Τρίτη 9 Μαΐου 2023

Στην άκρη της άκρης του κόσμου IX-X

 

                           Πρήβιουσλι ον Στην άκρη της άκρης του κόσμου

Η νύχτα ξυπνάει σαν στρείδι, ανοίγει αργά για καταπιεί όλα τα σκουπίδια που νομίζουν πως θα μεταμορφωθούν σε μαργαριτάρια. Το περίγραμμα της πόλης θηλιά, τριγυρίζεις στα στενά της σαν αδέσποτο. Σαρκοβόρα φώτα, βουλιάζουν οι αισθήσεις στη νοσταλγία. Φοβάσαι να κοιτάξεις το πρόσωπο σου στις αντανακλάσεις, έναν αστερισμό από ρωγμές, μάτια πνιγμένα από την πραγματικότητα, φλέβες άδειες από έρωτα και το τσίρκο του μυαλού πάντα να καίγεται. Το δίχτυ της βροχής  λαξεύει τον εφιάλτη της επόμενης μέρας.

Ψάχνεις ένα μέρος να κρυφτείς, όλα είναι γεμάτα, από ανθρώπους σαν εσένα. Ξερνάνε σκουριά από κάθε πόρο. Τους βλέπεις χαρούμενους, αλλά είναι τόσο αποπνικτικά βαρετοί που ακόμη οι σκιές τους θέλουν να δραπετεύσουν  μακρύα από  αυτούς. Μασάνε κλισέ, ελπίδες και φιλοδοξίες, τσίχλες που δεν έχουν πια γεύση, και είναι πολύ περήφανοι για να τις καταπιούν ή να τις φτύσουν. Μηρυκάζουν τις ίδιες αυταπάτες. Χρόνια γυμνά, αργοπεθαίνουν μέσα σε σώματα άδεια σαν μελανοδοχεία.

Προσπαθείς να αποκρυπτογραφήσεις, ποιος ψίθυρος κρύβεται πίσω από τις παραμορφωμένες προτάσεις τους, ποια κραυγή πίσω από τα βλέμματα, τους μορφασμούς και τις χειρονομίες. Πως να υπερβείς τη ζωή σου με λέξεις; Άλλο ένα ποτό, άλλο ένα τσιγάρο. Διαφορετικοί διάλεκτοι της ίδιας σιωπής, της ίδιας ήττας. Απελπισμένη τρυφερότητα που ψάχνει ανταπόκριση μέσα στα βαλσαμωμένα λόγια, απλώνεται σαν ιός από στόμα σε στόμα. Τι ακριβώς ψάχνεις; Είναι μια νύχτα σαν τις άλλες. Αρώματα ανατεμένα με καπνό και φασαρία. Υπάρχει το νέκταρ της λήθης πίσω από τη μουσική και τα χρώματα; Υπήρξε ποτέ;

Πόσοι ψάχνουν κι απόψε, μια εφήμερη αιωνιότητα; Ποιος γυρεύει στα τραγούδια μια προσευχή με μεγαλύτερη ημερομηνία λήξης; Είσαι κουρασμένος, τα βλέφαρα σου αμόνια. Δεν μπορείς να κοιμηθείς, η αυπνία είναι ανίατη εδώ και χρόνια. Κοιτάζεις γύρω σου, οι μισοί βυζαίνουν τις οθόνες των κινητών τους και οι υπόλοιποι κοιτάζουν αριστερά και δεξιά απελπισμένοι. Κανείς δε χορεύει, κάποιοι σιγοτραγουδούν σαν να κάνουν σεκόντο σε μοιρολόι. Η ετυμολογία της λέξης διασκέδαση είναι σκορπίζω, δυαλύω. Κανένας δεν έχει σκορπίσει απόψε, όσο κι αν παλεύει.

Γυρίζεις στο ξενοδοχείο, η βροχή δυναμώνει. Πόσος πόνος χωράει σ’ένα σώμα, πόση θλίψη σε μια πόλη; Πλένεις το πρόσωπο σου, κοιτάζεις τα μάτια σου. Το μεσημέρι θα ξυπνήσεις περισσότερο κουρασμένος, φορτωμένος με όλες τις ήττες του κόσμου. Μέρες δίκοπες, δεν μπορείς να τους κρυφτείς. Πέφτεις στο κρεβάτι. Χαράζει; Πόσο καιρό έχεις ν’αντικρίσεις την αυγή μεθυσμένος από εκείνον τον πυρετό; Από το αίμα της νύχτας, που ξέπλενε κάθε μετριότητα και βάφτιζε τα πάντα με τη λάμψη του ονείρου; Αισθάνεσαι πως η ζωή σου είναι μια ταινία, που ξεχάστηκε, δεν την είδε κανένας. Την ψάχνεις απεγνωσμένα σε κάθε κανάλι, μα δεν προβάλλεται πουθενά.

Κλείσε τα μάτια, σκούπισε από την ακοή σου τις αναθυμιάσεις των συζητήσεων. Άσε για λίγο απέξω την αστική παράνοια και κλειστοφοβία. Πήγαινε πίσω, σ’εκείνο το καλοκαίρι. Το ασήμι του φεγγαριού έλουζε το δέρμα. Ανάμεσα στα κύματα και την άμμο, ανέμεσα σε αυτόν τον κόσμο και έναν άλλο. Το μόνο που τα χώριζε ένα σώμα. Όσο και αν ανακατέψεις την τράπουλα των αναμνήσεων, εκείνη πάντα κερδίζει.

                                                                


Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Βρίσκομαι σ’έναν διάδρομο, κάθε πόρτα οδηγεί σ’έναν άλλο, Inception πασπαλισμένο με Matrix, να σας το τυλίξω ή θα τον φάτε εδώ; Ανοίγω πόρτες που οδηγούν σε παράθυρα, παράθυρα που οδηγούν σε υπονόμους. Η ρυμοτομία των ψευδαισθήσεων μου όλο και χειροτερεύει, κάποιος παίρνει μίζες και δε μου δίνει τίποτα. Η τελευταία πόρτα με οδηγεί στο διάστημα. Αφού έπεφτα για δύο έτη φωτός, βρίσκομαι στο σπίτι μιας πρώην μου.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει, νιώθω το ίδιο μαλάκας με τότε. Η ξινίλα της διαχρονική αξία.

“Πότε επιτέλους θα σοβαρευτείς;”

“Τι εννοείς;”

“Σταμάτα τις υπεκφυγές. Πρέπει ν’αρχίσεις να βγάζεις λεφτά από αυτά που κάνεις, δεν μπορείς να γράφεις μια ζωή μαλακίες σ’εκείνο το blog που δεν τις διαβάζει κανείς!”

“Και τι ακριβώς να κάνω;”.

Το βλέμμα της έκανε το θειικό οξύ να μοιάζει με αφρόλουτρο. Σηκώθηκε και άρχισε να χτενίζεται νευρικά. Πάντα αυτό έκανε όταν νευρίαζε, ήταν το πρελούδιο των καυγάδων μας. Μετά μου πέταγε τη βούρτσα, που συνήθως την ακολουθούσαν μεγαλύτερα και βαρύτερα αντικείμενα.

“Δεν μπορούμε να συχεχίσουμε έτσι. Δε σε ενδιαφέρει τίποτα, δεν παίρνεις τίποτα στα σοβαρά. Πρέπει να βρεις μια δουλειά όπου θα γράφεις για σοβαρά θέματα και ν’αμοίβεσαι. Δεν μπορείς ν’αδιαφορείς για τα botox της γυναίκας του πρωθυπουργού, την Kylie Jenner και τις παραστάσεις του Μπισμπίκη. Υπάρχουν πιο νέοι από σένα που κάνουν καριέρα, υπουργοί με σοβαρές αρμοδιότητες όπως οι αποχετεύσεις, οι αργίες και το Twitter. Να μπορούμε να βγαίνουμε σε ωραία μέρη και να ανεβάζουμε stories με Spicy Margaritas, όχι να πηγαίνουμε στα καταγώγια που συχνάζεις! Να φτιάξω επιτέλους και ένα highlight στο Instagram με διακοπές. Να τρώμε brunch και να πηγαίνουμε ταξίδια”.

Την κοιτάζω σαν οπαδός ομάδας, που ο διαιτητής έδωσε πέναλτι στον αντίπαλο στις καθυστερήσεις.

“Μη με κοιτάζεις έτσι, με εκνευρίζεις!”

“Συγγνώμη, μπορώ τουλάχιστον ν’αναπνέω από το ένα ρουθούνι;”

“Άσε τις κρυάδες, πρέπει να ωριμάσεις. Η σχέση μας πρέπει να πάει σε άλλο επίπεδο, δεν μπορούμε να είμαστε μια ζωή έτσι!”

“Δήμητρα, τι ακριβώς θέλεις;”

“Θέλω να παρατήσεις τα εφηβικά όνειρα για ταινίες, σενάρια και χαζομάρες. Να πουλήσεις την κάμερα σου και να πάρουμε αυτοκίνητο. Θέλω να νοικιάσουμε σπίτι”

“Μα έχουμε σπίτι, το δικό μου”

“Δε μου αρέσει. Θέλω να πάμε αλλού. Εννοείται πως στο καινούργιο διαμέρισμα, δε θα κουβάλησεις όλες τις σαβούρες που έχεις”

“Ποιες είναι οι σαβούρες;”

Tο παλιατζίδικο, τα βιβλία, τα comics, τους δίσκους και τα περιοδικά”

“Μα…”

“Δε θα με διακόπτεις όταν σε διακόπτω. Θ’αλλάξεις δουλειά και η γάτα θα πάει στη μάνα σου”.

Όπως καταλαβαίνετε, η αναφορά στη γάτα ήταν το ποτήρι που ξεχείλισε την σταγόνα.

Η Δήμητρα με πλησιάζει και με φιλάει.

“Θέλω το καλύτερο για μας. Αύριο μπορεί να κάνουμε οικογένεια. Δε ζητάω πολλά, να μ’αγαπάς , να είσαι καλός με την κυκλοθυμία μου και να με προσέχεις”.

Αν η κυκλοθυμία της Δημήτρας μπορούσε να μετατραπεί σε ενέργεια, το πλουτώνιο θα έχανε την αξία του. Κάπου, σε κάποιο παράλληλο σύμπαν, κάποιος γράφει την λέξη αγάπη πάνω σε μια ατομική βόμβα. Πήγα ν’ανάψω τσιγάρο, αλλά μου το πήρε από το χέρι.

“Και αυτό τέρμα. Και θ’αρχίσεις γυμναστήριο”

“Μάλιστα… Να ρωτήσω κάτι;”

“Πρόσεξε τι θα πεις”

“Τελικά από ποιο ρουθούνι μπορώ ν’αναπνέω, το αριστερό ή το δεξί;”.

Μορφασμός αποδοκιμασίας. Η Δήμητρα επέστρεψε στο κινητό της. Άλλη μια κλασική κίνηση, το ήξερε πως με εκνεύριζε.

“Ίσως πρέπει να κάνουμε ένα διάλειμμα. Νομίζω πως δε βαδίζουμε στον ίδιο δρόμο. Είσαι ανώριμος για να συζήσουμε, να κάνουμε παιδί και κοινό λογαριασμό στο Tik Tok”.

Η Δήμητρα, με το βαρύ βιογραφικό, που περιλαμβάνει θέσεις κύρους, όπως πωλήτρια, σερβιτόρα, τηλεφωνήτρια και ταμίας στα Public, επειδή έπιασε δουλειά σε μια startup, νομίζει πως μας χωρίζουν ταξικά τείχη.

“Δεν έχεις τίποτα να πεις;”

“Έχεις δίκιο αγάπη μου”

“Θα σοβαρευτείς;”

“Από Δευτέρα”

To υπόσχεσαι;”

“Στο τιμόνι που κρατάω;”

“Άσε τις ειρωνείες και πες μου”.

Δεν είπα τίποτα, τη φίλησα, πήγα στο μπάνιο και το έσκασα από το φωταγωγό. Γιατί βρέθηκα σε αυτή την παγερή ανάμνηση; Δεν ξέρω τι κάνει η Δήμητρα κι ούτε θέλω να μάθω, ελπίζω μόνο ο ψυχίατρος να της αύξησε τη δόση στα χάπια. Τριάντα στρέμματα διαδρόμων μετά, βρίσκομαι σε ένα τεράστιο penthouse. Κλινικά μινιμαλιστικό, αποστειρωμένο από γούστο και αισθητική. Γύρω μου μπαρμπαδες και χίπστερς, ντυμένοι με την τελευταιία λέξη της αχρωματοψίας, συζητάνε βαριεστημένα. Ψάχνω μια έξοδο, οι πόρτες και τα παράθυρα αντί για κλειδαριές έχουν ένα παράξενο παζλ – φωτοκύτταρo. Δεν πρέπει να τραβήξω την προσοχή. Κοιτάζω τους δίσκους με το φαγητό. Όλα μοιάζουν με ξεραμένη μύξα πάνω σε μπαγιάτικο ψωμί. Ψάχνω για ουίσκι στο μπαρ. Η κάβα φτάνει για να ξεχρεώσει η χώρα και με τα ρέστα να πάρουμε τη Μάλτα.

Παρατηρώ τους θείους. Όλοι φοράνε το ίδιο μενταγιόν. Αναρωτιέμαι αν είναι ο ενδυματολογικός κώδικας κάποιας αίρεσης. Μετά κατάλαβα πως είναι τα κλειδιά αυτής της φυλακής. Υπομονή, την κατάλληλη στιγμή, θα κλέψω ένα και θα φύγω. Κάθομαι στον καναπέ και ακούω τις συζητήσεις. Κανείς δε μου δίνει σημασία.

“Δε συμφωνώ αγαπητέ, αυτοί οι ευφημισμοί περί ενσωμάτωσης και ειρωνικής ιδιοποίησης είναι φαιδροί. Ερμηνευτικές παρεκκλίσεις που οδηγούν σε νοηματική αφυδάτωση”

Aυτή η ψυχαναγκαστική ανάγκη για νοηματοδότηση… Κερδοσκοπικά παιχνίδια των εμπόρων τέχνης, φουσκώνουν τις τιμές με θεωρητική υπεραξία. Η τέχνη δεν είναι άλλη μια ισοτιμία. Πρέπει να ξεφύγουμε από την συμβολολαγνεία και τις εμμονικές ερμηνείες. Αφεθείτε στην αμετάφραστη ομορφιά της φόρμας, των μοτίβων και των υφών”.

Βάζω δεύτερο ποτό και πηγαίνω στο πηγαδάκι κοντά στο μπουφέ.

“Σταμάτα να τον δικαιολογείς. Η ρομαντικοποίηση μέσα από στερεοτυπικές αντιλήψεις με αηδιάζει! Στην  εποχή της έκφρασης του φύλου, του αυτοπροσδιορισμού και της μη δυαδικότητας, αυτά είναι απαράδεκτα. Απολιθώματα! Όλες οι θηλυκότητες και οι αρρενωπότητες πρέπει να είναι ελεύθερες να εκφραστούν, χωρίς αυτολογοκρισία. Φτάνει πια με την αυτομαστιγωματική  εσωστρέφεια άλλων δεκαετιών”.

Όσοι ώρα τον άκουγα να μιλάει, σκεφτόμουν τι χρώμα θα μπορούσαν να έχουν οι λέξεις του. Μάλλον κάτι μεταξύ ροζ και μουσταρδί.  Λίγο πιο πέρα, δύο κοπέλες κοιτάζουν τα φαγητά και κουβεντιάζουν με ενθουσιασμό.

“Που λες, ήταν φοβερό το φαγητό στο Αλέτρι, πίκλες από ορεινή φράουλα και  σουτζούκι σύκου με καπνιστό πιπέρι μπέρμπον από τη Μαδαγασκάρη και  πιπέρι βουνού από την Τασμανία. Αλλά και εδώ το μενού είναι καταπληκτικό, διάβασες τι περιλαμβάνει;”

“Δοκίμασα ήδη! Θαυμάσιο φρικασέ με κρέμα κουνουπίδι και ταρτάρ γαρίδας με αμύγδαλα, τραγανά φιλέτα από μπαρμπούνι, καλαμάρια, σουπιές με αφρό μετσοβόνε, αλλά και τόνος με σαλάτα από φύκια και σόγια! Έφαγες από τ’αλλαντικά ψαριών;»

“Εννοείται! Όλα υπέροχα! Παστουρμά και  μπέικον ξιφία, παστράμι κεφαλόπουλο και μαγιάτικο, και σουτζούκι από στρωσίδι και τυλινάρι . Φίνες γεύσεις , ισορροπημένες ανάμεσα στο αρμυρό και το πικάντικό

“Και ένα φανταστικό γλυκό πικρής σοκολάτας με γκοφρέτα πεπόνι, pudding πορτοκάλι γουασάμπι και παγωτό με Talisker!”.

Οι αισθήσεις μου έπαθαν δυσπεψία. Κοιτάζω γύρω μου το πανηγύρι της βλακείας. Ψευδοπροοδευτικοί νάρκισσοι που μαζεύτηκαν να γκρινιάξουν, για το πόσο άθλιος και αντιαισθητικός είναι ο κόσμος που δεν χωράει στον καθρέφτη μας, ένα κλειστό αυτοτροφοδοτούμενο κύκλωμα μαϊντανών, δεξιοί επιδειξίες που παριστάνουν τους κεντρώους εφαψίες, εικαστικοί καλλιτέχνες με εξιδείκευση στην κοπρολαγνεία που νομίζουν πως η προοδευτικότητα εξαντλείται στα μοντέλα με σύνδρομο Down , στο veganισμό και στις ουδέτερες προσφωνήσεις.

Μια παθητική ψηφιακή ψευδοσυλλογικότητα που νανουρίζει τους εφιάλτες της με ζαχαρούχα Prozac.  Πρέπει να φύγω από’δω, άρχισα να μιλάω σαν αρθρογράφος free press.  Ενώ βάζω το τρίτο –ή τέταρτο;- ποτό, ένας χιπστεροθείος με πλησιάζει. Πριν ανάψω τσιγάρο με σταμάταει.

“Δεν επιτρέπεται το κάπνισμα μέσα, μπορείτε να πάτε στη βεράντα”.

Εν τω μεταξύ, όλοι γύρω μου θηλάζουν κάποιο φανταχτερό USB, πιθανότατα προϊόν της Apple, με γεύση παστράμι κεφαλόπουλο και σουτζούκι από στρωσίδι. Βάζω το πακέτο στην τσέπη και αδειάζω το ποτήρι. Ο θείος χαμογελάει περίεργα.

“Πρώτη φορά που συμμετέχετε στην γαστριμαργική κολεκτίβα; Καταλαβαίνω την αμηχανία σας, η διακειμενικότητα και η σημειολογική αντίστιξη μπορεί να προκαλέσουν εννοιoλογική και ίσως οντολογική σύγχιση. Θα συνηθίσετε, μετά από δύο τρεις συναντήσεις , θα αποβάλετε τον ιδρυματισμό της ψευδεπίγραφης νόρμας και θα συντονιστείτε με το μέλλον”

“Γάμησε μας κι εσύ, δεν βλέπεις τι γίνεται εδώ πέρα;”.

O μπάρμπας λάγκαρε, μάλλον γιατί είχε καιρό κάποιος να του μιλήσει με λέξεις που έχουν λιγότερες από πέντε συλλαβές. Εκμεταλλεύομαι τον αιφνιδιασμό του και αρπάζω το μενταγιόν κλειδί. Ανοίγω την πρώτη πόρτα που βρίσκω μπροστά μου και πέφτω στη θάλασσα. Είκοσι χιλιάδες λέυγες μετά, βρίσκομαι σ’ένα γύρισμα. Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να συμμαζέψει το χάος βαριεστημένα.

“Τάσο, μην πάιρνεις την έκφραση βουδιστή διανοούμενου, δεν κάνουμε τέχνη εδώ. Θέλω τη συνηθίσμενη ηλίθια έκφραση

Ήχος γράφει

“Κάμερα γράφει”.

Η σκηνή αναπαριστά αυτό ακριβώς που έζησα πριν δέκα λεπτά. Παρατηρώ πως όλοι έχουν το ίδιο πρόσωπο με μένα. Ένας τεχνικός με πλησιάζει και ψιθυρίζει στο αυτί μου.

“We need to go deeper”.

Η ημικρανία μου έχει πονοκέφαλο με ολίγη από ναυτία και υπαρξιακά εγκαύματα. Ενώ το γύρισμα συνεχίζεται, ο σκηνοθέτης με πλησιάζει. Πηγαίνουμε λίγο πιο πέρα και μου προσφέρει τσιγάρο.

“Τι στο διάολο συμβαίνει;

“Όλες οι εκδοχές του εαυτού σου, από κάθε παράλληλο σύμπαν έχουν συγκεντρωθεί εδώ”

Έχουν συνέδριο;

“Συγκεντρώσου. Δεν ξέρω πως το κατάφερες, όμως έσπασες την αλληλουχία του σύμπαντος, την αρμονία της ύπαρξης”

“Σε απλά ελληνικά καθημερινής σειράς;”

“Με κάποιον τρόπο, το διαταραγμένο σου υποσυνείδητο τρύπησε τα τείχη ανάμεσα στις πραγματικότητες. Πρέπει να το διορθώσεις

“Γιατί; Και που το ξέρεις ότι το έκανα εγώ;”

“Δεν έχουμε χρόνο. Αν θέλεις να μάθεις την αλήθεια πρέπει να βιαστείς”

“Στο διάολο η αλήθεια! Μόνο το ψέμα ενός ονείρου μας κρατάει στη ζωή, μεθυσμένους και ξεμέθυστους”

“Άσε τα αποφθέγματα και άκου προσεκτικά”.

O κλώνος  μου έβγαλε δύο τσιγάρα. Το ένα ροζ, το άλλο χρυσό.

“Άναψε το ροζ και θα επιστρέψεις πίσω. Το χρυσό να το ανάψεις μόνο όταν βρεθείς σε πραγματικό κίνδυνο”

“Είμαι παγιδευμένος σε κάποια ταινία που είναι υποψήφια για Χρυσό Φοίνικα; Γιατί σε μένα όλα αυτά;”.

Μια έκρηξη διαλύει το σετ. Ο κλώνος μου δίνει τα τσιγάρα και με σπρώχνει.

“Πρέπει να φύγεις, πριν σε πιάσουν!”

“Ποιοι;”.

O κλώνος ανοίγει μια σχισμή στην πραγματικότητα με το τσιγάρο του και με πετάει μέσα. Στροβιλίζομαι στο άπειρο. Λιποθυμώ. Ανοίγω τα μάτια, βρίσκομαι στο σπίτι στο Λουτράκι. Ο προπονητής με κοιτάζει και ανθυπομειδιά.

“Αύριο ξεκινάτε για τη σωτηρία της ψυχής του δαίμονα. Είναι χαμένος σκοπός, αλλά θα σας βοηθήσω γιατί σας συμπάθησα”.

Βάζει δύο ποτά και μου δίνει το ένα.

“Τι εννοείς είναι χαμένος σκοπός;”

O προπονητής  γελάει.

“Είστε ήδη στην κόλαση. Αλλά όπως είπε και ο Μποντλέρ,  τι σημασία έχει η αιωνιότητα της καταδίκης για κείνον που βρήκε μέσα σ’ ένα δευτερόλεπτο το άπειρο της απόλαυσης;”.

Τσουγκρίζουμε τα ποτήρια.

“Πέσε για ύπνο. Θα είναι μεγάλο το ταξίδι”

Που θα πάμε;

Στο παρελθόν”.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου