Με άμμους φλεγόμενες που λαξεύουν ένα σύμβολο φωτιάς πάνω στον χρόνο,
μ’ έναν άγριο νόμο ζώων που καραδοκούν τον κίνδυνο απ’ το κρησφύγετο τους,
με τον ίλιγγο του να κοιτάς προς τα πάνω,
με τον έρωτα σου που ανάβει ξάφνου σαν ένα φωτιστικό στο μέσο της νύχτας,
με μικρά θραύσματα ενός κόσμου ιερού για την ειδωλολατρία,
με τη γλυκύτητα του να κοιμάσαι με όλο σου το δέρμα σκεπάζοντας το πλευρό του φόβου,
στη σκιά τής ραστώνης που άνοιγε τρυφερά μια βεντάλια από ουράνια βοσκοτόπια,
έφτιαξες μέρα με την ημέρα τη μοναξιά που έχω.
Η μοναξιά μου φτιάχτηκε από σένα.
Έχει το όνομα σου στην πέτρινη εκδοχή της,
σε μια τεταμένη σιωπή όπου μπορούν να ηχήσουν όλες οι μελωδίες της κόλασης ∙
βαδίζει δίπλα μου με το βήμα της κενό,
και έχει, όπως κι εσύ, αυτό το βλέμμα του να βλέπεις να φεύγω κάθε φορά όλο και πιο μακριά,
μέχρι μια λάμψη απ’ το χθες που αναλύεται σε δάκρυα, σε τίποτα.
Την άφησες στην πόρτα μου σαν κάποιον που εγκαταλείπει την κληρονόμο ενός βασιλείου
απ’ το οποίο δεν βγαίνει κανείς και στο οποίο ποτέ δεν επιστρέφει.
Και μεγάλωσε μόνη της,
ταϊσμένη μ’ εκείνα τα γρασίδια που μεγαλώνουν στο χείλος της θύμησης
και που τις νύχτες της καταιγίδας παράγουν αντικατοπτρισμούς μυστηριώδεις ,
σκηνές με τις οποίες οι πυρετοί θρέφουν τις καλύτερες τους πυρκαγιές.
Την έχω δει έτσι να κατοικεί την αλέα με τις λεύκες, με μασκαρεμένους που θυσιάζουν την αγάπη
-πρόσωπα ενός ανίκητου μάρμαρου, τυφλό κι αφηρημένο όπως η απόσταση-
ή να ξεδιπλώνουν καταμεσής μιας αίθουσας αυτή τη βροχή που πέφτει δίπλα στη θάλασσα,
μακριά, σ’ άλλο μέρος,
όπου θα γεμίζεις το τάσι κάποιων χρόνων με νερό λησμονιάς.
Κάποιες μέρες φυσά πάνω μου με μια νοτιά
ένα άσμα θυελλώδες που διασπάται ξάφνου σ’ ένα βογγητό στον λαιμό
τον σπασμένο από την ευτυχία,
ή να σβήσει προσπαθεί μ’ ένα κομμάτι ελπίδας φαγωμένης
αυτό το αντίο που ‘γραψες με το αίμα των ονείρων μου σε όλα τα κρύσταλλα
για να λαβώσει όλα όσα κοιτώ.
Η μοναξιά μου είναι όλα όσα έχω από σένανε.
Ουρλιάζει με τη φωνή σου σε όλες τις γωνιές.
Όταν της δίνω τ’ όνομα σου
μεγαλώνει σαν μια πληγή μέσα στα ερέβη.
Και ένα σούρουπο όρθωσε μπρος μου
αυτή την κούπα του ουρανού που ‘χε ένα χρώμα από λεύκες υγρές κι απ’ την οποία έχουμε
πιεί το κρασί της αιωνιότητας της κάθε μέρας,
και την έσπασε δίχως να ξέρει, για να ανοίξει τις φλέβες,
έτσι ώστε να γεννηθείς εσύ σαν ένα θεός από το υπέροχο του πένθος.
Και δεν μπόρεσε να πεθάνει
και το βλέμμα της ήτανε το βλέμμα μιας τρελής.
Τότε άνοιξε ένας τοίχος
και μπήκες σε τούτο το δώμα μιας ατμόσφαιρας που δεν έχει εξόδους
όπου κάθεσαι, παρατηρώντας τον εαυτό σου, σε μιαν άλλη μοναξιά όμοια
με τη ζωή μου.
Μετάφραση: Στέργιος Ντέρτσας
Αλιευμένο από το poiein.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου