Τετάρτη 1 Ιουλίου 2015

Rustland Κεφάλαιο 3

            

                "Darkness darkness,be my pillow"

"Δεν μπορείς να νικήσεις τη νύχτα.Δε μπορείς να την υποτάξεις.Αν δεν είναι με το μέρος σου,δε μπορείς να κάνεις τίποτα.Δεν είναι σαν την μέρα,δεν θα σου κάψει τα μάτια,δεν θα σου στεγνώσει τη καρδιά,δεν θα σ'εξαντλήσει με τη πλήξη και την ρουτίνα της.
                                           Όχι,η νύχτα είναι μια γυναίκα που θα σε τιμωρήσει με την ομορφιά της.Χωρίς να κάνει σχεδόν τίποτα.Είναι παντού και πουθενά,ανήκει σε όλους εκτός από σένα.Θα νιώθεις ξένος μέσα στο ίδιο σου το σώμα,λαθρεπιβάτης μέσα στη ζωή σου,κάθε ώρα και κάθε λεπτό,θα νιώθεις όλο και πιο απρόσκλητος,όλο και πιο ανεπιθύμητος,περιττός.
              (χαμηλά,στο βάθος ακούγεται αυτό)
                                             Δε μπορώ να ξεφύγω,η αυπνία μου όλο και χειροτερεύει.Είμαι με 3 ώρες  ύπνο κάθε μέρα,λίγο πριν χαράξει νυστάζω.Μέχρι πρόσφατα το μόνο που χρειαζόταν να κάνω,ήταν να κλείσω τα φώτα.Το σκοτάδι ήταν στοργικό,έσβηνε όλες μου τις σκέψεις.Το τελευταίο μήνα κάτι έχει αλλάξει.Λίγο πριν κοιμηθώ,η υπερένταση ξυπνά παντού μέσα μου,σαν ηλεκτρισμός.
                                              Στριφογυρνάω στο κρεβάτι χωρίς αποτέλεσμα.Το σκοτάδι δε με ηρεμεί πια,δεν είναι οικείο.Μια αόριστη απειλή πλημμυρίζει το χώρο,ένα αφόρητο,ενοχλητικό συναίσθημα δηλητηριάζει τις ανάσες μου.Το σκοτάδι είναι αλλιώτικο,επικίνδυνο.Έχει γίνει ένα κουκούλι,που μέσα του έχουν φωλιάσει όλοι οι εφιάλτες.Δε θέλω να είμαι εδώ όταν θ'ανοίξει.
                                               Ντύνομαι βιαστικά και φεύγω.Οδηγώ μέχρι να ξεφύγω απ'αυτό που με κυνηγάει.Η πόλη είναι όμορφη τη νύχτα.Από ψηλά μοιάζει τόσο ήσυχη.Ένας λαβύρινθος από αστέρια,κάθε ένα μια πρόσκληση και μια αφορμή για να χαθείς μέσα της.
                                                Οι βιτρίνες της είναι πάντα λαμπερές.Βουλιάζεις αργά στο ποτάμι από κορμιά και αρώματα.Αιχμηρά ένστικτα ξυπνάνε πεινασμένα.Ίσως αυτός να'ναι ο ρόλος της αστικής νύχτας.Να εκτονώνουμε λίγο το ζώο που κρύβουμε μέσα,το ζώο που πραγματικά είμαστε,για να μη γίνει η μέρα  μια ατελείωτη αρένα.
                                                 'Ολα μοιάζουν ωραία από μακρυά,μέσα απ'το αυτοκίνητο.Όσο πλησιάζεις,η μαγεία χάνεται.Τα φώτα,τα χρώματα,η μουσική,δολώματα,αντικατοπρισμοί,που τους ζωγράφισε η δίψα .Δε κάθομαι πολύ σ'αυτές τις περιοχές,η όραση μου βαρυστομαχιάζει ενώ οι υπόλοιπες αισθήσεις και το μυαλό μου,παθαίνουν νευρική ανορεξία.
                                                 Αλλάζω δρόμους,πηγαίνω εκεί που δε φτάνει το μακιγιάζ της νύχτας.Τρέχω μέσα στις ουλές της πόλης,γύρω απ'τα σημάδια της.Υπάρχουν στιγμές που νομίζω πως είμαστε ξύπνιοι μέσα στον εφιάλτη κάπου άλλου.Ολόκληρη η πολή είναι ο εφιάλτης κάποιου άλλου,κάποιου που είναι σε κώμα και δε πρόκειται να ξυπνήσει ποτέ,κάποιου που έχει πεθάνει και εμείς είμαστε το καθαρτήριο του.
                                                 Ο ήχος του ανέμου με χαλαρώνει.Δε θέλω ν'ακούσω τίποτα άλλο,έχω σιχαθεί τη μουσική με τον Πηγαδίτη.Ποτέ δεν άντεχα τους ανθρώπους που ακούνε δυνατά μουσική.Σα να θέλουν να κρύψουν κάτι πίσω απ'τον θόρυβο,κραυγές απελπισίας μεταμφιεσμένες σε στίχους,για να μη τους καταλάβει κανείς.
                                                  Κάποιοι άλλοι χρειάζονται τη δυνατή μουσική για να γλυτώσουν απ'τη σιωπή τους,να ξεγελάσουν και να ξεγελαστούν,γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν,τίποτα να σκεφτούν,καμιά δικιά τους σκέψη.Και δεν αντέχουν άλλο,τη σιωπή και το κενό να τους ροκανίζει την όποια λογική τους έχει απομείνει.
                                                   

                                                 Ή  απλά ο Πηγαδίτης είναι μαλάκας .Το μόνο που θέλω είναι να κοιμηθώ.Να περάσουν οι μέρες και να φύγω σε άδεια.Να περάσω και τις δύο αυτές εβδομάδες κάτω απ'το νερό,να μη σκέφτομαι,να μη νιώθω,μέχρι να βουλιάξουν,να πνιγούν όλες αυτές οι σκέψεις και οι εικόνες.
                                                  Δε ξέρω αν θα'ναι αρκετό,μερικές φορές φοβάμαι πως τίποτα δεν είναι αρκετό πια.Η άδεια,οι διακοπές,η ψευδαίσθηση της απόδρασης,η Σοφία.Η Σοφία..Δε ξέρω αν θέλω να'μαι μαζί της,δε ξέρω αν θέλει κι εκείνη.Να περιφέρουμε τις μοναξιές μας σαν κατοικίδια,με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα το σκάσουν.Μα βρίσκουν πάντα το δρόμο για το σπίτι.
                                                   Κι αυτή η αυπνία..Βαρέθηκα.Να προσπαθώ,κάθε βράδυ,να ξεφύγω απ'τον εαυτό μου και το πρωί να ψάχνω να τον βρω.Βαρέθηκα.Να κοιμάμαι τον ύπνο της ζούγκλας,με το ένα μάτι ανοιχτό.Ούτε κοιμισμένος,ούτε ξύπνιος,ούτε κουρασμένος,αλλά ούτε και ξεκούραστος.
                       (Λίγο πριν το τέλος,μπαίνει αυτό)
                                                    Κομμένος στα δύο,ανάμεσα σ'αυτό που χρειάζομαι και σ'αυτό που πρέπει.Χαμένος στα σύνορα των συμβιβασμών,στις γκρίζες ζώνες αυτού του ατελείωτου μαύρου.Κουράστηκα.."
                                                     Ο δρόμος ήταν άδειος.Ο Λάγιος έφερε το αυτοκίνητο στα όρια του,άγγιξε την τελική.Μα ούτε απόψε ξέφυγε,ούτε απόψε πήρε φωτιά.Η νύχτα έτρωγε το φως,κάθε χρώμα και σχήμα που προσπερνούσε.
                                                      Η αυπνία ήταν ένα άμορφο τέρας,μια μάζα από σκοτάδι που καθώς τον κυνηγούσε,κατάπινε τα πάντα πίσω του.Κάθε βράδυ πλησίαζε λίγο πιο κοντά.Επρεπε να κινείται συνέχεια,να τρέχει,μέχρι να ξημερώσει.Το φωτοστέφανο της μέρας έσπασε το σκούρο γαλάζιο σαν τσόφλι.
                                                        Το φως τον νύσταξε αμέσως.Πάρκαρε άτσαλα και βγήκε,έψαχνε νευρικά τα κλειδιά χωρίς αποτέλεσμα.Κοίταξε την αυγή.Ο ήλιος ένα τεράστιο κουβάρι από φωτιές στην σκηνή του ορίζοντα.Ευχήθηκε για νιοστή φορά να μπορούσε να το ξετυλίξει πάνω απ'τη πόλη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου