Δευτέρα 6 Ιουνίου 2016

Rustland Κεφάλαιο 35

                                  Ιντερλούδιο
                                 "The Hunter"
 Νικαράγουα,ΕλΣαλβαδόρ,Ιράκ,Σομαλία,Τσαντ,Κονγκό,Σιέρα Λεόνε,Αφγανιστάν.Είχε φτάσει η στιγμή να αποσυρθώ.Ήξερα πως αυτό είναι αδύνατον,αλλά το σώμα δεν μπορούσε πλέον να ακολουθήσει το μυαλό.
Τα ένστικτα μου ήταν πιο κοφτερά από ποτέ,αλλά το κορμί γινόταν αργό,κλάσματα του δευτερολέπτου,αρκετά όμως για να είναι μοιραία.
                            Δεν αποσύρεσαι από αυτή τη δουλειά,δεν βγαίνεις στη σύνταξη.Η διαύγεια που έχεις αποκτήσει,δεν σε αφήνει να ησυχάσεις.Έχεις όραση με ακτίνες Χ,βλέπεις τα πάντα,μέσα από τους ανθρώπους,πίσω απο τα πράγματα,τα λόγια και τη σιωπή τους.Η πόλη είναι ένας πόλεμος που παριστάνει την ειρήνη.
                             Κάθεται ώρες μπροστά απο τον καθρέφτη και υποδύεται διάφορους ρόλους,κάνει πως δεν βλέπει την ασχήμια της.Όλο το μακιγιάζ του κόσμου δεν είναι αρκετό να καλύψει το παραμορφωμένο της πρόσωπο.Τα ακριβά της ρούχα,ο πολιτισμός,οι νόμοι,οι τέχνες δεν μπορούν να τη κάνουν όμορφη,να σκεπάσουν τη δυσωδία της.
                              Δεν άντεχα την υποκρισία.Εκατομμύρια μικροί δίποδοι καρκίνοι που προσπαθούσαν να εξοντώσουν ο ένας τον άλλο.Κάθε μέρα στην ίδια κόλαση,που έμαθαν να την αποκαλούν φυσιολογική ζωή.Κάνες να γυαλίζουν πίσω από τα μάτια,μαχαίρια ν'ακονίζονται πίσω από τα γέλια.
                               Και οι άμυνες τους να έχουν γίνει οι χειρότερες παγίδες και φυλακές.Αναίσθητοι απέναντι σε ο,τιδήποτε δεν είναι δικό τους.Νομίζουν πως είναι ασφαλείς,πως τίποτα δεν μπορεί να τους πληγώσει.Κανείς δεν νοιάζεται για τίποτα και για κανένα.Και έτσι η ατομική αδιαφορία γίνεται η συλλογική αυτοκτονία.Κοινωνίες που μόνο η βία μπορεί να τις κάνει να εκτιμήσουν τη ζωή.Πνιγόμουν,βούλιαζα στην απελπισία.
                               Νόμιζα ότι βρισκόμουν παγιδευμένος μέσα σε ένα κουκλόσπιτο,μικροσκοπικός,ανυπεράσπιστος.Τεράστια μάτια με παρακολουθούν,γιγάντια χέρια με πλησιάζουν.Προσπάθησα να κρυφτώ,να ξεγελάσω τον εαυτό μου.Μα η αλήθεια άναβε φωτιές σε κάθε δρόμο του μυαλού μου,δεν μπορούσα να ξεφύγω.
                                Κάποιος μου πρότεινε να παντρευτώ.Είχα ελάχιστες σχέσεις,τίποτα μακροχρόνιο.Οι γυναίκες είναι ένας εχθρός που δεν μπορείς να τον νικήσεις.Σε αφήνουν να νομίζεις πως τις νίκησες,πως κυριαρχείς πάνω τους.Και τότε ανακαλύπτεις ότι τα μεγαλύτερα όπλα τους,είναι το πέος και το μυαλό σου.Δεν υπάρχει νίκη,μόνο φυγή.Έτσι κι αλλιώς,ήμουν αρκετά μεγάλος για να μάθω να συμβιβάζομαι και να ανέχομαι.
                                 Θα ήταν κρίμα και άδικος μπελάς,να σκοτώσω κάποια επειδή θα γκρίνιαζε για τα κιλά της.Το άγχος και η χοληστερίνη θα το έκαναν καλύτερα από μένα.Έπρεπε να επιστρέψω στο παιχνίδι.Όχι για να ξαναβρώ την έξαψη -αυτή είχε χαθεί για πάντα- αλλά για να διατηρήσω την ψυχολογική μου ισορροπία.
                                   Αφού δεν μπορούσα να παίξω πια,θα γινόμουν προπονητής.Η πρώτη μου απόπειρα ήταν καταστροφική.Ο μικρός σύλλογος που ίδρυσα αποδείχθηκε μαγνήτης ηλιθίων.Οι περισσότεροι έψαχναν υποκατάστατα και δεκανίκια για την ανεπάρκεια και τα κόμπλεξ τους.Ήθελαν να σκοτώσουν στους στόχους,όλα αυτά που δεν μπορούσαν να αλλάξουν στη ζωή τους.
                                    Ανθρωπάκια με μανία καταδίωξης,που ήθελαν να κρυφτούν πίσω από ένα όπλο.Έγινα πιο αυστηρός στις επιλογές μελών.Το επίπεδο ανέβηκε,αλλά όχι αρκετά για κρατήσει το ενδιαφέρον μου.Εκτός από προπονητής έπρεπε να γίνω και ανιχνευτής ταλέντων.Ανακάλυψα ανθρώπους με εξαιρετικές ικανότητες.
                                     Στα όπλα,την μάχη σώμα με σώμα,στην τακτική και την στρατηγική.Κάποιοι ήταν καλύτεροι από μένα.Βρήκα τους τέλειους στρατιώτες.Αλλά ήταν απλά στρατιώτες.Κανένας δεν είχε την φαντασία και την ευαισθησία για να μετατρέψει την βία σε τέχνη.Απελπίστηκα,σχεδόν τα παράτησα.
                                     Όταν ένα βράδυ η ένταση επέστρεψε.Θα επικεντρωνόμουν σε ένα άτομο,θα δημιουργούσα τον διάδοχο μου.Θα τον έκανα καλύτερο από ό,τι ήμουν,από ό,τι θα μπορούσα να γίνω ποτέ.Αυτός θα ήταν το αριστούργημα μου.Ξύπνησα κάθιδρος,καιγόμουν,έβλεπα τη φωτιά στον καθρέφτη.Σηκώθηκα,έτρεξα γυμνός στη θάλασσα.Κολύμπησα μέχρι που εξαντλήθηκα.
                                      Λαχάνιασα,γύρισα και κοίταξα την ακτή.Είχα απομακρυνθεί πολύ,ίσως να μην τα κατάφερνα να επιστρέψω.Γέλαγα για αρκετά λεπτά.Ένιωσα ζωντανός μετά από καιρό.Οι αισθήσεις μου ήταν κόμποι που είχαν λυθεί.Ξεκίνησα την επόμενη μέρα.Επέστρεφα σπίτι μόνο για να κοιμηθώ.





Δεν υπήρχαν περιορισμοί,έψαχνα παντού,για μια κίνηση,ένα βλέμμα,έναν σπινθήρα μια ιδιαίτερης φωτιάς.Πέρασε ένας χρόνος χωρίς να το καταλάβω.Δεν είχα βρει τίποτα.Είχα βαρεθεί να κάθομαι.Θα έφευγα για Αφρική,χρειαζόμουν λίγη δράση.Μια μέρα πριν το ταξίδι επέστρεφα σπίτι.Πέρναγα έξω από ένα ορφανοτροφείο.Το βλέμμα μου έπεσε σε τρία παιδιά.Δύο μεγαλύτερα,16-17,πείραζαν έναν μικρότερο.Τον έσπρωχναν,τον χτυπούσαν και τον έβριζαν συνεχώς.
                                        Εκείνος δεν απαντούσε,δεν μίλαγε,όμως αντιστεκόταν με όλες του τις δυνάμεις.Τα χτυπήματα του ήταν αδύναμα,αλλά δεν σταματούσε ποτέ.Ακόμα κι όταν τον είχαν ακινητοποιήσει.Τον κρατούσε ο ένας και τον χτυπούσε ο άλλος.Πέρασαν μέρες,αλλά η σκηνή δεν έφευγε απ'το μυαλό μου.
                                        Πήγα στο ορφανοτροφείο,βρήκα την διευθύντρια.Ο μικρός είχε μια σπάνια πάθηση,δεν ένιωθε πόνο.Τα άλλα παιδιά το ήξεραν,ήταν μόνιμος στόχος πειραγμάτων και εκφοβισμού.Όμως τους περισσότερους καυγάδες τους ξεκινούσε ο ίδιος.Όσο μου μιλούσε η διευθύντρια,η σκηνή έλαμπε πίσω απ'τα μάτια μου και αυτή τη φορά,είδα καθαρά όλες τις λεπτομέρειες.
                                         Δεν ήταν η αντίσταση ή η απάθεια που εξόργιζε τους θύτες του.Ήταν το απόκοσμο χαμόγελο του,ένα χαμόγελο τόσο γαλήνιο που άγγιζε τα όρια της αλαζονείας.Όσο περισσότερο τον χτυπούσαν,το χαμόγελο του μεγάλωνε και αυτό τους τρομοκρατούσε.Είχα ανατριχιάσει.Η αδυναμία αυτού του πλάσματος ήταν το μεγαλύτερο όπλο του.
                                         Δεν ξέρω αν η τύχη είναι το ψευδώνυμο του πεπρωμένου,αλλά είχα βρει τον διάδοχο μου.Η διαδικασία υιοθέτησης ήταν πιο εύκολη από όσο φανταζόμουν.Ήθελαν να τον ξεφορτωθούν.Η σχέση μας δεν ήταν πατέρα γιού,ούτε φιλική.Ήταν δασκάλου μαθητή.Κερδίζαμε τον σεβασμό ο ένας του άλλου,μέρα με τη μέρα.Στην αρχή δεν μιλούσε καθόλου,νόμιζα πως ήταν μουγγός.
                                         Περίμενε την κατάλληλη στιγμή,με αιφνιδίασε.Τον ρώτησα για τη πάθηση του,για τους καυγάδες,για το αν ήθελε να αισθανθεί,έστω για μια φορά πόνο."Αισθάνομαι την πίεση στο σώμα μου,τίποτα άλλο.Ένα βράδυ έσβηναν τσιγάρα πάνω μου ενώ κοιμόμουν.Το κατάλαβα απ'τη μυρωδιά.Μερικές φορές αναρωτιέμαι πως είναι,αλλά βλέποντας τους άλλους να υποφέρουν,σκέφτομαι πως είμαι τυχερός.Μια ζωή χωρίς σωματικό πόνο είναι ευλογία".
                                          Μάθαινε πολύ γρήγορα,ωρίμαζε ακόμη γρηγορότερα.'Ηταν λες και με περίμενε όλη του τη ζωή.Απολάμβανε κάθε κομμάτι της εκπαίδευσης.Η έκσταση επέστρεφε σιγά σιγά,κάθε φορά που τον έβλεπα να ξεπερνάει τον εαυτό του,να ξεπερνάει τις προσδοκίες μου,κάθε φορά που τον έβλεπα να γίνεται καλύτερος από μένα.
                                           Η έλλειψη ευαισθησίας στο πόνο είχε κάνει τα αντανακλαστικά του υπεράνθρωπα.Ενηλικιώθηκε,είχε έρθει η ώρα για το πρώτο αίμα.Με αιφνιδίασε ξανά.Είχε ήδη σκοτώσει.Γυρνούσε στο σπίτι,όταν αναγνώρισε στο απέναντι πεζοδρόμιο,δύο από τα παιδιά του ορφανοτροφείου,εκείνα που τον βασάνιζαν την πρώτη φορά που τον είδα.
                                           Το είχαν σκάσει από το ορφανοτροφείο,είχαν γίνει πρεζάκια και μικροκακοποιοί.Αφού σιγουρεύτηκε πως τον είδαν,τους παρέσυρε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι.Εκεί στο σκοτάδι,σκότωσε για πρώτη φορά.Τον ρώτησα πως ένιωσε."Ήταν εύκολο,πολύ εύκολο,σαν να σπας κούκλες βιτρίνας.Δεν ένιωσα τίποτα.Ήταν προπόνηση με ζωντανούς σάκους".
                                            Μπήκε στο στρατό,γύρισε απ'την πρώτη του αποστολή.Ήταν η μόνη φορά που ένιωσα πατρικά συναισθήματα.Ανησηχούσα,μήπως πάθει τίποτα και δεν προλάβω να ολοκληρώσω το έργο μου,μήπως δεν του άρεσε η εμπειρία.Έκλεισε τη πόρτα,άφησε το σάκο να πέσει στο πάτωμα.Τον ρώτησα πως ήταν.Χαμογέλασε,είχε το ίδιο χαμόγελο με εκείνη τη μέρα.
                                              "Το μόνο που άλλαξε ήταν η γεωγραφική τοποθεσία και η θερμοκρασία,τίποτα άλλο.Βαρέθηκα από τη δεύτερη μέρα".Το επόμενο βράδυ με αιφνιδίασε για άλλη μια φορά."Το να σκοτώνεις ήταν τόσο εύκολο που καταντούσε ανιαρό.Ήταν σαν να γαμάς με προφυλακτικό,δεν καταλάβαινες τίποτα.οι ντόποιοι δεν έκαναν ούτε για σκοποβολή.
                                                Αποφάσισα να αυτοσχεδιάσω.Ο λοχαγός μας ήταν ένας αλκοολικός φαφλατάς.Μίλαγε ασταμάτητα.Για το τρομερό του παρελθόν,τον τριψήφιο αριθμό ανθρώπων που είχε σκοτώσει.Ήταν αξιολύπητος,ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να σκοτώσει κάποιον ήταν με την ανάσα του.Ήμασταν μακρυά από τη βάση,στη μέση της ζούγκλας.
                                               Ο λοχαγός βιαζόταν να γυρίσουμε,φώναζε συνεχώς.Ήμουν ο πρώτος που επέστρεψα.Μουρμούριζε ασταμάτητα.Τον προκάλεσα,τον έβρισα.Οι φλέβες στο μέτωπο του κόνταψαν να σπάσουν.Στο πρώτο βήμα τον πυροβόλησα.Σκότωσα και τους υπόλοιπους.Ειδοποίησα τη βάση,τους είχα ότι δεχθήκαμε επίθεση.Τραυμάτισα τον εαυτό μου και περίμενα.
                                               Προσπαθούσα να κρύψω το γέλιο μου ενώ με κουβαλούσαν με το φορείο.Το παιχνίδι είναι πιο απολαυστικό όταν ανεβαίνει ο βαθμός δυσκολίας.Όταν στοχεύεις πιο ψηλά στη ιεραρχία.Όταν σκοτώνεις αυτούς που κανείς δεν τολμά να σημαδέψει ή να το σκεφτεί καν".
                                               Το μυαλό μου πλημμύρισε απο ρίγη.Η εκπαίδευση είχε τελειλωσει,τώρα με δίδασκε ο μαθητής μου.Μου έδειξε τον δρόμο που δεν μπορούσα να βρω μόνος μου.Ένιωσα ερωτευμένος ξανά,ανυπομονούσα να σκοτώσω.Είχαν περάσει δέκα χρόνια από την τελευταία φορά.Το θύμα βρέθηκε εύκολα.Ένας συνταξιούχος στρατηγός με έπρηζε να αναλάβω το γιο του,να τον προετοιμάσω για τον στρατό.
                                               Ο γιος του ήταν μια κουράδα φουσκωμένη από τα αναβολικά..Τον ανέχθηκα για 2 μήνες.Ο πατέρας του ήταν πολύ ευχαριστημένος,μας κάλεσε στο σπίτι του.Έτρεμα από την έξαψη.Δεν άκουγα τις φωνές τους,μόνο τις ανάσες και τους παλμούς τους.
Ήμουν ξανά στην Λατινική Αμερική,οι ήχοι είχαν σβήσει,ο χρόνος επιβράδυνε.
                                               Όταν ο Κυνηγός έκανε το σινιάλο,έπαθα ρεύση.Πέταξα τον γιο του κάτω.Πρώτα του έσπασε τα δάχτυλα,έμοιαζαν με ποδοπατημένα κλαδιά.Πρόλαβα τον στρατηγό πριν μπει στο σπίτι.Του τσάκισα το σαγώνι με το ένα χέρι,το τσαλάκωσα σαν χαρτί.Μόλις του έσπασα το λαιμό,είχα τον πιο έντονο οργασμό της ζωής μου.
                                                 Το σώμα μου είχε γίνει super nova.Αυτοί οι δύο φόνοι,η πρώτη μας συνεργασία,ήταν η τελετουργική ολοκλήρωση.Το παιχνίδι ήταν δικό μου και πάλι.Ψάχναμε για νέους στόχους,κοιτάζαμε όλο και πιο ψηλά.Φοβήθηκα πως κάποια στιγμή οι στόχοι θα ήταν απρόσιτοι.Τι θα έμπαινε στη κορυφή της λίστας;Πρόεδροι,πρωθυπουργοί,αρχηγοί εγκληματικών οργανώσεων,τραπεζίτες,δισεκατομμυριούχοι;Ο θεός ο ίδιος;
                                                   Ο Κυνηγός μου υπέδειξε για πολλοστή φορά την λανθασμένη μου προσέγγιση."Γιατί να περιοριστούμε σε ανθρώπους;Γιατί να μην καταστρέψουμε μια πόλη όλόκληρη ή μια χώρα;Για φαντάσου την αίσθηση,να σκοτώνεις μια πόλη σαν να είναι άνθρωπος;"
                                                   Απόρησα με τον εαυτό μου,γιατί δεν το είχα σκεφτεί τόσο καιρό.Οι δυνατότητες ήταν απεριόριστες.Χρειαζόμασταν το πρώτο πειραματόζωο.'Εναν εύκολο στόχο για αρχή,ζαλισμένο απ'τα χτυπήματα,αποπροσανατολισμένο.Να του αποσπάσουμε τη προσοχή,να τον κάνουμε να νιώσει σαν λαγός μπροστά στα φώτα του αυτοκινήτου.Να τον τραβήξουμε απ'την άσφαλτο στο παραένα.Να νομίζει πως σώθηκε.
                                                   Και όταν αισθανθεί ασφάλεια,όταν αφεθεί,να του δώσουμε να καταλάβει,πως το αυτοκίνητο που θα τον πάταγε ήταν το δόλωμα και όχι η παγίδα.."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου