I haven't seen him for quite a long time, I hope he's alright, fatter and happier than ever. Stop posting bad selfies and pretentious "self portraits" and make him a star already. Stop kitten around, the world needs him. He is the Orson Welles of cats. He's purrfect, such a purrsonality, a lot of cattitude.
P.S. This song should be called Don't Stop Me Meow.
Μπαίνουμε με τον Μάκη στο ταξί. Το παίζει άνετος, αλλά
περιμένει να πάμε σπίτι για να μπορεί να με κράξει με την ησυχία του, σαν
σύζυγος μετά από γλέντι, όπου ήπιες λίγο παραπάνω. Όταν γνωρίζεις κάποιον τόσα
χρονια, ξέρεις από πριν τι θα σου πει και πως. Τα προκαταρκτικά ξεκινάνε με
κλεφτές ματιές. Αρχίζουν οι μπηχτές.
«Θα σε χωρίσει η Άννα με αυτές τις μαλακίες που κάνεις. Να
το ξέρεις, στην επόμενη υπερπαραγωγή που θα στήσεις, δε θα σε καλύψω»
«Δε θα στήσω τίποτα. Αλλά αν μια στο εκατομμύριο το
ξανακάνω, θα με καλύψεις γιατί είμαι ο καλύτερος σου φίλος»
«Κανόνισε μαλάκα, να γυρίσει η Άννα στον πρώην της. Δεν
είναι 24 για να βρίσκει την αδιαβάθμητη βλακεία σου χαριτωμένη»
«Σιγά που θα γυρίσει στο μαχλέπα. Είμαι πιο ωραίος, ακόμη
και με 10 κιλά συν»
«20»
«Και πάλι είμαι πιο ωραίος από εκείνον τον βλαχονίντζα»
«Ίσως, αλλά αυτός είναι
ομορφότερος τραπεζικά»
«Εύχομαι η επόμενη γυναίκα που θα ερωτευετείς να σε βλέπει
σαν φίλη»
«Συγκεντρώσου σπόγγε. Η ζωή σου είναι επιτέλους σε καλό σημείο
και ‘συ θέλεις να τα τινάξεις όλα στον αέρα. Γλυτώνεις συνέχεια στο παρά ένα,
δε θα συμβαίνει συνέχεια αυτό»
«Να δείξεις κατανόηση και να σταματήσεις την άγονη κριτική. Όλα
φαίνονται ευκολότερα από την κερκίδα»
«’Ασε τα ποδοσφαιρικά τσιτάτα και σοβαρέψου».
Ενώ η τρυφερή λογομαχία συνεχιζόταν, κάτι δεν πήγαινε καλά.
Η οδηγός του ταξί ήταν καχύποπτα οικεία. Μ’επιασε δυσφορία, σαν σύπτωμα hangover, που θέλεις να
ξεράσεις, δεν τα καταφέρνεις και απλά έυχεσαι να πεθάνεις ανώδυνα.
«Mr. Makis?
I don't feel so good…».
OΜάκης είναι ήδη λιπόθυμος. Λίγο πριν σβήσουν όλα, ένα
γνώριμο γέλιο από το μπροστινό κάθισμα. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι η γεύση
του κραγιόν.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ
Βρίσκομαι σε μια αίθουσα εξέτασης. Μοιάζει με videoclipτου MarilynMansonστα
90s. Δεμένος σε μια
καρέκλα. Η Ισπανίδα ειδικός χαμογελάει. Κλειδώνει την πόρτα. Βγάζει την περούκα
και με πλησιάζει.
«Σου πανε πολύ τα γυαλιά»
«Σου θυμίζουν κάποια;»
«Γιατί όλα αυτά;».
Ανάβει τσιγάρο και μου λέει τα πάντα. Το πως με απήγαγε, το
πως άφησε το Μάκη στο σπίτι του. Για τον Τακούμι και το σχέδιο του. Για το ποια
είναι. Έτσι εξηγούνται όλα, γι΄αυτό δεν μπορώ ν’αντισταθώ σε αυτή τη γυναίκα.
«Και τώρα;».
Χαμογελάει. Ανοίγει την ποδιά της. Από μέσα δε φοράει σχεδόν
τίποτα, μόνο δικτυωτές κάλτσες. Κάθεται πάνω μου, μου χαϊδεύει τα μαλλιά.
«Δυστυχώς δεν μπορώ να σε σκοτώσω. Μου είναι αδύνατον. Αλλά
δεν μπορώ να σε αφήσω έτσι»
«Ναι, καταλαβαίνω, έχεις daddyissues, φυσικά, πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς…»
«Yeahdaddy…
Όπως έλεγα, δεν μπορώ να σε σκοτώσω, όμως έχω σκεφτεί καλύτερο»
«Τι;».
Με φιλάει, ακουμπάει το στήθος της στο πρόσω πο μου. Μου
ψιθυρίζει στο αυτί. Η μυρωδιά της με ανατριχάζει.
«Αφού πρώτα σε γαμήσω όπως ποτέ και καμία, λίγο μετά το
ζενίθ της ύπαρξης σου, θα σου κάνω λοβοτομή. Είναι καλύτερο από το να πεθάνεις.
Θα σε βλέπω να μαραίνεσαι σιγά σιγά».
Προσπαθώ να λυθώ. Γελάει και σηκώνεται από πάνω μου.
«Γιατί; Ο Τακούμι είναι νεκρός. Δεν σε ελέγχει πια»
«Ποτέ δεν μπορούσε»
«Τότε; Έλα να φύγουμε μαζί, πάμε όπου θες, να κάνουμε ό,τι
θες»
«Για ποιο λόγο;»
«Γιατί όσο κι αν δε θέλεις να το παραδεχθείς, είσαι
ερωτευμένη μαζί μου. Αν η μισή είσαι φτιαγμένη από χαρακτήρες ταινιών και δικών
μου σεναρίων, η άλλη μισή είσαι από μηνύματα, γράμματα και φωτογραφίες κάποιας
που αγαπούσα».
Δαγκώνει τα χείλη της. Τα μάτια της στάζουν σπινθήρες. Μου
πετάει το τσιγάρο της.
«Έχεις δίκιο. Αυτό είναι. Όμως δεν πρόκειται να υπάρξει happyend”
«Πως το ξέρεις;»
«Γιατί οι μεγάλοι έρωτες έχουν παρελθόν, καμιά φορά παρόν,
αλλά ποτέ μέλλον».
Γαμημένε Ιάπωνα, την έφτιαξες καλά.
«Μαλακίες, λύσε με και πάμε να φύγουμε»
«Τι νομίζεις πως θα συμβεί; Θα το σκάσουμε όπως στο τέλος
του BladeRunner;
Δεν πρόκειται να γίνει καλύτερο, στο είπα στο Μεξικό. Δεν μπορώ να ζήσω
ξέροντας πως είμαι κλώνος κάποιας άλλης. Δε θα είσαι ποτέ δικός μου
ολοκληρωτικά. Προτιμώ να ζήσω με το απωθημένο, παρά στη σκιά».
Κάθεται πάνω μου, με φιμώνει. Με ξεκουμπώνει. Μου το κάνει
τόσο σκληρά που ο πόνος είναι πιο
απολαυστικός από την ηδονή. Λίγο πριν τελειώσει, δακρύζει. Με αγκαλιάζει, με
φιλαει τρυφερά. Μου λύνει το στόμα και με φιλάει. Σκουπίζει με τα χείλη της τα
δάκρυα μου.
«Αντίο».
Σηκώνεται, ατοιμάζει τα σύνεργα της λοβοτομής. Προσπαθώ να
λυθώ, η καρέκλα πέφτει κάτω. Τη σηκώνει και βάζει τα δάχτυλα της στα χείλη μου.
Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, δε θέλω να μείνω για πάντα κουνουπίδι, έχω όνειρα,
σχέδια, μια γάτα στην εφηβεία. Μου πιάνει το πρόσωπο, δακρύζει.
«Σσσς, σε λίγο τίποτα από όλα αυτά δε θα έχει σημασία».
Η μεταλλική άκρη πλησιάζει το πρόσωπο μου. Σφίγγω τα μάτια.
Ζητάω συγγνώμη από όποιον πλήγωσα, όλα μου τα λάθη ουρλιάζουν μέσα μου. Το
μέταλλο πιέζει το δέρμα μου. Το χέρι της σηκώνει το σφυρί. Το ξέρα πως θα
πεθάνω στα 40, αλλά όχι έτσι. Το σφυρί απέχει χιλιοστά από την άκρη της
βελόνας. Πέφτω κάτω, την στιγμή που
σπάει η πόρτα. Ο Μάκης μπουκάρει σαν τον Stathamστο Transporter. Πίσω του η Άννα και η Κλαρίσα. Η Μεξικάνα με αρπάζει και τρέχει προς την άλλη
έξοδο, τι γυμναστική κάνει και σηκώνει 100 κιλά άνθρωπο σα νεσεσέρ;
Καταλήγουμε στην ταράτσα, η Μεξικάνα παραπατάει στο τελευταίο
σκαλί. Η Άννα βουτάει σαν τερματοφύλακας στις καθυστερήσεις και την αρπάζει.
Πριν ο Μάκης τις χωρίσει, Η Άννα της ρίχνει ένα καλοζυγισμένο κροσέ, την πέταξε
κάτω. Η Μεξικάνα σηκώνεται, αγγίζει το αίμα στο πρόσωπο της και γελάει. Η
Κλαρίσα με λύνει. Τρέχω προς το μέρος
της Άννας. Η Μεξικάνα βγάζει ένα όπλο
από την τσέπη της ποδιάς. Με σημαδεύει.
«Δεν μπορείς να με σκοτώσεις, δε θέλεις».
Πιάνει το όπλο με τα δύο χέρια, τρέμει. Γελάει ενώ τα δάκρυα
της τρέχουν ασταμάτητα.
«Όχι, δεν μπορώ. Αλλά δεν πρόκειται να σε αφήσω να ζήσεις
ευτυχισμένος. Αφού δε γίνεται μαζί μου, δε θα γίνει με καμιά!».
Γυρίζει το όπλο προς την Άννα, μπαίνω μπροστά της.
«Είσαι τόσο προβλέψιμος. Λες να μην το σκέφτηκα;»
«Και τι θα κάνεις;».
Πυροβολεί προς το μέρος μας, πέφτουμε κάτω. Λίγο πριν
προλάβω να την πλησιάσω, βγάζει μια πολύχρωμη σφαίρα από την τσέπη της και την
πετάει πάνω μου. Η λάμψη μας τυφλώνει.
Που στο διάολο βρέθηκα πάλι; Πέφτω στο σύμπαν. Δε θα
χρειαστεί να πάρω ποτέ ναρκωτικά σε αυτή τη ζωή, ούτε στην επόμενη. Μια
σιλουέτα με πλησιάζει. Είναι ο έφηβος εαυτός μου. Πόσο γαμάτος ήμουν με μακριά μαλλιά, αλήθεια αυτή την
μπλούζα DreamTheaterτην έχω ακόμα; Πριν προλάβω να πω κάτι, η γροθιά που μου
ρίχνει με εκτοξεύει στα φεγγάρια του Δία, περνάω από μέσα τους σαν να είναι
χαρτόνι. Με αρπάζει και η κουτουλιά με
πετάει σαν μπάλα μπόουλινγκ στα δαχτυλίδια του Κρόνου. Δεν έχω πάρει ανάσα καθώς
περνάμε μέσα από πλάνήτες σαν να είναι
βιτρίνες.
«Άκουσε με, το ξέρω πως δε θα γίνω ποτέ κιθαρίστας. Όμως η
ζωή μας εξελίχθηκε καλύτερα από όσο φανταζόμουν. Και τώρα που πάει να γίνει
καλύτερη, λιποτακτείς. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα για να το σταματήσεις,
πρέπει να το αφήσεις πίσω σου»
«Δεν ξέρω πως!".
Με χτυπάει ξανά και ξανά, ταξιδεύουμε με ταχύτητα φωτός,
κάνουμε κάθε πλανήτη στάχτη καθώς περνάμε από μέσα του.
«Εδώ και δύο χρόνια, ζεις την ίδια μέρα, ξανά και ξανά. Δεν
μπορούσες να την σταματήσεις, έκανες περισσότερα από όσα άντεχες. Όσο κι αν
σκοτώσεις τον εαυτό σου, δε θα τη φέρεις πίσω στη ζωή. Είχε αποφασίσει καιρό
ν’αυτοκτονήσει!»
«Έπρεπε να προσπαθήσω πιο πολύ, έπρεπε να την σταματήσω!»
«Δεν μπορούσες! Φορτώθηκες όλες τις ενοχές και τις ήττες του
κόσμου, έγινες σχεδόν εκείνη για ν’αντέξεις τον πόνο. Φυλακίστηκες τόσο βαθιά
μέσα σου, που μόνο ο θάνατος μπορεί να σε ξεκλειδώσει. Δεν είσαι εκείνη!»
«Την αγαπούσα, την..»
«Και πάντα θα την αγαπάς. Όμως τώρα πρέπει να προχωρήσεις»
«Πως;ΠΩΣ;».
Μπαίνουμε μέσα στον ήλιο, νιώθω πως η καρδιά μου θα εκραγεί,
πνίγομαι.
«Εδώ και δύο χρόνια, κανείς τα πάντα για ν’αποφύγεις τον
πόνο. Αγκάλιασε τον και μάθε να προχωράς μαζί του. Στην αρχή θα αισθάνεσαι σαν
περπατάς κάτω από το νερό, τα βήματα θα είναι βαριά. Μέρα με τη μέρα, το βάρος
θα χάνεται. Αγκάλιασε τον πόνο, μέχρι το μεδούλι και προχώρα».
Τα δάκρυα μου παίρνουν φωτιά πριν βγουν από τα μάτια μου.
«ΠΩΣ;»
«Λίγο ακόμα έμεινε. Θα γίνει χειρότερο πριν γίνει καλύτερο.
Την μέρα που αυτοκτόνησε, ήταν δύο μηνών έγκυος».
Ο έφηβος εαυτό μου με αφήνει, πέφτω στην καρδιά του ήλιου. Η
έκρηξη σβήνει το σύμπαν (MarvelCinematicUniverseκαι οι όρχεις μου σείονται). Πέφτα μέσα σε μια αιωνιότητα
από στάχτες και νεκρά αστέρια. Η τελευταία φορά που σε είδα. Θυμάμαι κάθε λέξη.
Εύχομαι να με είχες βρίσει, με το πιο χυδαίο τρόπο. Αντιθέτως, μου είπες κάποια
από τα πιο τρυφερά λόγια που μου είχες πει ποτέ. Τώρα καταλαβαίνω.
«Ονειρεύομαι πως ταξιδεύουμε παντού. Πως έχουμε ένα σπίτι
στην Καλιφόρνια, με πολλά δωμάτια, κοντά στη θάλασσα. Και κάποια μέρα, ίσως ένα
από αυτά να είναι παιδικό. Να έχουμε ένα γιο»
«Κόρη θέλω»
«Να την κακομαθαίνεις σαν εμένα»
«Αν πάρει την ομορφιά σου και το μυαλό μου θα βγει ένα πολύ
όμορφο κοριτσάκι»
«Κι αν πάρει την ομορφιά σου και το μυαλό μου;»
«Θα είναι άσχημη, όμως θα έχει πολύ ταλέντο».
Ήταν η τελευταία φορά που σε είδα να γελάς. Περπάτησα από το
Βύρωνα μέχρι το Αιγάλεω με τα πόδια. Τα
δάκρυα μου γίνονται γαλαξίες, σχηματίζουν κάποιες από τις στιγμές που έζησα
μαζί σου. Κάποια πράγματα μαθαίνονται μόνο μέσω του πόνου. Κάποια δάκρυα δεν
μεταφράζονται σε λέξεις. Η θλίψη σκοτώνει τον χρόνο. Ίσως οι αδυναμίες μας να είναι πιο ισχυρές από
τα όνειρα μας. Σφίγγω τα βλέφαρα και αφήνομαι στην πτώση.
Γράμμα στην κόρη μου, που δεν γεννήθηκε ποτέ.
Δεν πρόλαβες καν να υπάρξεις, όμως για μια στιγμή, σ’ένιωσα
πως ήσουν εδώ. Πως μαθαίνεις να περπατάς δίπλα μου. Ζωγραφίζεις, σε βγάζω
δεκάδες φωτογραφίες. Σε ονειρεύτηκα, κι ας μην ήσουν ποτέ αληθινή. Πως σε
αγκαλιάζω στη θάλασσα. Πως σας κρατάω και τις δύο ενώ κοιμόμαστε μαζί στο
σαλόνι. Πλάνα από μια ταινία που δε θα γυριστεί ποτέ. Είμαι ευθυνόφοβος, εγωιστής.
Μοναχοπαίδι βλέπεις. Ψάχνω μια σχέση όπου θα είμαι εγώ ο προβληματικός, κάποια
να μου αμβλύνει τα mommyissuesπου έχω. Ποτέ δεν ένοιωσα την ανάγκη να κάνω παιδιά. Η
μητέρα σου κατάφερε να μου το εμπνέυσει και αυτό.
Θα ήσουν πολύ όμορφη και με πολλά ταλέντα. Θα ζωγράφιζες, θα
έγραφες, θα χόρευες. Θα γινόσουν διάσημη, ίσως να έκανες τη ζωή μας ταινία. Θα
σου γκρινιάζαμε, για τη φωτογραφία, το μοντάζ, το κάστινγκ. Αλλά θα ήμασταν
πολύ περήφανοι για σένα. Δεν ξέρω αν θα μας άντεχες, Δεν ξέρω πως θα
μεγάλωνες χωρίς ψυχολογικά, με δύο
ανθρώπους που ήθελαν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, που δεν άντεχαν να είναι για
πολύ μαζί. Ίσως να μην αγάπησαν ποτέ ο ένας τον άλλο. Ο έρωτας να έκαιγε τόσο
δυνατά, που σκότωνε κάθε άλλο συναίσθημα
που πήγαινε ν’ανθίσει, δεν άφηνε οξυγόνο
για τίποτα. Δεν ξέρω αν σου άξιζε να μεγαλώσεις έτσι. Ίσως εσύ να τα διόρθωνες
όλα, τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.
Θέλω να κρυφτώ πίσω από την ειρωνεία και τον κυνισμό, αλλά
δεν μπορώ. Να σου πω την μαλακία του Σοπενχάουερ,
που τη λέω συχνά σε συζητήσεις, για να δείξω πόσο αδιάφορος είμαι και δεν παίρνω τίποτα στα σοβαρά . Να σου πω ότι
η καλύτερη εκδοχή αυτού του κόσμου, είναι εκείνη που δεν υπάρχεις. Όμως δεν
μπορώ. Για μια στιγμή, η πιθανότητα της ζωής μαζί σου, έλαμψε μπροστά μου.
Άναψε όλο το φως του σύμπαντος. Και τα
συντρίμμια αυτού του ονείρου με στοιχειώνουν. Η ψυχή μου είναι ένας κόμπος που
καίγεται. Δε θα λυθεί ποτέ. Δε σου λέω αντίο, γιατί δεν πρόλαβα καν να σε
γνωρίσω. Συγχώρεσε μας. Που υπήρξαμε
τόσο δειλοί. Το μόνα λόγια που μου
έρχονται στο μυαλό, είναι οι τελευταίοι στίχοι που έγραψα στη μητέρα σου, λίγο
πριν χαθεί.
Ντύσε με, με τη μέθη
του πυρετού που δεν γιατρεύτηκε ποτέ
Γράψε πάνω στη νύχτα,
με το χρυσό μελάνι της σκιάς σου
Νανούρισε με στα
κύματα του στήθος σου, να ξυπνήσω στην άλλη πλευρά της καταιγίδας.
Τα φτερά του χρόνου
μου έμαθαν να πετούν στο ρυθμό της φωνής σου
Τα τακούνια σου στις σκάλες,
ανθίζουν τα ρολόγια σαν πυροτεχνήματα
Οι λέξεις μου
λιποταχτούν απ’το χαρτί, για να καούνε στο κραγιόν σου.
Πως χώρεσε ο ουρανός
σ’ένα τόσο μικρό διαμέρισμα;
Πόσες ακτές αγκάλιασαν
απόψε το κρεβάτι;
Ξετυλίγω το νήμα της χροιάς
σου, μέχρι να χαθώ στην καρδιά αυτού
του αινίγματος, βαθιά μέσα στο αίμα απ’το σκοτάδι, να ξεδιψάσω τη σιωπή μου.
Πόσες φωτιές ακόμα,
μέχρι να γίνει βροχή τ’όνομα σου;
Επιτέλους η πτώση σταμάτησε. Ο βυθός με αγκαλιάζει. Οι
σφυγμοί μου σταματάνε. Είμαι ήρεμος, έχω αποδεχθεί το τέλος. Τα δευτερόλεπτα
περνάνε, όμως δεν πεθαίνω. Νιώθω κάτι να γουργουρίζει στα πόδιαμου. Η ελπίδα
παίρνει περίεργες μορφές. Μια γλώσσα σαν γυαλόχαρτο μου γλείφει το μάγουλο. Πως
θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το μέλλον έχει τη μορφή μιας γάτας με τρία πόδια.
Δε μιλάμε την ίδια γλώσσα, αλλά είναι η πιο μακροχρόνια σχέση μου και η μόνη
γυναίκα που μπορώ να συνεννοηθώ .
Πριν προλάβω να σηκωθώ, σκαλίζει κάτι με τα νύχια της. Σκίζει
το σκοτάδι σαν χαρτί, τα χρώματα πλημμυρίζουν το μαύρο. Ξηλώνω τον χωροχρόνο
και βρίσκομαι πίσω στην ταράτσα. Την στιγμή που η Μεξικάνα πετάει την πολύχρωμη
σφαίρα. Λίγο πριν με αγγίξει, εμφανίζεται μια Γιαπωνέζα με μπαστούνι του
μπέιζμπολ, στέλνει την σφαίρα εκτός νομού. Τρέχω και την αφοπλίζω. Στρέφω το
όπλο πάνω της. Χαμογελάει, αφήνει την ποδιά να πέσει κάτω.
«Κάντο, σκότωσε την αγάπη σου για δεύτερη φορά»
«Δεν είσαι εκείνη και δεν την σκότωσα εγώ!»
«Κάντο, τράβα την σκανδάλη. Και σκότωσε τη γυναίκα των
ονείρων σου. Ξανά»
Πλησιάζει αργά προς το μέρος μου. Πιάνω το όπλο με τα δύο
χέρια. Δεν μπορώ .
«Είναι πιο δύσκολο τώρα, πρέπει να με κοιτάζεις στα μάτια,
ενώ όταν έπεσε από τα κάγκελα, ήταν καλύτερα; Ε;».
Η Άννα μου παίρνει το όπλο και την πυροβολεί. Η δεύτερη
σφαίρα την βρίσκει στην καρδιά, η Μεξικάνα πέφτει κάτω. Μόλις το σώμα της
αγγίζει το πάτωμα, σκορπίζει σε pixels. Η Άννα πετάει το όπλο μακρυά και με
αγκαλιάζει. Λίγο πριν μπούμε στο
αυτοκίνητο, η Σακίκο μας αποχαιρετά.
«Ποια ήταν αυτή Μάκη;».
Η φωνή της Κλαρίσας εκπέμπει υψηλή
θερμοκρασία ζήλιας.
«Ναι, ποια ήταν αυτή Μάκη;"
Κάνω σεγόντο στην Κλαρίσα, όχι που θα την γλυτώσεις αρχίδι.
Ο Μάκης μας εξηγεί ποια είναι, αφήνοντας έξω διακριτικά τη νύχτα παθους που
μοιράστηκαν. Στη διαδρομή η Άννα είναι αμίλητη. Φτάνουμε στο σπίτι.
Νομίζω πως όσο νερό κι αν ρίξω πάνω μου, δε θα μπορέσω να
ξεπλυθώ από το ψυχιατρείο. Η Άννα με περιμένει στο σαλόνι. Μιλάμε μέχρι το
πρωί. Της λέω τα πάντα, αφήνοντας διακριτικά έξω, τις νύχτες πάθους που
μοιράστηκα με την Μεξικάνα. Βάζει τα κλαματα και με αγκαλιάζει. Κάνουμε έρωτα.
Ξύπνησα μετά από δύο μέρες.
Ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Το νησί είναι υπέροχο. Χαζεύω την Άννα ενώ ετοιμάζεται για
την παραλία. Αναρωτιέμαι αν τελείωσαν όλα. Ο Μάκης και η Κλαρίσα είναι στην
Ισπανία. Νιώθω καλύτερα. Η Άννα με φιλάει και κατηφορίζει προς τη θάλασσα. Θέλω
να καπνίσω απεγνωσμένα, όμως υποσχέθηκα στην Άννα πως θα το κόψω. Θα πάνε
καλύτερα τα πράγματα; Ποιος ξέρει; Θα είμαι ξανά ευτυχισμένος. Δε θυμάμαι
ποιος μου το είχε πει, την ευτυχία μπορείς μόνο να τη θυμάσαι, ποτέ δεν την
καταλαβαίνεις όταν τη ζεις. Ίσως να μην υπάρχει, να είναι μόνο το μοντάζ της
μνήμης. Δεν έχει σημασία. Μόνο το παρόν μετράει. Παίρνω τη τσάντα και φοράω τα γυαλιά ηλίου.
Ένα βήμα πριν βγω από το δωμάτιο, ο Μάκης με αρπάζει.
«Τι κάνεις εδώ; Δεν είσαι στην Ισπανία;»
«Ναι και όχι»
«Μάκη πήρες ληγμένα στην Ίμπιζα και δεν έχεις συνέλθει;»
«Άκουσε με προσεκτικά, δεν είμαι ο Μάκης αυτής της
διάστασης, έχω έρθει από το μέλλον»
«Μάκη, θέλω κι εγώ από αυτά που πήρες. Έχει άσχημες
παρενέργειες;».
Ο Μάκης με πιάνει από τους ώμους.
«Τα πράγματα είναι σοβαρά. Νομίζαμε πως με το θάνατο του
Τακούμι και της Μεξικάνας, όλα επανήλθαν στην τάξη. Κάναμε λάθος. Όλα αυτά τα
ταξίδια στο χρόνο, έμπλεξαν τη ροή του χωροχρόνου και η υφή του σύμπαντος
ξηλώνεται»
«Διάλεξες λάθος στιγμή να γίνεις ποιητικός. Τι συμβαίνει;"
«Σκουληκότρυπες μέσα σε σκουληκότρυπες, ταλάντευση, εντροπία
σε σημείο τήξης»
«Σε απλά ελληνικά δελτίου ειδήσεων;»
«Πρέπει να έρθεις μαζί μου. Ο Τακούμι είχε έναν συνεργάτη
για τον οποίο δεν ξέραμε τίποτα. Δε θα σταματήσει μέχρι να μας εκδικηθεί. Ακόμα
κι αν πρέπει να διαλύσει το σύμπαν και όλες τις παράλληλες διαστάσεις του!».
Το’ξερα πως οι διακοπές μου δε θα κράταγαν πολύ.
Η συνέχεια το 2023 (μπορεί και 2024) στο Γουαδαλαχάρα Αιγάλεω 1-1
Ο Μάκης με τραβάει έξω από το νερό σαν γατί από το σβέρκο.
Από την σπηλιά μέχρι το ξενοδοχείο πρέπει να μου έριξε δύο τρεις ψιλές, αλλά
ήμουν τόσο μαστουρωμένος που τον έβλεπα κάτι μεταξύ MargοtRobbieκαι Terminator. Οι αισθήσεις μου είχαν
ξηλώσει το κιβώτιο ταχυτήτων και κάθε ερέθισμα ήταν tripμέσα σε trip, είχα βιώσει όλα τα 60sμέσα
σε ένα απόγευμα.
Στο δωμάτιο, κάναμε ένα διάλειμμα από το κήρυγμα και το ξύλο
για να του περιγράψω τι είδα όσο ήμουν κάτω από το νερό. Απέφυγα δύο τάκος στο παρά ένα.
«Ήσουν 8 λεπτά κάτω από το νερό, πότε πρόλαβες και τα είδες
όλα αυτά;»
«Ο χρόνος είναι σχετικός, όταν βρίσκεσαι μεταξύ ονείρου και
πραγματικότητας, οι μονάδες μέτρησης είναι διαφορετικές, καλά βρε μαλάκα, τόσες
scifiταινίες
έχεις δει, αυτό σ'ενόχλησε;»
«Αφού με ξέρεις, πρέπει να υπάρχει μια δόση ρεαλισμού για να
είναι πειστική η ιστορία, αν και με σένα που έχω μπλέξει, κοντευούν να
καταργηθούν όλοι οι νόμοι της φυσικής. Μην αλλάζεις θέμα, μόλις γυρίσουμε πίσω,
θα πας σε ψυχολόγο, ψυχαναλυτή, παπά και στον ProfessorXαν
χρειαστεί. Έχεις σοβαρό πρόβλημα. Η εμμονή σου με τα filmnoirσε
έχει καταστρέψει, σε λίγο δε θα μπορείς να ξεχωρίσεις την πραγματικότητα από
τις φαντασιώσεις σου. Και άντε πες,
είσαι καλλιτέχνης – λέμε τώρα..- πες πάει και έρχεται. Πρέπει να ξεπεράσεις
αυτό που συνέβη. Σ’εχει διαλύσει και όσο περνάει ο καιρός, χειροτερεύεις»
«Μια χαρά είμαι και σταμάτα να κάνεις τον Γιούνγκ άνευ
χαρτοφυλακίου!».
Ο Μάκης με αρπάζει από τους ώμους και σχεδόν με σηκώνει στον
αέρα.
«Μαλάκα… Δεν είσαι καλά. Στην αρχή νόμιζα πως σε έχουν
κλονίσει όλα αυτά που έχουμε περάσει, αλλά δεν είναι αυτό. Για κάποιον άλλο,
όλη αυτή η παράνοια θα ήταν αρκετή να τον στείλει σε τρελάδικο, να τον οδηγήσει
στην αυτοκτονία ή σε μια επιτυχημένη καριέρα στη μυθοπλασία. Για σένα είναι
απλώς Τετάρτη. Όλα αυτά είναι απλώς αντιπερισπασμός, για να μην σκέφτεσαι το
τραύμα που δεν έχει επουλωθεί. Πρέπει να το αφήσεις!».
Ανάβω τσιγάρο. Ο Μάκης έχει σχεδόν δακρύσει. Πρώτη φορά τον
βλέπω έτσι.
«Μαλάκα… Έχεις μια τελείωτη λίστα με ελαττώματα, όμως δεν
αντέχω να βλέπω τον καλύτερο μου φίλο να τρελαίνεται».
Παραλίγο να βουρκώσω και’γω. Όχι, είμαι σκληρός τύπος, δεν
κλαίω, μόνο στο τέλος του HowToTrainYourDragon
(εντάξει, και στις τρεις ταινίες) και του BigHeroSix. Άντε και στο InsideOut.
Ψάχνω λέξεις στον καπνό, λίγο θάρρος στη νικοτίνη.
«Επιτέλους το παραδέχεσαι, πως εγώ είμαι ο καλύτερος σου
φίλος και όχι ο Σπύρος»
«Δεν είναι ώρα για κακό χιούμορ. Πότε θα καταλάβεις πως δεν
μπορούσες να κάνεις τίποτα; Πως δεν φταις εσύ. Έχεις φορτωθεί όλες τις ενοχές
του κόσμου και δεν έχεις κάνει βήμα μπροστά από εκείνη τη γαμημένη μέρα.
Ξεκόλλα, άστο πίσω επιτέλους, προχώρα, ξύπνα!»
«Μάκη, φτάνει με αυτές τις
μελοδραματικές υπερβολές, δεν παίζουμε στο Euphoria. Εκτιμώ το ενδιαφέρον σου και
ξέρω πως μ’αγαπάς, αλλά δε συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά. Απλά χρειάζομαι
χρόνο, ν’αφομοιώσω τόσες πολλές αλλάγές σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα».
Δεν είπαμε πολλά μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα. Κοιμήθηκα σε
όλη την πτήση. Τα μανιτάρια που πήρα
ήταν πολύ ισχυρά, ακόμη νιώθω ζαλισμένος, αν και ο Μάκης επιμένει πως έπαθα
τροφική δηλητηρίαση από την μπαγιάτικη ρίγανη. Μόλις μπήκα στο σπίτι, η Άννα με κράταγε για
περιπού μια ώρα και δε με άφηνε να φύγω. Με φίλαγε και έκλαιγεένω με έλουζε με ψίθυρους
τρυφερότητας. Οι επόμενες μέρες κύλησαν θεραπευτικά. Χρειαζόταν αυτό το ξέσπασμα
ηλιθιότητας, να ταρακουνηθώ και ν’απολαύσω τη ζωή που έχω.
Ήμασταν όλη μέρα έξω. Βόλτες, ψώνια, ξενύχτι στην θάλασσα. Ο
Μάκης και η Κλαρίσα θα έφευγαν για Ισπανία, ενώ και’μεις θα μετακομίζαμε.
Κανονίσαμε κάτι σαν πάρτι στο σπίτι μου, να γιορτάσουμε έναν μήνα ηρεμίας. Ψήνω
το Μάκη να μας παραχωρίσει το διαμέρισμα στο Κολωνάκι, όμως μου κρατάει ακόμα
μούτρα. Η Άννα είναι πανέμορφη με αυτό το κόκκινο φόρεμα. Έχει άγχος, γιατί θα
γνωρίσει τη μάνα μου. Ακούω κλειδιά στην πόρτα.
«Που είσαι, γιατί έχεις τόσο δυνατά τη μουσική;».
Η Άννα σχεδόν αντανακλαστικά χαμηλώνει την ένταση.
«Στο σαλόνι είμαστε».
Η μάνα μου με κοιτάζει περιέργα.
«Από’δω η Άννα».
Η μάνα μου γυρίζει και με κοιτάζει έντρομη. Έχει χλωμιάσει.
«Είσαι καλά; Μάκη φέρε την καρέκλα, λίγο νερό!»
«Αγόρι μου, σε ποιον μιλάς;»
«Μάνα, λίγο αργά απέκτησες βρετανικό χιούμορ»
«Παιδί μου, ο Μάκης έχει πεθάνει εδώ και 5 χρόνια σε
τροχαίο, δε το θυμάσαι;»
«Μάνα τι λες, και αυτός ποιος είναι;»
«Δεν υπάρχει κανένας στο δωμάτιο».
Κοτάζω γύρω μου. Η Άννα, ο Μάκης, η Κλαρίσα έχουν
εξαφανιστεί. Μου κόβεται η ανάσα. Η μάνα μου μου πιάνει το πρόσωπο, δεν ακούω
τι μου λέει, νιώθω μόνο τα δάκρυα της πάνω μου. Κάπως έτσι κατέρρευσαν όλα. Σαν
να φώναξε κάποιος “cut”.
Βλέπεις τα σκηνικά, τις κάμερες, τα μικρόφωνα και τα φώτα. Όλα ήταν ψεύτικα. Οι
ηθοποιοί έχουν αποχωρήσει. Δε θυμάμαι και πολλά μετά από αυτό. Το δωμάτιο μου
στο ψυχιατρείο θα έκανε κελιά στην
Γουατεμάλα να μοιάζουν με κεντρικό θέμα στο Maison & Decoration. Τα
φάρμακα μου έχουν πολτοποιήσει το μυαλό, ο χρόνος και ο χρόνος έχουν λίωσει
μέσα και έξω. Τι ήταν αληθινό και τι όχι; Συνέβη τίποτα από όλα αυτά; Νομίζω
πως κοιμάμαι χιλιάδες χρόνια. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τίποτα πια. Μόνο η εικόνα
της μάνας μου να κλαίει στο επισκεπτήριο μοιάζει αληθινή. Ίσως να έχω πεθάνει
και να είμαι ένα φάντασμα παγιδευμένο σε μια λούπα.
Ο γιατρός με εξετάζει βαριεστημένα. Πηγαίνει στο γραφείο και
ανάβει τσιγάρο. Συζητάει με τους υπόλοιπους.
«Βαριά μορφή κατάθλιψης, συμπτώματα μετατραυματικού σοκ, διαταραχή
προσωπικότητας»
«Υπάρχουν ελπίδες ίασης;»
«Μέχρι στιγμής δεν έχει ανταποκριθεί στην φαρμακευτική
αγωγή. Είναι νωρίς, όμως δεν είμαι αισιόδοξος»
«Ευτυχώς που αυτές τις μέρες έχουμε εδώ την κυρία Καμπράλ,
που είναι ειδικός σε αυτού του είδους τις διαταραχές. Έχει έρθει να μιλήσει σε ένα
συνέδριο, την γνώρισες;»
«Όχι, αλλά διάβασα γι’αυτήν. Οι εργασίες της είναι εντυπωσιακές»
Η πόρτα ανοίγει.
«Και ό,τι λέγαμε για σας, να σας γνωρίσω τον συνάδελφο».
Δέκα λεπτά αργότερα, ο ψυχίαταρος εξηγεί στην Καμπράλ την
περίπτωση μου. Εκείνη χαμογελάει και βγάζει τα γυαλιά της.
«Νομίζω πως μπορώ να βοηθήσω».
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Καταχώρηση από τον Μάκη Αθανασίου.
Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Έτσι δεν ξεκινάει τα περισσότερα
κεφάλαια ο μυαλοπυρόπληκτος; Πραγματικά δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Το τελευταίο
που θυμάμαι, είναι πως περπατούσαμε στο αεροδρόμιο. Μετά κενό. Έχουν περάσει
μέρες, δεν μπορώ να τον βρω πουθενά. Η Άννα έχει τρελαθεί, η μάνα του το ίδιο.
Έψαξα παντού, κανείς δεν τον έχει δει. Αυτοκτόνησε; Πήγε στην Παραγουάη και
έγινε καλλιεργητής οσπρίων; Τον απήγαγαν εξωγήινοι; Δεν ξέρω τι να κάνω.
Ξημερώνει, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, νιώθω παγωμένο μέταλλο
να ακουμπάει το μέτωπο μου. Η κάτοχος του όπλου τρέμει. Ανάβω το φως. Από τότε
που είμαι με την Κλαρίσα, έχω περάσει τη μεγαλύτερη περίοδο μονογαμίας στην ζωή
μου. Η οποία αυτή τη στιγμή τρικλίζει. Είναι μιγάδα, Ασιάτισσα με διαστάσεις
Ευρωπαίας.
«Ποια είσαι; Τι θέλεις;»
«Ήρθα να σε σκοτώσω. Αλλά… Δεν μπορώ!».
Αφήνει το όπλο και βάζει τα κλάματα. Προσπαθώ να την
ηρεμήσω. Δεν έφταιγα εγώ. Τα τεράστια
σχιστά μάτια της, τα τρεμάμενα χείλη, το μεγάλο στήθος. Κάναμε έρωτα μέχρι το
βράδυ. Ευτυχώς η Κλαρίσα λείπει για δουλειές. Η οργή του θεού είναι αυγουστιάτικο
μελτέμι σε σχέση με τη ζήλια Μεξικάνας συζύγου. Ήμασταν αγκαλιά στο κρεβάτι,
όταν άρχισε να μου εξηγεί. Είναι η αδερφή του τρελού Ιάπωνα. Ετεροθαλής.
«Έτσι εξηγείται η έλλειψη ομοιότητας»
«Η μητέρα μου είναι από τη Φλόριντα. Ο Τακούμι δεν ήταν
πάντα έτσι. Παιδί θαύμα, τελειώσε το πανεπιστήμιο στα 12. Κβαντομηχανική,
τεχνολογία και άλλα που δεν ξέρω πως να τα προφέρω. Η επιστήμη ήταν όλος του ο
κόσμος. Κλεισμένος στον εαυτό του, δεν είχε φίλους ή σχέσεις. Αισθανόταν
παραταίρος με άλλους ανθρώπους, αμήχανος, μόνο στα εργαστήρια ένιωθε ασφαλής,
πως άνηκε κάπου. Μέχρι που γνώρισε την Κλαρίσα».
Άναψα τσιγάρο, theplotthickens.
“Πως διάολο γνωρίστηκαν αυτοί οι δύο;»
«Ήμουν στο Τόκιο για λίγες μέρες. Κατάφερα να ξεκολλήσω τον
Τακούμι από το εργαστήριο και να βγούμε. Ήμασταν σ’ένα karaokebar. Λίγο πριν φύγουμε η
Κλαρίσα πήρε το μικρόφωνο και τραγούδησε. Δεν είχα ξαναδεί έτσι τον αδερφό μου.
Ερωτεύτηκε. Κάτσαμε με την παρέα της Κλαρίσας»
«Πες μου πως έγινε κάτι μεταξύ τους να κάνω seppukuκαι
sudokuμαζί»
«Προφανώς και όχι. Η Κλαρίσα έδειξε ενδιαφέρον για τις
μελέτες του αδερφού μου. Συζήτησαν για κάποιου είδους συνεργασία. Ο Τακούμι νόμιζε
πως υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια. Όταν κατάλαβε την αλήθεια, κλείστηκε ακόμη
περισσότερο στον εαυτό του, έπαθε εμμονή. Χρησιμοποίησε όλες του τις γνώσεις
για να καταφέρει να κατακτήσει την Κλαρίσα. Έφτιαξε κάτι σαν χρονομηχανή.
Έκλεψε λεφτά από τα ιδρύματα που συνεργαζόταν, μέχρι και με τη Yakoyzaέμπλεξε.»
(Εντάξει, το ξέρω, η πλοκή αρχίζει και έχει περισσότερες
τρύπες κι από δικτυωτό καλτσόν ξημερώματα Κυριακής. Όταν τα κάνει η Marvel όμως, κάνετε τα κουνέλια, και σας πειράζει
εδώ; Έλλειψη σύνδεσης της πλοκής, πετάμε ταξίδι στο χρόνο και multiverseκαι
τα διορθώνoυν όλα.
Εντάξει, δεν έχουμε το ίδιο μπάτζετ, αλλά δώστε λίγο χρόνο στο όραμα να
ξεδιπλωθεί)
«Που κολλάει με μας η ιστορία;»
«Ο Τακούμι όσες φορές ταξίδεψε στο μέλλον, πάντα έβρισκε την
Κλαρίσα μαζί σου. Ό,τι κι αν έκανε, με κάποιο τρόπο καταλήγατε μαζί. Άρχισε να
πιστεύει στη μοίρα, στη μεταφυσική και σε πράγματα που μέχρι τότε απεχθανόταν.
Έφτασε στην τρέλα, δεν μπορούσε να σας χωρίσει και να αποκτήσει την Κλαρίσα. Έχασε
το μυαλό του, είχε ταξιδέψει τόσες φορές μπροστά και πίσω στον χρόνο, που δεν
μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα. Οι αναμνήσεις του άλλαζαν συνέχεια, το μυαλό του
ράγισε από το χάος. Κατέληξε πως ο μόνος τρόπος να τα καταφέρει, ήταν να
επικεντρωθεί στο φίλο σου»
«Γιατί;»
«Γιατί είναι ο μόνος άνθρωπος εκτός της οικογένειας σου και
της Κλαρίσας που νοιάζεσαι. Έμαθε τα πάντα γι’αυτόν, χάκαρε το κινητό και τον
υπολογιστή του, ανέλυσε κάθε αρχείο και στοιχείο που βρήκε»
«Αν βρήκε και στο ιστορικό τις τσόντες που βλέπει ο άλλος,
θα ήταν η χαριστική βολή στην όποια λογική είχε απομείνει στον αδερφό σου».
Η Σακίκο σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πήρε το τσιγάρο από τα
χείλη μου και με φίλησε. Σκούπισε τα δάκρυα της και ξάπλωσε δίπλα μου.
«Ο φίλος σου κινδυνεύει. Ο αδερφός μου, λίγο πριν χάσει κάθε
επαφή με την πραγματικότητα, έβαλε σε εφαρμογή το τελικό του σχέδιο. Αφού δεν
μποροούσε να έχει την Κλαρίσα, αποφάσισε να σας καταστρέψει. Ανέλυσε κάθετι που
έχει γράψει ο φίλος σου, από σενάρια και διηγήματα μέχρι μηνύματα και mail, και δημιούργησε έναν
κλώνο».
Theplotsickens.
Πετάχτηκα πάνω, τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους και δε
μου άρεσε καθόλου η εικόνα που σχηματίστηκε.
«Έφτιαξε την τέλεια γυναίκα για τον φίλο σου. Την δικλείδα
ασφαλείας πως αν πάθαινε κάτι, εκείνη θα έπαιρνε εκδίκηση για όσα πέρασε»
«Έτσι εξηγούνται όλα. Πως τα ξέρεις όλα αυτά; Και γιατί
ήθελες να με σκοτώσεις;»
«Μου τα εξομολογήθηκε όλα λίγο πριν αυτοκτονήσει»
«Μα πως, αφού πέθανε μπροστά μας»
«Μια από τις εκδοχές του. Νόμιζα πως αν σε σκότωνα, η ψυχή
του θα έβρισκε γαλήνη. Όμως… Δεν μπορώ να σε μισήσω, δεν φταις σε τίποτα. Ο
αδερφός μου ήταν μεγαλοφυΐα, δεν ήταν κακός άνθρωπος. Δυστυχώς, το ταλέντο του
είχε τεράτιο τίμημα, του στοίχισε μια φυσιολογική ζωή, φίλους, έρωτα, μια οικογένεια»
«Πρέπει να με βοηθήσεις να βρούμε τον ηλίθιο»
«Δεν ξέρω πως. Ίσως ο φίλος σου να είναι νεκρός.
Συγγνώμη..».
Η Σακίκο με αγκαλιάζει ενώ κλάιει με αναφιλητά.
«Συγγνώμη για ποιο πράγμα;»
«Που δεν έκανα κάτι να σταματήσω τον Τακούμι, που δεν ήμουν
καλή αδερφή γι’αυτόν, που δε σας βοήθησα, που δεν..».
Τη φιλάω και της σκουπίζω τα δάκρυα. Είναι απίστευτα όμορφη.
Η Κλαρίσα θα με γδάρει ζωντανό και θα με σέρνει στην έρημο μέχρι να πεθάνω. Ας
ελπίσουμε πως δεν έχει βάλει κάμερες στο διαμέρισμα. Σηκώνομαι και βάζω δύο
ποτά. Η Σακίκο μοιάζει πιο ήρεμη.
«Λοιπόν, θα με βοηθήσεις;»
«Ναι»
«Και δεν θα πεις τίποτα στην Κλαρίσα;».
Είναι η πρώτη φορά που την βλέπω να γελάει, είναι ακόμη πιο
όμορφη.
Σηκώνεται και με αγκαλιάζει.
«Αυτό μεταξύ μας… Δεν το είχα υπολογίσει»
«Ούτε και’γω»
«Μετάνιωσες;»
«Καθόλου. Απλά με κάνει και σκέφτομαι..».
Βάζει τα δάχτυλα της στο στόμα μου και με φιλάει τρυφερά.
«Μην το σκέφτεσαι. Εσύ και η Κλαρίσα είναι γραφτό να είστε
μαζί. Εσύ και’γω… ίσως σε κάποια άλλη ζωή, σε κάποια άλλη διάσταση, όμως όχι σε
αυτή».
Μου χαϊδευει το πρόσωπο και κάθεται στον καναπέ. Πίνει το
δεύτερο ποτό απνευστί. Το πρόσωπο της τσαλακωθήκε, διαβάζω την πίκρα στις
εκφράσεις της. Τώρα ξέρω πως νιώθει ο ανισόρροπος φίλος μου. Ήμουν σίγουρος πως
κάποια στιγμή η Ιαπωνία θα μας καταστρέψει. Δεν τα κατάφεραν τα πολλά animeκαι
manga, θα το κάνουν
ένας παράφρων και η καλλονή μιγάδα αδερφή του. Μου χαμογελάει καθώς ντύνεται. Πως το έλεγε εκείνο το τραγούδι,
είναι τόσο όμορφα σπασμένη.
Το Netflix θυμίζει νεόπλουτο. Αγοράζει οποιαδήποτε δημιουργία μυθπλασίας ξεχώρισε τα τελευταία 30+ χρόνια στην pop κουλτούρα, μόνο και μόνο για να είναι η βιτρίνα του μαγαζιού πάντα γεμάτη. Τις περισσότερες φορές, οι τηλεοπτικές μεταφορές είναι στην καλύτερη μέτριες. Το έχω ξαναγράψει εδώ, το Netflix είναι ένα τεράστιο βίντεο κλαμπ, μόνο που οι αντίστοιχες B movies που τότε κυκλοφορούσαν απευθείας σε βιντεοκασέτες, τώρα έχουν καλύτερες παραγωγές, γνωστούς ηθοποιούς, αλλά παραμένουν το ίσιο κακές.
Το μετοχικό συμβούλιο της εταιρείας streaming λειτουργεί σαν Προκρούστεια κλίνη. Οι ιστορίες έρχονται στα μέτρα των επιθυμιών τους. Το Sandman είναι ένα πολύ ιδιαίτερο comic, ήθελε μια αντάξια τηλεοπτική μεταφορά, από έναν σκηνοθέτη και μια ομάδα δημιουργών με όραμα. Ένα Terry Gilliam στα καλά του, ένα Del Torro, έστω έναν Tim Burtron. Χωρίς να θέλω ν'αδικήσω τους συντελεστές της σειράς, τα 10 επεισόδια είναι μέτρια, βαρετά και δεν μεταφράζουν ούτε στο ελάχιστο την ατμόσφαιρα και τα συναισθήματα του κόμικ.
Καθαρή διεκπεραίωση. Flat σκηνοθεσία, τα CGI είναι πολύ φτωχά για να εξυπηρετήσουν την ιστορία, όπως και το art direction. Υποκριτικά δεν είναι κακό, αν και ο πρωταγωνιστής μου θυμίζει ξεχασμένο γκοθά στο Dark Sun. Σε μια εποχή, που τα studio προσπαθούν εκ του ασφαλούς να βγάλουν όσο περισσόοτερα κέρδη μπορούν, κατακλύζοντας την αγορά με sequels και reboots, η ειρωνία είναι πως οι μεγαλύτερες επιτυχίες τους ήταν αυθεντικές ιστορίες. To Stranger Things και το Squid Game είναι οι πιο επιυυχημένες σειρές του Netflix. Έδωσαν την ευκαιρία σε νέους δημιουργούς να που τις ιστορίες τους και ο κόσμος ανταποκρίθηκε. Οι θεατές δεν ενδιαφέρονται αν οι ηθοποιοί είναι λευκοί, μαύροι, Ασιάτες, ροζ πιγκουίνοι, αν είναι straight, gay, bi ή οτιδήποτε άλλο. Αν η ιστορία είναι καλή, οι χαρακτήρες καλογραμμένοι και μπορείς να ταυτιστείς μαζί τους, η αφήγηση της σκηνοθεσίας έχει στυλ κσι σε παρασύρει στον κόσμο που παρακουληθείς, όλα τα υπόλοιπα δεν έχουν καμία σημασία.
Κάποια στιγμή, η πολιτική ορθότητα και οι ακρότητες στις οποίες οδηγείται η cancel culture, το pink washing, και γενικά το κάθε είδους ξέπλυμα που χρησιμοποιεί η βιομηχανία -όχι μόνο- του θεάματος, ώστε να σβήσει τα εγκλήματα του παρελθόντος και ν'αυξήσει το αγοραστικό της κοινό, θα τελματώσει, γιατί κάνει μεγαλύτερο κακό, ίσης δριμύτητας με την προ #metoo κατάσταση. Ο πόλεμος του streaming ήδη έχει απώλειες. Το Netflix δε θα επιτρέπει πολλοί χρήστες να χρησιμοποιούν έναν λογαριασμό. Έρχονται συνδρομές με διαφημισείς. To πεδίο αγοράς μάλλον έφτασε στα όρια του, δεν μπορεί να επεκταθεί άλλο. Υποτίθεται πως ο ανταγωνισμός βελτιώνει την ποιότητα και ωφελεί τον καταναλωτή. Κάτι τέτοιο μέχρι στιγμής δεν υφίσταται. Οι εταιρείες streaming αλληλοακυρώνονται, χωρίς να παράγουν τρομερά προϊόντα. Η χρυσή εποχής της Αμερικανικής τηλεόρασης έχει φτάσει στο τέλος της. Σίγουρα κάποια στιγμή θα υπάρξουν συγχωνεύσεις, κάποιοι θα βγουν από το παιχνίδι και το τοπίο θα καθαρίσει. Μέχρι τότε, έχουμε υπερπροσφορά μυθοπλασίας, αντιστρόφως ανάλογη με την ποιότητα που υπήρχε μέχρι πριν μερικά χρόνια.
Το φθινόπωρο αναμένεται παερίεργο. Η Amazon σύρει το χορό με το Lord Of The Rings. Που δε θα είναι ακριβώς Lord Of The Rings, δυστυχώς όμως παρασύρει τον ανταγωνισμό στην λογική των κινηματογραφικών studios. Να έχει ο καθένας το blockbuster του, κάτι που μπορεί να στραγγαλίσει μικρότερες, αλλά πιο ενδιαφέρουσες παραγωγές, απο αυτές που έκαναν την διαφορά τα τελευταία 12 χρόνια. Δεν πιστεύω πως η σειρά του Amazon θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες που έχει δημιουργήσει και στα ποσά που ακούγονται. Το House Of Dragons πιθανόν να είναι καλύτερο, μιας και το HBO έχει το know how. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, όσο έχω σιχαθεί τα υπερηρωικά κολάν, άλλο τόσο βαρέθηκα σπαθιά και δράκους. Τη Δευτέρα θα προβληθεί το τελευταίο επεισόδιο του Better Call Saul. Ήδη νιώθω το στερητικό, ανάλογο με αυτό που έπαθα όταν τελείωσε το Breaking Bad. Το σύμπαν αυτών των δύο σειρών κάνει κάθε Μέση Γη, Westeros και όποιο Multiverse να μοιάζουν αστεία. Αυτά όμως σε κάποιο άλλο κείμενο, την επόμενη εβδομάδα...
John Wick is the gift that keeps on giving. Πρόσφερε στο Keanu τον δεύτερο εμβληματικό του ρόλο στα 50, μας έδωσε μια σειριά ταινιών που τη θέλαμε χρόνια, ανελέητης δράσης και στυλιζαρίσματος, και δύο σκηνοθέτες /πρώην κασκαντέρ που δίνουν πνοή στις action ταινίες. Ο Chad Stahelski και ο David Leitch είναι μάστορες του είδους. Ο δεύτερος είναι καλύτερος και το αποδεικνύει η αψεγάδιαστη φιλμογραφία του μέχρι στιγμής σαν σκηνοθέτης.
Το Bullet Train είναι η καλύτερη ταινία του 2022 μέχρι στιγμής, μαζί με το Elvis. Είχα να περάσω τόσο καλά στο σινεμά από τότε που είδα το Deapool 2, που και αυτό το σκηνοθέτησε ο Leitch, τυχαίο; Όχι μόνο δεν κατάλαβα το πότε πέρασαν οι δύο ώρες, αλλά θέλαμε κι άλλο. Διαβάζοντας κριτικές, ήμουν σίγουρος πως η ταινία θα σπέρνει. Όταν δεν αρέσει στους κριτικούς, είναι σίγουρα καλή. Φανταστική φωτογραφία και μοντάζ, εξαιρετικό story telling, ιδανική ισορροπία δράσης, χιούμορ και πλοκής.
Όλη η δράση μέσα στο τρένο και όλα τα flashbacks και σεταρίσματα χαρακτήρων εκτός. Και μιλώντας για σεταρίσματα, μιλάμε για σεμινάριο. Δέκα πλάνα, χωρίς καν ατάκες, επιπέδου Edgar Wright. Καταλάβατε κουλτουραίοι πως γίνεται, που θέλετε μια ώρα για περιγράψετε το τίποτα; Ο Brad Pitt έπρεπε χρόνια να παίξει σε κάτι ανάλογο. Από τους τελευταίους πραγματικούς star, που δε φοβάται να τσαλακωθεί και επιτέλους να δείξει το πόσο καλόος είναι σε κωμικούς ρόλους. Οι διάλογοι, ειδικά των διδύμων χτυπάνε Γκαιριτσικά level καύλας, οι χαρακτήρες είναι ένας κι ένας, το σενάριο δένει όλα τα κομμάτια του παζλ όπως πρέπει στο τέλος, ένω τα cameo δεν είνα απλά τα κερασάκια, είναι τούρτα πάνω στην τούρτα.
Ο ρυθμός σε πάει τρένο (παν intended) , υπήρξαν στιγμές που μας εκτροχίασαν σε οπαδικά επίπεδα, θέλαμε να ανάψουμε καπνογόνα (ευτυχώς ήταν θερινό). Αν πρέπε να σταθώ κάπου, είναι στις σκηνές που το φιλμ μας συστήνει τον κακό. Ήδη κλασικά, το πλάνο με το ρεβόλβερ στο μανίκι ήταν οργασμός, ανατριχίλα που μόνο στις τιανίες του Guy Ritchie και του Edgar Right έχω νιώσει. Ένα μας έλειψε, αν έβγαζε τη μάσκα ο κακός και ήταν ο John Wick, σήμερα θα διαβάζετε στις ειδήσεις για σινεμά που κάηκε.
Θέλουμε sequel, prequel χθες, spin off με τους δίδυμους, γενικά ξεχειλώστε το. Όπως και στο John Wick, το σύμπαν που χτίζεται, προσφέρει πολύ υλικό. Σε μια εποχή που συνθλίβεται αναμέσα στο σούπερ μάρκετ της Marvel, την πολιτική ορθότητα και στην art house φλυαρία, τo Bullet Train είναι το σινεμά της καρδιάς.
Βάζω τα χέρια μου ανάμεσα στις φλόγες. Μα τίποτα δεν καίει.
Σύλβια Πλαθ
Ο Αύγουστος στην Αθήνα, σε αποζημιώνει εν μέρει για την απουσία διακοπών. Λες και κάποιος πατάει το play και ο ρυθμός της πόλης είναι φυσιολογικός, όταν τον υπόλοιπο χρόνο ζει τα πάντα στο fast forward και τη μιζέρια της σε slow motion. Λιγότερος κόσμος στους δρόμους, στα μαγαζιά. Λιγότερη ηχορρύπανση. Το ξέρεις πως δε θα κρατήσει για πολύ. Αλλά το απολαμβάνεις.
Είναι το τρίτο καλοκαίρι χωρίς διακοπές. Δεν έχω κάνει ούτε ένα μπάνιο στη θάλασσα. Δε μ'ενοχλεί, αν και κάποιες φορές πιάνω τον εαυτό μου να τον ενοχλεί το ό,τι δεν τον ενοχλεί σχεδόν τίποτα. Με στωικότητα και γαλήνια απαισιοδοξία, προσπαθώ να στραγγίξω από τις μέρες λίγο νόημα. Καταφέρνω και κοιμάμαι πιο εύκολα πλέον. Τις νύχτες, καίνε λίγες φωτιές, κάποιες αναμνήσεις ακόμα. Βαδίζουν στον ίλιγγο των ονείρων, άλλοτε γλυκαίνουν τον ύπνο, άλλοτε κάνουν το ξύπνημα λίγο πιο πικρό.
Ξυπνάω σ'ένα άδειο κρεβάτι, ακόμη μου προκαλεί αμηχανία. Κοιμάμαι στην πλευρά της, δεν ξέρω γιατί. Η σιωπή εκείνα τα πρώτα λεπτά είναι παράξενη, λες και η βαρύτητητα πολλαπλασιάζεται και όλα λιώνουν στη δίνη του κενού. Μια μορφή ευτυχίας είναι οι ήχοι της κουζίνας. Κάποιος φτιάχνει καφέ, ετοιμάζει φαγητό. Μουσική χαμηλά, νυσταγμένα φιλιά και πειράγματα. Μαχαιροπίρουνα, πιάτα στο νεροχύτη, κραγιόν στην κούπα του καφέ, ένα τελευταίο τσιγάρο στο τασάκι.
Κάθομαι στον υπολογιστή. Όλα αυτά μοιάζουν χιλιάδες χρόνια πριν. Γράφω μέχρι να πονέσει το κεφάλι μου. Θα αποκτήσει ζωή κάποιο από τα δεκάδες κείμενα; Μάλλον όχι. Είναι η εμμονή το τελευταίο καταφύγιο των δυστυχισμένων; Ίσως. Άλλο ένα σενάριο, άλλο ένα διήγημα. Στριμώχνω όσο περισσότερες ταινίες και σειρές μπορώ μέσα στις ώρες. Μέχρι να νυστάξω. Παρατηρώ τους ανθρώπους στα μέσα. Είμαστε όλοι ψυχοπαθείς, και το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι πως προσπαθούμε να υποκριθούμε τους λογικούς. Η Βαβέλ δεν γκρεμίστηκε ποτέ, είναι παντού. Όλοι μιλάμε την ίδια γλώσσα και όμως κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Η σιωπή είναι η μόνη διάλεκτος της αληθινής επικοινωνίας.
Όπως είχε και πει κάποιος, η λογική είναι η μοντέρνα μαγεία για να ξορκίζουμε το βίωμα. Σίγουρα θα είναι σε κάποιο τρελάδικο και θα μετράει τη λογική του με κουτουλιές στους τοίχους. Προσπαθώ ν'αποκρυπτογραφήσω τα social media. Οι οθόνες έχουν καταπιεί την πραγματικότητα. Οι πιο πολλοί εύχονται η εικονική τους ζωή να ήταν η πραγματική. Αν υπήρχε το Matrix, οι περισσότεροι θα έκαναν ουρά για να μπουν. Τα χιλιάδες stories με ποτά, θάλασσες και τοπία, τραγούδια, selfies και "εμπνευσμένα" αποφθέγματα, οι φωτογραφίες, τα videos και τα σχόλια, μοιάζουν με τούβλα ενός τείχους. Χτισμένο να προστατέψει, να κρύψει την αλήθεια μας από την αλήθεια των άλλων.
Ασύνδετες εικόνες μιας άγνωστης ζωής, στα χαλάσματα χαμένων χρόνων, ψηλαφίζω στις ρωγμές του ψηφιακού τείχους απωθημένα, ουρλιαχτά, εφιάλτες. Αριθμοί που ζητιανεύουν ένα βλέμμα, προσοχή, έρωτα, συντροφιά, επιβεβαίωση, χάδι και λίγο νόημα. Αστερισμοί από ουλές που ψάχνουν κάτι που θα τους ενώσει, θα τους δώσει σχήμα και όνομα, θα τους βαφτίσει κάτι αληθινό. Κλείνω την οθόνη και ανεβαίνω στην ταράτσα. Κάποιες νύχτες παραμένουν σκληρές, εκτυφλωτικά ακίνητες. Τα βήματα μου παλεύουν με το σκοτάδι, το σώμα ξεφλουδίζει μνήμες, ψιθύρους.
Πονάνε οι λέξεις, ανοίγουν σαν θάλασσες που στο πρώτο βήμα βαθαίνουν απότομα. Μετράω τα φώτα της πόλης. Αναρωτιέμαι αν βρίσκεσαι πίσω από κάποιο. Αν συντονίζονται οι συχνότητες των σκέψεων μας, ακόμα. Γελάω, το έχω ρίξει στα μεταφυσικά, για να δικαιοληγήσω τα αδικαιολόγητα. Όμως ακόμα πιστεύω, κάποια όνειρα είναι σαν ξόρκια. Δε θυμάμαι που το διάβασα, το πραγματικό ειναι παράφραση του ονείρου. Γι'αυτό εξακολουθώ και διαβάζω, ακούω μουσική, βλέπω ταινίες και μελετάω φωτογραφίες. Γι'αυτό γράφω, φωτογραφίζω και σκηνοθετώ. Κυνηγάω εκείνη την στιγμή, που έχεις τον απόλυτο έλεγχο και ταυτόχρονα τον χάνεις. Όλα ευθυγραμμίζονται και γίνονται ένα, βρίσκεσαι σε απόλυτη αρμονία με αυτό που δημιούργησες, τον εαυτό σου και τον κόσμο. Δεν κρατάει πολύ, αλλά η ηχώ αυτού του οργασμού σε συντροφεύει για πολύ καιρό. Κι ας είναι ένα υποκατάστατο.
Τι θα δω απόψε; Για τέταρτη φορά φέτος το Cousins; Γιατί όχι...