Οι φωτογραφίες είναι πόρτες. Δεν ξέρεις αν πίσω τους, το παρελθόν θα είναι το ίδιο. Ή το παρόν όταν επιστρέψεις. Βγαίνεις γυμνός στη νύχτα, ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Η άσφαλτος γκρίζα θάλασσα, τα σύννεφα φτύνουν στάχτες και προσευχές. Οι εικόνες γίνονται σχεδία, διάλεξε σε ποιου τραγουδιού τον άνεμο θα παρασυρθείς. Ανοίγεσαι σε έναν ωκεανό από pixels, ψάχνεις λίγο πραγματικό σκοτάδι να κρυφτείς, να το φορέσεις.
Ψάχνεις αντίδοτο για την κλεψύδρα της ψυχής που αδειάζει. Οι οθόνες υψώνονται σαν τείχη. Ο ουρανός μια καταιγίδα διαφημίσεων. Οι αστραπές πλησιάζουν όλο και πιο κοντά. Γιατί δεν έχουν οι εφιάλτες σου χορηγό; Δοκίμασε το, θα διαρκούν λιγότερο, θα είναι τουλάχιστον 4Κ και θα βγάζεις και κάτι. Καταλήγεις σε ένα πέλαγο, νησιά από τσαλακωμένα χαρτια. Η άμμος ψιθυρίζει καθώς γλιστράει από τα δάχτυλα σου. Τα κοχύλια είναι καθρέφτες, παζλ μιας σπασμένης αντανάκλασης. Όσα κι αν ενώσεις, η εικόνα δεν είναι ποτέ καθαρή.
Το νησί μεγαλώνει όσο προχωράς, γύρω σου σπηλιές, στα ανοίγματα τους λευκός θόρυβος. Πυγολαμπίδες χορεύουν, αλλάζουν χρώματα και σχήματα. Σχηματίζουν λέξεις, ερωτήσεις. Δεν ξέρεις τι ν'απαντήσεις. Σε τυλίγουν, γίνονται φτερά στην πλάτη σου. Από ψηλά, ο ωκεανός είναι μια τεράστια οθόνη. Παρακολουθείς τις αναμνήσεις σου, μπερδεμένες με σκηνές και πλάνα από ταινίες. Σύντομα, δεν ξεχωρίζεις τίποτα.
Πέφτεις στο νερό, βουλάζεις. Κι όμως, ανασαίνεις πιο βαθιά από ποτέ. Τεράστια στρείδια ανοίγουν, τα μαργαριτάρια είναι προβολείς. Ένα μπαλέτο από χταπόδια κι αστερίες χορεύει γύρω σου. Μια μπάντα από ψάρια παίζει μουσική. Ο ξιφίας παίζει εξαιρετικά πιάνο. Κάθεσαι σε ένα τεράστιο όστρακο. Ο ιππόκαμπος που κάθεται δίπλα σου δίνει τσιγάρο.
"Πρώτη φορά στο μαγαζί;"
"Φαίνεται ε;"
"Θα το συνηθίσεις"
"Τι ακριβώς κάνω εδώ;"
"Προς το παρόν, τις λάθος ερωτήσεις"
"Ψάχνω κάτι;"
"Μπορεί να σε ψάχνει κάτι"
"Οι νοσοκόμοι με το ζουρλομανδύα ίσως;"
"Μπορεί, αλλά μέχρι να σε βρουν, απόλαυσε το".
Το ποτό είναι δυνατό. Τα φώτα χαμηλώνουν. Το τραγούδι αόριστα οικείο. Επιστρέφω στο νησί. Αναβώ μια μικρή φωτιά με τις μουτζούρες. Ξαπλώνω. Τ'αστέρια ανασβήνουν και σκάνε σαν φούσκες. Το φεγγάρι ένας ασημένιος δίσκος, το τραγούδι του με νανουρίζει. Μάλλον με πήρε ο ύπνος, διαβάζοντας τις ίδιες σελίδες. Μερικά ποίηματα σε κάνουν να πιστεύεις πως είναι ξόρκια, κι αν τα διαβάσεις πολλές φορές, κάτι θα συμβεί. Θα γίνουν οι φωτογραφίες πόρτες, οι οθόνες θα πάψουν να είναι τείχη.
*Να ‘χε η νοσταλγία σώμα
να το σπρώξω απ’ το παράθυρο έξω!
Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!
Ίσως... Τ'αστέρια πέφτουν, μαργαριτάρια και διαμάντια γύρω μου. Η παλίρροια μουρμουρίζει το ίδιο τραγούδι. Η άμμος, βελούδινη παγίδα που με αγκαλιάζει. Τα βλέφαρα παραδίνονται.
*Κι από τ’ άλλο μέρος της αγάπης
από τ’ άλλο μέρος του θανάτου
υπνοβατούμε ώσπου
αβάσταχτα περισφιγμένο
κείνο που μας έγινε
σάρκα της σαρκός
σαν το φώσφορο μέσα μας πάρει φωτιά και
ανάψει και ξυπνήσουμε
*Οδυσσέας Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου