Δευτέρα 26 Αυγούστου 2024

Η πρώτη και η τελευταία νύχτα του καλοκαιριού

 

Το φεγγάρι προσπαθεί να τρυπώσει από τις γρίλιες. Οι αισθήσεις χαμένες, ανάμεσα στον καπνό και το σκοτάδι. Οι νότες μουσκεύουν τις σκέψεις. Τι άλλαξε και τι παρέμεινε ίδιο; Τι μας ανήκει πραγματικά; Ίσως, ούτε οι αναμνήσεις μας. Κάποιες φορές, ασχολούμαστε με τη μνήμη σαν ιατροδικαστές. Από τι πέθανε το μέλλον; Γιατί αυτοκτόνησαν τα όνειρα; Ξεφυλλίζω βιβλία, τετράδια και περιοδικά. Ψαχουλεύω τα συρτάρια του μυαλού, τους σκοτεινούς θαλάμους των κυττάρων. 

Ταξιδεύουμε πάνω στο δέρμα του χρόνου, ψάχνουμε μια πληγή για να κρυφτούμε, να βαφτίσουμε αιωνιότητα λίγους μήνες. Σκάβουμε τις στιβάδες, μήπως και μπούμε στις φλέβες του, μήπως ταξιδέψουμε στο αίμα τ'ουρανού. Η δύσοσμη φλυαρία του καλοκαιριού πλησιάζει. Η επιτηδευμένη πλαστική χαρά, η διαδικτυακή ρύπανση με stories κατανάλωσης τουριστικών προϊόντων. Θόρυβος, λεκιάζει τα αισθητήρια όργανα. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, κάποιοι πρέπει να φωνάζουν ποικιλοτρόπως τη θερινή τους χαρά. Δε θυμάμαι που το διάβασα, η σιωπή είναι το πρελούδιο της ευτυχίας ή κάτι τέτοιο.

Γκρινιάζω χωρίς λόγο. Οι μικρές ώρες προσφέρονται για μεγάλες υπερβολές. Βαριέμαι, δεν μπορώ να κοιμηθώ. Κάνω πως κάνω ότι χαζεύω την ταινία στην οθόνη. Νυχτερινά πλάνα. Γενικά της πόλης, από ψηλά. Τα φώτα της, μπογιές που λιώνουν αργά. Οι λεωφόροι συλλαβίζουν εμμονές και αυταπάτες, οι επιγραφές και οι αφίσες, τατουάζ αλά Memento. Να θυμηθείς το πρωί ποιος είσαι ή ποιος νομίζεις πως είσαι. Το φιλμ δεν έχει καμία σχέση με αυτές τις σκέψεις. 

Είναι το δικό μου remix, το δικό μου cut. Είναι ανυπόφορα μέτριο. Κρατάω μόνο τα πλάνα που μου αρέσουν, και πλάθω μια διαφορετική ιστορία για τις οθόνες των νευρώνων μου. Ποια εκδοχή του μέλλοντος, θα εξετάσουμε απόψε, στην Προκρούστεια κλίνη της νοσταλγίας; Έχει σημασία; Αφού το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα το ίδιο. Παραλλαγές της ίδιας σκηνής. Αποπλάνηση. Ηχώ από τακούνια στην άσφαλτο. Μια βελούδινη σκιά γλιστράει κάτω από τα ρούχα σου. Σημάδια από κραγιόν, ρούχα παντού στο πάτωμα. Πεδίο μάχης, που έχει μόνο νικητές.

Ψίθυροι γεμάτη ρίγη, σεντόνια που έγιναν πελάγη. Η νύχτα ναυάγησε βαθιά μέσα στο απόλυτο. Δυσκολεύομαι να κόψω το τσιγάρο. Δεν είναι αυτό με τον καφέ. Λειτουργεί σαν σιγαστήρας, σωπαίνει για μερικές εισπνοές την παράνοια της πραγματικότητας. Εξακολουθεί να σε σκοτώνει, αλλά τουλάχιστον, έχεις λίγη ησυχία, για να πνιγείς στις σκέψεις σου. 

Η νικοτίνη κατεβάζει ταχύτητα, πατάει παύση στην τρέλα. Για πολύ λίγο. Σου χαρίζει μερικές ανάσες, πολύτιμα δευτερόλεπτα, ώστε να βουτήξεις ξανά στα μαύρα νερά της καθημερινότητας, και ίσως, ίσως αυτή τη φορά, να βρεθείς στην άλλη πλευρά της νύχτας. 


Ήταν η τελευταία νύχτα του καλοκαιριού. Τα κύματα ψιθύριζαν νωχελικά το τραγούδι τους. Μέτρησα το τρίτο πεφταστέρι γι'απόψε. Δε θέλω να γυρίσω πίσω. Αυτή η παραλία, σε μια έρημη πλευρά του νησιού, είναι το καταφύγιο μου, το κουκούλι μου. 
Κάθε βράδυ, περπατάω πάνω στο σύνορο μεταξύ πλημμυρίδας και άμμου. Πιωμένος, μουρμουρίζω τραγούδια, αποσπάσματα ποιημάτων, ατάκες από ταινίες. Ξαπλώνω, το νερό με αγκαλιάζει, γίνεται τα σεντόνια μου. Το φεγγάρι, μια θαμπή οθόνη, παίζει trailer, ονείρων που δε θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Σεκάνς αναμνήσεων, που το μοντάζ της νοσταλγίας, τις έκανε καλύτερες από ό,τι ήταν.

Έχει σημασία; Καμιά. Το ζητούμενο, να έχεις καλή πρώτη ύλη, πολλά και καλά πλάνα. Έχει νόημα, αν το αποτέλεσμα δεν ήταν ποτέ αληθινό; Όχι. Αυτός είναι ο στόχος, να τα θυμάσαι καλύτερα από ό,τι ήταν. Κάθε φορά καλύτερα, εντονότερα. Οι αισθήσεις να ξεχειλίζουν από ένταση, χρώματα, ήχοι, μυρωδιές, υπερθετικοί εμπειρίας.

Οι λέξεις είναι ελαττωματικές, στο να μεταφέρουν τα συναισθήματα στον έξω κόσμο. Τρύπια δίχτυα, το μισό χρυσάφι χάνεται πριν τα χείλη. Κλείνω τα μάτια, βαθιά εισπνοή, μέχρι όλη αυτή η μεθυσμένη γαλήνη, να γίνει τατουάζ στα σωθικά μου. Δεν πρόκειται να συμβεί. Αύριο το πρωί, θα είμαι ξανά ο ίδιος, το ίδιο αγχωτικό τίποτα, που πάλευει να σπάσει το τσόφλι του καθρέφτη, και να γεννηθεί.

Για πρώτη φορά, όπως ακριβώς θα ήθελε να είναι. Ο απόλυτα αληθινός εαυτός του. Κούφιες φράσεις, παρενέργειες του αλκοόλ και της μοναξιάς. Βουλιάζω τα πόδια μου στη μουσκεμένη άμμο. Φαντάζομαι πως γλιστράω μέσα στο υγρό βελούδο της. Πως καταλήγω σε έναν άλλο κόσμο. Μια παράλληλη διάσταση, όπου η πραγματικότητα είναι μια εξαίρεση. Εδώ, όλοι οι νόμοι είναι γραμμένοι από τα όνειρα.

Κάθε μέρα και μια ταινία. Η ύπαρξη σου έχει soundtrack, δράση, ειδικά εφέ. Χαμογελάω σαν ηλίθιος. Σε λίγες ώρες ξημερώνει, ο ήλιος θα ραγίσει τα βλέφαρα μου, και όλη μέρα, θα έχω έναν ολόσωμο πονοκέφαλο. Ας είναι. Δε θέλω να φύγω, δε θέλω να ξημερώσει. Μακάρι αυτή η νύχτα να διαρκέσει χίλια χρόνια. Πέφτω στη θάλασσα, επιπλέω. Συντονίζομαι με την αρμονία του σύμπαντος. 

Τι ακριβώς θέλω; Τι νομίζω πως θέλω; Άλλη μια νύχτα, που κάθε ερωτηματικό είναι αγκίστρι. Χωρίς δόλωμα. Βυθίζεται σε κάθε σκέψη, την τραβάει στην επιφάνεια της ρουτίνας. Σέρνομαι μέχρι το δωμάτιο, γεμίζω τη μπανιέρα και πέφτω με τα ρούχα. Γεύομαι ακόμα το αλάτι, το άρωμα της άμμου. Ψαχουλεύω τις τσέπες μου. Τρία τσιγάρα γλύτωσαν από το νερό.

Ακόμη δεν μπορώ να το κόψω. Τα φιλιά της νικοτίνης, κρατάνε ζωντανή την ψευδαίσθηση, πως είναι μικρές παύσεις στο τρελάδικο του πλανήτη. Ολιγόλεπτα time out στο Κολοσσαίο της καθημερινότητας. 

Το κινητό σε λίγο θα σβήσει. Ίσως προλαβαίνω ν'ακούσω ένα τελευταίο τραγούδι. Πόσες φορές, έχω ευχηθεί, τα τραγούδια να ήταν ξόρκια; Μια καλή playlist να μεταμόρφωνε τη ζωή σου. Έστω και για λίγο, όσο κρατούσαν τα τραγούδια... Δε μου λείπει κάποιος ή κάποια. Απλά, η νοσταλγία μου, εδώ και καιρό δεν έχει πρωταγωνιστικό χαρακτήρα. Νοσταλγώ κάτι που δεν έχει συμβεί; Που δε θα συμβεί ποτέ; Ανούσιες ερωτήσεις. Σημεία στίξης, σαν ρωγμές σε ένα τείχος, ένα φράγμα που στέρεψε εδώ και χρόνια. Μόνο το κενό στάζει από τις ρυτίδες. 

Δε θυμάμαι το όνομα, το μέρος, την ημερομηνία. Θολό περίγραμμα πυρετού, παλίμψηστο κινηματογραφικής σκηνής, ανάμνησης και ονείρου. Να τινάζει την άμμο από το μπικίνι της. Να γελάει, να παραπονιέται σαν γάτα. Τα δάχτυλα της, να δαμάζουν τη λάμψη , να κρύβει όλο το γαλάζιο, τα ταξίδια και τις τρικυμίες του, στις γραμμές της παλάμης της. 
Η μυρωδιά των μαλλιών της, έχει κάτι από την ανάσα της ερήμου. Δε μιλάμε. Ο χρόνος δεν υπάρχει, τον φυλακίσαμε μέσα στα κοχύλια που μάζεψε. Το παρελθόν έλιωσε. Σε ποιο χάρτη υπάρχει αυτός ο θησαυρός; Σε ποιο μύθο να ψάξω την άκρη του νήματος; Κουράστηκα να θυμάμαι, να ελπίζω, να περιμένω. Δε θέλω λύση στο αίνιγμα, θέλω ένα καινούργιο. Σε ποιο στρείδι κρύβεται το μαργαριτάρι μου; 

Βαρέθηκα να λαξεύω στον πάγο, μορφές που λιώνουν, δε σβήνουν καμιά φωτιά, δε ξεδιψανε καμιά προσδοκία, δε γίνονται ποτέ βροχή. Αποτυχημένος Πυγμαλίων για ακόμη ένα καλοκαίρι. Το τελευταίο τραγούδι σχεδόν τελείωσε. Θα κοιμηθώ στη μπανιέρα. Με το σβησμένο τσιγάρο στο χέρι. Οι δαίμονες μου πήραν σύνταξη. Γέρασαν πριν από μένα, έκλεισαν το μαγαζί των εμμονών. Μείναμε εγώ και η νοσταλγία, να παλεύουμε από συνήθεια. Σταματήσαμε να μετράμε νίκες, εδώ και χρόνια. Παλεύουμε, για να θυμόμαστε πως είμαστε ζωντανοί. 

Το σώμα μου σβήνει. Σε δύο μέρες πρέπει να επιστρέψω σπίτι. Δε με νοιάζει. Ας γίνει αυτός ο τελευταίος στίχος το ξόρκι που ζητάω. Για μια μέρα. Μου έλειψε να κολυμπάω στη φωτιά. Να μετράω τις πληγές μου και ν'αθροίζουν ευτυχία. Ή έστω, μια φαντασμαγορική δυστυχία. Θέλω ν'αφεθώ, ξανά.