνετε εδώ για πάντα, δε σας αρκεί ο παράδεισος μας;".

Αφοπλιστικό επιχείρημα.

"Ναι, δε λέω, αλλά αν, αν, θέλουμε να φύγουμε;"

"Αν δεν πάρετε το Πέπλο, δεν μπορείτε να φύγετε ζωντανοί από την όαση"

"Θα μας σκοτώσετε;"

"Περίπου"

"Από μένα είναι ναι"

"Σκάσε Σπύρο! Δηλαδή;".

Η μελαχρινή οπτασία με καβάλησε και με φίλησε.

"Ωω σταμάτα πια, πάμε στη λίμνη, δε σε θυμάμαι τόσο ομιλητικό χθες"

"Ναι, ήμουν απασχολημένος. Τεσπα, και πότε μπορεί να λάβει χώρα η δοκιμασία;"

"Σε τρεις νύχτες που θα έχει πανσέληνο. Πρώτα, θα πρέπει να αποφασίσετε ποιος από τους τρεις σας θα θυσιαστεί"

"Τι εννοείς θα θυσιαστεί; Δεν είπες θα μείνουμε εδώ για πάντα;"

"Αυτός που θα πλαγιάσει με την ιέρεια, αν δεν τη φέρει σε οργασμό, θα πεθάνει"

"Δεν μπορεί μια φορά να προσποιηθεί; Και πως θα πεθάνει;".
Η μελαχρινή σηκώθηκε, έκανε νεύμα στις υπόλοιπες να την ακολουθήσουν.

"Μέχρι να αποφασίσετε, οι σαρκικές απολαύσεις είναι απαγορευμένες".

Το προπονητικό τιμ σε έκτακτη σύσκεψη.

"Μπράβο μαλάκα, ωραία τα κατάφερες!"

"Δε χόρτασες ρε ανερυθρίαστε, έκανες σεξ για τρεις ζωές"

"Άντε καλέ, χορταίνεται το σεξ;"

"Και τι κάνουμε τώρα;"

"Έλα ντε, είναι από τις ελάχιστες φορές, που θα εκτιμούσα τα spoilers"

"Λοιπόν, ποιος θα πάει;"

"Σπύρο, εσύ πέρασες το μεγαλύτερο διάστημα εκτός αγωνιστικού χώρου"

"Δεν μπορώ να πεθάνω, έχω παιδί"

"Τώρα το θυμήθηκες ρε επίορκε;"

"Μάκη, θα πας εσύ;"

"Γιατί; Ωραία δεν περνάμε; Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να φύγω από'δω. Με έχεις σύρει σε ένα κάρο μαλακίες, αλλά αυτή τη φορά, μας έφερες σ'ένα μέρος καλύτερο από οποιοδήποτε παράδεισο ή φαντασίωση. Δεν πάω πουθενά, θα μείνω εδώ μέχρι να να πεθάνω από αφυδάτωση"

"Ρε παρατράγουδα, τώρα στα 40 μου την είδατε χίπηδες;"

"Έλα κόψε τις μαλακίες. Θέλεις πραγματικά να φύγεις;"

"Όχι, αλλά ποιος είπε πως δεν μπορούμε να ξαναγυρίσουμε;"

"Και ποιος το εγγυάται;"

"Ο τρίβλακας που γράφει αυτές τις γραμμές"

"Σωθήκαμε..."

"Άστο πανω μου, έχω μαύρους φακέλους για να τον εκβιάσω"

"Καλααά.."

"Λοιπόν θα φύγουμε;"

"Πήγαινε εσύ με την ιέρεια, κι αν τα καταφέρεις, το βλέπουμε".

Μάλιστα... Πάλι εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα. Ο κύβος Knorr ερρίφθη. Τα κορίτσια με ετοίμασαν για την ιέρεια. Με πήγαν στο χρυσό ναό. Ήταν πιο όμορφη κι από τη Salma Hayek στο  From Dusk Till Dawn. Το άρωμα της επιδερμίδας της, με ταξίδεψε χιλιάδες φορές, σε κάθε παραλλαγή της ευτυχίας. Εντάξει, ήταν λίγο έπιπλο στο σεξ. Κάναμε ένα διάλειμμα. Κουβεντιάζαμε χαλαρά. Δηλαδή, αυτή μιλούσε κι εγώ άκουγα. Κοιμηθήκαμε αγκαλιά.
Περάσαν τρεις νύχτες. Χωρίς σεξ, μόνο συζήτηση και φαγητό, σαν κάτι παλιές γαλλικές ταινίες που δεν βλέπονται. Δεν μπορώ να πω, ήταν απόλαυση να συζητάω μαζί της. Είχε χιούμορ, λαχταριστό αυτοσαρκασμό. Ήταν λίγο φλύαρη, όπως όλες οι γυναίκες άλλωστε.

"Δεν ξέρω γιατί, όμως νιώθω πολύ άνετα μαζί σου, νομίζω πως μπορώ να σου μιλάω ώρες"

"Μέρες"

"Δεν καταλαβαίνω το γιατί. Είσαι πολύ ήρεμος. Δεν αγχώνεσαι που απέτυχες;"

"Δεν απέτυχα. Ακόμα."

"Ναι, αλλά προχθές δεν τα κατάφερες"

"Δε γίνονται έτσι αυτά"

"Δηλαδή;"

"Οι γυναίκες θέλουν να τις ακούς, και πάνω απ'όλα, όπως είπε και ο Φουέντες, οι γυναίκες θέλουν τον χρόνο σου, να νιώθουν πως τους ανήκει αποκλειστικά"

"Δε σου φαίνεται πως έχεις τόση εμπειρία"

"Δεν έχω, απλά βλέπω πολλές ταινίες"

"Τι είναι οι ταινίες;"

"Θα σου πω σε άλλο κεφάλαιο".

Ξάπλωσε πάνω στο στέρνο μου, τα δάχτυλα της μπλέχτηκαν με τα δικά μου.

"Τι πιστεύεις; Γιατί δεν μπορώ να έρθω σε οργασμό;"

"Γιατί δεν έχεις ερωτευτεί".

Γυρίζει και με κοιτάζει.

"Δε νομίζω πως μπορώ"

"Φυσικά και μπορείς"

"Όλοι όσοι πλάγιασαν μαζί μου, με είδαν ως λάφυρο, ως κάστρο για πολιορκία"

"Γι'αυτό απέτυχαν όλοι"

"Κι εσύ θα τα καταφέρεις;"

"Δεν το ξέρω, θα προσπαθήσω με το δικό μου τρόπο. Αυτό που ξέρω είναι πως χρειάζεται έρωτας και οικειότητα"

"Και πως θα γίνει αυτό;"

"Τα κορίτσια μου είπαν πως έχεις μαγικές δυνάμεις, πως μπορείς να ελέγξεις τα όνειρα, είναι αλήθεια;"

"Ναι. Τι έχεις στο μυαλό σου;"

"Θα υφάνεις ένα όνειρο, πιο πραγματικό κι από την ίδια τη ζωή, ένα ξόρκι που θα το ονειρευτούμε μαζί. Αν τα καταφέρω, θα ξυπνήσουμε και ο καθένας θα έχει αυτό που θέλει"

"Κι αν δεν τα καταφέρεις;"

"Θα μείνουμε για πάντα παγιδευμένοι στο όνειρο"

"Ρισκάρεις τα πάντα. Είσαι τόσο σίγουρος για τον εαυτό σου;"

"Όχι για τον εαυτό μου"

"Αλλά, για τι;"

"Αν τα καταφέρω, θα σου πω".

Η ιέρεια σηκώθηκε από το κρεβάτι, τράβηξε έναν χρυσό τόμο από τη βιβλιοθήκη της και τον άνοιξε.

"Ωραία λοιπόν, πες μου πως θα είναι αυτό το όνειρο...".