Κανείς δεν κατάλαβε πως ξεκίνησε η φωτιά. Απλώθηκε παντού στο κτίριο. Δεν μπορείς να βρεις έξοδο. Ο καπνός σε πνίγει, σου καίει τα μάτια, δυσκολεύεσαι ν'αναπνεύσεις. Διακρίνεις μια ρωγμή στο βάθος. Λίγο πριν βγεις, ακούς μια γυναικεία φωνή, διστάζεις για λίγο. Γυρίζεις πίσω, ψάχνεις στα δωμάτια. Δευτερόπλεπτα πριν λιποθυμήσεις, την βρίσκεις. Η μυρωδιά του καμένου πλαστικού σας κόβει την ανάσα. Τα καταφέρνεις. Το κτίριο βουλιάζει στο έδαφος. Βρίσκεις νερό, ρίχνεις στα χέρια σου και σκουπίζεις το πρόσωπο της. Εκείνη γέρνει πάνω στο χέρι σου.
Παρατηρείς πόσο όμορφη είναι. Κι αυτή, οικεία και ταυτόχρονα άγνωστη. Πίνει αχόρταγα νερό και σε αγκαλιάζει. Τα μάτια της σ'εχουν κάνει να ξεχάσεις τη φωτιά.
"Σ'ευχαριστώ, δε θα τα κατάφερνα χωρίς εσένα"
"Που ήσουν;"
"Στο υπόγειο, στη βιβλιοθήκη. Με το ζόρι ανέβηκα πάνω, οι σκάλες ήταν γεμάτες καπνό"
"Κατάλαβες πως ξεκίνησε η φωτιά;"
"Όχι, εσύ;"
"Δεν ξέρω. Ήμουν σ'ένα γραφείο, ξαφνικά όλα άρχισαν να καίγονται. Βγήκα στο διάδρομο, το κτίριο ήταν άδειο. Είμαι σίγουρος πως υπήρχε κόσμος όταν μπήκα" .
Όσα ώρα σου μιλάει, προσπαθείς να θυμηθείς. Που την έχεις ξαναδεί. Να καταλάβεις, τι νιώθεις. Ένα μαύρο αυτοκίνητο πλησιάζει. Εκείνη σηκώνεται, μόλις το βλέπει. Είναι αμήχανη.
"Θα σε ξαναδώ;"
"Ίσως;"
"Πως σε λένε;".
Χαμογελάει και σε φιλαει τρυφερά στο μάγουλο.
"Δεν το έμαθες ακόμα; Πως εδώ δεν υπάρχουν ονόματα"
"Είναι απαγορευμένα;"
"Κατά κάποιο τρόπο. Το να σου δίνω όνομα σημαίνει μου ανήκεις".
Το μαύρο αυτοκίνητο χάθηκε στα στενά. Τι εννοούσε;
Γυρίζεις στο δωμάτιο. Κάνεις μπάνιο με τα ρούχα, τα βγάζεις από πάνω σου σαν να αλλάζεις δέρμα. Βουλιάζεις στον καναπέ, ευτυχώς έχει μείνει λίγο ουίσκι. Δεν έχεις ιδέα για το πόσο καιρό είσαι σε αυτή την πόλη. Ένα μήνα, δύο χρόνια; Δεν έχει σημασία. Δεν είναι και τόσο άσχημα. Τα αριστοκρατικά προάστια και το κέντρο είναι γεμάτο με φιγούρες βγαλμένες από πίνακες ζωγραφικής. Ευτραφείς κυρίες του Λωτρέκ, δανδήδες του Νταλί και φλύαροι αστοί του Μανέ.
Τα υποβαθμισμένα προάστια σου αρέσουν περισσότερο, όλα είναι βγαλμένα από κόμικ. Η αρχιτεκτονική, οι άνθρωποι. Το αγαπημένο σου μπαρ είναι βγαλμένο από κάποιο σχέδιο του Moebius. Χαζεύεις τα στενά της Sin City, αποφεύγεις τις συναναστροφές με τους μηχανόβιους του Sienkiewicz. Κάθεσαι στην ίδια θέση, περιμένεις να ξεκινήσει το παιχνίδι πόκερ. Ήρθες νωρίς. Κάνεις πως δεν την βλέπεις, όμως η μελαχρίνη που θα μπορούσε να είχε σχεδιάσει ο Manara, κάνει κι εκείνη πως δεν σε κοιτάζει. Ανάβεις τσιγάρο. Ούτε απόψε θα της μιλήσεις. Παίρνεις το ποτό σου, και πηγαίνεις στο τραπέζι. Δεν έχεις όρεξη να παιξεις. Θα απολαύσεις ως θεατής. Όχι το παιχνίδι - όπου όλοι κλέβουν- αλλά το γλωσσικό τραμπουκισμό.
Οι παίκτες; Ανθρωπόμορφα σκυλιά. Κάθεσαι πάντα δίπλα στο χοντρό μπουλντόγκ. Απόψε έχει κέφι, πιστεύει πως θα κερδίσει.
"Δε θα παίξεις;"
"Βαριέμαι, θα κάτσω να βλέπω"
"Μην κάτσεις πολύ κοντά, δε μου φαίνεσαι γουρλής".
Τα φύλλα πάνε κι έρχονται. Τσιγάρα, πούρα, ποτήρια, ηλίθια αστεία. Ο χοντρός κερδίζει.
"Γιατί δεν ήρθε ο φίλος σου ο σκυλομούρης;"
"Δεν ξαναπαίζει μαζί σου"
"Γιατί φοβάται;"
"Λέει πως δεν ξέρεις να χάνεις"
"Χα, φουλ της ντάμας!".
Το καρέ σπάει. Ο χοντρός μαζεύει τα κέρδη και πάμε στην μπάρα.
"Μου έφερες τύχη τελικά, ό,τι πιεις κερασμένο".
Δύο ποτά μετά, του περιγράφεις τη περιπέτεια σου. Το μπουλντόγκ καγχάζει με το πούρο να κρέμεται από το στόμα του.
"Κακώς φοβήθηκες, είσαι ήδη πολύ νεκρός για να πεθάνεις. Στο είπα, αυτή η πόλη είναι ζωντανή, και συμπεριφέρεται σαν γεροντοκόρη. Κτίρια εξαφανίζονται, δρόμοι βουλιάζουν, συμβαίνουν συχνά αυτά. Όταν θα σταματήσουν ν'ανησυχείς"
"Ποια είναι η γυναικά;"
"Όπως μου την περιέγραψες, μάλλον ξένη θα είναι σαν εσένα. Ήρθε εδώ για ν'αποφύγει τη ζωή της"
"Δεν αποφεύγω τη ζωή μου"
"Καλά, όλοι οι ξένοι τις ίδιες μαλακίες λέτε, θα πιούμε άλλο ένα;"
"Πρέπει να τη βρω"
"Γιατί;"
"Δεν ξέρω"
"Ε τότε είναι πιο σοβαρό από όσο νόμιζα"
"Τι εννοείς;"
"Σε συμπαθώ τύπε, αν και σου αρέσει να είσαι δυστυχισμένος. Δε θυμάμαι ποιος το είχε πει, κάποιοι ξεκινάνε ν'αγαπουν κάποιον και καταλήγουν ερωτευμένοι με τον έρωτα, κάποιοι άλλοι ξεκινούν ερωτευμένοι με τον έρωτα και καταλήγουν ν'αγαπούν κάποιον. Εσύ είσαι κάπου στη μέση"
"Τι εννούσε με αυτό που είπε; Πως όταν σου δίνω όνομα, μου ανήκεις;"
"Μίλα πιο σιγά! Και όχι ονόματα!"
"Τι συμβαίνει σ'αυτή την πόλη με τα ονόματα;".
Το μπουλντόγκ τίναξε την στάχτη από το πούρο και άδειασε το ποτήρι του.
"Γιατί δεν παίρνεις τη μελαχρινή απέναντι να πάτε μια βόλτα; Είμαι σίγουρος πως θα σε κάνει να ξεχάσεις όλες αυτές τις βλακείες; Άντε, εδώ και μια εβδομάδα σε ζαχαρώνει"
"Δεν είναι ο τύπος μου. Θα μου απαντήσεις;".
Το μπουλντόγκ έβαλε το καπέλο του και σηκώθηκε.
"Πάμε, θα σε πάω εγώ σπίτι".
Για παχουλό κυνοειδές, είχε ωραίο αυτοκίνητο. Το βλέμμα σου χάνεται στα φώτα, καθώς διασχίζετε τη λεωφόρο. Το άρωμα της νύχτας σε ανατριχιάζει. Κλείνεις τα μάτια και παραδίνεσαι στο χάδι του ανέμου. Δεν μπορείς να χαλαρώσεις, ούτε για λίγο. Ανάβεις τσιγάρο και γύριζεις προς τον οδηγό.
"Θα μου πεις τελικά, τι γίνεται σε αυτή την πόλη με τα ονόματα;"
"Ξέρεις την ιστορία με την κόρη του μαφιόζου;"
"Όχι, τι σχέση έχει αυτό;"
"Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Ο πιο ισχυρός γκάνγκστερ της πόλης είχε μια κόρη. Η γυναίκα του πέθανε στη γέννα,και η κόρη του ήταν ό,τι πολυτιμότερο είχε. Ήταν κακομαθημένη, ξόδευε ασταμάτητα, άλλαζε τους άντρες σαν σερβιέτες. Ο γκάνγκστερ έκανε τα στραβά μάτια σε όλα, γιατί δεν είχε άλλον στον κόσμο. Μέχρι που η κόρη του, του ζήτησε ένα όνομα. Ο γέρος της παρακάλεσε γονατιστός να ζητήσει οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό. Όμως η κακομαθημένη, ήθελε αυτό που δεν μπορούσε να έχει. Ο γέρος ήρθε σε επαφή με ένα μέντιουμ, ζει στην άκρη της πόλης. Λένε πως είναι ο μόνος που μπορεί να σου δώσει όνομα.
Πήγαν στο σπίτι του τη μέρα των γενεθλίων της. Δεν τους ξαναείδε κανείς. Η πόλη έγινε θρύψαλα, μέχρι να καλυφθεί το κενό εξουσίας. Από τότε, κανείς δε μιλάει για ονόματα. Παλιά ήταν ένα βίτσιο, για τους πολύ πλούσιους, σαν ν'αγοράζεις ένα εξωτικό ζώο για κατοικίδιο"
"Τι θέλεις να μου πεις;"
"Τα ονόματα είναι σαν ξόρκια εδώ. Αν μπουν στην κατάλληλη πρόταση, με τις κατάλληλες λέξεις, ανοίγουν πύλες, για κόσμους που δε φαντάζεσαι, και δεν είσαι έτοιμος ν'αντιμετωπίσεις. Είσαι σίγουρος πως το θέλεις αυτό;"
"Θέλω ένα όνομα"
"Για ποια; Για εκείνη με το κόκκινο φόρεμα; Για αυτή που έσωσες στη φωτιά; Ή για εκείνη που σε οδήγησε εδώ;".
Δεν ξέρεις τι ν'απαντήσεις. Το αυτοκίνητο σταματάει έξω από το ξενοδοχείο που μένεις. Πετάς το τσιγάρο και κλείνεις το παράθυρο.
"Θέλω ένα όνομα. Δε με νοιάζουν οι συνέπειες".
Το μπουλντόγκ αναστέναξε και κοίταξε γύρω του καχύποπτα.
"Νοίκιασε ένα αυτοκίνητο και πήγαινε έξω από την πόλη, προς τα βουνά. Εκεί θα βρεις το σπίτι του μέντιουμ. Δεν είναι δύσκολο, είναι το μοναδικό. Από εκεί και πέρα, να σε βοηθήσει ο θεός που δεν υπάρχει. Θα μου λείψεις τύπε, ελπίζω να μη σου συμβεί τίποτα κακό".
Άνοιξες το ραδιόφωνο και έπεσες στο κρεβάτι. Κάποιες φορές, οι συχνότητες συντονίζονται με τις επιθυμίες σου, και παίζουν τα τραγούδια που θέλεις. Οι σκέψεις σου χορεύουν στο μυαλό σαν μάγισσες, γύρω από τα ερωτηματικά. Το κεφάλι σου μια ρουλετα που πάντα η μπίλια κάθεται στο μηδέν. Ή μήπως όλοι οι αριθμοί είναι μηδενικά; Κλείνεις τα μάτια και βρίσκεσαι πάλι στο κτίριο. Οι φλόγες γδέρνουν τους τοίχους, περπατάς μέσα στον καπνό. Τα μάτια της λάμπουν πιο δυνατά από την φωτιά. Αλλάζει μορφή κάθε δευτερόλεπτο που περνάει. Ποια είναι πραγματικά;
Σου έλειψε η ταράτσα. Πόσες νύχτες πέρασαν, πεταμένες στα σκουπίδια. Φοβάσαι πως κάποια μέρα, θα ξυπνήσεις και θα δεις τον εαυτό σου γερασμένο στον καθρέφτη, παραμορφωμένο από την πλήξη και τη μοναξιά. Ο χρόνος είναι ένα κυνήγι θησαυρού, ο θησαυρός είναι το παρόν και η κρυψώνα το παρελθόν και το μέλλον. Τι σε γερνάει τόσο γρήγορα; Να μην περιμένεις τίποτα και μην σε περιμένει κανένας.
Οι ενοχές σκαρφαλώνουν απειλητικά μέχρι τον λαιμό σου. Πάλι θα κοιμηθείς με τα ρούχα. Το ραδιόφωνο σίγησε. Η βροχή ψιθυρίζει στις γρίλιες. Στα ηχεία των κυττάρων, το ίδιο ποίημα.
Οταν βρέχει
δεν παίρνω ομπρέλα.
Το θεωρώ δειλία να προφυλάσσομαι
από το ξεκάθαρο.
Οταν δε βρέχει
όσο κι αν ευτυχεί ο ουρανός
όσο κι αν το πιστεύω
ανοίγω την ομπρέλα μου
δεν είναι ξεκάθαρη
καιρική συνθήκη η ευτυχία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου