Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Rustland Κεφάλαιο 9

"I will walk...with my shadow flag into your garden
garden of stone"


 Έφαγε βιαστικά και σηκώθηκε πρώτος απ'το τραπέζι.Κλείστηκε στο δωμάτιο του και περίμενε.Παραφύλαγε πίσω απ'την πόρτα.Πότε θα φύγει ο Παναγιώτης.Η συμπεριφορά του τον είχε ανησυχήσει.Είχε γίνει εριστικός,απότομος.Δεν έλεγε που πήγαινε και με ποιους έβγαινε.Πέταγε ένα αόριστο "θα βγω με τα παιδιά" και έφευγε.
                                         Ο Σπύρος προσπαθούσε να καταλάβει τι τον ενοχλούσε περισσότερο.Το ό,τι ο αδερφός του τον αντιμετώπιζε όπως τους γονείς του,σαν κάποιον που δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει,κάποιον που δεν βλέπει πέρα απ'τη μύτη του και δεν τον νοιάζει,σαν απολίθωμα.Είχε μεγαλώσει τόσο πολύ η απόσταση αναμεσά τους;
                                            Μέχρι πριν λίγο καιρό,τον έβλεπε με σεβασμό,αν όχι με θαυμασμό.Πάντα άκουγε τι θα του πει,πάντα του ζητούσε συμβουλές.Τώρα τον προσπερνούσε,τον απέφευγε,όπως απέφευγαν και οι δύο τους τον παππού.Ο Σπύρος αισθανόταν γέρος και ανεπιθύμητος.Άναψε τσιγάρο,πήρε μια βαθιά ανάσα.Έκανε πρόβα τις κινήσεις του,άλλη μια φορά.
                                             Θα περίμενε να φύγει ο Παναγιώτης και θα πήγαινε στο δωμάτιο του.Θα έψαχνε τον υπολογιστή και το γραφείο του,δε μπορεί,κάτι θα έβρισκε.Έπρεπε να μάθει που πήγαινε και τι έκανε.Όχι μόνο από περιέργεια,αλλά και γι'αυτό το άσχημο προαίσθημα που στραγγάλιζε το στομάχι του,εδώ και μέρες.
                                               Κοίταξε την ώρα,18:30.Όπου να'ναι θα έφευγε.Άκουσε τη πόρτα να κλείνει.Μόλις έκλεισε την εξώπορτα,πήγε στο παράθυρο.Τον είδε να φεύγει με το μηχανάκι.Έσβησε άτσαλα το τσιγάρο και πήγε στο διπλανό δωμάτιο.Άνοιξε τον υπολογιστή.Τίποτα.Προφανώς ο αδερφός του έσβηνε το ιστορικό του browser.
                                                 Άνοιξε φακέλους και αρχεία,ξανά τίποτα.Φυλλομέτρησε τα τετράδια που είχε στην άκρη του γραφείου.Σημειώσεις απ'τη σχολή του.Μετά το τέταρτο τετράδιο,άρχισε να χασμουριέται.Το σκέφτηκε αν έπρεπε να δει και το τελευταίο.
                                                  Η ετικέτα δεν έγραφε κάτι.Το ξεφύλλισε και σταμάτησε στη πρώτη σελίδα.Ήταν ημερολόγιο,η πρώτη καταχώρηση είχε σημερινή ημερομηνία.Ο κόμπος στο στομάχι πήρε φωτιά.Πήρε το τετράδιο στο δωμάτιο του,δευτερόλεπτα πριν ξεκινήσει να το διαβάζει,χτύπησε το κινητό του.Η χροιά στο ακουστικό ήταν ανάμεσα στο δέος και τον ενθουσιασμό."Παρακαλώ;""Είδες τι έγινε;""Όχι,τι;""Βάλε τηλεόραση να δεις,μαλάκα είναι απίστευτο!".
                                                  Άνοιξε το pc και μετά την τηλεόραση.Το κέντρο κράτησης  στην Αμυγδαλέζα είχε γίνει κομμάτια,κάποιος είχε βάλει βόμβα.Οι μετανάστες έτρεχαν μακρυά από τα ερείπια.Αστυνομικοί και ΜΑΤ προσπαθούσαν να τους σταματήσουν,όμως μεγάλες ομάδες ανθρώπων τους εμπόδιζαν.
                                                  Το πλήθος όλο και μεγάλωνε,γρήγορα σχημάτισε ένα τείχος.Όλοι με κουκούλες και μάσκες.Μάσκες περίεργες,απόκοσμες,παιδικές,αστείες.Δεν έκαναν τίποτα,απλά στεκόντουσαν σιωπηλοί.Ακούστηκαν εκρήξεις,οι εγκαταστάσεις καιγόντουσαν.Ο Σπύρος διάβαζε στο internet πως το ίδιο είχε γίνει και στα υπόλοιπα κέντρα κράτησης της χώρας.
                                                   Του φαινόταν απίστευτο,οι εικόνες δεν ταίριαζαν μεταξύ τους,δεν έδεναν.Τα σφιγμένα πρόσωπα των δημοσιογράφων,των παρουσιαστών και των αστυνομικών.Το φευγαλέο χαμόγελο ενός μετανάστη,που έτρεχε να ξεφύγει,οι μάσκες,που οι αντανακλάσεις της φωτιάς,τις έκαναν ακόμα πιο απειλητικές.
                                                    Χαμήλωσε την ένταση και έγειρε πίσω.Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα,χωρίς να το ανάψει και άνοιξε το ημερολόγιο του αδερφού του.
"Το αίμα δε μιλάει.Για το πως έχει σκεπάσει την επιφάνεια του πλανήτη,περισσότερες φορές απ'το νερό.Για το ότι έχει ποτίσει το τσιμέντο και το χώμα άδικα,χωρίς να υπάρχει λόγος.Αν το αίμα είχε δική του,ξεχωριστή ζωή,αν μπορούσε να ενώσει κάθε σταγόνα που χύθηκε άδικα,απ'την αρχή της ανθρωπότητας,τα κόκκινα κύματα θα έπνιγαν κάθε πόλη και δε θα σταματούσαν,μέχρι να να καταπιούν και τον τελευταίο άνθρωπο.
                                            Το αίμα δε μιλάει.Για την ηλιθιότητα των ανθρώπων,για την ασέβεια και την απέχθεια τους απέναντι στην ζωή.Για το ότι δε μπορούν ν'αντιληφθούν τους άλλους,τους διαφορετικούς,παρά μόνο ως εχθρούς,ως αντιπάλους,ως απειλή.
                                             Ως κάτι ανάμεσα σε ζώο και αντικείμενο,σαν αναλώσιμο εργαλείο.Ποτέ ως κάποιον ίσο.Φαίνεται πως άνθρωπος πως δε καταλαβαίνει αλλιώς,μόνο  πάνω και κάτω μπορεί να κοιτάξει,ποτέ μπροστά.Μόνο θεούς και σκουλήκια μπορεί να δει.Κι όσο προσπαθεί να φτάσει ψηλά,τόσο περισσότερη γλίτσα αφήνει πίσω του.
                                              Το αίμα δε μιλάει.Για τον φόβο,το πιο αποτελεσματικό ναρκωτικό.Ποτέ καμία δόση δεν είναι υπερβολική.Το μόνο που χρειάζεται,είναι να ν'αλλάζεις τη γεύση που και που.Δε κοστίζει τίποτα και πουλάει ασταμάτητα.Σε βάζει να σκοτώσεις τους άλλους και στο τέλος σκοτώνει και σένα.Σου πουλάει τα πάντα,πατρίδα,φυλή,μέλλον,παρελθόν,ασφάλεια.Μόνο ελευθερία δε μπορεί να σου πουλήσει,μόνο να την αγοράσει.Εξάλλου δε την χρειάζεσαι,όταν την ανταλλάσεις με τόσα πολλά και πιο πολύτιμα.
                                                Το αίμα δε μιλάει.Για τη παράνοια αυτού του κόσμου,όπου το αδιανόητο είναι το αυτονόητο.Για το πως μάθαμε,συνηθίσαμε,πειστήκαμε,υπερασπιζόμαστε αυτή την πραγματικότητα,που είναι τα σύνορα μεταξύ κόλασης και εφιάλτη.Και ο,τιδήποτε άλλο,μας φαίνεται απλησίαστο,απραγματοποίητο,χίμαιρα.Και θα πολεμήσουμε γι'αυτή την πραγματικότητα,θα υπερασπιστούμε αυτή την φυλακή,γιατί έχουμε πειστεί πως είναι το μόνο μας σπίτι.Θέλουμε να κλειδώσουμε το κελί μας,μέσα σ'ένα άλλο και μετά σ'ένα ακόμα.
                                                  Χρειαζόμαστε εκατοντάδες πανοπλίες,για να προστατευτούμε,για να κρυφτούμε.Για να μην ακούσει κανείς τις κραυγές μας και νομίζει πως είμαστε ζωντανοί.Μπορεί να μας ζητήσει εξηγήσεις,γιατί δεν κάναμε τίποτα,γιατί δεν προσπαθήσαμε.Γεννιόμαστε νεκροί και πεθαίνουμε δεκάδες φορές κάθε μέρα.Μόνο αυτό μας έχει μείνει,να ψάχνουμε νέους και πρωτότυπους τρόπους να σκοτώνουμε λίγο λίγο τους εαυτούς μας,για να μην αυτοκτονήσουμε από πλήξη.
                                              Το αίμα δε μιλάει.Αν μπορούσε,θα ούρλιαζε και θα έκοβε τον κόσμο στα δύο.Θα γινόταν οξύ,φωτιά,λάβα,πάγος.Βαρέθηκα.Τους γονείς μου και όλους τους μεγαλύτερους.Που κρύβονται πίσω από αστείες δικαιολογίες.Που έμαθαν να συμβιβάζονται με τα σκατά και να μου λένε πως αυτό είναι αρετή.
                                              Υπάρχουν στιγμές που το απολαμβάνω να τους βλέπω να υποφέρουν.Να τους στερούν τη σύνταξη,την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη,να τους χτυπάνε τα ΜΑΤ,να τους περιφρονούν όλοι αυτοί που έγλειφαν,να τους αντιμετωπίζουν σαν ζωντανά σκουπίδια.
                                                   Μ'αρέσει να βλέπω την απορία στα μάτια τους,μοιάζουν με καθυστερημένα παιδιά λίγο πριν το εγκεφαλικό,όταν τους χτυπάει το "γιατί;" στο στομάχι."Γιατί;Γιατί σε μένα;Τι έκανα;Δεν το αξίζω αυτό,γιατί να συμβαίνει σε μένα;".
Πάντα κάποιος άλλος φταίει.Δε καταλαβαίνουν ότι οι ίδιοι καταδίκασαν τον εαυτό τους.Η αδιαφορία της νεότητας τους θερίζει τη σοδεία της.
                                                   Θα γευτούν όλη τη πίκρα του εξευτελισμού,τώρα στα γεράματα,λίγο πριν το τέλος.Η τελευταία τους ανάμνηση απ'αυτό τον κόσμο,θα είναι η ντροπή,πως όλη τους η ζωή ήταν μια αποτυχία,πως ήταν βάρος,παράσιτα και ότι έπρεπε να είχαν πεθάνει εδώ και πολύ καιρό.
                                                    Βαρέθηκα.Ανθρώπους σα τον αδερφό μου.Που φοβούνται και τη σκιά τους,που περιμένουν κάποιον άλλο να δώσει τη μάχη γι'αυτούς,κάποιον μεσσία.Να τους οδηγήσει,να κάνει το θαύμα και όλα ν'αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή.
                                                     Ωρες ώρες νομίζω πως το έχει σκάσει από κάποιο κινούμενο σχέδιο.Από κάποια αποτυχημένη μεταφορά της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων.Είναι η κάμπια που καπνίζει.Μόνο που δε θα γίνει ποτέ πεταλούδα.Θαμμένος κάτω απ'τα βιβλία και τους δίσκους του,θα τα τρώει σιγά σιγά μέχρι να σκάσει.Μέχρι να ξεχάσει τα ακρωτηριασμένα του όνειρα και τις ματαιωμένες του προσδοκίες.
                                                       Φοβήθηκε να θυσιάσει το τίποτα,που ούτε αυτό ήταν δικό του.Φοβήθηκε μήπως χάσει κάποιον από τους φόβους του,μόνο αυτοί του άνηκουν πραγματικά.Δεν αντέχω άλλο τέτοιους ανθώπους.Θα'θελα να κάνω εμετό πάνω τους,μέχρι να τους πνίξω,να τους κάψω τα μάτια,να γεμίσω τις φλέβες και τα πνευμόνια τους.
Βαρέθηκα.Αυτή την πόλη.Δεν έχει φτιαχτεί για να ζουν άνθρωποι,αλλά για να σκοτώνονται μεταξύ τους.Όσο πιο μεγάλη,τόσο περισσότεροι οι νεκροί.όσο πιο όμορφη,τόσο πιο αποτελεσματικά σε σκοτώνει,όσο πιο άσχημη,τόσο πιο ανίκητη.
                                                      Πόλεις παγίδες,φυλακές,ζωολογικοί κήποι,μηχανές του κιμά.Βαρέθηκα.Κι αφου δε μπορούμε ή μάλλον δε θέλουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο,ας καταστρέψουμε αυτόν,ας τελειώνουμε μαζί του.Αφού δε μπορούμε να είμαστε άνθρωποι,ελεύθεροι,ανοιχτόμυαλοι,ας αφήσουμε τα ημίμετρα και ας κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλύτερα,ας διαλύσουμε αυτό τον κόσμο.
                                                      Να φτιάξουμε το απόλυτο αριστούργημα,ας κάψουμε τα πάντα,ας γκρεμίσουμε τα πάντα.Όχι άλλα λόγια,όχι άλλες νεκρές ιδέες,όχι άλλοι βαλσαμωμένοι θεοί και θρησκείες,όχι άλλη απληστία,όχι άλλα λεφτά,μόνο φωτιά,μόνο καταστροφή.Αφού δε μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο,ας είμαστε τουλάχιστον ελεύθεροι να καταστραφούμε με όποιον τρόπο θέλουμε. 

                                                    Αυτή είναι η μόνη επιλογή που μας έχει απομείνει.Και είναι το μόνο που μπορώ να προσφέρω,το δικαίωμα της ισότητας στην αυτοκαταστροφή.Γι'αυτό θα γκρεμίσω τα κέντρα κράτησης,γι'αυτό θα τα ανατινάξω.Για να δώσω σ'αυτούς που είναι φυλακισμένοι,το τελευταίο ψίχουλο επιλογής,ό,τι έχει απομείνει από τη λέξη και την έννοια της ελευθερίας,το τελευταίο κουρέλι της σημαίας της,η σκιά της.
                                                         Το αίμα δε μιλάει.Όμως μερικές φορές γκρεμίζει τα φράγματα που το εμποδίζουν,πνίγει το σκοτάδι και ανοιγει το δρόμο.Μόνο οι οπλισμένοι προφήτες πετυχαίνουν το σκοπό τους,μόνο αυτοί μπορούν να δουν το μέλλον που προλόγισαν.Γιατί αυτοί θα το δημιουργήσουν.Είμαι ένας απ'αυτούς."
                                                        Ο Σπύρος έκλεισε το τετράδιο και προσπάθησε ν'αναπνεύσει.Του έπεσε το τσιγάρο απ'το στόμα.Οι λέξεις,οι εικόνες,τα πρόσωπα στις οθόνες έμοιαζαν ψεύτικα.Σηκώθηκε απ'την καρέκλα,ζαλίστηκε,παραλίγο να πέσει.Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα και τ'άνοιξε.
                                                        Η φωτιά είχε σκαρφαλώσει έξω απ'την τηλεόραση και έκαιγε τις κουρτίνες,κάλυψε γρήγορα όλο το ταβάνι.Ευχήθηκε να μην ήταν ο αδερφός του ανάμεσα στις μάσκες.Ευχήθηκε να μην είχε διαβάσει το ημερολόγιο.Κυρίως όμως,ευχήθηκε όλα αυτά,να ήταν απλά μια φάρσα ατυχών συμπτώσεων. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου