(Αυτοσχεδιασμός -λεκτικό μοντάζ,εμπνευσμένος από τα ποιήματα του Λεοντάρη,Ο Σωτήρης στον Άδη και Θαμπή Μέρα.Με πλάγια γράμματα,αποσπάσματα των δύο ποιημάτων)
Η άμμος τρυπώνει μέσα στα ρούχα.Σαν αόρατα νύχια πάνω στο δέρμα.Είμαι η έρημος που κουβαλάω.Όσο πλησιάζω,το σπίτι μικραίνει.Μετράω τους νεκρούς που άφησα.Με κάθε μέτρημα,βγαίνουν περισσότεροι.Γιατί δεν είναι μόνο αυτοί που πεθαίνουν.Είναι όσοι μένουν δηλητηριασμένοι από το κενό.Σύζυγοι,παιδιά,ερωμένες.
Αυτό το απαρηγόρητο κενό που υπάρχει ανάμεσα στις πράξεις κι εμάς τους ίδιους
Πόσες σφαίρες,πόσο αίμα,πόσο σκοτάδι,πόση σιωπή ακόμα;Το περίγραμμα του παραδείσου πόση κόλαση χρειάζεται για να κλείσει,για να ολοκληρωθεί;Που να βρίσκονται όλοι αυτοί οι νεκροί;Με περιμένουν κάπου;Ή τους κουβαλάω μαζί μου;Όλες οι σκιές τους μέσα στη δικιά μου;Και κάποια στιγμή το βάρος τους θα με σταματήσει;Τα χέρια τους θα σκαρφαλώσουν πάνω μου και θα αρχίσουν να με μαδάνε σαν ξεραμένο λουλούδι;
Σπάσαμε το χρησμό πως είμαστε θνητοί
Σε βλέπω,πίσω από το παράθυρο να διαβάζεις.Μου αρέσει όταν κάθεσαι έτσι.Το μόνο που θέλω είναι να κλείσω τα μάτια,να μυρίσω τα μαλλιά σου και να αφεθώ στη γεύση του λαιμού σου.
φώναξα φώναξα -πως να μ'ακούσεις;-
με τις κομμένες φλέβες της φωνής μου
με των χεριών το ψάξιμο σταματημένο στο γυμνό σκοτάδι...
Η άμμος τρυπώνει μέσα στα ρούχα.Σαν αόρατα νύχια πάνω στο δέρμα.Είμαι η έρημος που κουβαλάω.Όσο πλησιάζω,το σπίτι μικραίνει.Μετράω τους νεκρούς που άφησα.Με κάθε μέτρημα,βγαίνουν περισσότεροι.Γιατί δεν είναι μόνο αυτοί που πεθαίνουν.Είναι όσοι μένουν δηλητηριασμένοι από το κενό.Σύζυγοι,παιδιά,ερωμένες.
Αυτό το απαρηγόρητο κενό που υπάρχει ανάμεσα στις πράξεις κι εμάς τους ίδιους
Πόσες σφαίρες,πόσο αίμα,πόσο σκοτάδι,πόση σιωπή ακόμα;Το περίγραμμα του παραδείσου πόση κόλαση χρειάζεται για να κλείσει,για να ολοκληρωθεί;Που να βρίσκονται όλοι αυτοί οι νεκροί;Με περιμένουν κάπου;Ή τους κουβαλάω μαζί μου;Όλες οι σκιές τους μέσα στη δικιά μου;Και κάποια στιγμή το βάρος τους θα με σταματήσει;Τα χέρια τους θα σκαρφαλώσουν πάνω μου και θα αρχίσουν να με μαδάνε σαν ξεραμένο λουλούδι;
Σπάσαμε το χρησμό πως είμαστε θνητοί
Σε βλέπω,πίσω από το παράθυρο να διαβάζεις.Μου αρέσει όταν κάθεσαι έτσι.Το μόνο που θέλω είναι να κλείσω τα μάτια,να μυρίσω τα μαλλιά σου και να αφεθώ στη γεύση του λαιμού σου.
φώναξα φώναξα -πως να μ'ακούσεις;-
με τις κομμένες φλέβες της φωνής μου
με των χεριών το ψάξιμο σταματημένο στο γυμνό σκοτάδι...
Δεν υπάρχει χρόνος,ίσως να μας μένει η νύχτα.Πλησιάζουν,το νιώθω.Η σιωπή αφήνει μια γλυκιά ηχώ ασφάλειας στις αισθήσεις.Είναι ψεύτικη,σε λίγο θα ραγίσει.Γδύνομαι,με κάθε ρούχο που πετάω,νιώθω πως αφήνω πίσω μου τα άχρηστα χρόνια.Θα μπω γυμνός στο σπίτι.Μετράω τις σφαίρες.Σφίγγω το περίστροφο και με τα δύο χέρια.Μετά από σένα,είναι το μόνο που έχω αγκαλιάσει περισσότερο.Οι παλμοί μου δυναμώνουν,το στόμα μου έχει στεγνώσει,οι κόμποι στο λαιμό και το στομάχι παίρνουν φωτιά.
Στην άκρη της αφής ο κρύος τοίχος
ο φόβος στο σκοτείνιασμα της μέρας
κι ο φόβος σαν ξυπνώ απ'την ίδια μου την κραυγή
και φρίσσουν στα παράθυρα λευκά φτερά τα ξημερώματα
κι ακούω ν'απομακρύνονται τα βήματα σου μέσα μου
Λίγα βήματα πριν το φράχτη.Και όλοι οι νεκροί παρελαύνουν.Κάθε βλέμμα καίει την ανάσα μου,κάθε όνομα κυλάει μέσα στα κόκαλα μου.Τους θυμάμαι όλους,άνθρωποι που σκότωσα πιο αδιάφορα κι από έντομο.Νιώθω ένοχος γιατί δεν έχω τύψεις.Ο θάνατος είναι μέθη.Ενας θρόνος που δε χορταίνει ποτέ,το να υποδύεσαι το θεό είναι μια πείνα που δεν σβήνει,δε γιατρεύεται.Όλα αυτά θύματα είναι η περιούσια μου,κανείς δεν μπορεί να την κλέψει.Θα είναι για πάντα δικοί μου.
Δεν είμαι δραπέτης ούτε ελεύθερος
Δεν είναι οι πόρτες που λυτρώνουν απ'τους τοίχους
Αγγίζω την πόρτα,χαϊδεύω το ξύλο.Δε θέλω συγχώρεση.Θα αντάλλασα όλες τις ζωές που πήρα για μερικά χρόνια και αρκετή λήθη για να τα ζήσω όπως τους αξίζει.Όλος ο φόβος,ο πόνος,η βία,η σκληρότητα,η απληστία,ενέχυρο,για μερικές αιωνιότητες ευτυχίας.Μια χούφτα καλοκαίρια,μέχρι οι ουλές να γίνουν ρυτίδες.
Η αυγή γκρεμίστηκε στα μάτια μας
σωριάζοντας ορίζοντες και πολεμίστρες
θάβοντας τον χρησμό μέσα σε παραμιλητά απολιθωμένα
αυτό ζητούσα;
Κάναμε έρωτα σαν να καταστρέφαμε τον κόσμο,σαν θεοί που δεν τους χωράει το σύμπαν.Κοιμήθηκα στα χέρια σου σαν να ήταν η πρώτη μου νύχτα στη γη.Η υπόσχεση της επόμενης μέρας μαζί σου είναι τα σύνορα του ονείρου και της ευτυχίας.Ποτέ δεν ήθελα κάτι περισσότερο,από το να με περιμένεις.Και η αναμονή ένα ξόρκι που εξημέρωνε τη τρέλα,ομόρφαινε ακόμα και το θάνατο.Δε μένει τίποτα άλλο,δεν θέλω τίποτα άλλο.
και δεν υπάρχει τίποτε να ελπίζω μες στην αχανή αυτή μέρα
όπου γερνάει πιο γρήγορα από μας το μέλλον
Το χαμόγελο σου καθώς σε φιλάω,θα μείνει για πάντα χαραγμένο στο δέρμα της νύχτας.
Δεν θα μπορούν ποτέ να σου το κλέψουν.Όλη η ομορφιά που έχω ζήσει είναι εδώ.Δεν κουνήθηκες καθόλου.Μέτρησα τις σφαίρες,δύο ήταν αρκετές.Για να ξυπνήσουμε κάπου αλλού.
Μ' αν χώρισαν το αίμα σου απ'τις φλέβες μου
κι αν χώρισαν τα δάχτυλα μου απ'το γλυκό ξημέρωμα του σώματος σου
τίποτα τώρα δεν κοπάζει τα χέρια μου
σ'ανασέρνουν
ανάμεσα από τις φυλλωσιές του παραμιλητού
βαριά σα νύχτα ανάλαφρη σαν άστρο
μακριά από ομίχλες γυρισμού μαζί να προχωρήσουμε
χωρίς αναπαμό μέσα στο πιο σκληρό σκοτάδι
ψάχνοντας για τις άλλες πύλες του Άδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου