Φορούσε τη σιωπή της κάθε μέρα. Δεν μπορούσε να βγάλει την
απουσία από πάνω του, βρεγμένο ρούχο που δεν ξεκόλλαγε απ'το δέρμα. Ένιωθε
ξένος μέσα στη ζωή του. Λαθρεπιβάτης
ένος τρένου φαντάσματος, που δεν ήξερε που πάει. Το μόνο που τον ένοιαζε
ήταν να κοιμάται. Αγκάλιαζε κάθε βράδυ την μπλούζα που φορούσε εκείνη, την
τελευταία τους νύχτα.
Το άρωμα της ακτινοβολούσε ακόμα. Οι ανάσες από τη μυρωδιά
της τον γαλήνευαν. Χαμήλωναν τα τείχη
μέσα του, η καρδιά του ακολουθούσε το ρυθμό της ανάσας της. Το πρωί σηκωνόταν
σαν τσαλακωμένο πακέτο από τσιγάρα. Ό,τι κι αν φόραγε, το αισθανόταν σαν
σκουπίδι πάνω του. Η δυσοσμία της μοναξιάς ήταν παντού, στη ντουλάπα, στα
συρτάρια. Στα πουκάμισα που εκείνη δεν είχε ξεκουμπώσει, στα εσώρουχα που δεν
είχε ποτίσει το κραγιόν της.
Ανυπομονούσε να έρθει το Σαββατοκύριακο. Να το περάσει
τυλιγμένος με την μπλούζα σαν γάτα. Κάποιες φορές, της μιλούσε σαν να ήταν
ακόμα εκεί. Τις έλεγε όλα τα μυστικά που δεν πρόλαβε να της πει, τα σχέδια για
το μέλλον που δεν πρόλαβαν ν’ανθίσουν. Οι
λέξεις μαραίνονταν πριν καν βγουν από το στόμα του. Μεθυσμένος από τη λαχτάρα, μέχρι
που ξέσπαγε σε κλάματα.
Πήρε άδεια, έφυγε όσο πιο μακρυά μπορούσε. Όταν γύρισε, αγκάλιασε
την μπλούζα και αποκοιμηθήκε. Πέρασαν εβδομάδες. Την πέτυχε τυχαία στο δρόμο,
την ακολούθησε. Εκείνη μπήκε σε ένα μαζαζί με ρούχα. Την παρακολουθούσε
διακριτικά. Όταν εκείνη έφυγε, αγόρασε το φόρεμα που είχε δοκιμάσει. Ήταν η
πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε τόσο βαθιά. Τη φανταζόταν να το φοράει, να πηγαίνουν
βόλτα. Να της το βγάζει βιαστικά, να το σκίζει πάνω στο πάθος.
Ξύπνησε κατάκοπος. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Όλη η άβυσσος
χωρούσε στα μάτια του, ξεχείλιζε από τις ρυτίδες του. Μόλις νύχτωσε, έσβησε όλα
τα φώτα. Οι φλόγες των κεριών ανέμιζαν
σαν λουλούδια. Ήπιε μέχρι το παρά ένα της λιποθυμίας. Έλουσε τα πάντα με
βενζίνη. Είχε γεμίσει την μπανιέρα με νερό. Βυθίστηκε. Μέσα στο νερό δεν
μπορούσε ν’ακούσει τίποτα. Οι ρωγμές στο λαιμό του τον έπνιγαν. Αφέθηκε.
Εκείνη δεν άντεχε άλλο το παιχνίδι της σιωπής και τον
εγωισμών. Πήγε να τον βρει. Της κόπηκε η ανάσα όταν είδε τον καπνό στο
διαμέρισμα. Τα δάκρυα της ράγισαν τα μάτια, δεν μπορούσε ν’αναπνεύσει. Έφτασε
την στιγμή που τον έβγαζαν έξω. Το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει, ήταν τα
κουρέλια που είχαν μείνει ανέπαφα από την μπλούζα της. Τα κρατούσε σφιχτά, στις
σκελετωμένες στάχτες που ήταν μέχρι πρόσφατα τα δάχτυλα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου