"And the past is now your future"
Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει,κοίταζε το ρολόι συνέχεια.Ο Λάγιος ήταν κακόκεφος και προσπαθούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του.Καθόταν στην άκρη του δωματίου,η απόσταση δεν ήταν αρκετή για να τον προστατέψει από τη φασαρία των υπολοίπων.
Έξι άτομα,μπροστά από έναν υπολογιστή,να χαζεύουν τα video παρωδίες της εκτέλεσης του Πανάρετου,κάθε μισή ώρα ανέβαινε και ένα καινούργιο.Ο Λάγιος τους παρατηρούσε,να γελάνε ,αποβλακωμένοι και ξελιγωμένοι.Του θύμιζαν κακούς κινουμένων σχεδίων,όσο πιο πολύ χαχάνιζαν,τόσο πιο γελοίοι φαινόντουσαν,τόσο πιο απόκοσμοι και γκροτέσκοι.
Αυτό που διάβαζε πίσω από αυτά τα χαμόγελα,ήταν το πιο ενοχλητικό.Τους ήξερε όλους,οι δύο πρώτοι ήταν ακροδεξιοί και δε το έκρυβαν.Χαιρόντουσαν με το θάνατο του Πανάρετου,τον είδαν σαν προοίμιο της επερχόμενης βασιλείας τους.Δε φάνηκε να τους πειράζει,πως κάποιος άλλος έκανε την αρχή.
Ο τύπος στη μέση ήταν ο Κοντόπουλος,ο πιο διεφθαρμένος αστυνομικός που είχε γνωρίσει και ο διπλανός ήταν η ορντινάτσα του.Τελευταίος της παρέας,στα δεξιά,ο Πηγαδίτης,που το μόνο που τον αθώωνε ήταν η αφέλεια και η μαλακία του,που τις περισσότερες φορές ήταν ένα και το αυτό.
'Αφησε το πηγαδάκι και πήγε προς τον Λάγιο."Έλα να δεις ρε,μερικά video έχουν πολύ γέλιο""Δεν έχω όρεξη""Έλα ρε που σου λέω,μιλάμε για πολλή πλάκα""Άσε με ρε μαλάκα στην ησυχία μου,να περάσει η ώρα να φύγω!""Γιατί τέτοια μούτρα;Μη μου πεις ότι στεναχωρήθηκες για τον Πανάρετο;""Για μας στεναχωριέμαι""Τι εννοείς;""Μετά τα χθεσινά,θα μας πρήξουν τόσο πολύ τ'αρχίδια,που θα καθόμαστε πάνω τους σαν να είναι πουφ.Και ο τελευταίος ταλιμπανόβλαχος φετάρχης,που είχε βγει δημοτικός σύμβουλος στο Καρκαλέτσι,θα φοβάται για τη ζωή του.Θα ζητάνε όλοι οι πολιτικοί περισσότερη προστασία και να βρεθεί γρήγορα ο δολοφόνος.Ειδικά αν αυτός ο τρελός σκοτώσει κι άλλον,οι απαιτήσεις και η γκρίνια τους θα γίνουν ακόμα πιο παράλογες.
Θα μας ζητάνε και τα ρέστα,γιατί δε πετάμε και γιατί δε βγάζουμε ακτίνες απ΄τα μάτια".Ο Πηγαδίτης τον κοίταζε με μισό μάτι"Αλέξη,ο μόνος που γκρινιάζει μέχρι στιγμής,είσαι εσύ.Πότε φεύγεις για διακοπές;""Έπρεπε να είχα φύγει".Άρπαξε τα κλειδιά και εξαφανίστηκε.
Μπήκε στο αυτοκίνητο,έκλεισε τη πόρτα και έσφιξε το τιμόνι.Πήρε μια βαθιά ανάσα.Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι.Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε.Νύχτωσε γρήγορα,το σκοτάδι απλώθηκε σαν μελάνι στο νερό.Μια θάλασσα από σύννεφα ταξίδευε από πάνω του,τον ακολουθούσε.
Εδώ και μέρες,δεν μπορούσε να συντονιστεί με την πραγματικότητα,ούτε καν με τον εαυτό του.Έψαχνε έναν τρόπο να ξεφύγει από όλα,μια ρωγμή στην πανοπλία του κόσμου,μια σχισμή στη θύελλα.Να πατήσει γκάζι και να χαθεί,να περάσει μέσα από αυτό το άθλιο σκηνικό,να το γκρεμίσει στο πέρασμα του.
Οι σκιές στο δρόμο έπαιρναν φωτιά και έκαιγαν τις σκέψεις του.Η νύχτα δεν ήταν ευλογία πια,η πόλη μια τεράστια παγίδα,βυθός σπαρμένος με αστέρια,δολώματα που έκρυβαν κάθε λογής τέρατα.Δεν ήθελε τίποτα δικό του πια.Δεν έβρισκε παρηγοριά,ούτε αντιπερισπασμό πλέον στη δουλειά του.Η παιδιάστικη περηφάνια των πρώτων χρόνων,τώρα έμοιαζε αηδιαστική.
Η ψευδαίσθηση της δύναμης ήταν αστεία,καταθλιπτικά αστεία.Ηθοποιοί που είχαν πάρει στα σοβαρά το ρόλο τους και τον έπαιζαν παντού.Όλο και πιο έντονα,μήπως και κάποια στιγμή,ξεχάσουν τον ηλίθιο,ανίκανο εαυτό τους.Δεν ήθελε να είναι αστυνομικός πλέον.Όπως δεν ήθελε και τη Σοφία.Πέντε χρόνια ήταν αρκετά.Οι στιγμές μαζί της ήταν σαν σήριαλ σε επανάληψη.Τόσο βαρετές,που μπορούσαν να προκαλέσουν το θάνατο από ασταμάτητο εμετό.
Το σώμα της,το φιλί της,δεν είχαν γεύση πια.Η φωνή της τον εκνεύριζε,οι συνήθειες και τα ελαττώματα της ήταν ανυπόφορα.Οι κυριακάτικες εφημερίδες,σκορπισμένες παντού,στο σαλόνι και το κρεβάτι,η αφηρημαδα της με τα τσιγάρα,στάχτες στα σεντόνια και το κομοδίνο.
Δεν μπορούσε να προσδιορίσει πότε ξεκίνησε η φθορά.Ίσως από τότε που έμεναν μαζί.Με το πρώτο άγγιγμα της οικειότητας,χάθηκε η μαγεία των φτερών τους,αν υπήρξε ποτέ..Ο χρόνος κυλούσε σαν αίμα,οι αναμνήσεις επέπλεαν σαν ναυάγια δίπλα του.Δεν υπήρχε λόγος να προσπαθεί,να υποκρίνεται.
Σταμάτησε στον Λυκαβηττό.Ατένιζε τα φώτα όταν ξεκίνησε να ψιχαλίζει.Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε.Του άρεσε η βροχή,απόψε όμως τον ενοχλούσε.Αφαιρούσε το μακιγιάζ της νύχτας και η ασχήμια ήταν ακόμη χειρότερη.Τα ένστικτα του ούρλιαζαν,η δολοφονία του Πανάρετου ήταν η αρχή.Η παλίρροια του μίσους θα ήταν ασταμάτητη.
Η βροχή σταμάτησε,αυτό τον χαλάρωσε.Έβαλε μουσική χαμηλά,άνοιξε λίγο το τζάμι.Κοσκίνιζε στο μυαλό του τα θέλω και τα πρέπει,οργάνωνε τις επιθυμίες του,σαν πιόνια σε σκακιέρα.Ήθελε να συμφιλιωθεί με τη νύχτα,να τη κατακτήσει ξανά,να βρει το χρυσάφι της,να μην του είναι βάρος.
Ν'ανακαλύψει και πάλι την γαλήνη των πραγμάτων,να βρει το ρυθμό του κόσμου,να μη παλεύει να τρέξει πιο γρήγορα απ'το χρόνο.Το σκοτάδι να ξαναγίνει καταφύγιο και όχι λάσπη,που μόλυνε τα πάντα.Να σταματήσει να φοβάται το μέλλον,να μη το βλέπει σαν σκιάχτρο,που του κλείνει το δρόμο και τον αναγκάζει να τρέξει προς τα πίσω και να κρυφτεί στο παρελθόν.
Να ψάξει να βρει κάποια ξεχωριστή.Που όταν θα την αγκαλιάζει στη μέση της νύχτας,θα ανατριχιάζει και η γλύκα της αφής της,θα γεννάει χιλιάδες μικρά καλοκαίρια στα δάχτυλα του,που θα τον φιλάει σαν να θέλει να του κλέψει την ανάσα.Να ψάξει να βρει,όλες εκείνες τις στιγμές,που κρύβουν μια ολόκληρη ζωή μέσα τους.
Το φως έκανε στάχτη τα σχέδια του.Δε κατάλαβε πως οδηγούσε όλο το βράδυ.Ο ήλιος του ξεχείλωσε τα μάτια,η μέρα γέμισε εγκαύματα τις αισθήσεις και τις σκέψεις του.Η μιζέρια μόνιμο τατουάζ πάνω στην πόλη,ο μόνος τρόπος για να φύγει,να κάψεις το δέρμα..
Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει,κοίταζε το ρολόι συνέχεια.Ο Λάγιος ήταν κακόκεφος και προσπαθούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του.Καθόταν στην άκρη του δωματίου,η απόσταση δεν ήταν αρκετή για να τον προστατέψει από τη φασαρία των υπολοίπων.
Έξι άτομα,μπροστά από έναν υπολογιστή,να χαζεύουν τα video παρωδίες της εκτέλεσης του Πανάρετου,κάθε μισή ώρα ανέβαινε και ένα καινούργιο.Ο Λάγιος τους παρατηρούσε,να γελάνε ,αποβλακωμένοι και ξελιγωμένοι.Του θύμιζαν κακούς κινουμένων σχεδίων,όσο πιο πολύ χαχάνιζαν,τόσο πιο γελοίοι φαινόντουσαν,τόσο πιο απόκοσμοι και γκροτέσκοι.
Αυτό που διάβαζε πίσω από αυτά τα χαμόγελα,ήταν το πιο ενοχλητικό.Τους ήξερε όλους,οι δύο πρώτοι ήταν ακροδεξιοί και δε το έκρυβαν.Χαιρόντουσαν με το θάνατο του Πανάρετου,τον είδαν σαν προοίμιο της επερχόμενης βασιλείας τους.Δε φάνηκε να τους πειράζει,πως κάποιος άλλος έκανε την αρχή.
Ο τύπος στη μέση ήταν ο Κοντόπουλος,ο πιο διεφθαρμένος αστυνομικός που είχε γνωρίσει και ο διπλανός ήταν η ορντινάτσα του.Τελευταίος της παρέας,στα δεξιά,ο Πηγαδίτης,που το μόνο που τον αθώωνε ήταν η αφέλεια και η μαλακία του,που τις περισσότερες φορές ήταν ένα και το αυτό.
'Αφησε το πηγαδάκι και πήγε προς τον Λάγιο."Έλα να δεις ρε,μερικά video έχουν πολύ γέλιο""Δεν έχω όρεξη""Έλα ρε που σου λέω,μιλάμε για πολλή πλάκα""Άσε με ρε μαλάκα στην ησυχία μου,να περάσει η ώρα να φύγω!""Γιατί τέτοια μούτρα;Μη μου πεις ότι στεναχωρήθηκες για τον Πανάρετο;""Για μας στεναχωριέμαι""Τι εννοείς;""Μετά τα χθεσινά,θα μας πρήξουν τόσο πολύ τ'αρχίδια,που θα καθόμαστε πάνω τους σαν να είναι πουφ.Και ο τελευταίος ταλιμπανόβλαχος φετάρχης,που είχε βγει δημοτικός σύμβουλος στο Καρκαλέτσι,θα φοβάται για τη ζωή του.Θα ζητάνε όλοι οι πολιτικοί περισσότερη προστασία και να βρεθεί γρήγορα ο δολοφόνος.Ειδικά αν αυτός ο τρελός σκοτώσει κι άλλον,οι απαιτήσεις και η γκρίνια τους θα γίνουν ακόμα πιο παράλογες.
Θα μας ζητάνε και τα ρέστα,γιατί δε πετάμε και γιατί δε βγάζουμε ακτίνες απ΄τα μάτια".Ο Πηγαδίτης τον κοίταζε με μισό μάτι"Αλέξη,ο μόνος που γκρινιάζει μέχρι στιγμής,είσαι εσύ.Πότε φεύγεις για διακοπές;""Έπρεπε να είχα φύγει".Άρπαξε τα κλειδιά και εξαφανίστηκε.
Μπήκε στο αυτοκίνητο,έκλεισε τη πόρτα και έσφιξε το τιμόνι.Πήρε μια βαθιά ανάσα.Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι.Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε.Νύχτωσε γρήγορα,το σκοτάδι απλώθηκε σαν μελάνι στο νερό.Μια θάλασσα από σύννεφα ταξίδευε από πάνω του,τον ακολουθούσε.
Οι σκιές στο δρόμο έπαιρναν φωτιά και έκαιγαν τις σκέψεις του.Η νύχτα δεν ήταν ευλογία πια,η πόλη μια τεράστια παγίδα,βυθός σπαρμένος με αστέρια,δολώματα που έκρυβαν κάθε λογής τέρατα.Δεν ήθελε τίποτα δικό του πια.Δεν έβρισκε παρηγοριά,ούτε αντιπερισπασμό πλέον στη δουλειά του.Η παιδιάστικη περηφάνια των πρώτων χρόνων,τώρα έμοιαζε αηδιαστική.
Η ψευδαίσθηση της δύναμης ήταν αστεία,καταθλιπτικά αστεία.Ηθοποιοί που είχαν πάρει στα σοβαρά το ρόλο τους και τον έπαιζαν παντού.Όλο και πιο έντονα,μήπως και κάποια στιγμή,ξεχάσουν τον ηλίθιο,ανίκανο εαυτό τους.Δεν ήθελε να είναι αστυνομικός πλέον.Όπως δεν ήθελε και τη Σοφία.Πέντε χρόνια ήταν αρκετά.Οι στιγμές μαζί της ήταν σαν σήριαλ σε επανάληψη.Τόσο βαρετές,που μπορούσαν να προκαλέσουν το θάνατο από ασταμάτητο εμετό.
Το σώμα της,το φιλί της,δεν είχαν γεύση πια.Η φωνή της τον εκνεύριζε,οι συνήθειες και τα ελαττώματα της ήταν ανυπόφορα.Οι κυριακάτικες εφημερίδες,σκορπισμένες παντού,στο σαλόνι και το κρεβάτι,η αφηρημαδα της με τα τσιγάρα,στάχτες στα σεντόνια και το κομοδίνο.
Δεν μπορούσε να προσδιορίσει πότε ξεκίνησε η φθορά.Ίσως από τότε που έμεναν μαζί.Με το πρώτο άγγιγμα της οικειότητας,χάθηκε η μαγεία των φτερών τους,αν υπήρξε ποτέ..Ο χρόνος κυλούσε σαν αίμα,οι αναμνήσεις επέπλεαν σαν ναυάγια δίπλα του.Δεν υπήρχε λόγος να προσπαθεί,να υποκρίνεται.
Σταμάτησε στον Λυκαβηττό.Ατένιζε τα φώτα όταν ξεκίνησε να ψιχαλίζει.Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε.Του άρεσε η βροχή,απόψε όμως τον ενοχλούσε.Αφαιρούσε το μακιγιάζ της νύχτας και η ασχήμια ήταν ακόμη χειρότερη.Τα ένστικτα του ούρλιαζαν,η δολοφονία του Πανάρετου ήταν η αρχή.Η παλίρροια του μίσους θα ήταν ασταμάτητη.
Η βροχή σταμάτησε,αυτό τον χαλάρωσε.Έβαλε μουσική χαμηλά,άνοιξε λίγο το τζάμι.Κοσκίνιζε στο μυαλό του τα θέλω και τα πρέπει,οργάνωνε τις επιθυμίες του,σαν πιόνια σε σκακιέρα.Ήθελε να συμφιλιωθεί με τη νύχτα,να τη κατακτήσει ξανά,να βρει το χρυσάφι της,να μην του είναι βάρος.
Ν'ανακαλύψει και πάλι την γαλήνη των πραγμάτων,να βρει το ρυθμό του κόσμου,να μη παλεύει να τρέξει πιο γρήγορα απ'το χρόνο.Το σκοτάδι να ξαναγίνει καταφύγιο και όχι λάσπη,που μόλυνε τα πάντα.Να σταματήσει να φοβάται το μέλλον,να μη το βλέπει σαν σκιάχτρο,που του κλείνει το δρόμο και τον αναγκάζει να τρέξει προς τα πίσω και να κρυφτεί στο παρελθόν.
Να ψάξει να βρει κάποια ξεχωριστή.Που όταν θα την αγκαλιάζει στη μέση της νύχτας,θα ανατριχιάζει και η γλύκα της αφής της,θα γεννάει χιλιάδες μικρά καλοκαίρια στα δάχτυλα του,που θα τον φιλάει σαν να θέλει να του κλέψει την ανάσα.Να ψάξει να βρει,όλες εκείνες τις στιγμές,που κρύβουν μια ολόκληρη ζωή μέσα τους.
Το φως έκανε στάχτη τα σχέδια του.Δε κατάλαβε πως οδηγούσε όλο το βράδυ.Ο ήλιος του ξεχείλωσε τα μάτια,η μέρα γέμισε εγκαύματα τις αισθήσεις και τις σκέψεις του.Η μιζέρια μόνιμο τατουάζ πάνω στην πόλη,ο μόνος τρόπος για να φύγει,να κάψεις το δέρμα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου