"Δεν είστε εδώ για να σκοτώνετε.Για να γίνετε μισθοφόροι.Ο θάνατος είναι ο μοναδικός Θεός και εσείς είστε οι προφήτες του".
Ακόμα θυμάμαι τη φωνή του.Μας έλεγαν πως είναι ο Γέρος του Βουνού,ο ίδιος που ήταν στο Αλαμούτ αιώνες πριν.Γελάσαμε,όμως όταν τον είδαμε,για κάποιο ανεξήγητο λόγο,έμοιαζε αλήθεια.Η φωνή του ήταν μια ηχώ από κάποια άλλη διάσταση.
Τα μάτια και το χαμόγελο του,σχισμές απόκοσμου φωτός,που τα κουρέλια του προσώπου του συγκρατούσαν με δυσκολία.
"Ο παράδεισος δεν είναι αυτό που νομίζετε.Δεν είναι απέραντα λιβάδια με λουλούδια,που θα τραγουδάτε μέχρι το τέλος της αιωνιότητας.Ο παράδεισος είναι μια αίθουσα τροπαίων.Κεφαλών.Όπου θα βρίσκονται τα κεφάλια των εχθρών σας και των φόβων σας.Όσο περισσότερα νεκρά μάτια,τόσο περισσότερο φως θα σας ανήκει".
Μερικές φορές,νόμιζα πως δεν μιλούσε,δεν άνοιγε το στόμα του.Επικοινωνούσε τηλεπαθητικά,με τον καθένα ξεχωριστά.Ίσως να βλέπαμε κάτι διαφορετικό,να ακούγαμε διαφορετική φωνή.Μπορεί να ήμασταν μόνοι μες το δωμάτιο,να μην υπήρχε ο Γέρος ή κανένας άλλος.Μια ψευδαίσθηση τυλιγμένη μέσα σε μια άλλη.Όμως αυτό που μας έδωσε -ακόμα δε ξέρω τι είναι- είναι πιο πραγματικό από οτιδήποτε άλλο.Αναβολικό που έκανε τη γη να γυρίζει ανάποδα.Δεν ήσουν ποτέ ο ίδιος μετά τη πρώτη μετάληψη.
"Αυτό είναι το αίμα του σκότους,το νάμα της κόλασης,το νέκταρ της ίδιας της αιωνιότητας.Αφεθείτε,είστε στρατιώτες του πεπρωμένου τώρα!".
Ίσως τίποτα από όλα αυτά να μη συνέβη.Όπως έλεγε και ο ίδιος,τίποτα δεν είναι αληθινό.Πρώτη αποστολή.Ονδούρα 1982.Ήμασταν τόσο ντοπαρισμένοι από το αίμα της κόλασης,που η πραγματικότητα ήταν κάτι ανάμεσα σε καρτούν και video game.Κολυμπούσαμε στον ουρανό.Όλα είχαν πάρει φωτιά.Τα σπίτια και όλα τα αντικείμενα ήταν παιχνίδια,φτιαγμένα από τουβλάκια,τα σπάγαμε και τα σκορπίζαμε.Οι άνθρωποι ήταν από σύννεφα,από μαλλί της γριάς.Τους κόβαμε στα δύο και επέπλεαν στον αέρα.
Γελούσαμε σαν παιδιά που τελείωσαν το σχολείο,παίζαμε μπουγέλο σε όλο το χωριό.Κοιμηθήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο,εξαντλημένοι από τα παιχνίδια.Όταν ξυπνήσαμε,ήμασταν ποτισμένοι μέχρι το μεδούλι,από αίμα,καμμένο δέρμα και εσωτερικά όργανα.Δεν υπήρχαν πτώματα,πουθενά στο χωριό.Μόνο μικροί σωροί,από κοκκινόμαυρο πουρέ,άνθρωποι και ζώα είχαν γίνει μαρμελάδα από σάρκα,οστά και δόντια.
Κάποιοι αυτοκτόνησαν επιτόπου,κάποιοι άλλοι άρχισαν να γελούν υστερικά.Κάποιοι έκλαιγαν.Εγώ απλά έφυγα.Νόμιζα πως περπατούσα χρόνια.Έφτασα σε μια λίμνη,έπεσα μέσα.Ευχήθηκα με όλη μου την ύπαρξη,να βουλιάξω.Λίγο πριν οι πνεύμονες μου ραγίσουν από την ασφυξία,ένιωσα την ανακούφιση να κυλάει στις φλέβες μου.Μπορεί να ήταν η συγχώρεση,η λύτρωση.Βυθιζόμουν στην ζεστή αγκαλιά της αγαλλίασης,μέχρι που κάτι με τράβηξε έξω.Το ένιωσα σαν τεράστιο μεταλλικό χέρι.
Μόλις βγήκα στην επιφάνεια,όλα ήταν διαφορετικά.Σαν να έβλεπα για πρώτη φορά τη πραγματική μορφή όλων των πραγμάτων,πίσω από τα ρούχα και το δέρμα,τη ψυχή της πραγματικότητας γυμνή.
Τα χρώματα ήταν πιο λαμπερά από ποτέ,το φως πιο όμορφο,ο άνεμος πιο γλυκός από οποιοδήποτε χάδι.Πέρασαν δεκαετίες.Αφγανιστάν,Σιέρα Λεόνε,Ρουάντα,Κονγκό,Βοσνία,Ιράκ,Συρία.
"Τα χέρια του Θεού είναι φωτιά,πλάθουν συνεχώς τον κόσμο,του αλλάζουν μορφή,τον καταστρέφουν και τον χτίζουν ταυτόχρονα.Αυτά τα χέρια θα γίνετε,θα πλάθετε το κόσμο,την ιστορία,το χρόνο".
Ο Γέρος μας δίδαξε την ιδανική προετοιμασία.Πριν τη μάχη,θα συναρμολογούσαμε το όπλο μας.Όσο θα το κάναμε,θα βρίσκαμε την προσωπική μας προσευχή.Αυτή που θα μας έδενε με το ρυθμό της για πάντα.Θα την επαναλαμβάναμε σαν mantra,σαν ξόρκι..Μέχρι το όπλο να είναι έτοιμο,θα είχαμε φορέσει τις συλλαβές και τους ψιθύρους σαν πανοπλία.
Ο διπλανός μου πρόβαρε αρκετά εδάφια από τη Βίβλο,μέχρι να βρει αυτό που του ταίριαζε.Δε μου κάνουν τα θρησκευτικά κείμενα.Έπιασα το όπλο,μου φάνηκε σαν παιδικό.
"Το όπλο θα είναι η αγαπημένη σας,η οικογένεια σας,οι σφαίρες τα παιδιά σας,που θα σας μεγαλώνουν και θα σας φροντίζουν. Όσο περισσότερα σπείρετε,τόσα θα θα σας φροντίζουν,θα δουλεύουν για σας.Οι πύλες του ουρανού είναι μέσα σας.Μόνο οι φλόγες και το αίμα μπορούν να τις ανοίξουν.Ο θάνατος είναι ο μοναδικός θεός και εσείς είστε οι προφήτες του".
Μου βγήκε αβίαστα το τραγούδι.Λες και γράφτηκε αποκλειστικά για να συναρμολογώ το όπλο μου.Τριανταπέντε χρόνια είναι η ιδιωτική μου προσευχή.Το ξέρω καλύτερα από οποιοδήποτε προσωπικό μου στοιχείο.Καλύτερα κι απ'το όνομα μου.
"Και να θυμάστε:Όλα επιτρέπονται.Τίποτα δεν είναι αληθινό".
Ακόμα θυμάμαι τη φωνή του.Μας έλεγαν πως είναι ο Γέρος του Βουνού,ο ίδιος που ήταν στο Αλαμούτ αιώνες πριν.Γελάσαμε,όμως όταν τον είδαμε,για κάποιο ανεξήγητο λόγο,έμοιαζε αλήθεια.Η φωνή του ήταν μια ηχώ από κάποια άλλη διάσταση.
Τα μάτια και το χαμόγελο του,σχισμές απόκοσμου φωτός,που τα κουρέλια του προσώπου του συγκρατούσαν με δυσκολία.
"Ο παράδεισος δεν είναι αυτό που νομίζετε.Δεν είναι απέραντα λιβάδια με λουλούδια,που θα τραγουδάτε μέχρι το τέλος της αιωνιότητας.Ο παράδεισος είναι μια αίθουσα τροπαίων.Κεφαλών.Όπου θα βρίσκονται τα κεφάλια των εχθρών σας και των φόβων σας.Όσο περισσότερα νεκρά μάτια,τόσο περισσότερο φως θα σας ανήκει".
Μερικές φορές,νόμιζα πως δεν μιλούσε,δεν άνοιγε το στόμα του.Επικοινωνούσε τηλεπαθητικά,με τον καθένα ξεχωριστά.Ίσως να βλέπαμε κάτι διαφορετικό,να ακούγαμε διαφορετική φωνή.Μπορεί να ήμασταν μόνοι μες το δωμάτιο,να μην υπήρχε ο Γέρος ή κανένας άλλος.Μια ψευδαίσθηση τυλιγμένη μέσα σε μια άλλη.Όμως αυτό που μας έδωσε -ακόμα δε ξέρω τι είναι- είναι πιο πραγματικό από οτιδήποτε άλλο.Αναβολικό που έκανε τη γη να γυρίζει ανάποδα.Δεν ήσουν ποτέ ο ίδιος μετά τη πρώτη μετάληψη.
"Αυτό είναι το αίμα του σκότους,το νάμα της κόλασης,το νέκταρ της ίδιας της αιωνιότητας.Αφεθείτε,είστε στρατιώτες του πεπρωμένου τώρα!".
Ίσως τίποτα από όλα αυτά να μη συνέβη.Όπως έλεγε και ο ίδιος,τίποτα δεν είναι αληθινό.Πρώτη αποστολή.Ονδούρα 1982.Ήμασταν τόσο ντοπαρισμένοι από το αίμα της κόλασης,που η πραγματικότητα ήταν κάτι ανάμεσα σε καρτούν και video game.Κολυμπούσαμε στον ουρανό.Όλα είχαν πάρει φωτιά.Τα σπίτια και όλα τα αντικείμενα ήταν παιχνίδια,φτιαγμένα από τουβλάκια,τα σπάγαμε και τα σκορπίζαμε.Οι άνθρωποι ήταν από σύννεφα,από μαλλί της γριάς.Τους κόβαμε στα δύο και επέπλεαν στον αέρα.
Γελούσαμε σαν παιδιά που τελείωσαν το σχολείο,παίζαμε μπουγέλο σε όλο το χωριό.Κοιμηθήκαμε ο ένας πάνω στον άλλο,εξαντλημένοι από τα παιχνίδια.Όταν ξυπνήσαμε,ήμασταν ποτισμένοι μέχρι το μεδούλι,από αίμα,καμμένο δέρμα και εσωτερικά όργανα.Δεν υπήρχαν πτώματα,πουθενά στο χωριό.Μόνο μικροί σωροί,από κοκκινόμαυρο πουρέ,άνθρωποι και ζώα είχαν γίνει μαρμελάδα από σάρκα,οστά και δόντια.
Κάποιοι αυτοκτόνησαν επιτόπου,κάποιοι άλλοι άρχισαν να γελούν υστερικά.Κάποιοι έκλαιγαν.Εγώ απλά έφυγα.Νόμιζα πως περπατούσα χρόνια.Έφτασα σε μια λίμνη,έπεσα μέσα.Ευχήθηκα με όλη μου την ύπαρξη,να βουλιάξω.Λίγο πριν οι πνεύμονες μου ραγίσουν από την ασφυξία,ένιωσα την ανακούφιση να κυλάει στις φλέβες μου.Μπορεί να ήταν η συγχώρεση,η λύτρωση.Βυθιζόμουν στην ζεστή αγκαλιά της αγαλλίασης,μέχρι που κάτι με τράβηξε έξω.Το ένιωσα σαν τεράστιο μεταλλικό χέρι.
Μόλις βγήκα στην επιφάνεια,όλα ήταν διαφορετικά.Σαν να έβλεπα για πρώτη φορά τη πραγματική μορφή όλων των πραγμάτων,πίσω από τα ρούχα και το δέρμα,τη ψυχή της πραγματικότητας γυμνή.
Τα χρώματα ήταν πιο λαμπερά από ποτέ,το φως πιο όμορφο,ο άνεμος πιο γλυκός από οποιοδήποτε χάδι.Πέρασαν δεκαετίες.Αφγανιστάν,Σιέρα Λεόνε,Ρουάντα,Κονγκό,Βοσνία,Ιράκ,Συρία.
"Τα χέρια του Θεού είναι φωτιά,πλάθουν συνεχώς τον κόσμο,του αλλάζουν μορφή,τον καταστρέφουν και τον χτίζουν ταυτόχρονα.Αυτά τα χέρια θα γίνετε,θα πλάθετε το κόσμο,την ιστορία,το χρόνο".
Ο Γέρος μας δίδαξε την ιδανική προετοιμασία.Πριν τη μάχη,θα συναρμολογούσαμε το όπλο μας.Όσο θα το κάναμε,θα βρίσκαμε την προσωπική μας προσευχή.Αυτή που θα μας έδενε με το ρυθμό της για πάντα.Θα την επαναλαμβάναμε σαν mantra,σαν ξόρκι..Μέχρι το όπλο να είναι έτοιμο,θα είχαμε φορέσει τις συλλαβές και τους ψιθύρους σαν πανοπλία.
Ο διπλανός μου πρόβαρε αρκετά εδάφια από τη Βίβλο,μέχρι να βρει αυτό που του ταίριαζε.Δε μου κάνουν τα θρησκευτικά κείμενα.Έπιασα το όπλο,μου φάνηκε σαν παιδικό.
"Το όπλο θα είναι η αγαπημένη σας,η οικογένεια σας,οι σφαίρες τα παιδιά σας,που θα σας μεγαλώνουν και θα σας φροντίζουν. Όσο περισσότερα σπείρετε,τόσα θα θα σας φροντίζουν,θα δουλεύουν για σας.Οι πύλες του ουρανού είναι μέσα σας.Μόνο οι φλόγες και το αίμα μπορούν να τις ανοίξουν.Ο θάνατος είναι ο μοναδικός θεός και εσείς είστε οι προφήτες του".
Μου βγήκε αβίαστα το τραγούδι.Λες και γράφτηκε αποκλειστικά για να συναρμολογώ το όπλο μου.Τριανταπέντε χρόνια είναι η ιδιωτική μου προσευχή.Το ξέρω καλύτερα από οποιοδήποτε προσωπικό μου στοιχείο.Καλύτερα κι απ'το όνομα μου.
"Και να θυμάστε:Όλα επιτρέπονται.Τίποτα δεν είναι αληθινό".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου