Opening Credits Song
"Μερικές φορές, ο καθρέφτης ανοίγει σαν πόρτα. Το φως
είναι το κλειδί και οι σκιές όλες οι κλειδαριές της ύπαρξης σου. Περνάς στην
άλλη πλευρά της σιωπής, και γίνεσαι ένα, με όλες τις αντανακλάσεις των
πιθανοτήτων, με κάθε εκδοχή του εαυτού σου. Ξαφνικά, όλα έχουν νόημα και μια
αόρατη σχέση μεταξύ τους, ο κόσμος είναι ένα παζλ που προσπαθούμε να σχηματίσουμε στο σκοτάδι. Μέχρι που το Big Bang των νευρικών απολήξεων,
γεννάει όλες τις απαντήσεις, σαν αστέρια στις ρωγμές της συνείδησης. Και τότε
αρχίζει η φωτιά. Η ζωντανή φωτιά, αυτή που θα σβήσει όλες τις φωτιές. Που θα
πνίξει τη δίψα και την πείνα,του μυαλού και του σώματος. Η φωτιά που θα διδάξει
στα συναισθήματα να σκέφτονται και στις σκέψεις να αισθάνονται.
Τα χρώματα
τραγουδάνε, οι ήχοι παίρνουν φωτιά, ουράνια τόξα που αλλάζουν συνεχώς δέρμα σαν
φίδια, οι μυρωδιές λάμπουν σαν σούπερ νόβα. Ο θεός είναι ένα παιδί που δεν θα
μεγαλώσει ποτέ. Και'μεις είμαστε τα παιχνίδια στα χέρια του. Μας κάνει ό,τι
θέλει, μας σπάει και μας πετάει μακρυά. Φοβόμαστε, τρέχουμε να κρυφτούμε, αλλά
ταυτόχρονα θέλουμε την εύνοια του, να γίνουμε το αγαπημένο του παιχνίδι, έστω
για μια φορά. Γιατί τι είναι η αιωνιότητα, παρά το παιδικό δωμάτιο του θεού, η
αέναη επανάληψη, να βαφτίζεσαι ξανά και ξανά στην αθωότητα, μέχρι να γίνεις μια
σκιά απο φως. Μέχρι το σύμπαν να συρρικνωθεί και να τελειώσει, στη κάφτρα του
πρώτου τσιγάρου του θεού. Η
εφηβεία του θα είναι το τέλος της αρχής.
Ως τότε, όλες οι παράλληλες διαστάσεις, οι άπειρες
αντανακλάσεις της ύπαρξης, ανάμεσα στους αντικριστούς καθρέφτες του είναι και
του ποτέ, όλες μαζί θα μουρμουρίζουν το ένα τραγούδι, τη μια mantra, τη μία στιγμή, την πεμπτουσία
της αρμονίας και της έκστασης.' Ο,τι υπήρξε, ό,τι θα μπορούσε να υπάρξει και
ό,τι δεν θα υπάρξει ποτέ, είναι το ίδιο, τα πάντα και τίποτα, το ένα μέσα στο
μηδέν μέσα στο ένα μέσα στο μηδέν. Και η ηχώ των ψιθύρων, η απόλυτη μουσική, η
γλώσσα της ομορφιάς, θα αποκαλύπτει πως το νόημα της ζωής είναι..".
Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Και τι ήταν αυτή η φωνή, η αόριστα
οικεία και εκνευριστική. Κοιτάζω τα χέρια μου, τα pixels μου ξεθωριάζουν, τα πάντα γύρω
μου ψηφιακά. Βρίσκομαι σε κάτι που με μοιάζει με video game late 80s-early 90s,
σαν αυτά που έπαιζα μικρός (τα ίδια δηλαδή που παίζω ακόμα,30 χρόνια μετά). Ψηλαφίζω την άσφαλτο, τα κτήρια, η αφή
μου λέει πως όλα είναι αληθινά, τα μάτια μου ακόμα δεν το πιστεύουν. Ζαλίζομαι.
Μπαίνω σε ένα μπαρ, ζητάω ένα ποτήρι νερό, τα pixels κυλάνε στα ρούχα μου.
Ο μπάρμαν χαμογελάει, μου βάζει ένα ποτό.
"Κερασμένο".
Σηκώνω το ποτήρι, πίνω μια γουλιά. Παίρνω μια βαθιά ανάσα.
"Άργησες".
Γυρίζω στα δεξιά, ο τύπος μοιάζει με καρικατούρα ντετέκτιβ
από film noir.
"Μάλλον με μπερδεύεις με κάποιον άλλο"
"Άσε τις εξυπνάδες, άργησες, δεν ξέρω αν υπάρχει
χρόνος"
"Για ποιο πράγμα;"
"Για να αλλάξεις τα πράγματα"
" Τι να αλλάξω;"
"Τα πάντα"
"Είσαι σίγουρος πως δεν με μπερδεύεις με άλλον;".
Η φιγούρα γυρνάει προς το μέρος μου, φυσάει τον καπνό στο
πρόσωπο μου.
"Δεν έχεις χρόνο, πρέπει να φύγεις τώρα!"
"Να πάω που;"
"Να βρεις το όνομα σου".
Γέλασα.
"Τι λες;"
"Ποιο είναι το όνομα σου;"
"Με λένε...".
Δεν θυμάμαι το όνομα μου, δεν θυμάμαι τίποτα.
"Τι θυμάσαι;".
Ανατριχιάζω, διάβασε την σκέψη μου.
"Ναι. Πες μου τώρα τι θυμάσαι"
"Το σπίτι μου, είναι δίπλα στην θάλασσα, τα απογεύματα
κάθομαι στην άμμο, βγάζω φωτογραφίες και γράφω. Θυμάμαι τον ήχο από τα κοχύλια,
στην ονειροπαγίδα στη βεράντα, ένα τραγούδι να παίζει χαμηλά και βήματα στις
σκάλες"
"Φύγε τώρα"
"Που να πάω;"
"Να βρεις το όνομα σου!"
"Μα.. δεν ξέρω που και τι να ψάξω!".
Ήχος από σπασμένα τζάμια, τρεις φιγούρες στα μαύρα. Τα
κεφάλια τους είναι τεράστια μάτια. Οι κόρες διαστέλλονται, γίνονται μπλε. Ο
ντετέκτιβ σχεδόν με πετάει σηκωτό έξω, τρέχω.
Η λάμψη πνίγει τα πάντα, τρέμω να κοιτάξω πίσω, τρέχω όπως
δεν έχω τρέξει ποτέ στη ζωή μου, μπαίνω σε έναν ουρανοξύστη, πατάω στη τύχη ένα
κουμπί στο ασανσέρ. 28ος όροφος. Βγαίνω, κοιτάζω αριστερά δεξιά. Διαβάζω τις
ταμπέλες στις πόρτες. Βρίσκω μια πόρτα μισάνοιχτη, μπαίνω.Το πάτωμα είναι
σκεπασμένο από άμμο, ανάβει μια neon
επιγραφή στον τοίχο,"Play the game,
change
the rules". Τα
ροζ γράμματα σβήνουν, αγγίζω τον τοίχο, εξαφανίστηκαν. Προχωράω, ακούω το
τραγούδι από τις αναμνήσεις μου στο
σπίτι. Βγαίνω στο μπαλκόνι. Ένας άντρας γύρω στα πενήντα καπνίζει, δεν είναι
φιγούρα video game.
Είναι ασπρόμαυρος, βλέπω κόκκους φιλμ πάνω του, μοιάζει σαν να το έχει σκάσει
από ταινία του 40.Με κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω.
"Άργησες"
"Και ο άλλος τα ίδια μου έλεγε"
"Είσαι έτοιμος;"
"Για ποιο πράγμα;"
"Για να βρεις το όνομα σου"
"Δεν ξέρω,μπορώ να έχω μια βοήθεια;"
”Τι βοήθεια;"
"Όπως τι σκατά συμβαίνει,γιατί βρίσκομαι εδώ πέρα,τι
είναι αυτό το μέρος που μοιάζει φτιαγμένο από όλα τα video games της δεκαετίας του 80!
Είμαι καλά, έχω πεθάνει και το μυαλό μου προσπαθεί να μου το πει με το πιο
διακριτικό τρόπο, είμαι σε κώμα,ΤΙ ΣΤΟ ΔΙΑΛΟ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΑ PIXELS ΠΟΥ ΣΑΣ
ΓΛΙΣΤΡΑΓΑΝΕ!".
O
ασπρόμαυρος μου δίνει τσιγάρο.
"Η πόλη δεν είναι φτιαγμένη από games των 80s. Είναι και των 90s. Αν θέλεις να βρεις αυτό που ψάχνεις,
θα πρέπει να κάνεις δύο πράγματα. Πρώτον,να ξεκινήσεις να κάνεις τις σωστές
ερωτήσεις στους σωστούς ανθρώπους. Και δεύτερον, ν'αντιμετωπίσεις την κατάσταση
σαν να έπαιζες ένα video game"
"Tα
παιχνίδια που παίζω τα διαλέγω εγώ, και αυτό δεν είναι κάτι που θα έπαιζα"
"Η ζωή είναι ένα video game που δεν το διαλέγεις, απλά παίζεις. Έχεις μια ζωή, μαθαίνεις
τους κανόνες παίζοντας και προσπαθείς να φτάσεις όσο πιο μακρυά μπορείς, πριν
λήξει ο χρόνος"
"Δεν χρειάζομαι φτηνή φιλοσοφία από τύπους που μοιάζουν
με κακό Photoshop, πες
μου τι σκατά να κάνω"
"Λάθος ερώτηση"
"Που σκατά να πάω;"
"Λάθος ερώτηση στο λάθος άτομο".
Θέλω να τον πετάξω κάτω από το μπαλκόνι.
"Δεν θα σε ωφελήσει σε τίποτα με το να με πετάξεις
κάτω"
"Δε μου λες, έχετε όλοι τηλεπαθητικές ικανότητες σε
αυτό το μέρος ή μόνο τις δικές μου σκέψεις μπορείτε να ακούσετε;"
"Μόνο τις δικές σου"
"Γιατί;".
Ο ασπρόμαυρος χαμογέλασε.
"Επιτέλους μια σωστή ερώτηση".
Πετάει το τσιγάρο μακρυά, κόκκινα γράμματα ματώνουν τον
ορίζοντα.
Level 1 - What's your name?
Η παιδική ηλικία είναι το demo, η εφηβεία το tutorial και μετά αρχίζει το ξύλο. Ή μήπως όχι; Η ζωή είναι ένα side scrolling beat 'em up. Όσο προχωράς, οι
αντίπαλοι πληθαίνουν και γίνονται πιο δύσκολοι.Τα πρόσωπα τους αόριστα γνώριμα.
Τα pixels
του αίματος μοιάζουν με χαρτοπόλεμο, κομφετί από σπασμένα δόντια. Οι πρώτοι
αντίπαλοι πλησιάζουν. Πέμπτη δημοτικού, δύο νταήδες σε πλησιάζουν, πηγαίνουν
γυμνάσιο. Σε σπρώχνουν, σε βρίζουν.
Δεν κάνεις τίποτα, πηγαίνεις στην τάξη. Γυμνάσιο, κάποιος σε
κοροϊδεύει όλη την εβδομάδα, τον κυνηγάς στο διάλειμμα, δεν βλέπεις που τον
χτυπάς, έχεις θολώσει από δάκρυα θυμού. Όσο μεγαλώνεις, οι νταήδες αυξάνονται.
Η φυσική βία παίρνει άλλες μορφές. Σου φορτώνουν περισσότερη δουλειά,
προσπαθούν να σε μειώσουν μπροστά σε τρίτους.
Σε παρέες, νομίζουν πως τα ξέρουν όλα, φωνάζουν γιατί έτσι
νομίζουν πως έχουν δίκιο, λες και η διαφωνία είναι ένα μπραντεφέρ που το
κερδίζουν τα περισσότερα ντεσιμπέλ. Λένε μαλακίες σε κοινούς γνωστούς και
φίλους, την πέφτουν στην κοπέλα σου. Πλέον, αναγνωρίζεις σε κάθε sprite που πλησιάζει και από
έναν μαλάκα.
Σε στριμώχνουν, δεν μπορείς ν'αναπνεύσεις, το σκοτάδι
πλημμυρίζει τα πάντα. Τι θα κάνεις, θα τρέξεις, για πόσο θα τρέχεις; Δεν το
έχεις καταλάβει μέχρι τώρα, πως το σκοτάδι είναι μέσα σου; Όπου κι αν πας, θα
σε ακολουθεί, το σκοτάδι είσαι εσύ. Φωνές, προσβολές, ειρωνικά γέλια, πιάνουν
από το λαιμό κάθε σου λέξη, στραγγαλίζουν κάθε πρόταση. Όλος ο κόσμος ένας
τοίχος.Τι θα κάνεις; Έτρεξες τόσο
μακρυά, βούτηξες τόσο βαθιά μέσα στον εαυτό σου, που μόνο μια έκρηξη μπορεί να
σε βγάλει από'κει.
Αυτό δεν είναι αίμα που τρέχει από τη μύτη σου, που στάζει
στα δάχτυλα σου, είναι σκοτάδι. Που όταν το παλεύεις, βγαίνει από μέσα σου σαν
μαύρο, νεκρό αίμα. Έχεις δει ποτέ την απελπισία να χαμογελάει; Είναι το πιο
απειλητικό χαμόγελο που έχεις δει, ξυράφια έτοιμα να ξεσκίσουν την κάθε
αντανάκλαση.
Σήκω (Up+Right),χτύπα (Right+B),ξανά,ξανά.ΞΑΝΑ.ΞΑΝΑ.ΞΑΝΑ.ΞΑΝΑ.
Tα pixels τους σκορπίζουν σαν
στάχτες, bytes break into bits.
Προχωράς, όσο περισσότερο πονάς, τόσο περισσότερο θα τους χτυπήσεις. Το σκοτάδι
είναι εύφλεκτο, μπορείς να αυτοπυρποληθείς ή να βάλεις φωτιά και να κάψεις κάθε
εμπόδιο. Να το κάνεις σφαίρες και να γεμίσεις όλα τα ρεβόλβερ του μυαλού σου,
να μην σταματήσεις να πυροβολείς, μέχρι να σκάψεις ένα τούνελ και να βγεις από
τον εαυτό σου, μέχρι όλοι αυτοί,να
μοιάζουν με ισοπεδωμένο πεδίο βολής.
Μπαίνεις στο ρινγκ. Final Boss. Είναι θεόρατος, τα φώτα
κάνουν τη μάσκα του ακόμη πιο απόκοσμη. Χτύπα. ΞΑΝΑ. ΞΑΝΑ. ΞΑΝΑ. Όσο τον χτυπάς
μικραίνει, γίνεται πιο αδύναμος. Σπας τη μάσκα, έχει άλλη από κάτω. Κι άλλη, κι
άλλη. Οι άνθρωποι δεν φοράνε μάσκες γιατί θέλουν να κρυφτούν, τις φοράνε γιατί
θέλουν να γίνουν κάτι άλλο, να γίνουν η μάσκα.Το πραγματικό τους πρόσωπο είναι
αυτό που κρύβει τα πάντα. Ειδικά όταν προσπαθούν να μοιάζουν φυσιολογικοί. Δεν
υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από τους φυσιολογικούς ανθρώπους. Μα τι στο διάολο
είναι το φυσιολογικό; Ένα καλούπι που κάποιοι πλάθουν τους άλλους σύμφωνα με τα
συμφέροντα τους. Αν δε χωράς στο καλούπι, θα σε πετάξουν στα αζήτητα. Ελαττωματικό
προϊόν. Ή θα ξαναφτιαχτεί σύμφωνα με τις προδιαγραφές ή θα πάει για ανακύκλωση.
Χτύπα. ΞΑΝΑ. ΞΑΝΑ. ΞΑΝΑ. ΞΑΝΑ. ΞΑΝΑ. ΞΑΝΑ. ΞΑΝΑ.
Φυσιολογικό.. Αν οι σκορπιοί είχαν ανθρώπινη νοημοσύνη, θα
θεωρούσαν ότι όποιος δεν έχει δαγκάνες και κεντρί, δεν είναι φυσιολογικός. Τα
πιράνχας με πουκάμισα θα θεωρούσαν πως δεν είναι νορμάλ να μην κατασπαράζεις τα
πάντα γύρω σου. Οι βδέλλες θα έπαιζαν με τα γυαλιά τους νευρικά, αφού για αυτές
θα ήταν αφύσικο το να μην κολλάς πάνω σε άλλους και να τρέφεσαι με το αίμα
τους.
Όσο κι αν μικραίνει ο αντίπαλος, δεν πεθαίνει ποτέ. Μια
ατελείωτη σειρά ντόμινο από μάσκες πέφτουν με κάθε γροθιά, όμως το πραγματικό
του πρόσωπο δε ματώνει ποτέ. Όσο περνάνε τα λεπτά, γίνεται όλο και πιο
γνώριμος, πιο οικείος. Ο τελικός κακός αυτής της πίστας, είναι όλες οι
αποφάσεις που δεν πήρες, όλα τα λάθη που έκανες, όλα τα όχι, τα ίσως, τα
μπορεί. Όλες οι σιωπές, τα μισόλογα, όλες οι λάθος κινήσεις, τις λάθος στιγμές,
στους λάθους ανθρώπους. Ένα κολάζ από τους δαίμονες σου, και όλο το σκοτάδι του
σύμπαντος, δεν μπορεί να το κάψει, χωρίς να σε κάνει και σε σένα στάχτη.
Σταματάς να χτυπάς, κοντεύεις να λιποθυμήσεις από την
ένταση. Γυρίζεις την πλάτη, βγαίνεις από το ρινγκ, οι σκιές σε κοιτάζουν, σε
βρίζουν, σου πετάνε αντικείμενα. Βγαίνεις από την πόρτα, χάνεσαι στους δρόμους.
Υπάρχουν μάχες που ο μόνος τρόπος να τις κερδίσεις, είναι να
φύγεις. Οι λεωφόροι είναι άδειες. Κοιτάζω τις βιτρίνες, μια γυναικά με
ακολουθεί, είναι η αντανάκλαση μου, με κοιτάζει σε κάθε πίσω από κάθε
επιφάνεια. Μπαίνω στον ουρανοξύστη.
Βγαίνει από τον
καθρέφτη, με ακολουθεί, με αγκαλιάζει καθώς η πόρτα του ασανσέρ κλείνει. Τα
δάχτυλα της χάνονται στα μαλλιά μου, με φιλάει παθιασμένα, αργά. Νιώθω σαν να
φιλιόμασταν για ώρες, σαν να μη με φίλησε ποτέ.
Η πόρτα του ασανσέρ ανοίγει. Χάθηκε. Η γεύση και το άρωμα
της καίνε ακόμα πάνω μου. Προχωράω ζαλισμένος στην ταράτσα.
Ο ασπρόμαυρος γυρίζει και με κοιτάζει, ανθυπομειδιά.
"Λοιπόν; Πως ήταν το πρώτο level;"
"Πιο εύκολο και ταυτόχρονα πιο δύσκολο από όσο
περίμενα"
"Όπως και η ζωή δηλαδή"
"Μην αρχίσουμε πάλι τις φιλοσοφίες 3 ευρώ το κιλό"
"Τι έμαθες ολοκληρώνοντας την πρώτη πίστα"
"Ότι αντέχω το ξύλο"
"Εκτός από αυτό; Βρήκες το όνομα σου;"
"Πριν φτάσουμε εκεί, δεν έπρεπε να κερδίζω κάτι, να έχω
ένα bonus, μια ανταμοιβή τέλος πάντων;"
"Δεν είχες;".
Μου κλείνει το μάτι.
"Και'συ που το ξε.. Αα,ναι ξέχασα, σ'αυτό το μέρος οι
σκέψεις μου είναι δημοφιλής ψυχαγωγία. Ποια ήταν αυτή;"
"Ξέρεις"
"Ναι.. Ξέρω"
"Βρήκες το όνομα σου;"
"Όχι"
"Ψάξε καλύτερα"
"Τι εννοείς;"
"Εκτός από τα φιλιά της, σου άφησε και κάτι στη
τσέπη".
Στην αριστερή τσέπη βρίσκω ένα δαχτυλίδι.
Μια ροζ λάμψη το τυλίγει.
"Στο εσωτερικό του δαχτυλιδιού γράφει το όνομα
σου"
"Made in China;"
"Όχι ρε ηλίθιε,κοίτα καλύτερα".
Τα γράμματα λάμπουν, χαμογελάω.
"Κατάλαβες τώρα;"
"Νομίζω πως ναι. Όταν ήμουν μικρός, είχα σκεφτεί να
φτιάξω το τέλειο video game. Και αυτός
ήταν ο τίτλος"
"Όπως και τα παιχνίδια, έτσι και η ζωή πρέπει να έχει
ένα νοήμα, έναν σκοπό. Και όπως είπε κάποιος, το να σου δίνω όνομα σημαίνει σε
κάνω δικό μου. Τώρα, είναι δικό σου παιχνίδι. Ποιο είναι το όνομα σου;".
Τεράστια κίτρινα γράμματα εμφανίστηκαν στον ουρανό.
Starrider.
"Ωραία,και τώρα τι κάνω;"
"Λάθος ερώτηση"
"Αρχίσαμε πάλι..Τουλάχιστον θα μου πεις γιατί είσαι
ασπρόμαυρος;"
"Για να φαίνομαι πιο καλλιτεχνικός"
"Αυτά είναι τα άλλοθι των ατάλαντων"
"Την έλλειψη ταλέντου την διέκρινα αμέσως, το άλλοθι
σου δεν βρίσκω"
"Θα αφήσουμε το λεκτικό φάσωμα και να μου πεις ποια
είναι η επόμενη πίστα;"
"Λάθος ερώτηση στον λάθος άνθρωπο"
"Μάλιστα..".
Κοιτάζω την ώρα, σηκώνω το βλέμμα. Στο βάθος του ορίζοντα,
κόκκινα pixels ραγίζουν τον ουρανό.
To be continued...
End Credits Song
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου