Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Rustland Κεφάλαιο 12

                    "This is my least favorite life"
 "Άλλη μια αγγελία φάντασμα.Άλλη μια που έλεγε ψέματα,που κάποιος άλλος απογοητεύτηκε πριν από μένα.Άλλη μια εταιρεία που δεν ήθελε απλά εθελοντές ή σκλάβους,αλλά ήθελε να σου νοικιάσει και τις αλυσίδες.Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει.Έψαξα στο internet,όλους τους τηλεφωνικούς αριθμούς α'τις αγγελίες που μ'ενδιέφεραν.Οι τρεις απ'αυτούς ήταν απάτη,δεν υπήρχε τίποτα,έπαιρνες και σε χρέωναν.
                                             Αν φέρναμε τον Ντίκενς πίσω στη ζωή,θα τράβαγε τα μαλλιά του με αυτά που θα έβλεπε.Η εποχή του,θα του φαινόταν αθώα,ρομαντική και τα βιβλία του άρλεκιν.Άλλη μια συνέντευξη που τελείωσε πριν να ξεκινήσει,άλλη μια άσκοπη μέρα.Τι θα γίνει μ'αυτή την κατάσταση;Ποτέ δεν αισθανόμουν άνετα ανάμεσα σε ανθρώπους,στο πλήθος.
                                            Τα τελευταία χρόνια όμως,η δυσφορία που νιώθω,είναι αβάσταχτη,δε μπορώ ν'ανεχτώ σχεδόν τίποτα.Δε μπορώ να ξεφύγω απ'αυτά που με πνίγουν,γι'αυτό θέλω να ξεσπάσω,θέλω να χτυπήσω κάποιον,οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά μου.Να φορτώσω σε κάποιον άλλο,όλους τους δαίμονες,όλους τους φόβους και μετά να τον χτυπήσω,να τον σκοτώσω και να μεθύσω με την ψευδαίσθηση.Πως σκοτώνοντας τον,σκοτώνω και ο,τιδήποτε με ενοχλεί,ο,τιδήποτε με τρομάζει.
                                            Στρέφω το βλέμμα μου αλλού και καταλαβαίνω πως δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος.Απλά θέλω να ξεφύγω,να μην είμαι πια εδώ.Πιο πολύ με τρομάζουν οι άστεγοι και οι ζητιάνοι,δε θέλω ούτε να τους ακούω.Γιατί φοβάμαι πως θ'αναγνωρίσω τη φωνή μου στη δική τους,θα δω τον εαυτό μου στο πρόσωπο του,την αντανάκλαση του μέλλοντος στη μορφή τους.
                                            Πλέον δε μπορώ να ηρεμήσω πουθενά,το σπίτι είναι πολύ μικρό και με πνίγει,έξω,εγώ είμαι πολύ μικρός και πνίγομαι.Μ'ενοχλούν τα πάντα,οι περαστικοί στο δρόμο,οι ταμίες στα σούπερ μάρκετ,αυτοί που μιλάνε δυνατά στο λεωφορείο,στο μετρό.Θα ήθελα ένα μαγικό τηλεκοντρόλ.Να βγαίνω έξω και να σβήνω τον ήχο απ'τον κόσμο,να μην με ενοχλεί τίποτα.Να πατάω παύση και όλη η πόλη να είναι δικιά μου.
                                           Να κάνω ό,τι θέλω,σε όποιον θέλω.Να κατουρήσω στη μούρη τη κωλόγρια που μουρμουρίζει συνέχεια,που μασάει συνέχεια τις βρισιές και τις κατάρες της.Να γεμίσω με σκατά τη μούρη και το στόμα κάθε αγενή μαλάκα,κάθε ταγαροσαμουράι που συμπεριφέρεται,λες και βρίσκεται στη στρούγκα του παππού του,να κάνω εμετό πάνω σε κάθε ηλίθιο.μέχρι να λιώσει σαν βαμπίρ το ξημερώμα.
                                            Να αλλάξω τα πάντα,να σκηνοθετήσω την πιο μεγάλη σκηνή όλων των εποχών.Με σκηνικό όλη την πρωτεύουσα και 5.000.000 κομπάρσους.Και μόλις πατήσω play,οι κάτοικοι αυτής της πόλης,να εκπλαγούν,να γελάσουν,να εξευτελιστούν,κάποιοι να σκοτώσουν,κάποιοι να σκοτωθούν,αλλά τίποτα και κανένας δεν θα είναι όπως πριν.
                                             Υπάρχουν μέρες που δε θέλω να σηκωθώ απ'το κρεβάτι.Θέλω να πέσω σε κώμα και το όνειρο που θα βλέπω,να συνεχιστεί για πάντα.Αφήστε με να ζήσω μέσα στο μυαλό μου,μη με ξυπνήσετε,αφήστε με έτσι μέχρι να πεθάνω.Τι στο διάλο θα γίνει;Φοβάμαι να σκεφτώ τον εαυτό μου σε 10 χρόνια.Τι θα γίνει αν πεθάνουν οι γονείς μου;Θα καταλήξω και'γω άστεγος;Τουλάχιστον το σπίτι είναι δικό μας,θα είμαι στη μεσαία τάξη των αστέγων.
                                               Τι σκατά να κάνω,να φύγω στο εξωτερικό;Δε ξέρω αν αντέχω να προσθέσω νέους φόβους και άγχη  στα τέρατα των σκέψεων μου.Το φόβο της προσαρμογής,το άγχος μάθησης μιας νέα γλώσσας.Άσε,δεν είμαι σε ηλικία για να δοκιμάζω νέα μιζέρια,εδώ με το ζόρι ανέχομαι την τοπική.
                                               Οι εικόνες έξω απ'το παράθυρο του λεωφορείου,όλο και πιο άσχημες.Τα πάντα ξεθωριάζουν και γίνονται γκρι,λες και είναι το πραγματικό χρώμα του κόσμου,το δέρμα του.Στάχτες σε κάθε μορφή και σχήμα,που το μόνο που περιμένουν,είναι μια θύελλα να τις σκορπίσει.
                                                Όχι άλλη βροχή,γιατί η λάσπη εδώ,αυτή η κινούμενη άμμος που λέγεται Αθήνα,είναι φτιαγμένη από στάχτες,δάκρυα,αίμα,σκατά και σιωπή.Καταπίνει τα πάντα,ένας ζωντανός βάλτος που δε χορταίνει ποτέ.Μόνο μια έκρηξη μπορεί να καθαρίσει το μέρος,μόνο η φωτιά να το εξαγνίσει.
                                                Δε θέλω άλλο,κουράστηκα.Θέλω να ξυπνήσω το πρωί και να είμαι πάλι 16.Να μη θυμάμαι τίποτα,να μη ξέρω τίποτα.Θέλω την αθωότητα μου πίσω,τη λαχτάρα να μάθω τον κόσμο.Όχι αυτόν τον κόσμο,κάποιον άλλο,κάπου αλλού.Δεν θέλω να είμαι όμηρος.Να με κρατάνε στη ζωή μόνο οι φόβοι.Φόβοι που είναι αλχημιστές για κάποιους άλλους,μετατρέπουν όλο τον πόνο,όλο το σκοτάδι και τον θάνατο σε χρυσάφι.
                                               Κάτι πρέπει να γίνει,αυτοί οι αλχημιστές να δουλέψουν και για μας.Αλλιώς να μπει το τζίνι στο λυχνάρι.Και το λυχνάρι πολύ βαθιά στον κώλο τους".Ο Σπύρος ήταν εξαντλημένος,απ'το πρωινό ξύπνημα,απ'τις άκαρπες συνεντεύξεις,απ'τις σκέψεις του.
                                               Πάτησε το play στο mp3 player και έκλεισε τα μάτια.Ο αντίχειρας έψαχνε εκείνο το τραγούδι που θα του χάριζε,έστω και για μερικά λεπτά,λήθη.Και ένα ταξίδι μακρυά από αυτό το μέρος.Νούμερο 29,έγειρε πίσω στο κάθισμα και προσπάθησε ν'αποσυνδεθεί απ'τον υπόλοιπο κόσμο."October blues,the mist rules my life.."
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου