Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2018

Μόνο το αίμα μπορεί να βάλει φωτιά στο σκοτάδι

Μόνο η αγάπη μπορεί να κάνει αγίους.
Άγιοι είναι αυτοί που αγαπήθηκαν πολύ.
Όσκαρ Ουάιλντ.
"Ψηλά τα χέρια!Ληστεία!Όποιος κουνηθεί,θα γεμίσει με τόσες τρύπες που μετά θα τον πουλήσω για τυρί!Εσύ εκεί!Πάρε τη τσάντα και γέμισε την!Τι με κοιτάς;".Δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να φοβηθεί.Ήταν μικροσκοπική σε σχέση με το όπλο,έμοιαζε σαν να τη κρατάει αυτό.Τα μάτια της όμως ήταν οι πραγματικές κάνες,πυρωμένο μέταλλο που κάπνιζε λύσσα."Δεσποινίς,μήπως έχετε κάνει κάποιο λάθος;Εδώ είναι κέντρο αιμοδοσίας""Σκάσε και γέμισε τη τσάντα ΤΩΡΑ!".Έβαλε όσα σακουλάκια με αίμα υπήρχαν.Συνέχιζε να τη κοιτάζει απορημένη."Κάτι άλλο;""Μπορείς να μου πεις ποιο από αυτά είναι αίμα παρθένας;".Η νοσοκόμα κάγχασε"Μόνο στα μαιευτήρια θα βρεις παρθένες,αλλά δεν βάζω και το χέρι μου στη φωτιά".Έκλεισε τη τσάντα και τη πέρασε στον ώμο.Έφυγε τρέχοντας.Πέταξε τη τσάντα στο πίσω κάθισμα και έβαλε μπροστά,οι ρόδες ούρλιαξαν καθώς χάθηκε στη λεωφόρο.
 Δεν κοιτάζει ποτέ πίσω της.Ξέρει πως κανένας δεν θα τη κυνηγήσει.Ποτέ δεν φοβήθηκε την αστυνομία.Μόνο τον εαυτό της.Μήπως έκανε κακό σε κάποιον,πάνω στη βιασύνη της να προλάβει.Ακόμα θυμάται την πρώτη της ληστεία.Και το ψίθυρο εκείνης της νοσοκόμας."Νόμιζα πως τα βαμπίρ βγαίνουν τη νύχτα".Τα περισσότερα ναι.Όχι το δικό της.
Τον γνώρισε πριν από ένα χρόνο.Σε μια συναυλία.Πέρασαν όλη  το βράδυ κουβεντιάζοντας.Τους βρήκε το ξημέρωμα στο λόφο.Το φως τους αγκάλιασε σαν κύμα.Την πήγε στο σπίτι της.Για πρώτη φορά,η αμηχανία ήταν μεθυστική.Έφυγε βιαστικά.Λίγο πριν ανοίξει τη πόρτα,επέστρεψε,την άρπαξε και τη φίλησε.Μέσα σε εκείνο το φιλί,έλιωσαν όλα τα χρόνια αναμονής,όλες εκείνες οι άγονες νύχτες,κάθε αποτυχία και κάθε μαλάκας που τη πλήγωσε και τη έκανε να βαρεθεί.Οι επόμενοι μήνες κύλησαν σαν ταινία.Ο χρόνος δεν ήταν ποτέ αρκετός,για τίποτα.Γιόρτασαν τους πρώτους πέντε μήνες στο λόφο που γνωρίστηκαν.Θα ήταν η πρώτη φορά που θα έκαναν έρωτα.Αν δεν ήταν εκείνος.Μπήκε ανάμεσα τους σαν βροχή.Μια σκιά που σχηματιζόταν σιγά σιγά,κάθε σταγόνα και μια πινελιά.Τα μάτια του ήταν δύο πληγές που έκαιγαν,το στόμα του ένα χάος από δόντια.
Πάλεψε με όλες του τις δυνάμεις,δεν άφησε το τέρας να τη πλησιάσει.Εκείνη είχε παγώσει,δεν ήξερε τι να κάνει.Τον παρακολουθούσε να πεθαίνει αργά.Ήξερε πως δεν θα επιβίωνε,ήθελε να τον κρατήσει μακρυά της μέχρι να ξημερώσει.Τον αγκάλιαζε σαν πυγμάχος που προσπαθούσε ν'αντέξει έναν γύρο ακόμα.Σχεδόν τα κατάφερε.Λίγο πριν οι στάχτες του τέρατος σκορπίσουν στον ορίζοντα,τον δάγκωσε,πρόλαβε να τον μολύνει με την αθανασία.Αυτό δεν το είχε ξαναδεί,σε καμία ταινία,σε κανένα κόμικ.Έψαξε και τη τελευταία πληροφορία στο ίντερνετ,από μυθολογία και λαογραφία μέχρι το πιο ηλίθιο blog κάθε βλαμμένου που ντύνεται με δερμάτινα,πίνει αίμα στο σαλόνι του και νομίζει πως είναι το ξώγαμο του Βλαντ του Παλουκωτή.
Δε βρήκε τίποτα.Ο αγαπημένος της ήταν παγιδευμένος ανάμεσα στους δύο κόσμους.Ούτε βαμπίρ,ούτε θνητός.Ένας υβρίδιο με τις αδυναμίες και των δύο,χωρίς κανένα από τα πλεονεκτήματα.Ήταν συνεχώς αδύναμος,δεν μπορούσε να σταθεί ή να περπατήσει.Αν καθόταν πολλή ώρα στον ήλιο,δεν καιγόταν,όμως γερνούσε γρήγορα.Τα χέρια του είχαν ζαρώσει,έμοιαζαν με γέρου.Στην αρχή,του έδωσε αίμα από ζώα.Δεν έγινε τίποτα.Δεν ήξερε τι άλλο να κάνει.Πάνω στην απελπισία της,του έδωσε λίγο από το δικό της.
Μεταμορφώθηκε,έγινε όπως πριν.Εκείνη η νύχτα ήταν η πιο όμορφη μετά από καιρό.Το θαύμα δεν κράτησε πολύ.Τότε ξεκίνησε τις ληστείες.Έτρεμε πριν κάνει τη πρώτη.Μόνο δύο σκανδαλοθηρικές εφημερίδες έγραψαν για αυτήν.Μετά από κάθε ληστεία έκανε ένα πολύωρο μπάνιο.Δεν ήθελε να βλέπει τον εαυτό της.Το αίμα  κρατούσε για μερικές μέρες.Πάλευαν να αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο.Έφταναν στο παρά ένα,όμως κάθε φορά τον σταματούσε.Έπρεπε να περιμένουν,μέχρι να βρεθεί λύση.
Η λύση δεν βρισκόταν.Προσπάθησε να τη διώξει,την παρακάλεσε,την απείλησε.Εκείνη γονάτισε μπροστά του και ξεγύμνωσε το λαιμό και τους ώμους της.Δεν ήθελε να γυρίσει πίσω,στη κανονική ζωή της.Δεν ταίριαζε πουθενά.Ήταν γεροντοκόρη για τους συνομήλικους της και ανώριμη έφηβη για τους μεγαλύτερους.Μόνο μαζί του αισθανόταν πως της άνηκε ο εαυτός της.Ακόμα κι έτσι.Ξάπλωνε πάνω στο στήθος του και αυτός της έδειχνε τους αστερισμούς.Έκλεινε τη παλάμη του και της χάιδευε τα βλέφαρα.Λες και τα είχε κόψει από τον ουρανό,το φως τους έσταζε μέσα της,κυλούσε σε κάθε κύτταρο.
Όσες δυνάμεις είχε,τις χρησιμοποιούσε για να τη κάνει να ονειρεύεται.Οι ψίθυροι του σκαρφάλωναν την σπονδυλική της στήλη,το δέρμα της ράγιζε από τα ρίγη.Η σκιά του την τύλιγε σαν ρούχο,άλλαζε χρώματα,ενώ το χάδι του έντυνε κάθε χιλιοστό της.Αυτό τον άφηνε σε κώμα για δύο μέρες τουλάχιστον,όμως άξιζε το κόπο.Φοβόταν μήπως κάποια στιγμή,δει μόνο τον οίκτο στα μάτια της.Ήθελε να την λυτρώσει.Όμως εκείνη τον ήθελε όλο και πιο πολύ.Έκλαιγε ασταμάτητα,δεν ήθελε να παραδεχθεί την ήττα.
Έφυγε ένας χρόνος.Οι λέξεις δεν έφταναν,τίποτα δεν ήταν αρκετό.Σκέφτηκε να φύγει.Πήγε βόλτα στα μαγαζιά.Έκλεψε το πιο όμορφο φόρεμα που βρήκε.Άναψε δεκάδες κεριά.Τον πήρε από το χέρι και άρχισαν να χορεύουν.Τα φιλιά γινόντουσαν όλο πιο ματωμένα.Η ηδονή έμοιαζε με ξόρκι.Οι φλόγες από τα κεριά παγιδεύτηκαν στη τροχιά τους.Έκαναν έρωτα στον αέρα.
Το σκοτάδι καιγόταν σαν χαρτί,οι στάχτες του πέταλα λουλουδιών που στροβιλίζονταν στα πόδια τους.Πήρε μια σταγόνα από το αίμα που κύλησε στο γόνατο της.Ο οργασμός της έβαλε φωτιά στον ουρανό,έσβησε τα αστέρια σαν να ήταν μουτζούρες.Ο ήλιος τρύπησε τον ιστό της νύχτας.Εκείνη επέπλεε στην ηχώ της μέθης.Την αγκάλιασε για τελευταία φορά,άγγιξε το πρόσωπο της και της ψιθύρισε "σ'ευχαριστώ που έμεινες μέχρι το τέλος.Αυτό είναι το τελευταίο μου δώρο".Την δάγκωσε ενώ το σώμα του ξεθώριαζε στο φως.
Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι συνέβη.Μέχρι να το συνειδητοποιήσει,τα χέρια της είχαν βαφτεί από τις στάχτες του.Έπεσε κάτω,ο λυγμός της έγδαρε το τσιμέντο,τα δάκρυα της έλιωσαν τα κάγκελα.
Το τελευταίο του δώρο ήταν η αθανασία.Από τότε δε χρειάζεται να κλέβει κέντρα αιμοδοσίας.Μπορεί να κυκλοφορεί τη μέρα,αν και τη κουράζει.Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την μεταμόρφωσε και την έκανε τόσο δυνατή.Ίσως ο τρόπος που έγινε.Νιώθει τη νύχτα στις φλέβες της.Ένα κομμάτι του θα ζει για πάντα μαζί της,μέσα της.Στα όνειρα της είναι μαζί.Όπως εκείνο το βράδυ στο λόφο.Τον αγκαλιάζει.Το τραγούδι τους κρύβεται στον άνεμο που τους μπερδεύει τα μαλλιά.Μόνο που αυτή τη φορά,δεν περιμένει να την πάει στο σπίτι για να τον φιλήσει.Περνάει τα δάχτυλα της στα μαλλιά του και κολλάει τα χείλη της στα δικά του.Όλα παίρνουν φωτιά.Μέχρι το πρωί,μέχρι να γίνουν στάχτη μαζί.


  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου