Και κάπως έτσι ο κόσμος καταρρέει, όχι στο στόμα της φωτιάς,
αλλά σ'ένα τηλέφωνο που έκλεισε
Και ό,τι είχαμε, ό,τι ήμασταν, σκόρπισε, στάχτες στη
βροχή, λάσπη από δάκρυα
Ξεχειλώσαμε τις σκιές μας, τις φορέσαμε σαν προφυλακτικό για
να χωρέσουν τα πάντα
όλο αυτό το αξόδευτο πάθος, τα φιλιά, οι οργασμοί, οι
καυγάδες που δεν έγιναν, λίμνασαν και καίνε τα χείλη σε κάθε συλλαβή
Γιατί ο έρωτας ήταν τόσο απόλυτος που έπνιγε τα πάντα, όλα
τα υπόλοιπα δεν είχαν χιλιοστό για ν'αναπνεύσουν
Το μόνο που θέλω είναι να αφεθώ στη μέθη του βυθού
Μα κάθε φορά που σε σκέφτομαι, κάτι με τραβάει από την
αγκαλιά της πτώσης
Οι εβδομάδες μου έχουν πλημμυρίσει από το τίποτα και μόνο οι
ψίθυροι σου μπορούν να με ξεδιψάσουν, να ξεπλύνουν το νεκρό χρόνο κι όλα τα
μυστικά που δεν μοιράστηκαν
Το δωμάτιο απέραντο σαν έρημος
Όλα βουλιάζουν στην άμμο όσων δεν συνέβησαν
Ψηλαφίζω τις αντανακλάσεις
Ψάχνω στο βυθό της σιωπής σου, κάτι να σταματήσει να με
κάνει να νιώθω ηττημένος σε μια μάχη που δε δόθηκε ποτέ.
Τραβάω την άκρη του καθρέφτη σαν να είναι νήμα, ξηλώνω την
αντανάκλαση, ξεγυμνώνω το κενό.
Βαδίζω, σχεδόν τυφλός, ανάμεσα σε μέρες και νύχτες από
χάρτινο σκοτάδι. Από χαρτόνι που βρέχεται, μουσκεύει από τις ματαιωμένες
προσδοκίες, χίλιες βροχές η κάθε συλλαβή, όλο το βάρος του σύμπαντος με πιάνει
από το λαιμό. Παλεύεις ως το πρωί με τους δεκάδες εαυτούς σου, για να κερδίσει
πάλι στα σημεία,η πιο έξυπνη μετριότητα.
Ανακαλύπτω σε όσα άφησες, τα σύνορα όλων των πραγμάτων
Ψαχουλεύω τα ρούχα σου, για κάποιο θαύμα ξεχασμένο μες στις τσέπες
Κάποιο χαμόγελο που δεν πρόλαβα να γευτώ
Κάποιο πείραγμα που δεν πρόλαβε ν'ανθίσει
Θα με πάρει ο ύπνος, λίγο πριν ξημερώσει
Να ψάχνω στην μπλούζα σου, ψίχουλα απ'το μέηκ απ και τ'άρωμα
σου
Την ανατριχίλα που βάζει φωτιά στις βαλσαμωμένες μέρες
Το χρόνο, που άφησε μισοχτισμένο τ'όνομα σου
Το περίγραμμα της πόλης, φιτίλι ζωγραφισμένο απ'το κραγιόν
σου
Δεν ξέρω πως και που θα εκραγεί η σιωπή
ο ουρανός λιώνει μέσα στη σκιά σου
με σκεπάζεις με την ανάσα σου
και κάθε αμφιβολία, κάθετι τσαλακωμένο μέσα μου γαληνέυει
Οι λεωφόροι σαν πλοκάμια κάποιου τέρατος, η άσφαλτος ωκεανός
που με τυλίγει σαν ιστός
Τα φώτα συλλαβίζουν
τις σκέψεις μου σαν ρεφρέν από ηλίθιο τραγούδι
Όλοι οι περαστικοί φοράνε μάσκες με τη χειρότερη μου μέρα,
οι εφιάλτες κομπάρσοι που πήραν την ταινία της ζωής μου στα χέρια τους και την
σπαταλάνε σαν πλαστό χρήμα
Και'συ απλά να ψάχνεις κασκαντέρ για να δεχτεί όλο τον πόνο,
και να τον βαφτίσεις κάτι άλλο
Μια υπάκουη μετριότητα να της φορτώσεις όλες σου τις ουλές
και κάθε ενοχή
Ένα υποζύγιο για όλες σου τις άχρηστες αποσκευές
Γιατί αυτό ήθελες πάντα, ένα καναρίνι για τα ορυχεία του
μυαλού σου
Να πεθαίνει χίλιες φορές μέσα στο κλουβί του για σένα
Και'συ αυτό να το λες "αγάπη" και
"ελευθερία"
Βαρέθηκα να γυρίζω μόνος μου όλες τις επικινδύνες σκηνές σου
και στις δικίες μου να μην είσαι ούτε θεατής
Και κάπως έτσι ο κόσμος καταρρέει, όχι στο στόμα της φωτιάς,
αλλά σε μια οθόνη που ράγισε κλειστή
Έκανες το φόβο, τη μονάδα μέτρησης για όλα
Γιατί ποτέ δεν κατάλαβες, πως δημιουργούνται οι αναμνήσεις
Έκαιγες τις εικόνες με πάρα πολύ φως και πάρα πολύ σκοτάδι
Ενώ όλα τα χρώματα είναι κρυμμένα μές στο γκρίζο, ουράνια
τόξα μέσα στο δέρμα της καταιγίδας
Κι όμως είμαι ακόμα εδώ, δε χωράω στη φωνή και στη ζωή μου
Περιμένω στην άκρη του γκρεμού,να με πάρεις απ'το χέρι και
να βουτήξουμε στα νερά κάθε ορίζοντα
Παλιές φωτογραφίες,με ακολουθούνε σαν παιδιά, με ρωτάνε
γιατί δεν μεγάλωσαν ποτέ, γιατί έμειναν υποσχέσεις που σκουριάζουν στο συρτάρι.
Πίσω απ΄τις βιτρίνες των ματιών σου, όλα είναι πλαστικά, εύχεσαι τίποτα να μην
είναι αληθινό και μια τεράστια αυλαία να σκεπάσει το πτώμα αυτής της πόλης. Τις
νύχτες γίνονται καλλιστεία για σκιάχτρα και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι
να είσαι στους κριτές. Ποια κατάθλιψη χαμογελάει καλύτερα, ποιος φόβος
υπόσχεται πολλά; Ποια ενοχή τον πόνο σου θα κρύψει,π οια πληγή θα τις χωρέσει
όλες και θα κλείσει σαν φερμουάρ;
Ποιος δαίμονας δείχνει καλύτερα με μαγιό; Ποιος λάθος είναι
πιο όμορφο με στέμμα;
Ακόμη δεν
κατάλαβες,πως τα φωτοστέφανα είναι φίμωτρα, τα εξώφυλλα και οι αφίσες
παράθυρα από κελιά. Τα νέον γράμματα
πάνω στις μαρκίζες, λίστες εκτέλεσης και οι διαφημίσεις στις λεωφόρους οι δέκα
εντολές.
Εδώ τα τέρατα είναι πιο όμορφα από όλους. Καταπίνουνε
διαμάντια και ξερνάνε κάρβουνα.Α λχημιστές που μετατρέπουν όλο το χρυσάφι σε
χαρτί.
Και΄γω σε περιμένω, να ζωγραφίσεις με φωτιά και αίμα το κενό
Ενώ πεθαίνεις από δίψα, δεν πίνεις ποτέ, για να μη χαλάσεις
το καθρέφτισμα σου στα νερά.
Για πόσο καιρό ακόμα,θα είσαι κατοικίδιο του φόβου σου; Μέχρι να στειρώσει το μυαλό σου και να
σταματήσεις να ονειρεύεσαι, να φαντασιώνεσαι, να ελπίζεις ; Όλες οι αποστάσεις
κρύφτηκαν σε έναν αριθμό, στο τελευταίο ψηφίο του κινητού σου. Άλλο ένα τηλεφώνημα που δε θα κάνω, άλλη μια
εικονική εκτέλεση. Άσφαιρα πυρά, και από
ένα σημείο και μετά, δεν ξέρω τι να περιμένω, να σταματήσουν ή να είναι
επιτέλους αληθινές οι σφαίρες;
Τι συμβαίνει τελικά ; Επανάσταση κατά των ψευδαισθήσεων ή οι
ψευδαισθήσεις σου επαναστάτησαν; Και αποφάσισαν να πάρουν τον έλεγχο, γιατί
έτσι κι αλλιώς, εκείνες κυβερνούν αυτό το σώμα.
Η ζωή που μικραίνει όσο η αλήθεια μεγαλώνει, μεθυσμένη από
τον πόνο βουλιάζεις στα σεντόνια. Κόλαση είναι ο δρόμος προς τον παράδεισο, και
τ'όνομα αυτού του δρόμου δεν είναι τέλος. Η μεγαλύτερη νύχτα ξημερώνει. Πέφτεις
σαν βροχή στα όνειρα μου, κάθε πρωί ξυπνάω γιατί πνίγομαι, ξυπνάω διψασμένος.
Άγονη γραμμή, στη συχνότητα των σπασμένων σου φτερών, στα
μπαρ της φτήνιας να μιλάς σ' ένα ποτήρι και ένα τασάκι, το μυαλό μια σβούρα
στου βυθού την πλάτη, δάχτυλα σαν σπίρτα,καίγονται καθως σ'άγγίζω, σφίγγω τις
στάχτες για να μην σε χάσω, να μην σκορπίσεις στον αέρα. Στην σκακιέρα θα γίνω
όλα τα πιόνια σου,να κάνεις χίλια ματ στη δυστυχία.
Και΄γω σε περιμένω,να ζωγραφίσεις με φωτιά και αίμα το κενό
Τις νύχτες που δεν είσαι εδώ
θυμάμαι ξανά
πως η ευτυχία είναι ένα φιλμ
που μόνο στους σκοτεινούς θαλάμους του κορμιού σου
μπορεί να εμφανιστεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου