XIV
Δεν ήταν το καλύτερο διαμέρισμα που είδε, και είχε δει πολλά
την τελευταία εβδομάδα. Ούτε το πιο βολικό. Το μετρό ήταν μακρυά. Όμως, αυτό το
σπίτι είχε κάτι που δεν μπορούσε να το μεταφράσει σε λέξεις. Τα δωμάτια του,
άφηναν μια υπόσχεση προαισθήματος, πως θα γινόντουσαν ο καμβάς για το
αριστούργημα της. Το νοίκιασε και μετέφερε τα λιγοστά της υπάρχοντα.
Μετά από δύο μεταπτυχιακά, ένα χρόνο δίπλα σε γνωστό Γάλλο
αρχιτέκτονα, η επιστροφή στην Αθήνα έμοιαζε με υποβιβασμό. Της έλειπε το φως
της Μασσαλίας, οι βόλτες στη θάλασσα, τα Σαββατοκύριακα στο Σαιντ Τροπέ και την
Τουλόν. Μερικές φορές, πρέπει να κάνεις δύο βήματα πίσω για να κάνεις ένα μπροστά. Έβαλε τα
τελευταία βιβλία στο ράφι και σηκώθηκε. Περπάτησε αργά σε κάθε δωμάτιο.
Ήθελε δουλειά για να μεταμορφωθεί σε
σπίτι.
Κάπνισε ένα τσιγάρο και έκλεισε την μπαλκονόπορτα. Αυτό το
υπνοδωμάτιο είχε μια παράξενη αύρα. Όλο το διαμέρισμα είχε, αλλά η κάμαρα
εξέπεμπε μια παγωμένη ανάσα. Οι κόκκινοι τοίχοι την προκαλούσαν και την
απωθούσαν ταυτόχρονα. Πως θα έντυνε αυτό το δωμάτιο; Δεν είχε ξαναδεί παρόμοια
απόχρωση του κόκκινου. Σαν να φωσφόριζε, να παλλόταν, ειδικά στο σκοτάδι.
Άνοιξε το λάπτοπ και έκατσε στο πάτωμα. Διάλεξε μια playlist και άνοιξε το
αρχείο με τις σημειώσεις της.
Έπρεπε να συνθέσει τη στρατηγική της. Να δικτυωθεί. Να
διακοσμήσει το διαμέρισμα. Κάποιες εφημερίδες και sites είχαν στήλες
διακόσμησης. Ίσως θα μπορούσε να
δουλέψει ως σκηνογράφος στο θέατρο. Τα ήθελε όλα. Έγειρε πίσω στον καναπέ με το παγωτό αγκαλιά. Της άρεσε
να το τρώει μισολιωμένο. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα. Τα
ερωτήματα έπαιζαν σκοποβολή με τις αντοχές της.
"Έκανα καλά που γύρισα; Τι γυρεύω εδώ; Μου λείπει η
σοφίτα μου στη Μασσαλία. Μήπως να πάρω γάτα; Θηλυκιά αυτή τη φορά, γιατί όπως
όλα τ'αρσενικά της ζωής μου, έτσι και ο γάτος το έσκασε χωρίς να πει αντίο.
Μήπως να γίνω ηθοποιός; Αν όλες οι drama queens γινόντουσαν ηθοποιοί, δε θα
υπήρχαν πια θεατές. Πρέπει ν'αρχίσω γυμναστήριο".
Αποκοιμήθηκε στον καναπέ. Το σχέδιο άρχιζε να αποδίδει.
Έκανε γνωριμίες, έκλεισε κάποιες δουλειές. Δύο νέες φίλες, αρκετά φλερτ. Η
αλλαγή της ώρας της έφτιαξε τη διάθεση. Σηκώθηκε με όρεξη. Θα διοχέτευε όλη της
δημιουργικότητα στο κόκκινο δωμάτιο. Τη στιγμή που μετακινούσε μια μικρή
βιβλιοθήκη, ένα βαρύ βιβλίο έπεσε στο πάτωμα. Σήκωσε τον τόμο και παρατήρησε το
δάπεδο. Είχε ανοίξει. Έσκυψε να δει τη ζημιά. Μετακίνησε ένα κομμάτι ξύλο και
κοίταξε στο άνοιγμα. Έβγαλε ένα σκονισμένο κουτί από μέσα.
Μέσα στο κουτί υπήρχαν κιτρινισμένα σημειωματάρια. Πήρε το
κουτί και πήγε στο σαλόνι. Της πήρε αρκετή ώρα για να καθαρίσει τα
σημειωματάρια από τις στρώσεις βρώμας. Έκατσε στο πάτωμα και ξεφύλλισε το πρώτο. Στο χαρτόνι του εξωφύλλου
σκαλισμένα τα αρχικά ΜΧ. Δυσκολεύτηκε να ξεχωρίσει τις λέξεις, ο γραφικός
χαρακτήρας ήταν περίεργος. Κάποιες προτάσεις ήταν καλλιγραφικές, ενώ οι
περισσότερες έμοιαζαν γραμμένες από παιδί.
Ανάμεσα στις σελίδες, υπήρχαν αποκόμματα εφημερίδων και
περιοδικών. Αποσπάσματα συνεντεύξεων ενός γλύπτη. Πήρε το κινητό της και έψαξε
τ'όνομα. Μιχάλης Χρονόπουλος. Ο γλύπτης ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού.
Εξαφανίστηκε πριν από τέσσερα χρόνια. Κανένα ίχνος του. Κάποιες φήμες για
δολοφονία δεν επιβεβαιώθηκαν. Οι δύο αδερφές του είναι στα δικαστήρια,
διεκδικούν την περιούσια του. Βρήκε φωτογραφίες από μια συνέντευξη που έδωσε το
2016. Το βλέμμα της πέφτει σε διάφορες φράσεις .
"Η τέχνη είναι αντιπερισπασμός από το θάνατο"
"Όσοι έρχονται στις εκθέσεις μου, θέλω ν'αγγίζουν τα
έργα. Να τα βλέπουν με τα χέρια τους. Μόνο έτσι θα τα καταλάβουν, θα γνωρίσουν
τις πραγματικές τους διαστάσεις. Η όραση λέει ψέματα, η αφή είναι η μόνη
ατραπός προς την αλήθεια"
"Κόκκινο είναι το δέρμα του θεού και του διαβόλου. Η
κόλαση και ο παράδεισος έχουν το ίδιο αίμα".
Την έπιασε ναυτία από την υπερκατανάλωση πληροφορίας.
Έφτιαξε ένα τσάι και βούλιαξε στον καναπέ. Διάλεξε ένα σημειωμάταριο στην τύχη.
Χαϊδεψε με τα δάχτυλα της τα ίχνη απ'το μελάνι. Που την έχει ξαναδιαβάσει αυτή τη φράση;
More blue than the blind sky that aches
(Wreathed with the stars, her torturing
snakes),
For the dead god's kiss that never wakes;
Shot with golden specks of fire
Like a virgin with desire.
Δυσκολευόταν ν'ακολουθήσει το γραπτό παραλήρημα του γλύπτη.
"Η εμμονής είναι η ύψιστη τέχνη της φαντασίας, η
ακρώρεια της αρμονίας των φαντασιώσεων. Πέρασα μια ζωή με το μυαλό μου
φιμωμένο, μέχρι εσύ να μου ελευθερώσεις τις σκέψεις. Μέχρι η ομορφιά σου να
τιμωρήσει την ασχήμια του κόσμου και να με μάθει να κολυμπάω στη λάμψη σου.
Κάθε νύχτα, μόλις το σκοτάδι ματώσει τον ορίζοντα, νιώθω τ'αστέρια να γλιστράνε
ανάμεσα στα κύτταρα μου. Ζω δεκάδες ζωές κάθε ώρα που περνάει. Οι αναμνήσεις
μου επεκτείνονται, ανθίζουν σε καλειδοσκόπια, που στα πέταλα τους,
διασταυρώνονται οι αντανακλάσεις κάθε πιθανότητας. Είμαι το κέντρο κάθε
διάστασης του σύμπαντος, είμαι το σύμπαν κάθε κέντρου, κάθε σωματιδίου
ύλης".
Χρειαζόταν ένα διάλειμμα. Ένα ποτήρι τεκίλα και δύο τσιγάρα
μετά, ήταν έτοιμη να συνεχίσει. Τα ιερογλυφικά του εξαφανισμένου γλύπτη είχαν
κεντρίσει τα G-spots της περιέργειας της.
"Η αφή είναι η αίσθηση που μας ενώνει με το θείο. Με τα
δάχτυλα μαθαίνεις να βλέπεις, πέρα από το φως, το σκοτάδι και τ'απατηλά
χρώματα. Μαθαίνεις ν'ακούς, την ηχώ της αιωνιότητας που ακόμα καίει στις ρωγμές
των συνόρων. Μαθαίνεις να γεύεσαι, το νέκταρ των κορμιών, το μέλι των ονείρων,
τους απαγορευμένους καρπούς των εφιαλτών.
Μέσα στην αφή
εμπεριέχονται οι υπόλοιπες αισθήσεις, στην πιο αγνή τους μορφή. Η αφή είναι η
γλώσσα του θεού, με αυτήν έπλασε τα πάντα. Τα μάτια είναι αλυσίδες, κάθε εικόνα
άλλος ένας κρίκος. Τ'αυτιά και το στόμα, τα κάγκελα της φυλακής. Μόνο όταν
σπάσεις τα δεσμά σου, ο κόσμος θα είναι αληθινά δικός σου".
Η Άννα αποκοιμηθήκε με το σημειωμάταριο στο στήθος της. Το
υποσυνείδητο της πυρπολημένο από τις ασυναρτησίες του γλύπτη, ξέρναγε
παραμορφωμένα όνειρα στις οθόνες των νευρώνων της. Γεύση ασφυξίας. Πνιγόταν σε
μαύρα νερά, στην αγκαλιά της καταιγίδας. Ένιωθε αδύναμη, η φωνή της δεν
έβγαινε. Πάλευε με όλη της την ύπαρξη να κρατηθεί στην επιφάνεια. Ξύπνησε
τρομαγμένη, προσπαθούσε ν'ανασάνει. Οι παλμοί της έκαναν σάκο πυγμαχίας το σώμα
της. Ήπιε δύο ποτήρια νερό και κοίταξε την ώρα στο κινητό. 04:53. Δεν
ξανακοιμήθηκε. Έφτιαξε καφέ και ανέβηκε στην ταράτσα.
Η αυγή σκόρπισε τα απομεινάρια των ψευδαισθήσεων. Κρύωνε.
Όσο καθόταν στον ήλιο, έτρεμε, μόλις πήγαινε στη σκιά, το σώμα της γαλήνευε.
Κατέβηκε στο διαμέρισμα. Έκρυψε τα σημειωματάρια και αποφάσισε να στρωθεί στη
δουλειά. Πριν τα κλείσει στο κουτί, πρόσεξε μια πρόταση, γραμμένη στο τοίχωμα
του κουτιού.
"Να βάζεις λίγο αίμα σε ό,τι δημιουργείς".
Οι μέρες κυλούσαν νωχελικά. Είχε κάπως ηρεμήσει, αλλά εκείνη
η φράση ψιθύριζε συνεχώς στις συχνότητες του μυαλού της. Το Σάββατο δεν είχε
κανονίσει τίποτα. Ξέθαψε μια παλιά φωτογραφική και αποφάσισε να πειραματιστεί.
Τράβηξε ένα 36ρι φιλμ και μετέτρεψε το αποθηκάκι σε σκοτεινό θάλαμο. Έβαλε λίγο
από το αίμα της στο διάλυμμα. Οι φωτογραφίες βγήκαν περίεργες. Οι περισσότερες
καταστράφηκαν. Όσες βγήκαν καλές, είχαν ένα παράξενο χρώμα.
Τις σκάναρε και τις έστειλε σε δύο τρεις γκαλερί. Δεν
περίμενε απάντηση. Κυριακή πρωί, χτύπησε το τηλέφωνο. Η φωνή στην άλλη πλευρά
ήταν υπερβολικά ενθουσιώδης. Η έκθεση κανονίστηκε. Η Άννα έβγαλε κι άλλες
φωτογραφίες. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Ήταν σύμπτωση ή ο τρελός γλύπτης είχε
δίκιο; Ο μήνας έφυγε γρήγορα. Η έκθεση ήταν θρίαμβος. Γύρισε στο σπίτι σχεδόν
μεθυσμένη. Άνοιξε το κουτί και διάβασε το επόμενο σημειωμάταριο.
Ζαλίστηκε. Ήξερε πως δεν ήταν το αλκοόλ. Το κόκκινο από τους
τοίχους άρχισε να στάζει. Πίσω από τη μπογιά, ήταν το πρόσωπο του γλύπτη. Το
παραμορφωμένο του χαμόγελο την έκανε να λιποθυμήσει. Ξύπνησε σ'ένα άγνωστο
μέρος. Γύρω της ερείπια. Την περικύκλωσαν σκιές. Πλάσματα χωρίς πρόσωπο.
Έγδερναν το δέρμα τους, προσπαθούσαν να βρουν τα μάτια τους, ν'ανοίξουν το
στόμα τους. Καταδικασμένα σε μια αιώνια παύση, στο παρά ένα του θανάτου, να μην
μπορούν να πάρουν ανάσα. Δεν την άφηναν να περπατήσει, σερνόντουσαν στα πόδια
της. Ένα κόκκινο φως από το καμπαναριό του ναού σκόρπισε τα ανθρωπάρια.
Η Άννα έτρεξε μέσα στο ναό. Πλησίασε τον θρόνο. Είδε τον
εαυτό της να κάθεται πάνω του. Φορούσε ένα αγκάθινο στεφάνι, διακοσμημένο με
ανθρώπινα μάτια, δάχτυλα και αυτιά. Η φωνή του γλύπτη τράνταξε τον κόσμο.
"Γιατί διστάζεις να κάνεις το επόμενο βήμα; Έχεις όλη
τη γνώση. Είδες την αλήθεια. Περνάμε όλη μας τη ζωή σ'ενα κουκούλι, ατελή
πλάσματα που πνίγονται στην ασημαντότητα, πεθαίνουν χωρίς να γεννηθούν ποτέ. Τι
περιμένεις για ν'απελευθερωθείς;"
"Θέλω απλά να είμαι ευτυχισμένη!"
"Μπορώ να σου προσφέρω πολλά περισσότερα, από κούφιες
λέξεις που δε σημαίνουν τίποτα"
"Τι περισσότερο από την ευτυχία;"
"Η ανθρώπινη γλώσσα είναι απολίθωμα, δεν μπορεί να
μεταφράσει τις έννοιες. Ξέρεις τι πρέπει να κάνεις. Στον πάτο του κουτιού, θα
βρεις το κομμάτι του χάρτη. Μην αργείς".
Η Άννα ούρλιαξε με όλη της δύναμη. Ξύπνησε κάθιδρη. Η
μυρωδιά της έκοψε την ανάσα. Είχε λιποθυμήθει μέσα στον εμετό και τα ούρα της.
Πέταξε το φόρεμα στα σκουπίδια, και έμεινε ώρες στη γεμάτη μπανίερα. Καθάρισε
το δωμάτιο και κλείδωσε το κουτί στη ντουλάπα.
Πέρασαν δύο μήνες. Όλα πήγαιναν εξαιρετικά. Είχε κάνει καλές
γνωριμίες, έβγαζε περισσότερα χρήματα από ποτέ. Τίποτα δεν τη γέμιζε. Ήταν
Παρασκευή βράδυ. Μέθυσε και χόρεψε μέχρι εξάντλησης. Μπήκαν στο σπίτι
μισόγυμνοι. Ο ξανθός που την πολιορκούσε όλο το βράδυ, δεν ήταν του γούστου
της. Έπρεπε με κάποιο τρόπο, να εκτονώσει την ένταση από μέσα της. Ξύπνησε το
απογευμα του Σαββάτου. Ο εραστής άφαντος. Σύρθηκε μέχρι το μπάνιο, έκανε εμετό
και ξάπλωσε στη μπανιέρα. Άνοιξε το νερό και έμεινε εκεί, μέχρι τα μεσάνυχτα.
Δε μπορούσε ν’αποφύγει το αναπόφευκτο. Πήρε το κουτί, το
άδειασε. Βρήκε ένα κομμάτι χαρτί στον πάτο. Διάβασε τα ιερογλυφικά του γλύπτη.
Οι οδηγίες ήταν σαφείς. Άναψε πέντε κεριά. Τοποθέτησε τα τέσσερα στις γωνίες
του δωματίου και το πέμπτο στο κέντρο. Έκαψε το χαρτί, ανακάτεψε τις στάχτες με
λίγο από το αίμα της, και το άδειασε πάνω από το κερί στο κέντρο του δωματίου.
Το κόκκινο υγρό επέπλεε πάνω από τη φλόγα. Μετατράπηκε σε
κλειδί. Το κλειδί άρχισε να περιστρέφεται πολύ γρήγορα. Σκορπούσε δυσοίωνες
αντανακλάσεις στους τοίχους. Ξαφνικά σταμάτησε. Η Άννα είχε ανατριχιάσει. Οι
διαστάσεις έλιωσαν, ο χώρος και ο χρόνος έπαψαν να υπάρχουν. Κολυμπούσε στο
διάστημα.
"Είσαι έτοιμη;"
"Ναι"
"Το σκέφτηκες καλά; Δεν υπάρχει επιστροφή;"
"Ναι σου είπα! Πες μου τι πρέπει να κάνω!"
"Δε χρειάζεται, το ξέρεις πριν γεννηθείς"
"Δεν καταλαβαίνω".
Ο γλύπτης εμφανίστηκε μπροστά της. Φορούσε ένα κόκκινο
μανδύα. Τις έπιασε τα χέρια.
"Η αλήθεια είναι μια αντανάκλαση. Αυτό που υπάρχει μέσα
σου, είναι αντιφέγγισμα της πραγματικότητας. Θυμήσου. Νομίζεις πως ξέχασες.
Γεννήθηκες πρόωρα, σκότωσες τη μάνα σου στη γέννα. Την κατασπάραξες από μέσα
προς τα έξω. Ο γιατρός νόμιζε πως ξεγέννησε άγριο ζώο. Ο πατέρας σου;
Προσπάθησε ο καημένος, αλλά είναι αδύνατο να μεγαλώσουν οι αμνοί ενάν πάνθηρα.
Στα δεκαέξι, με αφορμή το λάθος δώρο γενεθλίων, τον μαχαίρωσες 35 φορές, με τα
κομμάτια του σπασμένου καθρέφτη. Σίγουρα θα προτιμούσε επτά χρόνια γρουσουζιά.
Μέχρι τα 22, μπαινόεβγαινες στα ιδρύματα, μέχρι που μια
μακρινή θεία σε πήρε στην Ελβετία. Εκεί ξέχασες την πραγματική σου φύση. Για
λίγο. Αναρωτήθηκες γιατί δε θυμάσαι τίποτα από όλα αυτά; Γιατί έφυγες από την
Ελβετία και τη Γαλλία; Γιατί κανένας άντρας δε μένει μαζί σου; Είναι τόσο απλό.
Κοίτα τα χέρια σου".
Η Άννα τρέμει, κοιτάζει τις παλάμες της. Διακρίνει ανάμεσα
στις στιβάδες του δέρματος, μικρά στόματα, μάτια ν'ανοιγοκλείνουν. Το σώμα της
παραλύει, το μυαλό αποσυναρμολογείται.
"Ναι Άννα. Τους
καταβρόχθισες. Όλους, ακόμα και το γάτο. Δεν τους έτρωγες απλά. Με κάθε σώμα
που κατανάλωνες, εξαφάνιζες και κάθε ανάμνηση του, κάθε ίχνος χρόνου. Δεν
υπήρξαν ποτέ. Όμως όλο αυτό έγινε εύκολο. Γι'αυτό επέστρεψες. Τώρα ξέρεις, πως
είναι να σκοτώνουν οι θεοί. Ήρθε η στιγμή, ν'αφήσεις πίσω σου τη μυρμηγκοφωλιά
που λέγεται ανθρωπότητα".
Τα μάτια της Άννας γέμισαν δάκρυα από αίμα. Όσο κι αν
ούρλιαζε, δεν ακουγόταν τίποτα. Η σιωπή φτερούγισε μέσα της. Η γραμματική του
πόθου και το συντακτικό του ερέβους άνθισαν στο αίμα της. Ξερίζωσε τα μάτια και
τη γλώσσα της. Τα πέταξε στο αστέρι που βρισκόταν από κάτω της. Έβγαλε το δέρμα
της σαν βρεγμένο ρούχο. Έμεινε ένα περίγραμμα από φλεγόμενο σκοτάδι. Τράβηξε
την καρδιά της και την πέταξε στο στόμα του ήλιου. Το αστέρι έσβησε. Ένας
κόκκινος ιστός απλώθηκε παντού στο σύμπαν.
"Τέρμα πια οι πυρετικές αυτάπατες. Μόνο η καταιγίδα μπορεί να λύσει τον γόρδιο δεσμό
της ύπαρξης».
Ένα κορίτσι, που νομίζει πως είναι γυναίκα πετάει το
τετράδιο τρομαγμένο. Αναρωτιέται αν έγραψε εκείνη όλη αυτή τη φρίκη. Απόκοσμο
γέλιο. Κλείνει τ'αυτιά της. Οι σελίδες γυρίζουν μόνες τους. Τα γράμματα
γίνονται κόκκινα, στάζουν στο πάτωμα.
"Νόμιζες πως η μνήμη σου έγινε άβατο; Ακόμη
αναρωτιέσαι, αν η φωνή στο κεφάλι σου, είναι αληθινή; Δεν είναι η σωστή
ερώτηση. Είναι μια φωνή ή μηπως μια φλέβα, που μέσα της κοχλάζουν ψίθυροι; Όλες
οι σκέψεις που νομίζεις πως έθαψες. Τ'απωθημένα, οι πόθοι, οι νεκρές
προσδοκίες".
Το κορίτσι πληγώνει τα χέρια του. Όμως απόψε, ο πόνος δε
φιμώνει τις κραυγές στο κρανίο της.
"Προσπάθησες τόσο πολύ, ν'αγιοποιήσεις τη μιζέρια σου.
Μα δε σου ταιριάζει η έπαρση του αγίου. Η ειρωνεία της νοσταλγίας σε
δηλητηριάζει μέρα με τη μέρα. Ενός παρελθόντος που δεν έζησες ποτέ. Ενός
μέλλοντος που δε θα γεννηθεί.
Μπάλωσες με ζωγραφιές, σχέδια, σελίδες από περιοδικά και
αφίσες, όλες τις πληγές της μνήμης σου. Μα δεν άλλαξε τίποτα. Ήσουν και είσαι
ένας νάρκισσος, που δεν μπορεί να καταπιεί τον εαυτό του. Ένας σκορπιός που
νομίζει πως το δηλητήριο του είναι τέχνη. Σκοτώνεις όποιον δεν μπορείς να
κρατήσεις. Γιατί κανένας δε σε αντέχει. Ποιος θέλει ένα αηδιαστικό έντομο;".
Τα χέρια της είναι κατακόκκινα. Δεν μπορεί ν'αναπνεύσει.
Τρέχει στην ταράτσα. Κοιτάζει κάτω. Ο ίλιγγος της προκαλεί ναυτία. Γυρίζει
πίσω. Βρίσκει το τεράδιο στις σκάλες. Οι σελίδες γυρίζουν γρήγορα. Το πιάνει
στα χέρια της. Η ίδια πρόταση με κόκκινα γράμματα στάζει από κάθε εκατοστό
χαρτιού. Η φωνή μουρμουρίζει μέσα της.
O She is like the river of blood
That broke from the lips of the bastard god,
When he saw the sacred mother smile
On the ibis that flew up the foam of Nile
Bearing the limbs unblessed, unborn,
That the lurking beast of Nile had torn!
Αγκαλιάζει το τετράδιο και πλησιάζει ξανά τα κάγκελα.
Κλείνει τα μάτια. Αφήνεται στο ρυθμό της προσευχής. Η φωνή γίνεται μια χορωδία
ψιθύρων. Η μελωδία των λέξεων μουσκεύει με σκοτάδι το μεδούλι της. Ένα κορίτσι
έγραψε ένα διήγημα για μια γυναίκα που τρελαίνεται. Μια γυναίκα που κρατάει ένα
τετράδιο στέκεται στην άκρη της ταράτσας. Κάποιος το βλέπει μέσα σε μια οθόνη.
Ένα σύμπαν μέσα σ'ένα άλλο. Έμβρυο μέσα στο έμβρυο, μια ατελείωτη σειρά από
κόσμους, πέρα από την περιορισμένη ανθρώπινη κατανόηση. Μια ρωγμή ταξιδεύει
μέχρι τον πυρήνα. Είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει κάτι τέτοιο; Κανείς δεν
ξέρει. Τα θεμέλια κάθε διάστασης, κάθε διακλάδωσης του χρόνου, κάθε πιθανότητα
σείεται.
Ah! my proper lips are stilled.
Only, all the world is filled
With the Echo, that drips over
Like the honey from the clover.
Passion, penitence, and pain
Seek their mother's womb again,
And are born the triple treasure, Peace and purity and pleasure.
XV
Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Ο χώρος μοιάζει με συνοικιακό
καφέ. Που προσπαθεί να φαίνεται μοντέρνο, γαμάτο και instagrammable, ενώ είναι
ένα καφενείο για κακόγουστους, βαριεστημένους μεσήλικες. Το μέρος είναι γεμάτο,
είμαι στη μέση κάποιας ομαδικής παρουσίασης βιβλίων. Ο συμπαθής εκδότης, ένας
ημιχαζομαρούμενος εξηντάρης, αφου μας είπε (όχι και πολύ συνοπτικά) την ιστορία
της ζωής του, πασπαλισμένη με αποφθέγματα του Νίτσε και του Επίκουρου (που δεν
ήταν ούτε του πρώτου, ούτε του έτερου), στη συνέχεια μας παρουσίασε την υπέροχη γυναίκα του (που δεν ήταν υπέροχη), η οποία
διάβαζε αποσπάσματα από κάθε βιβλίο (εκτελούσε εξ επαφής είναι η σωστή
διατύπωση), προκαλώντας τάσεις προς έμετο και αυτοκτονία στο φιλοθεάμον κενό.
Η πλειονότητα των συγγραφέων, είναι ταλαίπωρες συνταξιούχες,
που βασανίζουν τον χρόνο τους, γράφωντας βιβλία, που δε θα διαβάσεις κανείς
ούτε επί πληρωμή και υπό την απειλή όπλου. Χλιαρά χειροκροτήματα. Μια
παχουλοκοντή σηκώνεται να μιλήσει. Μας περιγράφει το βιβλίο της, την στιγμή που
το παρέλαβε από το τυπογραφείο, έσπασαν τα νερά και γέννησε το πρώτο της παιδί.
Το βιβλίο έγινε ταινία κινουμένων σχεδίων, που την αφιέρωσε στο δεύτερο γιό
της. Μας είπε πόσο χαρούμενη είναι και μας σύστησε το τρίτο της αγόρι.
Αναρωτιέμαι, αν έπρεπε να γράφει περισσότερα βιβλία και να κάνει λιγότερα
παιδιά, αλλά όπως και να το δεις, είναι lose-lose situation.
Ήμουν έτοιμος να φύγω, όταν ο εκδότης-συντονιστής της
εκδήλωσης-ασθενής Αλτσχάιμερ, με παρουσίασε και μου ζήτησε ν'ανέβω πάνω και να
πω δύο λόγια. Είπε λάθος τ'όνομα μου και ανέφερε πως είμαι σκηνοθέτης θεάτρου.
Για στιγμή, σκέφτηκα να τον εκθέσω, αλλά το αμήχανο χαμόγελο και το ημίφως που
έσβηνε στο νεκρό βλέμμα του, μου άλλαξαν γνώμη.
"Πείτε μας, ετοιμάζετε κάποια παράσταση;"
"Κοιτάξτε, αυτό τον καιρό, είμαι σε αναζήτηση του
επόμενου έργου. Μια επίπονη και αργή διαδικασία, ώστε να καταλήξω στη σωστή
επιλογή. Το κατάλληλο έργο, ανεβασμένο την κατάλληλη εποχή, είνα μια αόρατη γέφυρα που ενώνει τους ανθρώπους"
"Για ποιους ανεβάζετε παραστάσεις;"
"Για 45άρες που
θέλουν να βάλουν και λίγη ποιότητα στη ζωή τους"
"Πιστεύετε πως η τέχνη μπορεί ν'αλλάξει τον
κόσμο;"
"Η τέχνη δεν μπορεί ν'αλλάξει ούτε εσώρουχα"
"Θα γράψετε βιβλίο;"
"Όχι, αγαπάω πολύ τα δέντρα, για να κάνω τέτοιο
κακό".
"Πρέπει ν'αγαπάτε πολύ το θεάτρο"
"Σφόδρα. Εξ αποστάσεως".
Το κοινό δεν εκτίμησε ιδαίτερα τον αυτοϋπονομευτικό κυνισμό
μου, άλλωστε οι μισοί περίμεναν να εκτονώσουν τη ματαιδοξία τους.
Κατέβηκα κάτω, παρήγγειλα ουίσκι -που δεν ήρθε ποτέ- και
περίμενα την ιδανική στιγμή να το σκάσω, σαν διαιτητής που έδωσε δύο πέτσινα
πέναλτι στη φιλοξενούμενη ομάδα. Τα λεπτά σέρνονται, λες και είμαι σε ταινία
που κέρδισε στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Ένας ημίβλακας απαγγέλει ποιήματα και με
βουλιάζει στη μελαγχολία. Οι δομές ψυχικής υγείας της χώρας τι κάνουν;
Κανονικά, θα έπρεπε να περνάνε τρεις φορές τη μέρα, αεροπλάνα πάνω από την πόλη
και να μας βομβαρδίζουν με χάπια.
Μπαίνω στην τουαλέτα. Μόλις βγαίνω, βρίσκομαι κάπου αλλού. Σ’ένα
δημοτικό θέατρο. Απονομή βραβείων λογοτεχνικού διαγωνισμού. Τη διοργανώνει
γνωστός όμιλος πολιτιστικής κληρονομιάς.
Δε σας λέω σας ποιος, δεν υπάρχουν λεφτά να εκδόσω το βιβλίο που διαβάζετε, θα
έχω για να με τρέχουν στα δικαστήρια οι μαστρωποί
της τέχνης και οι Νταλάρες του κόσμου; Η
μόνιμη συνοδός μου είναι απαστράπτουσα. Ξεκινάμε με ποίηση. Μισό λεπτό, να κοιτάξω
το κινητό, τι χρονιά έχουμε; Καλά θυμάμαι, στο 2024 είμαστε, και όχι στο 1920.
Γιατί όλα τα βραβευμένα ποίηματα είναι σε ομοιοκαταληξία;
Παλεύω με το νευρικό γέλιο, το ματς λήγει ισόπαλο. Η συνέχει
γίνεται ακόμα καλύτερη. Μια συμπαθής ψευδή, προσπαθεί να μας πείσει (ή να μας πείθει; ) πως το παιδικό βιβλίο της
δεν είναι μια καραμπόλα κλισέ. Ξεκινάει η απονομή των βραβείων. Δε θέλω ν’αφήσω
υπονοούμενα για τη διαφάνεια του
διαγωνισμού, αλλά έχω δει στημένους αγώνες με καλύτερη πλοκή. Ένας Κύπριος φιλόλογος πήρε περισσότερα
βραβεία κι από το Νόλαν στα τελευταία Όσκαρ. Ένας κύριος με κινητικά προβλήματα, κέρδισε
τέσσερα ο ίδιος, δύο η γυναίκα του και ένα το καροτσάκι.
Στεναχωριέμαι για τη μόνιμη μου συνοδό μου, που είμαι
σίγουρος, πως οι λίστες της για ψώνια, έχουν μεγαλύτερη λογοτεχνική αξία και
σασπένς, από όλα τα έργα που βραβεύτηκαν μαζί. Ας μην της χαλάσω τη διάθεση.
Χειροκροτώ, την αγκαλιάζω όταν επιστρέφει δίπλα μου. Η τελετή βράβευσης μου
άφησε μια γλυκόπικρη γεύση. Όχι για την έλλειψη αξιοκρατίας και άλλα τέτοια
παρωχημένα. Γλυκιά, γιατί τα σοκολατάκια που μοιάραζαν στην έξοδο ήταν
εξαιρετικά. Πικρή γιατί πήρα μόνο δύο. Μπαίνω στην τουαλέτα και καταλήγω σε διαφορετικό μέρος.
Σε ένα φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους. Από αυτά που οι
ταινίες είναι τόσο κακές, που οι συντελεστές τους θα πρέπει να δικαστούν στη
Χάγη, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Ο Μάκης με πιάνει από το μπράτσο.
"Μαλάκα, δεν ξανάρχομαι μαζί σου σε φεστιβάλ"
"Ούτε κι εγώ θα ξαναρθώ μαζί μου σε φεστιβάλ, στο
υπόσχομαι"
"Πάμε;"
"Κάτσε λίγο, σε λίγο θα προβάλουν τη δικιά μας"
"Πάω στο μπαρ, θέλεις τίποτα;"
"Τσάμπα θα πας, δεν έχουν τσίπουρα"
"Και τι σκατά έχουν;"
"Ξέρω'γω; Όλα για vegan είναι"
"Καλά, πάω να δω. Και να πιάσω την κουβέντα στη
σερβιτόρα"
"Σεμναα. Μας έχουν διώξει από τρία φεστιβάλ και τρεις
εκθέσεις φωτογραφίας εξ αιτίας σου!"
"Από δύο φεστιβάλ. Στο τρίτο, εσύ έκανες φασαρία"
"Για να σπάει η μονοτονία. Και γιατί έχεις ήδη δύο
δικαστήρια"
"Υπερβολές. Έρχομαι".
Περιπλανήθηκα στα διάφορα πηγαδάκια. Σε κάποια, εντόπισα
γνωστούς. Κάποιος μιλάει, σαν να περνάει συνέντευξη για να γράψει σε free press
ή κινηματογραφικό site. Από αυτά που χρησιμοποιούν περισσότερες λέξεις από όσες
πρέπει, για να περιγράψουν πράγματα που δεν ξέρουν. Οι περισσότεροι συντάκτες
των άνωθι υπονόμων, δεν ξέρουν να γράφουν, παίρνουν συνεντεύξεις από ανθρώπους
που δεν ξέρουν να μιλήσουν, για αναγνώστες που δεν ξέρουν να διαβάζουν.
Στο τρίτο παρεάκι, οι γνώστες ασυναρτησίες συνεχίζονται.
"Είναι δίκαια το φαβορί για το Χρυσό Σκίουρο το
Freaktoria ή πως τα σαλιγκάρια βάζουν όπισθεν τη νύχτα. Μια ελεγειακή
συναλληλία ποιητικής απλότητας. Ένα φαντασιακό μελόδραμα, ακαταμάχητης
τρυφερότητας, πανανθρώπινα συγκινητικό".
Ο Μάκης - που έφαγε άκυρο από τη σερβιτόρα- έχει γουρλώσει
τόσο πολύ τα μάτια, που σχεδόν μπορώ ν'άκούσω τις φλέβες του, έχουν τεντώσει σαν χορδές κοντραμπάσου λίγο
πριν σπάσουν.
"Διαφωνώ, το Μονοκοτυλήδονα είναι καλύτερη ταινία. Ένα
υπερβατικό αίνιγμα αφοπλιστικής φυσικότητας, ένα queer καλειδοσκόπιο που
παντρεύει την ματαιωμένη σεξουαλικότητα, με τον υπαρξιακό ίλιγγο και την
πληγωμένη αθωότητα. Εξαιρετικές οι δύο πρωταγωνίστριες. Kαθηλωτική
συναισθηματική ωμότητα"
"Ποιο; Αυτό με τις χοντρές τραβεστί;".
Ο Μάκης απασφάλισε.
"Τι body shaming
είναι αυτό; Και δεν είναι τραβεστί, η Μαριθύμιος είναι non binary
asexual και το Ροζαλέκος twospirited polysexual"
"Που τους βρίσκετε αυτούς τους όρους; Κάθε εβδομάδα
βγαίνουν καινούργιοι;"
"Να πας πίσω στη σπηλιά σου!"
"Παλιά όλους αυτούς, τους λέγανε απλά χίπηδες"
"Ρε άντε γαμήσου ομοφοβικέ!"
"Τι είπες μωρή ψυχωτική σαλαμάνδρα;"
"Παιδιά, ψυχραιμία. Αν δεν αρέσουν σε κάποιους, μπορούν
να φύγουν"
"Και που να πάνε τα απόβλητα της πατριαρχίας;"
"Στη μάνα σου ρε γαμιόλη!".
Το τι ακολούθησε, έδειξε για νιοστή φορά την τακτική παιδεία
και την ομοιογένεια της ομάδας. Ο Μάκης σφαλιάρισε τόσο δυνατά τον αχτένιστο
μυρμηγκοφάγο, που πρέπει να έφτασε στο 2035. Η χορογραφία από μώλωπες και
κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, μας οδήγησε στην έξοδο. Σε θραύσματα δευτερολέπτου,
το κωλοφτιαγμένο Honda του Μάκη μας έφερε στο Αιγάλεω. Καταλήξαμε σε γνωστό
μπουρδελάδικο, ήπιαμε τη συνηθισμένη ποσότητα νοθευμένου φωτιστικού
οινοπνεύματος, διανθισμένη με σφηνακιά αμόλυβδης.
Ανοίγω την πόρτα του διαμερισμάτος (νομίζω του δικού μου),
και βρίσκομαι σ'ένα παραλιακό σπίτι. Άρχισα να βαριέμαι. Όλη αυτή την μάταιη
ματαιότητα που με ματαιώνει. Να μην μπορώ να γυρίσω ούτε μια μικρού μήκους. Να
γράφω βιβλία, που δεν τα διαβάζω ούτε εγώ. Να βλέπω κάτι άχρωμα, άοσμα,
αποστειρωμένα ανθυποτίποτα να κάνουν επιτυχία. Χαζοχαρούμενα καλά παιδιά, που έχουν σταματήσει τη
γλουτένη, τρώνε vegan sushi, κάνουν πιλάτες και ηλεκτρονικό τσιγάρο με άρωμα
λεχματζούν, το λεξιλόγιο τους περιορίζεται στα παράγωγα του τοξικού και στα vibes, είναι θετικοί, και παπαγαλίζουν
τσιτάτα αυτοβελτίωσης από το Tik-Tok. Εθισμένοι στο δηλητήριο των αλγόριθμων, κατοικίδια των διαφημίσεων, έχουμε
καταντήσει τόσο επώδυνα προβλέψιμοι, που σε μια υγιή κοινωνία, τέτοιου είδους
συμπεριφορά θα έπρεπε να τιμωρείται με βαρύ πρόστιμο, φυλάκιση, γιατί όχι και
στείρωση; Καταλήγουν άνθρωποι που είναι καλά στους ψυχολόγους, μόνο και μόνο
επειδή συγχρωτίζονται με αυτούς που πραγματικά χρειάζονται θεραπεία και
νομίζουν πως είναι ψυχικά και συναισθηματικά ισορροπημένοι.
Νευρωτικές καλιακούδες, ανθρωπόμορφα λεξικά συμπλεγμάτων και
ανασφαλειών που νομίζουν πως είναι σκηνοθέτες και ηθοποιοί, μυαλοσεισμόπληκτοι
χιπστεράδες, που νομίζουν πως είναι ένα βήμα πριν τον προθάλαμο της ελίτ των
ελίτ, θα σηκώνουν το τηλέφωνο και οι
πολυεθνικές θα βαράνε προσοχή. Σαλτιμπάγκοι που παριστάνουν τους αρθρογράφους
και τους συγγραφείς στα ρεπό τους. Μαθητευόμενοι κλόουν. Ο κόσμος έχει γίνει
μια Disneyland για λομπίστες και
χρηματιστές, μια παρτούζα σε sex club του Βερολίνου, και μαντέψτε ποιοι φοράνε το strap on και
ποιανών οι οπές είναι ο χώρος στάθμευσης.
Κοπριές, οι Βερσαλλίες του πλανήτη δε δίνουν μια για σας, θα πληρώνετε φόρο ανάσας και ούρησης για να είστε κομπάρσοι στις ζωές σας. Διεκδικείστε το δικαίωμα να αυτοπροσδιορίζεστε ως πιγκουίνοι, αλλά μη ζητάτε εργασιακά και οικονομικά δικαιώματα. Δε βγαίνει ο Μπέζος κυρία μου, τι να κάνει, να πάει να δουλέψει; Καλώς ήρθατε στον δέκατο ένατο αιώνα. Όπου ο Ντίκενς μοιάζει με Δαλιανίδη. Καλώς ήρθατε στο Μεσοπόλεμο Reloaded. Ο καπιταλισμός φόρεσε ξανά την ακροδεξιά αμφίεση, γιατί έχουν πέσει οι δουλειές και πρέπει να προστατέψει τα τεράστια κεφάλαια που έχει καταχωνιάσει στις υπεράκτιες.
Βαρέθηκα να ακούγομαι σαν κνίτης στην πρώην Οθωμανική μπανανία. Όπου διάφοροι
βλαχολουδοβίκοι κάνουν ό,τι θέλουν, τηλεβιβλιοπώλες που δεν κάνουν ούτε για
βοηθοί ντελάλη στη λαική γίνονται υπουργοί και κάποιοι ανθυποαριστεροί νομίζουν
πως μπορούν να διαχειριστούν τον καπιταλισμό με ανθρωπιά.
Συνεχίστε να θηλάζετε τις αυταπάτες σας, πως η αστική
δημοκρατία δεν έχει αδιέξοδα, η Ευρωπαική Ένωση είναι παράδεισος και η Δύση η
κοιτίδα του πολιτισμού, των αξιών, και άλλα τέτοια φαιδρά, που κάνουν τα
συμπαθή Άρλεκιν να μοιάζουν με εργασίες αστροφυσικής.
Ο δυτικός πολιτισμός καταρρέει αργά, γιατί έπαψε εδώ και
δεκαετίες να είναι πολιτισμός, βουλιάζει σε slow motion. Μην ενοχλείστε, συνεχίστε ν’ανεβάζετε stories και reels σαν
δεκαεξάχρονα. Τα δεκαεξάχρονα καλά κάνουν, οι άνω των τριάντα και σαράντα δεν
έχετε δικαιολογίες. Συνεχίστε να χρησιμοποιείτε τα social media σαν
σιγαστήρες, ώστε να μην ακούγονται οι μικρές καθημερινές σας αυτοκτονίες. Η
ψηφιακή ευτυχία ένας καρκίνος που τρώει αργά κάθε κύτταρο λογικής και
ευαισθησίας.
Διαβάσατε εκτενή αποσπάσματα από την αυτοβιογραφία μου «Ο
Δίας γαμιέται», εκδόσεις Βόρβορος. Σύντομα σε όλα τα περίπτερα και τα καλά
ζαχαροπλαστεία. Να προχώρησουμε την πλοκή. Που είχαμε μείνει; Α, ναι.
CUT TO BLACK
ΕΞΩΤ. ΓΗΠΕΔΟ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟΥ - ΜΕΡΑ
SUPER:
ΜΕΞΙΚΟ, 1986
Ωραίο το Μεξικό. Λίγο πικάντικό το φαγητό για τα γούστα μου,
κάποιες μέρες έχει υπερβολική ζέστη, αλλά πολύ γοητευτικό. Μια αόριστη άισθηση
οικειότητας μου ψιθυρίζει πως έχω ξανάρθει εδώ. Είναι υπερβατική εμπειρία να
βλέπεις live τον Μαραντόνα, ανυπομονώ για το παιχνίδι με την Αγγλία. Αν
είμαστε ζωντανοί μέχρι τότε. Μας κυνηγούν δύο τύποι, ο ένας φοράει μπλε
κοστούμι και ο άλλος γκρι. Προφανώς, είναι συνάδεφλοι του τύπου με το πράσινο,
που γλυτώσαμε στο παρά ένα.
Προχθές, σχεδόν μας στρίμωξαν. Στο σκοτάδι, μεταμορφώνονται
σε στρατό από τέρατα, τόσο τρομακτικά, που κάνουν τη βιβλιογραφία του Λάβκραφτ
να μοιάζει με σειρά στο Nickelodeon.
Δεν έχω ιδέα πως ξεφύγαμε. Είμαστε στο διάδρομο των αποδυτηρίων. Περιμένω το
Ντιέγκο. Οι κουστουμαρισμένοι μας την έχουν στήσει στην έξοδο. Τακτική
μανούβρα, τρέχουμε στο διάδρομο. Δεν μπορούν μας κάνουν τίποτα, αν υπάρχει
κάποιος άλλος γύρω μας. Κάποια γραφειοκρατική λεπτομέρεια στη νομοθεσία του
σύμπαντος, μας κρατάει ζωντανούς.
Ο διάδρομος άδειασε. Οι σκιές τους λιώνουν σε στόματα,
πλοκάμια και κεφάλια φιδιών. Ήμουν έτοιμος να τραγουδήσω το Κλάψτε ουρανοί κι αστέρια κι ορφανά πουλιά της
ερημιάς, όταν η πόρτα πίσω μας άνοιξε και πέσαμε πάνω σε μια γυναίκα. Κλείδωσα
την πόρτα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Πριν
προλάβω να της εξηγήσω τ’ανεξήγητα, λιποθύμησε. Μόλις συνήλθε, με κοίταξε
έντρομη. Ήταν η Φαμπιάν. Η γλυκιά φοιτήτρια είχε γίνει μια φινετσάτη σαραντάρα.
«Δεν το πιστεύω. Είσαι ίδιος!».
Με φίλησε και μετά με χαστούκισε.
«Γιατί το έκανες αυτό;»
«Μου βγήκε αυθόρμητα. Τι κάνεις εδώ;»
«Δεν έχουμε χρόνο, βγάλε μας από’δω και θα σου τα πω όλα».
Η Φαμπιάν μας φυγάδευσε με ένα βανάκι. Μισή ώρα μετά,
βρισκόμασταν στο διαμέρισμα που είχε νοικιάσει. Ο δαίμονας ξεράθηκε στον
καναπέ. Μισό μπουκάλι κρασί αργότερα, η Φαμπιάν μου περιέγραψε τη ζωή της. Το
τετράδιο που της άφησα της άλλαξε τη ζωή. Με τα χρήματα που κέρδισε, έκανε
επενδύσεις. Αγόρασε διαμερίσματα, έφτιαξε μια εταιρεία αθλητικού marketing. Παντρεύτηκε δύο
φορές και χώρισε.
«Δεν ξέρω πως να σ’ευχαριστήσω για το δώρο μου που μου
έκανες»
«Η βοήθεια σου είναι αρκετή».
Πέρασε το χέρι της στα μαλλιά μου και με φίλησε αργά και
τρυφερά.
«Είσαι ακόμα πιο όμορφη από το 1968».
Χαμογέλασε και άδειασε το ποτήρι της.
«Σε σκεφτόμουν συνέχεια. Αναρωτιόμουν πως θα ήταν η ζωή μου
αν είχες μείνει στο Παρίσι»
«Κι εγώ το σκέφτομαι. Αλλά δεν μπορώ να ζήσω χωρίς ίντερνετ.
Άσε που δεν αντέχω τα γαλλικά»
«Ίσως όλο αυτό να είναι μια δεύτερη ευκαιρεία για μας.
Μπορεί και όχι. Θα μου πεις τι συμβαίνει;».
Ακολούθησε μια ευσύνοπτη περίληψη της περιπέτειας μας,
αφήνωντας έξω τις πιο παρανοικές λεπτομέρειες (δηλαδή το 60% της πλοκής). Η
Φαμπιάν με κοίταζε με αυτή την ακατάμαχητη έκφραση μεταξύ αποριάς και πόθου. Μη
δαγκώνεις με ηδυπάθεια τα χείλη σου, δεν μπορώ ν’άντισταθώ σε αυτό. Την
αγκάλιασα και τη φίλησα στο λαιμό.
«Δε θέλω να σε μπλέξω σε όλο αυτό. Όμως, χρειαζόμαστε τη
βοήθεια σου. Εγώ δεν έχω να χάσω και
πολλά».
Γύρισα το βλέμμα μου προς το δαίμονα.
«Αυτός ρισκάρει τα πάντα»
«Είσαι τόσο ανιδιοτελής;»
«Όχι. Αλλά εκείνος είχε μια ευκαιρία να είναι ευτυχισμένος.
Δείλιασε. Μερικές φορές, φοβόμαστε πιο πολύ την ευτυχία απ’οτιδήποτε άλλο.
Είναι έγκλημα, αλλά όχι για τη θανατική ποινή. Όλοι αξίζουν
μια δεύτερη ευκαιρία. Εγώ δεν την έχω, οπότε με το να τον βοηθήσω να τα
καταφέρει, να είναι μια δίκαιη αποζημιώση»
«Μην είσαι τόσο απαισιόδοξος. Θα το συζητήσουμε αφού είστε
ασφαλείς. Πες μου τώρα τι ψάχνετε»
«Δεν ξέρω ακριβώς. Τα ένστικτα μου λένε πως πρέπει να
είμαστε στο γήπεδο για το παιχνίδι μεταξύ Αργεντινής και Αγγλίας μεθαύριο»
«Θα κανονίσω να πάρετε V.I.P προσκλήσεις.
Σε λίγο θα έρθει ο πατέρας μου».
Αποκοιμήθηκα στην αγκαλιά της. Με ξύπνησαν φωνές. Σηκώθηκα
από την καρέκλα, η Φαμπιάν με σύστησε στον πατέρα της. Ο οποίος λιποθύμησε
μόλις με είδε. Πολύ ευσυγκίνητη οικογένεια. Όταν επανήλθαν οι αισθήσεις του,
μάθαμε την αλήθεια. Ο κύριος Σεμπαστιάν, ήταν ένας από τους τρεις Γάλλους, που
σώσαμε από τους Γερμανούς, σ’ένα από τα glitch του ταξιδιού πίσω στο χρόνο. Η
Φαμπιάν τον ενημέρωσε για την κατάσταση. Πήρε μερικά τηλέφωνα και τα κανόνισε
όλα.
Καθίσαμε να φάμε. Δεν ξέρω πόσες φορές μας ευχαρίστησε ο Σεμπαστιάν.
Η συζήτηση ήταν ευχάριστη, αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού. Η Φαμπιάν μου έριχνε τόσο εύγλωττες ματιές
που σχεδόν τις ένιωθα στο δέρμα μου. Ο δαίμονας ξεράθηκε ξανά στον καναπέ, ενώ
ο Σεμπαστιάν αποσύρθηκε για να διαβάσει.
Η Φαμπιάν κι εγώ καταλήξαμε στο μπαλκόνι. Κάνω λίγο το δύσκολο. Χαμογελάει
παιχνιδιάρικα. Με πλησιάζει και βάζει κάτι στην τσέπη μου. Το εσώρουχο της. Δε
λέω, είναι καλός αντιπερισπαμός. Όμως δεν μπορώ να χαλαρώσω. Η νύχτα συλλαβίζει
απειλή με κάθε δευτερόλεπτο. Οι σιλουέτες μοιάζουν με φλόγες, ο άνεμος
μουσμουρίζει κατάρες. Κλείνω την μπαλκονόπορτα και πηγαίνω στο δωμάτιο της
Φαμπιάν.
Μερικές ώρες και αρκετές στάσεις μετά, κοιμάται δίπλα μου.
Είναι αδύνατο να κλείσω τα μάτια μου. Ήθελα να διαγράψω τον εαυτό μου, έστω να
του κάνω format. Η ζωή
μου μετριέται σε εκλείψεις, και η τελευταία μοιάζει ολική και αμετάκλητη. Που
θα καταλήξει αυτό το ταξίδι των σπασμένων πεπρωμένων; Είμαι ένας αθώος ένοχος,
θύμα και θύτης μιας ναρκισσιστικής νοσταλγίας; Τι κρύβεται πίσω από τα κβαντικά
ιερογλυφικά του σύμπαντος; Γιατί ροχαλίζει τόσο δυνατά η Φαμπιάν; Ποιος ταΐζει
τη γάτα στο σπίτι;
Ένα απροσδιόριστο αίσθημα ανεπάρκειας πλημμύρισε τα κύτταρα
μου. Προσπάθησα να κοιμηθώ. Συνεχόμενα όνειρα, το ένα πιο περίεργο κι έντονο
από το άλλο. Μια γυναίκα με ματωμένα χέρια πέφτει αργά από μια ταράτσα. Ένας
άντρας παγιδευμένος σ’ένα λαβύρινθο από αντανακλάσεις. Ο Μάκης πετάει γαρύφαλλα
στο Βέρτη. Το τρίτο είναι με διαφορά το πιο αλλόκοτο. Γιατί μου συμβαίνουν όλα
αυτά; Όπως λέει και μια ατάκα από την αγαπημένη μου ροματική κομεντί, είμαι
ανίκανος σε όλα, εκτός από το να είμαι ευτυχισμένος. Πότε έχασα το μοναδικό μου
ταλέντο; Κάπου στις πέντε το πρωί, τα νυστέρια των ερωτημάτων σταμάτησαν
ν’ανοιγούν τομές στο υποσύνειδητο μου.
Φτάσαμε στο γήπεδο. Το παιχνίδι ξεκίνησε. Ξέρω ακριβώς τι θα
γίνει. Δεν έχει σημασία, είναι σαν να βλέπεις μια αγαπημένη ταινία ξανά. Ημίχρονο.
Για μερικά δευτερόλεπτα, όλοι γύρω μου έχουν το ίδιο πρόσωπο. Το ίδιο
φρικιαστικό χαμόγελο. Μπαίνει το πρώτο γκολ. Τέσσερα λεπτά μετά, η ανατριχίλα
μουδιάζει κάθε χιλιοστό του κορμιού μου.
Δεν είναι απλά ένα
γκολ. Είναι μια χορογραφία της τελειότητας, μια στιγμή εναρμόνισης του
ανθρώπινου με το θεϊκό. Η έκσταση στις κερκίδες είναι απερίγραπτη. Με το που
σφυρίζει ο διαιτητής τη λήξη, τρέχω στ’αποδυτήρια. Οι κοστουμαρισμένοι είναι
κάπου κοντά, το αισθάνομαι. Κραυγές, πανηγυρισμοί. Δεν καταφέρνω να βρω το
Μαραντόνα. Χάθηκε η ευκαιρία; Καταλήγω σ’ένα δωμάτιο. Κάθομαι στο πατωμα.
Απέτυχα. Ήμουν έτοιμος να κλάψω, όταν κάποιος μπήκε μέσα.
«Ε φίλε, τι κάνεις εδώ;».
Δείχνω το πάσο μου και σηκώνομαι. Η φιγούρα με πλησιάζει.
Είναι ο Χόρχε Μπορουσάγκα. Ξαφνικά, όλα μοιάζουν να είναι στη σωστή τους θέση.
Μπορεί να κάνω λάθος. Το ένστικτο μου δε φέρνει αντιρρήσεις.
«Δεν μπορείς να είσαι εδώ, είναι μόνο για την ομάδα»
«Το ξέρω. Συγχαρητήρια για τη νίκη».
Του δίνω το χέρι.
«Θέλω μια χάρη»
«Δεν μπορώ να σου βρω φανέλα του Ντιέγκο, λυπάμαι»
«Δε θέλω του Ντιέγκο, θέλω τη δική σου»
«Γιατί θέλεις τη δική μου»
«Έκανα ένα τεράστιο ταξίδι για να είμαι εδώ. Μπορεί να σου
φαίνεται ανόητο, όμως η φανέλα σου είναι το μοναδικό πράγμα που θέλει κάποιος.
Κάποιος πολύ σημαντικός, που ίσως δεν είναι ζωντανός σε λίγο καιρό. Θα
καταλάβω, αν δε μου τη δώσεις. Απλά σκέψου , εσύ σε μερικές ώρες, θα την έχεις
ήδη ξεχάσει. Ίσως να την κρατήσεις, μπορεί να τη χαρίσεις σε κάποιον. Για σένα
είναι απλά μια φανέλα. Για κάποιον άλλο, είναι κάτι που μπορεί να του αλλάξει
τη ζωή».
Ο Μπουρουσάγκα με κοιτάζει έκπληκτος. Βγάζει τη φανέλα του
διστακτικά και μου τη δίνει.
«Σ’ευχαριστώ».
Σήκωσε τους ώμους του αδιάφορα και έφυγε. Πόσο να πιάνει στο
eBay άραγε;
Βγήκα από το γήπεδο χαρούμενος. Βρήκα το δαίμονα έξω από το γήπεδο. Περπατήσαμε
αρκετά βήματα, μέχρι να συνειδητοποιήσω πως υπήρχε υπερβολική ησυχία. Ο
μολυβένιος ουρανός γέμισε αστραπές.
Ριπές ασημένιου φωτός γδέρνουν το έδαφος. Οι κοστουμαρισμένοι εμφανίζονται. Ανοίγουν
τα πουκάμισα τους, τα σώματα γίνονται πύλες, από μέσα τους βγαίνουν ορδές
τεράτων.
«Τι κάνουμε τώρα;»
«Προς το παρόν, καθυστερήσεις».
Πλησίασα προς τις απερίγραπτες δαιμονικές μορφές.
«Τι θέλετε ρε κοπρολάγνοι
χαρτογιακάδες; Γιατί δε μας αφήνετε ήσυχους;»
«Θέλουμε τον αποστάτη! Και τις ψυχές σας!».
Οι γλοιώδεις απαιτήσεις τους με σόκαραν. Οκ, όχι και τόσο.
Απλώθηκαν γύρω μας σαν χολέρα. Ο
δαίμονας στάθηκε πίσω μου, με την πλάτη του κολλητά στη δική μου.
«Τι κάνουμε τώρα;»
«Θα τους περικυκλώσουμε».
Τα κύματα ερέβους σχεδόν μας είχαν καλύψει. Ξαφνικά, πάγωσε
ο χρόνος. Εμφανίστηκε ο μάγος.
«Σου αρέσει να κλέβεις τις εντυπώσεις, ε;»
«Ήρθα να σας ευχηθώ καλή τύχη. Είστε στο τέλος της
δοκιμασίας σας»
«Είσαι μαλάκας; Θα
μας κάνουν χαρτοπόλεμο και εσύ ήρθες να μας δώσεις την ευλογία σου;»
«Δε χρειάζεστε καμία βοήθεια»
«Τι εννοείς, πάνσοφε πανσυμπάντιε αρχιμαλάκα;»
«Στη διάσταση που βρίσκεστε, ένας νόμος υπερισχύει όλων των
άλλων»
«Ποιος;»
«Τον ξέρεις ήδη»
«Είναι ώρα για quiz;»
«Ο χρόνος θα μείνει παγωμένος για ακόμα δέκα δευτερόλεπτα.
Είναι αρκετός για να βρείτε την επόμενη κίνηση»
«Θα πάμε για τρίποντο, πριν λήξει το παιχνίδι;»
«9,8,7»
«Πες μας το μυστικό!»
«Τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα επιτρέπονται ».
Ο μάγος σκόρπισε στον άνεμο.
«Τι θα κάνουμε;».
Ο δαίμονας έτρεμε.
«Πες μου πως έχεις μαζί σου το μαγικό κλειδί»
«Ναι, τι το θέλεις;»
«Δώστο μου!».
Ο δαίμονας το βγάζει από την τσέπη και μου το δίνει.
«Τι θα κάνεις;»
«Θα αυτοσχεδιάσω»
«Κι αν δεν πιάσει;»
«Χάρηκα που σε γνώρισα».
Αν η φαντασία είναι ο υπέρτατος νόμος αυτού του σύμπαντος,
ίσως έχουμε πιθανότητες επιβίωσης. Σήκωσα το κλειδί ψηλά και φώναξα με όλη μου
τη δύναμη.
«BY THE
POWER OF GRAYSKULL!!».
Μια πλημμύρα αστραπών βγήκε από το κλειδί, η έκρηξη της
μεταμόρφωσης μας διέλυσε τα πλοκάμια του σκότους. Ναι, είχαμε τη δύναμη. Και
τώρα, ως μακρινά ξαδέρφια του John Wick
(βοήθεια μας) , έπρεπε να περάσουμε στην αντεπίθεση. Ανοίγω δρόμο μέσα από
σώματα, κάθε βήμα μπροστά είναι ποτισμένο με αίμα και σκοτάδι. Δεν σταμάτω,
ούτε για μια στιγμή. Όλο μου το σώμα είναι ένα όπλο. Κάθε πληγή είναι
κερδισμένο έδαφος, κάθε θάνατος μια ακόμη ανάσα.
Ανοίγω τις στρατιές των τεράτων στα δύο αν το Μωυσή, η παλίρροια του αίματος έχει
αλλάξει. Πλησιάζουμε. Ο πόνος πνίγει κάθε μόριο της ύπαρξης μας, αλλά δε
σταματάμε. Δεν ξέρω πόσος χρόνος μεσολάβησε, όμως φτάσαμε μπροστά τους. Μας όρμηξαν.
Παλεύαμε για αρκετά λεπτά, ήταν αδύνατον να τους νικήσουμε. Τα πιο δυνάτα μας
χτυπήματα ίσα που τους ενοχλούσαν.
Το γκρίζο τέρας είχε μεταμορφωθεί σ΄ένα σύμπλεγμα από
ατσάλινα φτερά, αλυσίδες, δεκάδες μεταλλικά ράμφη και νύχια. Ένα χερουβείμ από
κάποια ανείπωτη κόλαση. Ήμουν σχεδόν νεκρός. Με έπνιγε, βούλιαζα στο χώμα. Η
σκουριασμένη φωνή του, μια χορωδία εφιαλτικών ψιθύρων έσταζε βιτριόλι μέσα στις
σκέψεις μου. Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, η μάχη με υπερφυσικά πλάσματα δε μου
φαινόταν παράλογη. Ούτε το να πεθάνω μαχόμενος. Η μάχη με την παράλογη
καθημερινότητα ήταν πολύ χειρότερη. Ο εχθρός ήταν παντού και πουθενά. Στον
καθρέφτη και πίσω από τα μάτια όλων.
Με κούρασε το
μαρτύριο της ελπίδας. Διέσχισα χιλιάδες σελίδες θλίψης, μέχρι το αίμα να
κάνει αληθινό ένα όνειρο. Αυτό το εύθραστο χαός που λέγεται ζωή, αυτό το
ατύχημα, δεν αξίζει. Δεν επέλεξα να είμαι εδώ, ούτε το πότε θα φύγω. Όμως,
μπορώ να διαλέξω τον τρόπο. Κλείνω τα μάτια. Βαθιά ανάσα, ίσως η τελευταία. Χρειάζομαι
μια σεκάνς έμπνευσης, ένα μοντάζ επιπέδου Rocky 4. Ο Mάκης
να με εμψυχώνει. Ο Ανσελότι σηκώνει το φρύδι. Οι καλύτερες στιγμές που έχω
ζήσει. Οι χειρότερες. Αντανακλάσεις που λιώνουν η μια μέσα στην άλλη. Όλες οι
ζωές που δεν έζησα διασταυρώνονται σαν πυρά. Αν αυτό είναι το τέλος, ας είναι
το πιο εντυπωσιακό.
Σφίγγω το μαγικό κλειδί, μεταμορφώνεται σε μια σχισμή φωτός.
Κόβω τα φτερά του τέρατος, οι κραυγές του βγάζουν φωτιά στα πάντα γύρω του.
Χτυπάω, ξανά, ξανά, ΞΑΝΑ. Αργοσβήνω. Άλλο ένα βήμα. Επιστρατεύω ό,τι μου έχει
μείνει και καρφώνω τη λάμψη στο κεφάλι του τέρατος. Η έκρηξη με πετάει πίσω.
Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, όταν άνοιξα τα μάτια μου. Ο δαίμονας ήταν μερικά
μέτρα μακριά. Προσπαθώ να τον ξυπνήσω. Στο τέταρτο χαστούκι ξυπνάει.
«Που είμαστε; Πεθάναμε;»
«Όχι ακόμα».
Τον βοηθάω να σηκωθεί. Χωλαίνουμε και οι δύο. Βρίσκω τη
φανέλα πεταμένη πίσω από ένα θάμνο.
Ακούμε ένα αργό χειροκρότημα. Γυρίζουμε και οι δύο. Ένας μαυροντυμένος
χειροκροτάει χαμογελόντας ειρωνικά.
«Χριστέ μου, πόσοι είστε;»
«Μπράβο. Όχι, το λέω ειλικρινά. Ποτέ δεν πίστευα πως δύο
θνητοί να φτάσουν τόσο μακριά. Όμως οτιδήποτε αρχίζει, κάποτε τελειώνει»
«Μοιάζεις με μοντέλο από φωτογραφία σε κομμωτήριο. Τι
θέλεις;»
«Σας τα είπαν οι προηγούμενοι. Οι οποίοι θα υποβιβαστούν σε
ανθυποκλητήρες μετά το σημερινό»
«Ποιοι στον μπούτσο είστε;».
Ο τύπος με το μαύρο κοστούμι χαμογέλασε.
«Και όταν άνοιξε την τέταρτη σφραγίδα, άκουσα τη φωνή τού
τέταρτου ζώου να λέει: Έλα και βλέπε.
Και είδα, και ξάφνου, ένα άλογο, ωχρό, και εκείνος που
καθόταν επάνω σ’ αυτό ονομαζόταν Θάνατος».
«Εντάξει, το πιάσαμε. Είσαι ο τελικός κακός»
«Για να είμαι ακριβής, δεν είμαι εγώ. Αλλά δε θα μάθετε ποτέ
ποιος είναι»
«Ωραία, ας τελειώνουμε».
Έκανα ένα βήμα μπροστά, ο δαίμονας έβαλε μπροστά μου το χέρι
του.
«Είναι δικός μου».
Ο ουρανός μάτωσε σκοτάδι και αστραπές. Ένας καυτός άνεμος
σάρωσε το χώρο. Ο δαίμονας ούρλιαξε, η κραυγή τους ράγισε τα πάντα γύρω μας.
Ορμάει στο μαυροντυμένο. Εκείνος ατάραχος, απλά τον σφαλιάρισε. Το χτύπημα ήταν
τόσο δυνατό, που θα έστελνε τον Hulk στην εντατική. Ο δαίμονας εκσφενδονίστηκε μέτρα μακρυά.
Σηκώθηκε και όρμησε ξανά. Και ξανά. Το μόνο που άλλαζε, ήταν το σημείο προσγείωσης, όλο και πιο μακριά.
Πήρα μια βαθιά ανάσα, έταξα κάθε είδους τάμα σε μείζοντα στελέχη του παγκόσμιου
πάνθεου και όρμησα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου