Η πόλη είναι όμορφη λίγο πριν ξημερώσει. Έχει μια γαλήνη που γλυκαίνει την ασχήμια της. Ανάμεσα στα φώτα και στον ουρανό που ραγίζει το αίμα της μέρας, όλα έχουν - έστω για λίγο- μια κινηματογραφική γοητεία. Οι σιλουέτες των ελάχιστων περαστικών, τα φανάρια, οι στάσεις των λεωφορείων, σκηνικά που περιμένουν μια σκηνή ν'ανθίσει. Λέω συνέχεια στον εαυτό μου, πως κάποιο πρωί, θα σηκωθώ και θα τραβήξω φωτογραφίες αυτή την ώρα.
Φυσικά δε θα το κάνω ποτέ. Λίγο η δουλειά, λίγο η πλήξη, το αναβάλλουν συνέχεια. Κάποια στιγμή θα γίνει, με την κατάλληλη αφορμή. Είναι οι ζωές μας, καθημερινή σειρά, που ονειρεύεται, πως κάποιες νύχτες γίνεται ταινία; Ή μίνι σειρά επιπέδου HBO; Παλεύει να χωρέσει happy ends και κορυφώσεις σε κάθε μέρα της εβδομάδας;
Νυστάζω, δυσκολεύομαι να παραμείνω ξύπνιος στο μετρό. Προσπαθώ να βρω το ιδανικό soundtrack, αυτό που θα ξεκλειδώσει το ρυθμό της στιγμής, θα μεταμορφώσει άλλη μια καθημερινή σε κάτι άλλο. Αλλά πίσω από το μακιγιάζ και τα όμορφα ρούχα, κάποιες μέρες εξακολουθούν να είναι άσχημες, γεννήθηκαν γριές, από το πρώτο δευτερόλεπτο, και οποιοδήποτε ψιμύθιο τις κάνει ακόμη πιο αποκρουστικές.
Tα social media είναι το μοντάζ της πραγματικότητας. Σκηνοθετούμε teasers και trailers, ταινιών που δε θα γυριστούν ποτέ, αλλά υπονοούν πως εμείς τις ζούμε μέχρι το μεδούλι. Μερικές φορές, τα stories μου θυμίζουν αποτυχημένες λήψεις ή bloopers. Ψάχνουμε το Oscar σε κάθε γωνιά, δεν έχει σημασία αν θα είναι καλύτερης ταινίας, ερμηνείας, σκηνοθεσίας,κτλ.
Το καλοκαίρι είναι σκληρό όταν δεν έχεις κάτι να περιμένεις. Παίζεις Tetris στα τυφλά με το ημερολόγιο, πετάς τις μέρες στα σκουπίδια, και εύχεσαι να εξαφανιστούν όσο πιο γρήγορα γίνεται. Η κούραση του σώματος δεν πτοεί το μυαλό, που λειτουργεί πάντα σε μεγαλύτερες ταχύτητες από όσο μπορεί ν'αντέξει. Ανάμεσα τους, οι αισθήσεις που βραχυκυκλώνουν συνεχώς. Οι άνθρωποι γύρω μου κουρασμένοι, λευκός θόρυβος. Έχουμε μαζευτεί πολλοί κομπάρσοι, δε μας χωράει η σκηνή, ούτε το πλάνο. Κλείνω τα μάτια, να προλάβω να κοιμηθώ λίγο μέχρι να φτάσω. Εύχομαι ο ήχος των κυμάτων, να σβήσει κάθε φασαρία. Η άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών, στα ρούχα. Η σιωπή κάτω από το νερό είναι ευλογία, σε βαφτίζει λογικό ξανά, αθώο.
Όσο περνάνε τα χρόνια, το τέλος του Le Grand Bleu έχει όλο και περισσότερο νόημα. Με τα μάτια κλειστά , ο άνεμος με ξεγελάει, έχει μια υπόσχεση διακοπών, σχεδόν με πείθει, πως βρίσκομαι δίπλα στη θάλασσα, στο μπαλκόνι ενός ξενοδοχείου. Τελικά τι είναι πιο περίεργο, να αισθάνεσαι σαν εξωγήινος ανάμεσα στους ανθρώπους ή σαν ο μόνος άνθρωπος ανάμεσα σε εξωγήινους;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου