Άνοιξε το μπουκάλι και γέμισε το ποτήρι μέχρι τη μέση.Πρόσθεσε παγάκια.Παραμονή πρωτοχρονιάς.Έκατσε μέχρι αργά στο γραφείο αν και είχε τελείωσει πριν από ώρες.
Του άρεσε να τον βρίσκει το σκοτάδι εκεί,μόνο του.
Αισθανόταν πως ο όροφος ήταν δικός του,ότι όλο το κτήριο ήταν δικό του.Δεν ήταν ένας ακόμα κυνηγός κεφαλών πια.Ήταν η ίδια η καρδιά του κτήνους.Τροφοδοτούσε με χάρτινο αίμα κάθε κύτταρο στο σώμα του τέρατος.
Έδινε ζωή στις φαντασιώσεις του,έκανε τα νύχια του πιο αιχμηρά και αυτή τη γλυκιά αρρώστια που λέγεται απληστία όλο και πιο εθιστική.Ο κιθαριστικός διάλογος μεταξύ Clapton και Beck ακουγόταν διακριτικά απ'τα ηχεία του υπολογιστή.Πήρε το κινητό του,χάζευε τα μηνύματα.Είχε αρκετές προσκλήσεις γι'απόψε.Από τους γονείς του,που δε πήγαινε ποτέ.Από τον προιστάμενο του,που τον θαύμαζε,κυρίως όμως τον φοβόταν και ήθελε να τον έχει από κοντά.
Από δύο γραμματείς.που έβλεπαν στο κρεβάτι του τον μόνο δρόμο πρός την επαγγελματική εξέλιξη ή έστω την οικονομική αποκατάσταση.'Εβλεπε τις φωτογραφίες τους στο facebook .Ήταν ελκυστικές.με αυτή την ομορφιά που μοιάζει με μεταδοτική ασθένεια,επιδημία που τις κάνει όλες ίδιες.
Χαμογέλασε βαριεστημένα,έκλεισε τη χωματερή εικόνων και άφησε το κινητό στο γραφείο.Άνοιξε το παράθυρο.Η νύχτα ήταν όμορφη.Το παγωμένο αεράκι άφηνε μια υπόσχεση περιπέτειας στις αισθήσεις,το αίμα στο φεγγάρι μια μεθυστική ανατριχίλα.Η τελευταία νύχτα του χρόνου έμοιαζε με πρελούδιο για κάτι συναρπαστικό.
Η χρονομηχανή του μυαλού πήγαινε όλο και πιο πίσω.Πρώτος μαθητής στη τάξη,πέρασε πρώτος στη σχολή.Τη τελείωσε συντομότερα απ'όλους,τον βρήκε η καλύτερη δουλειά πριν πάρει πτυχίο.Αν δεν ήταν ο πιο επιτυχημένος ήταν σίγουρα ο καλύτερος σε τόσο μικρή ηλικία.
Θυμήθηκε όλες του τις πρωτιές,στο στίβο,στην ιστιοπλοία.Κύπελλα,μετάλλια,κιτρινισμένες φωτογραφίες και πλάκετες,στριμωγμένα σε κούτες,να τα ροκανίζει η σκόνη.Θυμήθηκε κι άλλα.Το αμήχανο χαμόγελο ήταν σαν μουτζούρα στο πρόσωπο του.Άδειασε το ποτήρι,φόρεσε το σακάκι και το παλτό του.
Κλείδωσε τη πόρτα και δυνάμωσε τη μουσική.Το βλέμμα και οι σκέψεις του σκόρπισαν,στη σκοτεινή πλευρά τ'ουρανού και στο πάζλ των χρωματιστών φώτων πίσω απ'το τζάμι.Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά ανάσα.Ήταν η πρώτη πνοή της ελευθερίας,αισθανόταν ήρεμος και σίγουρος.
Ο δείκτης των δευτερολέπτων μετρούσε τους σεισμούς των παλμών του.Οι χτύποι -μέσα κι έξω απ'το δέρμα- συντονίστηκαν,η ηχώ τους ακούστηκε σαν το πιστόλι του αφέτη.'Ανοιξε τα μάτια και βούτηξε στο κενό.Ο χώρος και ο χρόνος είχαν παραμορφωθεί,έπεφτε σε αργή κίνηση.
Τα πάντα έμοιαζαν όμορφα εκεί έξω,όλο και πιο όμορφα.Έκλεισε σφιχτά τα βλέφαρα του,τα δάκρυα τον έκαιγαν.Η μικρή μήκους ταινία που πέρασε μπροστά απ'τα μάτια του δεν είχε ούτε μια ανάμνηση που ν'άξιζε,ούτε μια απόφαση που να μην είχε μετανιώσει.
Λίγα μέτρα πριν το τέλος όλα ήταν ξεκάθαρα.Η μεγαλύτερη αποτυχία του ήταν πως δε βρήκε κανέναν να μοιραστεί τις επιτυχίες του.