Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2023

Η νύχτα μας αρέσει γιατί αφαιρεί τις περιττές λεπτομέρειες, όπως ακριβώς κάνει και η μνήμη*

 


Φωτογραφίες σκόρπιες πάνω στο γραφείο. Το διαμέρισμα ένα τεράστιο τασάκι, με διακριτικές αποχρώσεις ξεθυμασμένου καφέ και μπαγιάτικης πίτσας. Είμαστε σε περίοδο ανακωχής με τους δαίμονες μου. Η κρεβατοκάμαρα είναι δικιά τους, το σαλόνι δικό μου, και η κουζίνα ουδέτερο έδαφος. Κάθε Παρασκευή βράδυ, πίνουμε και συζητάμε χαλαρά. Τελευταία ποτά. Οι πρώτες αχτίδες του ήλιου στάζουν από τις γρίλιες.

Ο Mick Jagger μας κρατάει παρέα, τα λέει καλύτερα από εμάς. Τον ακούμε καπνίζοντας. Τα εχόυμε πει όλα, έχουμε υπερναλύσει τα άπαντα του σύμπαντος. Τι μένει; Η νοσταλγία, το τελευταίο καταφύγιο των σαραντάρηδων. Όταν το παρόν είναι βαρετό και το μέλλον αμφίβολο, το παρελθόν είναι η όαση. Πάντα διαφορετικό, καλύτερο από ό,τι το θυμάσαι. Σαν τραγούδι, διασκευάζεται συνέχεια. 

Τι θα μπορούσε να είναι διαφορετικό; Έπρεπε να μιλήσουμε όταν μείναμε σιωπηλοί; Να σιωπήσουμε, όταν λέγαμε μαλακίες; Κάνουμε απλά το γύρο της φυλακής μας, όπως είπε η Γιουρσενάρ; Περνάμε από τα κελιά των άλλων, μοιραζόμαστε λίγο χρόνο στο προαύλιο, και αυτό είναι; Που τελειώνουν τα αόρατα κάγκελα; Που βρίσκονται οι κλειδαριές; Είμαστε τα κλειδιά για τις φυλακές των άλλων; Ζούμε τα πάντα τόσο γρήγορα, που είμαστε ήδη υπερήλικες, συναισθηματικά και ψυχολογικά; Μήπως πρέπει να το γυρίσουμε στα ναρκωτικά, γιατί με το αλκοόλ, μηρυκάζουμε τη μιζέρια και τ'απωθημένα μας, σαν κακή κουλτούρικη ταινία; 

Οι δαίμονες μου βαριούνται. Εδώ και μέρες, δεν κάνουν τίποτα. Ούτε εφιάλτες, ούτε στοιχειωμένη αϋπνία. Τα βλέφαρα αμόνια, αλλά το μυαλό αρνείται να παρκάρει και να σβήσει τη μηχανή. Η μνήμη ψάχνει άσυλο, έστω για μια μέρα, για λίγες ώρες λήθης. Ξαπλώνω στον καναπέ. Τελευταίο τσιγάρο. Τι έμεινε στο κατακάθι της νύχτας; Γυρεύουμε μια ανάσα γλυκιάς γεύσης, μερικά δευτερόλεπτα κινηματογραφικής απόδρασης. Ούτε μια στάλα, εδώ και εβδομάδες. 

Διαλέγω το τελευταίο τραγούδι. Μισοκλείνω τα μάτια. Θα'θελα ν'ακούσω ήχο θάλασσας. Τα κύματα ν'ανοίξουν την εξώπορτα. Να πλημμυρίσει το σπίτι. Να ξυπνήσω σε μια ερημική παραλία. Να πατήσω στην υγρή άμμο και ο άνεμος, να πάρει μακρυά κάθε περιττή σκέψη. Να πέσω με τα ρούχα στο νερό, να ξεπλύνει τη σιωπή και την πλήξη από όλες τις αισθήσεις. Ένας στίχος ποιήματος ψιθυρίζει μέσα στις φλέβες μου.

Να μην στρέφετε ποτέ την πλάτη σας στη νυχτερινή θάλασσα, αλλιώς θα σας απαγορευτεί διαπαντός να έχετε δίκιο σε οτιδήποτε.

Ανθυπομειδιώ. Τρίτο τελευταίο τσιγάρο, τέταρτο τελευταίο τραγούδι. Οι δαίμονες μου εξαφανίστηκαν. Ίσως να ψάχνουν για νέα δουλειά. Πιθανόν εδώ και μήνες, να τους στοιχειώνω εγώ. Έχω γίνει τόσο βαρετός; Μήπως τελικά η ύπαρξη, είναι μια αιώνια προσμονή; Περιμένουμε το θάνατο, και κάθε μοιραία συνάντηση πριν το τέλος, είναι οι αγγελιοφόροι του; Σκοτώνουν τη νιότη σου, την καρδιά και τα όνειρα σου; Μερική αναισθησία λίγο πριν τη νεκροψία;

Κλείνω το κινητό και το πετάω στην απέναντι πολυθρόνα. Μερικές φορές, σκέφτομαι πως αν σπάσει, θ'απελευρωθώ. Πως θα βγει ένα τζίνι μέσα από τη σπασμένη οθόνη και θα μου πραγματοποιήσει μια ευχή. Βαρέθηκα, τα σαρκοβόρα επίθετα, τις σιωπές γεμάτες κεφαλαία (ΜΗ ΒΑΖΕΤΕ ΤΟΝΟΥΣ ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΣΑΣ!!!)  και θαυμαστικά, λέξεις και προτάσεις, που λένε λιγότερα από το τίποτα. Φωτογραφίες που μοιάζουν με πλαστό χρήμα, δεν αγοράζουν τίποτα πια, ούτε μερικά δευτερόλεπτα περιφρόνησης. 

Πάθαμε ανοσία και στον κυνισμό; Τίποτα πλέον δε μπορεί ν'αμβλύνει την ανία; Ταινίες, σειρές, βιβλία, τραγούδια, βόλτες, κάρβουνα που τα πετάμε στο στόμα της μηχανής, ώστε να μη σταματήσει να κινείται; Προς τα που; Μήπως κάνει συνεχώς κύκλους; Μήπως πρέπει να φύγει από τις ράγες; Μήπως θα ήταν καλύτερα, να σταματήσω τις σαχλές παρομοιώσεις, στις πέντε το πρωί; 

Τι θέλω; Μια νύχτα που να ξεκινάει με πυροτεχνήματα. Η τελευταία που θυμάμαι ήταν θλιβερή. Η ηχώ του τραγουδιού αλώνει την αϋπνία. 

*Χόρχε Λουίς Μπόρχες




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου