Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2022

Κική Δημουλά - Κινούμενα σχέδια

 


Δεν μπορεί, μέσα στο γύρο τον ατέλειωτο

του δούναι και μολών λαβέ

θα μου 'χεις πάρει δανεικά κάποια αισθήματα.

Δεν μπορεί, μέσα στα τόσα χρόνια των καπνών

κάποια φορά θα ξέμεινες κι εσύ από τσιγάρα.


Να μου δάνειζες τώρα μιαν ανταπόδοση

για δυο τρεις μέρες μιαν αγάπη.

Είμαι καλεσμένη σε κωμωδία κυκλική

και στην πρόσκληση τονίζεται

το ένδυμα να είναι αδιαφανές

δεν πρέπει να φεγγίζει το ανυπόφορο.


Θα σ' την επιστρέψω άθικτη.

Και να μεθύσω και να χυθώ απάνω της,

μη φοβάσαι, λεκέδες δεν αφήνει

ποτέ το αιώνιο στην αγάπη.


Για μια δυό μέρες έστω.

Να πάω καλοντυμένα δανεική

φανταχτερά θρυπτή κιμωλία

κρεμασμένη ματαιόδοξα

στο μπράτσο συνοδού μου σπόγγου.

Έστω και για μια μέρα.

Μας εξυψώνει δανειστές

αυτό το ίδιο που μας σκύβει επαίτες του.


Πάντα το ασύμπτωτο ερωτευμένο μ' ένα άλλο

πάντα εμείς μ' αυτό ερωτευμένοι.

Και πεθαίνουν ανέραστες οι συγκυρίες.




Παρασκευή 21 Οκτωβρίου 2022

John Wick των δυτικών προαστίων 2

 


Το μέρος έζεχνε μοναξιά και πλήξη. Δεν είχε διαφορά από τα μπουρδελάδικα της παραλιακής ή του κέντρου. Δίποδες αμηχανίες που στιμώχτηκαν άλλη μια Παρασκεύη για να πείσουν τον εαυτό τους πως διασκεδάζουν, χωρίς να μπορούν να κουνηθούν ή να χορέψουν. Ούτε να μιλήσουν από την ένταση της ηχορύπανσης και της χλωρίνης που πίνουν. Δεν ήρθα για διασκεδάση, αν και έχω δει ψυχιατρία με περισσότερο κέφι. Ο καγκουρολεχριτόφλωρος με κοιτάζει με υπεροψία. Αφήνει το περόστροφο πάνω στο τραπέζι.

 "Ωραίο. Από τα Jumbo;"

"Νομίζεις πως φοβάμαι να το χρησιμοποιήσω;"

"Το όπλο ζυγίζει μισό κιλό και η σκανδάλη ένα τόνο"

"Τι σημαίνει αυτό;"

"Πως αν τρέμεις να το ακουμπήσεις πάνω στο τραπέζι, μάλλον θα λιποθυμήθεις αν πρέπει να σημαδέψεις κάποιον"

"Δε μου φαίνεσαι και πολύ τρομακτικός. Το μαγαζί είναι γεμάτο. Ακόμη κι αν με σκοτώσεις, δε θα βγεις ζωντανός"

"Αν μιλάς για τις φιλενάδες που έχεις για μπράβους, τους έβαλα για ύπνο νωρίς. Δεν αντέχουν το ξενύχτι. Κι αν μου ξέφυγε καμία, θα την κεράσω καθώς θα φεύγω. Ήδη με έχει πιάσει πονοκέφαλος, και δεν ξέρω αν είναι απο τη μουσική ή την άθλια κολώνια σου. Λέγε, που είναι;".

Γέλασε και τελειώσε το ποτό του. Άναψε τσιγάρο και ήρθε πιο κοντά. Φύσηξη τον καπνό στο πρόσωπο μου.

"O Κλαύδιος δε θέλει να σε δει"

"Τελευταία φορά, που είναι;"

"Ό,τι πιεις κερασμένο. Άραξε, όλο και κάτι θα βρεις να περάσεις την ώρα σου".

Πήρα ένα από τα τσιγάρα του και το άναψα. Κοίταξα γύρω μου. Όσο ο σκυφτούλης νόμιζε πως κοίταζα την ξανθιά απέναντι,εγώ χαρτογραφούσα το χόρο και την χορογραφία εξόδου.

Σβήνω το τσιγάρο στο χέρι του και αρπάζω το όπλο. Του σπάω τη μύτη.

"Αν δε μου πεις που είναι, θα στο βάλω τόσο βαθιά, που θα χρειαστεί οδοντίταρος για να στο βγάλει!".

Τρία χτυπήματα και δύο σπασμένα δάχτυλα μετά, είναι πιο συνεργάσιμος. Πρώτη σφαίρα στο μάτι. Ο κόσμος δεν έχει καταλάβει ακόμα τι έγινε. Προχωράω προς την έξοδο. Δύο μπαμπουίνοι με πλησιάζουν. Πυροβολώ στον αέρα. Στα δευτερόλεπτα που μεσολαβούν, δύο σφαίρες είναι αρκετές. Ένας τρίτος με περιμένει έξω. Δύο στα πόδια, αφού γονατίσει, άλλη μια στο κεφάλι.

Η λεωφόρος μοιάζει με φιτίλι που καίγεται, όσο επιταχύνω, μπορώ ν'ακούσω τη φωτιά να ψιθυρίζει. Χρώματα και σχήματα λιώνουν στο σκοτάδι. Βάζω τη ζώνη. Παρκάρω και κοιτάζω γύρω από το μέρος. Ο Κλαύδιος τρώει στο αγαπημένο του εστιατόριο. Τσεκάρω πόσες σφαίρες μου έμειναν. Βάζω το όπλο στο παντελόνι και βγαίνω από το αυτοκίνητο. 

Κάθομαι απέναντι του. Ο Κλάυδιος κάνει νόημα στην φρουρά του να παραμείνει στη θέση της.

"Τζον, δεν έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις Παρασκευή βράδυ;"

"Είχα, μέχρι που κάποιος μου χάλασε τα σχέδια"

"Εσύ τα χάλασες. Το ξέρεις, δεν μπορείς να βγεις από το παιχνίδι"

"Έχω βγει, εδώ και πολύ καιρό"

"Λυπάμαι, αλλά η νέα διοίκηση δε συμφωνεί. Κάποιοι κανόνες άλλαξαν. Δεν μπορείς να βγεις, ζωντανός τουλάχιστον"

"Είχαμε κάνει μια συμφωνία"

"Τζον, αν ήταν στο χέρι μου, θα την τηρούσα. Όμως οι ανώτεροι διαφωνούν".

Ανάβω τσιγάρο και βάζω κρασί. Ένας από τους μπράβους πλησιάζει, ο Κλαύδιος του κάνει νόημα. Τσουγκρίζουμε.

"Έχεις δύο επιλογές. Ή μας σκοτώνεις όλους τώρα - που είμαι σίγουρος πως μπορείς να το κάνεις άνετα- ή ν'ακούσεις την πρόταση μου".

Τελείωσε το πιάτο του και άναψε τσιγάρο.

"Δεν ξέρεις πόσο μου έχει λείψει αυτός ο γλυκός καρκίνος. Είναι η πιο αξιόπιστη απόλαυση, σε αφήνει πάντα ανικανοίητο και κάποια στιγμή θα σε σκοτώσει. Μακάρι να ήταν και οι γυναίκες έτσι"

"Ακούω"

"Πάντα στο θέμα ε; Ποτέ χρόνος για κουβέντα"

"Αν ήθελα να βαριέμαι με συζήτηση, θα είχα φτιάξει Tinder. Πες μου".

Χαμογελάει και παραγγέλνει κι άλλο κρασί. Οι μπράβοι πάντα σε εγρήγορση, τα πρόσωπα τους έχουν τσαλακωθεί από την ένταση.

"Βγάλε από τη μέση τους δύο ύπατους, και μετά μπορούμε να συζητήσουμε ό,τι θέλεις"

"Και πως ξέρω ότι θα κρατήσεις το λόγο σου"

"Δεν το ξέρεις. Μπορείς να με σκοτώσεις όποια ώρα θέλεις. Ακόμη και τώρα. Όμως δε θα έχεις αυτό που θέλεις"

"Γιατί θέλεις προαγωγή; Αφού δικά σου πιόνια είναι και οι δύο"

"Όχι προαγωγή, στέψη. Αν θυμάσαι καλά, η Ρωμαική δημοκρατία ήταν ένας ευφημισμός για την αριστοκρατία. Κάποιες φορές, πρέπει οι υπήκοοι να ξέρουν ποιος τους κυβερνάει πραγματικά. Όταν τα πιόνια νομίζουν πως η σκακιέρα τους ανήκει, πρέπει να φύγουν".

Δυστυχώς είχε δίκιο. Έσβησα το τσιγάρο και άδειασα το ποτήρι μου.

"Που και πότε;"

"Αύριο.  Η Μεσαλίνα και ο Καλιγούλας θα είναι στον πύργο. Έκτακτο μετοχικό συμβούλιο. Θέλεις μήπως βοήθεια; Το μέρος φυλάγεται από παντού"

"Όχι. Χρειάζομαι κάτι πολύ συγκεκριμένο"

"Τι;"

"Όπλα. Πολλά όπλα".

Ο Κλαύδιος χαμογέλασε.

"Ένα στενό πιο κάτω, θα βρίσκεται ένα μαύρο φορτηγάκι. Εκεί θα βρεις ό,τι θέλεις. Αφού τελειώσεις, θα σε περιμένω στο σπίτι".

Στο γυρισμό κόντεψα να ξηλώσω το γκάζι. Με τρελαίνει η αναμονή. Αν ο γέρος δεν κρατήσει την υπόσχεση του, θα τους σκοτώσω όλους και θα φύγω από την χώρα.

Το φορτηγάκι ήταν γεμάτο από ακριβά παιχνίδια. Πήρα όσο περισσότερα μπορούσα και περπάτησα προς την είσοδο του πύργου. Ένα έκτρωμα από γυαλί, κακέκτυπο κτιρίου της Νέας Υόρκης ή του Λονδίνου. Είχα άσχημο προαίσθημα. Λίγο πριν μπω, επιβεβαιώθηκε. Οι σεκιουριτάδες του πεντάευρου είχαν αντικατασταθεί από άσβερκα δίποδα ψυγεία.

"Απαγορεύεται η είσοδος"

"Δεν παίρνεις την αρραβωνιαστικιά σου και να φύγεις;"

Χαμογελάνε και πλησιάζουν.

"Απαγορεύεται η είσοδος".

Ο ένας από τους δύο έχει μια τσάντα περασμένη στον ώμο. Θα είναι μεγάλο το πάρτι.

"Τι έχει η τσάντα;"

"Δε σε αφορά"

"Ελπίζω να πήρατε αρκετά ταμπόν, γιατί δε θα σας φτάσουν"

Πετάω το τσιγάρο μέσα στο στόμα του.  Σπασμένη μύτη με την άκρη του όπλου, σπασμένος καρπός, αγκωνιά στο λαιμό. Μια σφαίρα στο μέτωπο για τον επόμενο. 4 hit combo, good. 

Stage 2

Η γραφειοκρατία του υποκόσμου δε διαφέρει πολύ από την αντίστοιχη του νόμιμου καπιταλισμού. Αμέτρητες στρατιές υπαλλήλων, μαριονέτες που κράτανε μαριονέτες, τόσες πολλές ώστε να μην μπορείς να δεις ποιος κινεί τα νήματα, όσο ψηλά κι αν κοιτάξεις. Οι πρώτοι όροφοι πρέπει να είναι γεμάτοι με συνεργεία καθαρισμού. Μικρές ομάδες που αναλαμβάνουν εκφοβισμό, απαγωγές και δολοφονίες αντιπάλων χαμηλά στην τροφική αλύσιδα.

Μια γνώριμη φάτσα με πλησιάζει.

"Τζον, προλαβαίνεις να φύγεις".

Ο Μάρκος βλέπω αναβαθμίστηκε. Αν και το κουστούμι δεν του πάει, αυτό τον φοράει και δεν αισθάνεται και πολύ άνετα.

"Το ίδιο θα σου έλεγα και'γω"

"Δε θα τα καταφέρεις αυτή τη φορά, ο Πύργος είναι γεμάτος, δε θα φτάσεις ποτέ στην κορυφή"

"Αν ήθελα κουβεντούλα, θα έβγαινα για ποτό. Θα κάνεις κάτι ή θα κοιτιόμαστε όλο το βράδυ σαν αμήχανοι έφηβοι σε κλαμπ;".

Ο Μάρκος βγάζει το όπλο και του απασφαλίζει.

"Τελευταία ευκαιρία"

"Μάρκο το ξέρεις πως σε συμπαθώ, γι'αυτό θα σε σκοτώσω τελευταίο".

Δύο σφαίρες στα γόνατα, του παίρνω το όπλο και του σπάω τα δόντια. Μπαίνω στα γραφεία. Τα μούτρα πίσω από τις οθόνες αμφιβάλλω αν ξέρουν να διαβάζουν, πόσο μάλλον να χρησιμοποιούν υπολογιστή. Συρτάρια ανοίγουν, όπλα γεμίζουν, βλέμματα σκληραίνουν. Το ποδόσφαιρο είναι ένας ανεξάντλητος θησαυρός στρατηγικής. Το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο των Ολλανδών, έχει τις ρίζες του στην αρχιτεκτονική. Όταν ζεις σε μια τόσο μικρή χώρα, πρέπει να εκμεταλλεύεσαι το χώρο. Να παίζεις έτσι ώστε όταν επιτίθεσαι, το γήπεδο να μοιάζει πιο μεγάλο για σένα, κι όταν αμύνεσαι πιο μικρό για τον αντίπαλο.

Όταν σκοτώνεις, πρέπει να κάνεις και τα δύο. Πυροβολώ τα φώτα και ρίχνω δύο αυτοσχέδιες χειροβομβίδες, γεμάτες καρφιά. Το Καλάνισκοφ είναι ό,τι καλύτερο προσέφερε η ΕΣΣΔ στην ανθρωπότητα. Σκοτώνω όποιον στέκεται, φτάνω στην άλλη πλευρά. Δεν τελειώσαμε, έχουν κρυφτεί κάτω και πίσω από τα γραφεία. Ώρα για τα δακρυγόνα. Δύο γεμιστήρες μετά, πετάω τη μια τσάντα που πήρα απότο φορτηγάκι στο πρώτο ασανσέρ και το στέλνω στον επόμενο όροφο. 1 λεπτό μετά την εκρήξη ανεβαίνω. 22 hit combo, excellent.

Stage 3

Αδειάζω ό,τι όπλο έχω πάνω μου και ό,τι βρίσκω. Σπαμένα δόντια, κομμένες γλώσσες και δάχτυλα, μαχαίρια, μολύβια, μέχρι η άμπωτη του αίματος να γίνει πλημμυρίδα. Το κύμα με φέρνει στην κορυφή. Το κοστούμι μου στάζει καπνό, έχω φάει δύο μαχαιριές, ένα πλευρό έσπασε και έχω εγκαύματα στα χέρια. Θα μπορούσε να ήταν χειρότερα. Το ρετιρέ είναι σαν κρυστάλλινο κλουβί. Η Μεσαλίνα και ο Καλιγούλας με περιμένουν. Φαίνονται μόνοι τους. Αόπλοι. Η αλαζονεία τους τρέφει την αυταπάτη πως κανείς δε θα τους πειράξει.

"Έπρεπε να γίνουν όλα αυτά, Τζον; Μπορούσες απλά να κλείσεις ένα ραντεβού αν ήθελες να μας δεις".

Είναι όμορφη. Το κόκκινο ταγιέρ δεν μπορεί να κρύψει τις καμπύλες της. Αφήνει τον καπνό να βγει αργά από τα χείλη της. Ο Καλιγούλας γελάει και ετοιμάζει δύο ποτά. Μου προσφέρει το ένα. Το κοιτάζω καχύποτα.

"Έλα τώρα, πιστεύεις πως θα έκανα κάτι τέτοιο; Μην είσαι τόσο μεσοαστός Τζον".

Αδειάζω το ποτήρι και κάθομαι απέναντι τους. Ο χώρος μοιάζει ασφαλής.

"Τζον, το πρόβλημα σου είναι πως κάνεις παρέα με τα λάθος άτομα. Ο Κλαύδιος δεν μπορεί να σε βοηθήσει"

"Και μπορείτε εσείς;"

"Αν είχες έρθει από την αρχή εδώ, όλα θα ήταν καλύτερα"

"Αν δεν είχετα απαγάγει τη γάτα μου, τίποτα από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί"

"Όλα αυτά για μια γάτα; Που να είχες και σκύλο Τζον"

"Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν είναι απλά μια γάτα. Θέλω να με αφήσετε ήσυχο"

"Φοβάμαι πως δεν είναι τόσο απλό"

"Τι θα χρειαστεί;"

"Βγάλε τον Κλαύδιο από τη μέση και μπορούμε να συζητήσουμε με καλύτερους όρους".

Βάζω δεύτερο ποτό, πίνω λίγο και το αδείαζω στο πρόσωπο του Καλιγούλα, σπάω το ποτήρι και τον πιάνω από το λαιμό. Η Μεσαλίνα πετάγεται από τον καναπέ.

"Αν δε με αφήσετε ήσυχο,δε θα σταματήσω μέχρι να σας σκοτώσω όλους! Προτιμώ να πεθάνω παρά να ξαναδουλέψω για σας!"

"Τζον, μην το κάνεις! Δε θα καταφέρεις τίποτα έτσι!".

Πετάω τον Καλιγούλα κάτω.

"Θα με αφήσετε ήσυχο;"

"Δε γίνεται Τζον, το ξέρεις".

Βγάζω το τελευταίο  μου όπλο, σκοτώνω τον Καλιγούλα. Η Μεσαλίνα τρέμει, προσπαθεί να βγάλει το αίμα από πάνω της. Την αρπάζω και τη φιλάω. Ηρεμεί, περνάει τα δάχτυλα της στα μαλλιά μου. Βγαίνουμε στο μπαλκόνι, τις σκίζω τα ρούχα και μπαίνω μέσα της. Είναι τόσο μούσκεμα που η καύλα στάζει μέχρι τα παπούτσια της. Της τραβάζω τα μαλλιά και φιλιόμαστε. Τα νύχια της σχεδόν μου ματώνουν την πλάτη. Με χαιδεύει αχόρταγα, δεν έχω καταλάβει αν ψάχνει για το όπλο ή αν παραληρεί. Τη νιώθω να τελειώνει, σχεδόν λιώνει πάνω μου. Τη φιλάω τρυφερά.

"Είχες δίκιο, έπρεπε να το είχα κάνει χρόνια".

Είναι ακόμα ζαλισμένη. Έχει κλειστά τα μάτια και προσπαθεί να ανασάνει.

"Ποιο;".

Τη φιλάω και την πετάω κάτω. Αναρωτιέμαι τι να σκεφτόταν καθώς έπεφτε. Ελπίζω η ηχώ του οργασμού να μην άφησε το μυαλό της να καταλάβει τι έγινε. Μπαίνω στο σπίτι, κάνω μπάνιο με τα ρούχα. Τα βγάζω από πάνω μου σαν να αλλάζω δέρμα. Κάθομαι στον καναπέ. Πριν τρία χρόνια, περίμενα τη γυναίκα μου. Είχε αργήσει να γυρίσει από το νοσοκομείο. Λίγο πριν μπει στο αυτοκίνητο, είδε μια μικρή ουρά να εξέχει από την μπροστινή ρόδα. Το γατάκι ήταν τόσο βρώμικο που δεν μπορούσες να καταλάβεις πως ήταν ολόλευκο. Είδα το όνομα της στην οθόνη του κινητού, αλλά δεν άκουσα τη φωνή της στην άλλη άκρη. Το αυτοκίνητο είχε γίνει σαν πατημένη κονσέρβα.

Άντεξε 10 ώρες στην εντατική. Το τελευταίο πράγμα που μου είπε ήταν πως βρήκε το γατάκι. Μου έδωσε την τσάντα της πριν χάσει τις αισθήσεις της. Γύρισα στο σπίτι με μια βρώμικη γάτα και ένα θετικό τεστ εγκυμοσύνης. Πέθανε μετά από δύο ώρες. Όχι, δεν έγιναν όλα αυτά για μια γάτα. Ήταν το μόνο κομμάτι της που έμεινε ζωντανό. Αν δεν είχε καθυστερήσει για να την βγάλει από τη ρόδα και να τη φροντίσει, ίσως να ήταν ακόμα ζωντανή. Αυτή η λευκή χνουδωτή μπάλα που κοιμάται δίπλα μου είναι ό,τι μου απέμεινε από εκείνη.

Πολλοί ρωτάνε αν επέστρεψα. Λοιπόν ναι, από ό,τι φαίνεται επέστρεψα.





Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2022

Βροχή από νέον και κραγιόν

 


Τα σώματα γερνάνε διαφορετικά. Οι ρυτίδες μπορεί να μην φαίνονται, όμως οι ρίζες τους είναι βαθιές μέσα σου. Τα καλοκαίρια που περνάνε χωρίς νέες αναμνήσεις σε γερνάνε περισσότερο από οποιοδήποτε χειμώνα. Μου αρέσουν οι βροχερές μέρες όπως η σημερινή. Είναι αφορμή να ψάξεις τη ζεστασιά μέσα σου. Να την απολαύσεις σαν γάτα. Όλη μέρα στο κρεβάτι, ένω η ανάσα της βροχής αγκαλιάζει το δωμάτιο. 

Δε με τρομάζει ο χειμώνας. Με τα χρόνια, οι σκέψεις αμβλύνονται, δεν κόβουν όπως παλιά. Οι ερωτήσεις δεν αλλάζουν, μοιάζουν με ρεφρέν πλέον, απλά επαναλαμβάνονται ώστε να μην χάνεται η οικοιότητα. Υπάρχει μονάδα μέτρησης της ευτυχίας; Της νοσταλγίας; Όργανα μέτρησης; Όταν σπάνε τα θερμόμετρα αυτά, τι συμβαίνει; Τα κομμάτια είναι τα λάθη, τ'απωθημένα;

Η ενδοσκόπηση μετά τα 40 είναι κάπου βαρετή. Ο κόσμος εντός δεν αλλάζει, έχει διαμορφωθεί. Σίγουρα χρειάζεται μια ανακαίνιση, μια καλύτερη διακόσμηση, αλλά το βασικό σχέδιο δόμησης θα παραμείνει το ίδιο. Κάτι τέτοιες μέρες, επιστρέφω σε ταινίες που αγαπώ. Ταινίες όπως το Streets Of Fire. Όμορφες αποτυχίες. Που έχουν περισσότερο στυλ παρά ουσία. Όμως τις αγαπάς -ειδικά μελαγχολικές μέρες- λίγο πιο πολύ από τις υπόλοιπες. Ίσως γιατί σου θυμίζουν τις δικές σου αποτυχίες. Που είναι πιο όμορφες από τις επιτυχίες, κρύβουν περισσότερη ευτυχία από όσο νόμιζες.

Ο χρόνος είναι σαδιστής. Σε βασανίζει με όλες τις εκδοχές όσων δε συνέβησαν, κάνοντας το ποτέ να ζυγίζει τόνους σε σχέση με την πραγματικότητα. Τις νύχτες, η ζυγαριά στην ψυχή λυγίζει από το βάρος των ματαιωμένων προσδοκιών,  και κάθε πρωί πρέπει ν'ανακαλύπτεις νέους τρόπους για να την επισκευάζεις. Η νοσταλγία είναι το botox της μνήμης. Κρύβει για λίγο την φθορά. Δυστυχώς ή ευτυχώς, ο χρόνος δε βαλσαμώνεται. Ακόμη και οι φωτογραφίες λένε ψέματα. Μοιάζουν με αφίσες ταινιών που δε γυρίστηκαν ποτέ. 

Τουλάχιστον οι ταινίες λένε πάντα την αλήθεια. Είναι όνειρα που μπορείς να δεις ξανά και ξανά. Και κάθε φορά θα νιώσεις κάτι διαφορετικό, θ'ανακαλύψεις κάτι κανούργιο. Μέχρι να μπορέσουμε να εμφιαλώσουμε τις αναμνήσεις μας, οι ταινίες είναι η μόνη γλώσσα των ονείρων. Τι ωραία φωτογραφία που έχει το Streets Of Fire... Η ατμόσφαιρα χαϊδεύει όλα τα G-spots της καρδιάς. Ίσως το ν'απολαμβάνεις τις όμορφες αποτυχίες σου να είναι η πραγματική επιτυχία. Έτσι κι αλλιώς, δε θα κερδίσεις ποτέ αυτό το παιχνίδι. Μπορείς να χάνεις πιο αργά. Και με στυλ. 




Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

Αντιγόνη Ηλιάδη - Η γενιά μου

 


Η γενιά μου στάζει ιδρώτα παλεύοντας με την αϋπνία πριν καν γεννηθεί

κυνηγάει το επίδομα θέρμανσης, ρεύματος, στέγασης, νερού, ύπαρξης κι ανάσας καίει τα μάτια της στις οθόνες και στα διαφημιστικά ρούχων

και εντολών διαδικασίας κι επιτέλεσης

ψάχνει να βρει στα σόσιαλ μίντια τρόπους διαφυγής

κρεμάει το απεγνωσμένο σώμα της στους δρόμους

σέρνεται διαλυμένη σε χώρους εργασίας, πίεσης και στρες

κάνει σχέσεις χωρίς να εμπιστεύεται κανέναν

έχει μαύρους κύκλους κάτω από τα μάτια, στέκεται άνετα μέσα στα σκοτάδια,

ψάχνει στην πόλη να βρει απαντήσεις σε ερωτήσεις που έχουν πια περάσει

νεκροί γύρω της άγγελοι από μακρινούς τόπους μέσα σε πλατείες κι ερήμους

μέσα σε μουσικές από αυτοκίνητα, σειρήνες, τρένα, κόρνες, λεωφορεία

και την άσφαλτο που καίγεται, τον πακιστανό που κουβαλάει το καρότσι με τα χαρτόκουτα στις τέσσερις το πρωί και τα σπινθηροβόλα μάτια του άστεγου που κατουράει στο πλάι του δρόμου δίπλα στο πολυτελές ξενοδοχείο

τελειωμένη από τα πανεπιστήμια που γεμίσαν φρουρούς του πολέμου,

φτύνει τον κόρφο της με τσάκρα και ωτοασπίδες για τις ουτοπίες, το παρελθόν, το παρόν, το μέλλον

είχε κάποτε όνειρα που πριν ακόμα τα ονειρευτεί ήταν ήδη καταραμένα

όνειρα να κάνει έρωτα ελεύθερα, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, χωρίς περιορισμούς και ανατροπές και κατακλυσμούς και βιασμούς και νεροποντές, όνειρα, όνειρα

που τώρα ανταλλάσσει με ναρκωτικά,

υποψιάζεται ότι θα πεινάσει με στερημένη φαντασία από τα δέκα της χρόνια,

κουβαλάει εφιάλτες στην πλάτη σαν τον Σίσυφο από την Ομόνοια ως την Πλατεία Αμερικής,

πηδάει χωρίς αλεξίπτωτα από ταράτσες, ψάχνει τον χαμένο της χρόνο, τη χαμένη της νιότη στις πονεμένες πλάτες της, λίγο μετά αφού τελειώσει τα τριάντα χωρίς να έχει φτάσει στον αρχηγό της πίστας

σφραγίζει τους χειμώνες που στερήθηκε τη ζέστη και ανοίγει τα καλοκαίρια από τη Μάρνη ως την Αγία Παρασκευή, ζητιανεύει λίγη ηρεμία να κλέψει από τον θόρυβο με το στόμα στραβωμένο από τις εκρήξεις πείνας για κάτι άλλο μέσα στο στομάχι

και το φως της νύχτας που βγαίνει από τα τούνελς κάτω από τις γέφυρες δεν φτάνει να αλλάξει τη μυρωδιά του αλκοόλ έξω από φθηνά μαγαζιά που ατμίζουν σταθερούς ρυθμικούς τόνους

τικ τακ τικ τακ και είναι πρωί τικ τακ τικ τακ δεν το πρόλαβε έγινε μεσημέρι τικ τακ τικ τακ τι είναι το μεσημέρι τικ τακ τικ τακ νύχτωσε κι έγινε απόγευμα και ο χρόνος περνάει τόσο γρήγορα σαν την άμμο στα χέρια σε μία παραλία που μόνο θα ονειρευτεί

ψάχνει τρόπο να σταματήσει να μιλάει για δύο χιλιάδες θάνατο, βρίσκει μνήμες παιδικής ηλικίας, πλάκες για πόλεμο και πεζοδρόμια που την αντέχουν, αφήνει όνειρα έξω από τους σταθμούς του μετρό, ουρλιάζει για τους φυλακισμένους και σηκώνει κάγκελα

ανάβει τσιγάρα το ένα μετά το άλλο στις υπερθερμασμένες αποβάθρες του μετρό και δεν ξέρει πού πάει, κάνει κύκλους γύρω από τον εαυτό της, τρώει σούπα μού είπες σού είπα ξεχνάει τι της γίνεται και κάθε μέρα ξαναγεννιέται από το μηδέν μα είναι η ίδια και είναι σαν ρώσικη κούκλα που ξετρυπάει την καρδιά της για να μη την προλάβουν άλλοι

τρελή από φόβο και από πάθος για τη ζωή μα καταπιεσμένη ως την αυγή που δεν τη βλέπει ποτέ μέσα σε υπόγεια και τρύπες με καπνό και υγρασία, μυαλά που μειώνονται επίτηδες ένα προς μόνο για τρέλα μιλάει

στα ομιλούντα κεφάλια που μιλάνε για τον θεό κακαρίζουν σαν παλαβά με φυλλάδια φυτρωμένα στους κόρφους τους για το πώς πρέπει να ζει τη ζωή τη στιγμή που ο θεός δεν δονείται πια παρά μόνο σε γιγάντιες οθόνες νέον με διαφημίσεις για κάποιο προϊόν που όλοι ψωνίζουν μα κανένας δεν χρησιμοποιεί

περνάνε οι βεντάλιες, τα κοσμήματα, τα χαρτομάντιλα, τα χαρτάκια, τα φιλτράκια, τα αρωματικά στικς, τα κερασάκια σε τούρτες ανθρώπινες από άλλο κόσμο με βλέμμα κούρασης και θλίψης χαμογελάνε σε σύννεφα που κινούνται σε ρούχα οργανωμένα σε χρόνους ανοργάνωτους ενώ

μιλάει με γκρίκλις, χορεύει σε ρυθμούς άγνωστους βγαλμένους από τις ρίζες, τις φύτρες και το άνοιγμα των νυχιών της σε στάση άμυνα-επίθεση-άμυνα, περνάνε μπατσικά τα αγοράζει, τους ανταλλάσσει, τα μυαλά της χάνει ενόσω

μία μεταφυσική χροιά υπάρχει στα νεκρά βλέμματα ανάμεσα στις συζητήσεις για το τίποτα, στον θόρυβο κάποιων παιδιών που ήταν αυτή και είναι ακόμα εκεί που για κάποιο λόγο όλοι βλέπουν φαντάσματα από την Κίνα και είναι σαν ρομπότ που απενεργοποιήθηκαν λίγο πριν απορροφηθούν τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους από τις υπερφωτισμένες οθόνες

και βρέχει, είναι όξινα και η βροχή σκαλίζει τις λακκούβες της ενήλικης ακμής στο πρόσωπο

σκλάβα της συνήθειας και του σεξ χωρίς ανταπόκριση περιφέρεται ακατάπαυστα μέσα στην υγρασία και στο καυσαέριο και αναπνέει το σκοτάδι, μελετάει για τι και πώς ο κόσμος θα καταστραφεί όχι σε είκοσι χρόνια μα σε ένα δευτερόλεπτο


τινάζει ένα κομμάτι της, πλήθος υπερενέργειας, τις βιταμίνες του, τα μούσκουλα, τα κολγκέιτ πλαστά χαμόγελα, τους ιδανικούς σκελετούς του, τα μακροχρόνια κέρδη του, τα στιλπνά καθαρά μαλλιά του, τα υγιή ζώα και πρωινά του και τα καλοκαμωμένα νύχια του, ενώ κρύβει μέσα στην κινόα και στο αβοκάντο τα αντικαταθλιπτικά του


και τσιρίζουν περιπολικά όχι για τη γυναίκα που σκοτώθηκε, μα για τον μετανάστη που άραζε σε μία γωνία και περίμενε τον φίλο του


από τα υπόγεια γκαρίζουν άνθρωποι στοιβαγμένοι χωρίς χαρτιά και ζόμπι περιφέρονται στον δρόμο και τους κυνηγάνε να τους φάνε, με μηχανάκια και ταξί που αναμασούνε τη χαρά από τα δημόσια μέρη της συνήθειας

κερνάει θρησκοληπτικές αγάπες στα κέντρα τέχνης μεθυσμένη, η γενιά μου, στο πάτωμα μίας σχολής για πισινούς και προφήτες που δεν ξέρουν από μουσική και μαγειρική και κάνουν στροφές  γύρω από τον εαυτό τους φασκιωμένοι με το εγώ τους και την ασυναρτησία τους

στα λεωφορεία τους έχουν ζώα σκοτωμένα που μυρίζουν στις σακούλες τους, σκυλιά με κομμένη την ουρά, που φοράνε τα ρολόγια τους ανάποδα, τρέχουν να προλάβαινουν ούτε κι αυτοί δεν ξέρουν τι, μαθαίνουν άλλες γλώσσες, βρίζουν και μιλάνε πρόστυχα, κόβουν τις φλέβες τους στα ψέματα για να το κάνουν τατουάζ

γενιά εξορισμένη από σπίτια που ανεβάζουν τα νοίκια οι νοικοκύρηδες άνθρωποι με τις λιωμένες ψυχές στα χέρια, ανήθικοι σε έναν κόσμο ηθικό για τα μάτια του μόνο, ακούνε τις γυναίκες που δολοφονούνται από τους άνδρες τους στα διπλανά δωμάτια

την ανέγερση στρατιών πάμφωτου και αιώνιου πολέμου του Χρόνου που τελειώνει συνεχώς και ξαναρχίζει στα δελτία ειδήσεων που γεράσανε, στις τράπεζες που δεν καίγονται ποτέ γιατί είναι η απόλυτη πραγματικότητα, στις γέφυρες από όπου δεν θα πέσει κανείς, γιατί πρέπει να κάνουμε ησυχία, όλοι κοιμούνται,

πίνει μπίρες στο τελευταίο μαγαζί, σπάει ποτήρια και τρώει πίτες από το βρώμικο πάτωμα που το έχουν ακούσει χιλιάδες και ονειρεύεται μέσα από σάπια ρετρό ηλεκτρονική μουσική και σειρήνες

ξεχνάει τα ανοιχτά παράθυρα δίχως δροσιά στο δωματιάκι στη Βικτώρια, τη χτυπάει μόνο το ρεύμα μα δεν έχει να το πληρώσει

περιφέρεται και τραγουδάει στη λεωφόρο εκείνη γεμάτη αφροέλληνες και κινέζους

δίνει το φιλί της αγρύπνιας σε παράδεισο και κόλαση, άγρυπνη πίσω από ένα ψιλικατζίδικο γεμάτο λευκά λαμπάκια, ενσάρκωση μίας γριάς γυναίκας που κάνει καφέ στο μπρίκι στα εβδομήντα και αντί για ζάχαρη αφήνει στην κούπα της δάκρυα

στα εικοσιπέντε της σχίζει τον λαιμό της σε μία φοιτητική γκαρσονιέρα στη θεσσαλονίκη, την ξυλοκοπάνε μέχρι θανάτου λόγω παραξενιάς μέρα μεσημέρι και τραβάνε με τα κινητά τους το θέαμα και οι μέρες περνάνε με φωτογραφίες στις εφαρμογές

η μία γυναίκα πέφτει μετά την άλλη σε σπίτια που δεν ανοίγουν ποτέ παραέξω, τα εγκλήματα καθαρίζονται με ακριβά καθαριστικά κι αυτές βυθίζονται στη μοναξιά, χάνονται στα σκατά που έχουν γεμίσει ποτάμια ολόκληρα γύρω με ιερά γέλια να πέφτουν από ένα αόρατο κοινό που έχει ξεχάσει να νιώσει κάτι άλλο πέρα από το πετσί του που κι αυτό πέφτει σαν ψεύτικο κάθε αλλαγή εποχής φοράει μάσκα και κοστούμι ενοχής

και τα χρόνια δεν γυρίζουν χωρίς καύσιμα για να πάει μπροστά μεθυσμένη από το όλο και την ολοσχερή πραγματικότητα περιμένει τη σωτηρία από έξω

πιστεύει μόνο σε καθημερινές αναρτήσεις, η γενιά μου, και άστατες συζητήσεις παρακαλάει για λοβοτομή και θεραπεία, κάνει γιόγκα για να αυτοπροκαλέσει ιδιάζουσα αμνησία

διαμαρτύρεται σε ένα πινγκ πονγκ του παραλόγου που στάζει αίματα από τις ρόδες του και πηγαίνει από την Ευρώπη ως την Ανατολή και πάλι πίσω μπρος με το μπαλάκι βαρύ σαν τον πλανήτη που κοντεύει να σκάσει μεσάνυχτα στα εντόσθια μίας γάτας που σέρνει από το μπαλκόνι, ώσπου να την πατήσει ο κάγκουρας που τρέχει με εκατόν εβδομήντα στην Ιερά Οδό για να βρει το τελευταίο κομμάτι ζωής που έχει χάσει

ονειρεύεται τη γύμνια της ντυμένη με υποκρισία και το κεφάλι της ελεύθερο πρησμένο από την ατέλειωτη πληροφορία που αναπαράγεται και δεν χωνεύεται ποτέ ούτε τις νύχτες ούτε μετά τον θάνατο

τρώει άλλα χίλια χρόνια για προϊόν πρωινό

Οπότε, θέλω να σου πω κι ας είσαι κι άνδρας,

η γενιά μου είναι τρελή από τρελούς και τρελότερους

παράξενη, στη σκιά μίας μητέρας που υπέφερε

έχει σκοτώσει και σκοτώνεται

γελάει χωρίς χιούμορ

και γράφει απαισιότητες που εξαφανίζονται σε μία μέρα, η γενιά μου,

είναι σε σοβαρή κατάσταση με κρανίο που της το τρώνε συνεχώς τα σκουλήκια

πίνει τσιγάρα στριμμένα με σκόνη μητρικού γάλακτος και νυχτερίδας

πετάει το σώμα της στα γυμναστήρια ή στα νοσοκομεία για να της το φτιάξουν

ενώ χάνεται στην άβυσσο που δεν θα μάθει ποτέ τι είναι

γιατί ο θεός είναι νεκρός, προτιμάει να κλείνει τον εαυτό της σε δανεικά σπίτια

φουσκώνει τον αέρα της με κενά κι άλλα κενά όπου κενό κι αυτή

αφήνεται σε μία επανάσταση που μόνιμα εκκρεμεί και είναι στο παραλίγο

βήχει όλο το βράδυ δίπλα σε ένα μισοφαγωμένο τοίχο, κάτω από έναν μουχλιασμένο φωταγωγό, ακούει τις φωνές των γειτόνων, δεν ζει είναι σαν να έζησε, κάνει κάθε μέρα το ίδιο, επανάληψη στην επανάληψη, στην επανάληψη κι αυτό το σώμα είναι σε κώμα και δεν θα ξυπνήσει παρά μόνο με μία βόμβα στα πόδια που τρέχουν και τρέχουν μα δεν είναι ελεύθερα

δεν ξεφεύγουν ποτέ κι αυτή η πίστα είναι σαν να μην έχει αρχηγό, κι αυτά τα σκυλιά είναι μόνιμα με αφεντικό και δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τους ιαχούς των ψυχών που εκτελούν κάθε μέρα, δεν θα ξεφύγουν ποτέ από τα αναπάντητα μηνύματα και τηλέφωνα, από τα μεταχειρισμένα έπιπλα, τα τσαλακωμένα σημειώματα στα σκουπίδια, τις κλαμμένες παραισθήσεις και φαντασιώσεις,

δεν είναι ασφαλής, δεν είναι ασφαλής αυτή η γενιά, σαν χαλασμένη σούπα που την πετάξανε στην τουαλέτα και τώρα μένει μόνο να της πατήσουν το καζανάκι

διαλύεται, ξεφεύγει, πάει πού αλλού στη θάλασσα, γίνεται ένα με την υπόλοιπη ψευδαίσθηση, αφήνει τη σάρκα της στη χημεία και μελετάει τα ατελείωτα χρονοχτυπήματα πάνω στα ιδρωμένα της ρούχα, πάνω στα σφαγιασμένα της ποιήματα που ξεχύνονται στους δρόμους σαν ορεκτικά για τους επισήμους

ξαπλώνει να ηρεμήσει σε μαξιλάρια από άχυρο βγαλμένα από ένα παραμύθι πλατφόρμας στην άκρη του σύμπαντος, γιατί έχουν προγραμματίσει πότε θα της πάρουν ακριβώς το κεφάλι και για πόσα πριν καν γεννηθεί


γιατί αυτή τη γενιά, τη δική μου γενιά

την ξεπούλησαν φθηνά πολύ

και της αρέσει να καταστρέφει τον εαυτό της και τους άλλους

στο όνομα μία ευγενικής αγίας εκδίκησης που δεν σχεδιάζει καν να πάρει

από τον σατιρικό θεό της ύπαρξής της.


Πηγή: Ποείν




Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

Η μπλούζα της

 

Φορούσε τη σιωπή της κάθε μέρα. Δεν μπορούσε να βγάλει την απουσία από πάνω του, βρεγμένο ρούχο που δεν ξεκόλλαγε απ'το δέρμα. Ένιωθε ξένος μέσα στη ζωή του. Λαθρεπιβάτης  ένος τρένου φαντάσματος, που δεν ήξερε που πάει. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να κοιμάται. Αγκάλιαζε κάθε βράδυ την μπλούζα που φορούσε εκείνη, την τελευταία τους νύχτα.

Το άρωμα της ακτινοβολούσε ακόμα. Οι ανάσες από τη μυρωδιά της  τον γαλήνευαν. Χαμήλωναν τα τείχη μέσα του, η καρδιά του ακολουθούσε το ρυθμό της ανάσας της. Το πρωί σηκωνόταν σαν τσαλακωμένο πακέτο από τσιγάρα. Ό,τι κι αν φόραγε, το αισθανόταν σαν σκουπίδι πάνω του. Η δυσοσμία της μοναξιάς ήταν παντού, στη ντουλάπα, στα συρτάρια. Στα πουκάμισα που εκείνη δεν είχε ξεκουμπώσει, στα εσώρουχα που δεν είχε ποτίσει το κραγιόν της.

Ανυπομονούσε να έρθει το Σαββατοκύριακο. Να το περάσει τυλιγμένος με την μπλούζα σαν γάτα. Κάποιες φορές, της μιλούσε σαν να ήταν ακόμα εκεί. Τις έλεγε όλα τα μυστικά που δεν πρόλαβε να της πει, τα σχέδια για το μέλλον που δεν πρόλαβαν ν’ανθίσουν.  Οι λέξεις μαραίνονταν πριν καν βγουν από το στόμα του. Μεθυσμένος από τη λαχτάρα, μέχρι που ξέσπαγε σε κλάματα.

Πήρε άδεια, έφυγε όσο πιο μακρυά μπορούσε. Όταν γύρισε, αγκάλιασε την μπλούζα και αποκοιμηθήκε. Πέρασαν εβδομάδες. Την πέτυχε τυχαία στο δρόμο, την ακολούθησε. Εκείνη μπήκε σε ένα μαζαζί με ρούχα. Την παρακολουθούσε διακριτικά. Όταν εκείνη έφυγε, αγόρασε το φόρεμα που είχε δοκιμάσει. Ήταν η πρώτη νύχτα που κοιμήθηκε τόσο βαθιά. Τη φανταζόταν να το φοράει, να πηγαίνουν βόλτα. Να της το βγάζει βιαστικά, να το σκίζει πάνω στο πάθος.

Ξύπνησε κατάκοπος. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Όλη η άβυσσος χωρούσε στα μάτια του, ξεχείλιζε από τις ρυτίδες του. Μόλις νύχτωσε, έσβησε όλα τα φώτα. Οι φλόγες  των κεριών ανέμιζαν σαν λουλούδια. Ήπιε μέχρι το παρά ένα της λιποθυμίας. Έλουσε τα πάντα με βενζίνη. Είχε γεμίσει την μπανιέρα με νερό. Βυθίστηκε. Μέσα στο νερό δεν μπορούσε ν’ακούσει τίποτα. Οι ρωγμές στο λαιμό του τον έπνιγαν. Αφέθηκε.

Εκείνη δεν άντεχε άλλο το παιχνίδι της σιωπής και τον εγωισμών. Πήγε να τον βρει. Της κόπηκε η ανάσα όταν είδε τον καπνό στο διαμέρισμα. Τα δάκρυα της ράγισαν τα μάτια, δεν μπορούσε ν’αναπνεύσει. Έφτασε την στιγμή που τον έβγαζαν έξω. Το μόνο που μπόρεσε να διακρίνει, ήταν τα κουρέλια που είχαν μείνει ανέπαφα από την μπλούζα της. Τα κρατούσε σφιχτά, στις σκελετωμένες στάχτες που ήταν μέχρι πρόσφατα τα δάχτυλα του.





Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Εκκρεμές

 

Οι λέξεις έχουν χάσει την λάμψη τους

θαμπώνουν γυμνές χωρίς την χροιά σου

το σκοτάδι αχόρταγο, για βήματα που  δεν πλησίασαν ποτέ 

πάντα ο δρόμος, περνάει μέσα από τη φωτιά

είναι η φωτιά.


Σελίδες που στάζουν σκουριά

οθόνες που οι  ρωγμές  τους 

έγιναν ιστοί αράχνης

ρούχα στο πάτωμα

ανάμεσα σε βιβλία και φωτογραφίες

αποκαΐδια της σιωπής


Η βροχή συλλαβίζει, όσα το καλοκαίρι ξέχασε να πει

οι ταινίες δεν έχουν πια ξόρκια

τα τραγούδια μιλάνε για κάποιους άλλους

τα βιβλία γεμάτα άμμο

από μια έρημο που κρύβεται παντού στο σπίτι 

μέσα στα ρούχα, πάνω και κάτω από το δέρμα.


Τελευταίο τσιγάρο, και η καύτρα μια τελεία που δεν έσβησε ποτέ.




Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Blonde (2022)

 


Το Blonde είναι βασανιστικά άνισο. Στο  μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του είναι απλά βασανιστικό. Το ότι βασίζεται στο βιβλίο της Τζόις Κάρολ Όουτς δικαιολογεί πολλά, όχι όμως τα πάντα. Γιατί σύμφωνα με την ίδια είναι μυθοπλασία. Δεν ξέρω αν η ταινία είναι στρατευμένη στο πνεύμα του metoo ή αν απλά ο σκηνοθέτης σχεδόν μισεί την ηρωίδα του. Σίγουρα η ζωή της Μονρόε ήταν δύσκολη, όμως στην προσπάθεια του να το δείξει, ο Αυστραλός σκηνοθέτης την υποβιβάζει σε μια καρικατούρα, ένα κοριτσάκι που δεν ξεπέρασε ποτέ τα daddy issues του.

Η σκηνή του στοματικού έρωτα είναι γελοία, όχι αστεία, γελοία. όπως και τα πλάνα με το έμβρυο. Οι σκηνές βιασμού δε συνέβησαν ποτέ. Η Όουτς δήλωσε πως αν και μυθοπλασία, η Μονρόε είχε πολύ χειρότερη ζωή. Ο σκηνοθέτης δε διευκρίνισε ποτέ τι συνέβη πραγματικά και τι όχι. Πρόκληση απλά για την πρόκληση; Ο Ντόμινικ, ο οποίος αν διάβασει κανείς δηλώσεις του, έχει πάρει πολύ στα σοβαρά τον εαυτό του, θα μπορούσε να παρουσίασει κάτι πολύ καλύτερο. Δυστυχώς η αλαζονεία του είναι μεγαλύτερη από το ταλέντο του. Η Μονρόε ήταν σίγουρα θύμα, θύμα της εικόνας της. Οι υπόλοιπες πλευρές της ζωής της, είτε παρουσιάζονται πολύ λίγο ή καθόλου. Δε γίνεται αναφορά στα μαθήματα υποκριτικής που έκανε, στην προσπάθεια της να ξεφύγει από το στερεότυπο της σέξυ ξανθιάς. Ούτε στο ότι ίδρυσε δικιά της εταιρεία παραγωγής, όταν έμαθε πως πληρώνεται πολύ λιγότερα από  συμπρωταγωνίστρια της.

Κάπου μέσα στα 166 λεπτά του Blonde  υπάρχει μια καλή ταινία. Αλλά δε θα τη δούμε ποτέ. H διάρκεια είναι σχεδόν τιμωρία προς το θεατή. Και είναι κρίμα, γιατί το φιλμ ίσως έχει την καλύτερη φωτογραφία του 2022. Οι εναλλαγές ασπρόμαυρου με χρώμα και του μεγέθους του καρέ είναι εξαιρετικές. Η ατμόσφαιρα κάποιες στιγμές είναι ανάμεσα σε Lynchικό όνειρο και horror. Εκτός από την αισθητική, χαραμίζονται οι ερμηνείες. Η de Armas είναι εξαιρετική, δυστυχώς το ασφυκτικό ύφος δεν την αφήνει ποτέ να λάμψει.

Ίσως αν το Blonde δεν ήταν η ιστορία για την Μονρόε, αλλά για κάποιο φανταστικό πρόσωπο, όλα τα κομμάτια του παζλ να ταίριαζαν και να μιλούσαμε για να ένα πολύ καλό θρίλερ. Αν θέλει κάποιος οπωσδήποτε να δει μια ταινία για εκείνη, ας προτιμήσει το My Week With Mairilyn.







Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2022

Στην άκρη της άκρης του κόσμου ΙI

 


Η αντανάκλαση τους φεγγαριού έλιωνε στην παλίρροια. Ο άνεμος έπαιρνε τις σκέψεις μας μακρυά, μαζί με τις στάχτες του τσιγάρου. Ο δαίμονας ήταν όλο απορίες. Έπρεπε να κάνουμε ένα υπερεντατικό στο τι έχει συμβεί τα τελευταία 15 χρόνια. Αυτό που του φάνηκε πιο απίστευτο ήταν το αήττητο νταμπλ του ΠΑΟΚ. 

"Πως είναι το Rings Of Power;"

"Σαν βίντεο κλιπ της Enya, που διαρκούν 1 ώρα και κόστισαν 500 εκατομμύρια"

"Τι είναι τα social media;"

Ωχ Παναγία μου, πως θα κάνω τον Μάρσαλ ΜακΛούαν σε 10 λέπτα;

"Μια πασαρέλα ματαιοδοξίας, ναρκισσισμού, ψυχικών ασθενειών, προπαγάνδας και ηλιθιότητας. Αν ο Όργουελ ζούσε, θα πέταγε στα σκουπίδια το 1984 και θα έγραφε Άρλεκιν, διαπιστώνοντας πως οι άνθρωποι δίνουν όλα τους τα στοιχεία και την ιδιωτική ζωή στο πιάτο του μεγάλου κεφαλαίου και στις κυβέρνησεις τους.  Νομίζεις πως ζεις μια ιδιωτική ψευδαίσθηση μέσα σε δημόσιο χώρο. Σύμφωνα με τον Γερμανό ψυχολόγο Klaus Conrad, αυτό δημιουργεί μια προψυχωτική κατάσταση που συγκρίνεται  με την αγοραφοβία"

"Είναι καλές οι ταινίες της Marvel;"

"Οι μόνες διαφορές που έχουν με τις σαπουνόπερες, είναι πως η Disney κυκλοφορεί 4-5 ταινίες το χρόνο, μαζί με τις σειρές τη,  και το budget. Η ποιότητα είναι ίδια, αν και είμαι σίγουρος πως κάπου στον κόσμο υπάρχουν καθημερινές σειρές που έχουν περισσότερη πλάκα από τα McDonald's της Marvel. Ξέρεις πόσο έχω γελάσει με κάτι τηλενουβέλες από την Αργεντινή που έβλεπα στο Μακεδονία TV;".

Οι ερώτησεις κόπασαν. Προσπάθησα να κοιμηθώ, όμως δεν τα κατάφερα. Ήταν σειρά μου να στρέψω τις κάννες των ερωτηματικών προς τον συνταξιδιώτη μου.

"Όσο σκέφτομαι το σχέδιο, βλέπω πως έχει περισσότερες τρύπες και απο την τελευταία τριλογία Star Wars. Γιατί δεν παίζεις ανάποδα πάλι τον δίσκο Dark Funeral;"

"Δε θα πιάσει. Είναι πιο περίπλοκη διαδικασία το να πάρεις πίσω την ψυχή σου. Πιθανότατα κανείς δεν το έχει καταφέρει"

"Έτσι σε θέλω αισιόδοξο. Και που τα ξέρεις όλα αυτά;"

"Μου τα έχει ο μπασίστας από την μπάντα μου, τους Trisatanic Diavolator. Το βαφτιστήρι του μπατζανάκη του ψιλικατζή του είχε κάνει μάγια για να παντρευτεί. Ήταν ερωτευμένη με κάποιον και εκείνος δεν την ήθελε. Έμαθε πως στο Αγρίνιο υπήρχε ένας από τους πιο ισχυρούς μάγους της Ευρώπης"

"Πόσο ισχυρός;"

"Είχε παίξει δύο φορές στους ημιτελικούς. Η Ζαχαρούλα λοιπόν, πήγε και τον βρήκε. Της ζήτησε μια περιουσία, αλλά τελικά έγινε αυτό που ήθελε"

"Μάλιστα... Βασιζόμαστε στην εξειδίκευση μιας  κατινοειδούςς προσωπικότητας.  Δε θέλω να ξέρω που θα καταλήξουμε. Τεσπα, ξέρεις τ'όνομα του;"

"Όχι"

"Πως είναι εμφανισιακά;"

"Όχι"

"Και πως θα τον βρούμε ρε ανέπαφε;"

"Θα το καταλάβω. Θα νιώσω τις δονήσεις του ερέβους"

"Θα νιώσεις τις δονήσεις του κουντεπιέ μου, αν δε μου δώσεις καλύτερη απάντηση"

"Θα το καταλάβω, μη σε ανησυχεί αυτό. Είναι δύσκολο να στο εξηγήσω, όμως βλέπω την πραγματικότητα διαφορετικά από σένα. Σαν το Neo που έβλεπε των κώδικα σε όλα στο Matrix"

"Κανόνισε να μην έχουμε και το τέλος του Neo ή ακόμα χειρότερα το Matrix Resurrections"

"Μην ανησυχείς, το δύσκολο δε θα είναι να τον βρούμε"

"Αλλά;"

"Να τον πείσοπυμε να μας βοηθήσει"

"Έχεις υπερφυσικές δυνάμεις, η πραγματική σου μορφή είναι ένα τέρας από λάβα, λες να μην φτάνουν;"

"Δε θα πιάσουν σε αυτόν, είναι πανίσχυρος"

"Επειδή το είπε η Ζαχαρούλα;"

"Άμα την έβλεπες, θα καταλάβαινες τι θαύμα έκανε. Κοιμήσου, έχουμε πολύ ακόμα".

Ο δαίμονας ξεράθηκε, αλλά εγώ δεν μπορούσα να κλείσω μάτι. Τα ερωτήματα πυροβολούσαν από παντού. Η καρδιά μου μπορεί να είναι John Wick, όμως το μυαλό μου είναι ο Ηλίθιος και ο Πανηλίθιος, και οι δύο ταινίες στη συσκευασία του ενός μαλάκα. Πως στον Κθούλου έμπλεξα πάλι έτσι; Πως γίνεται και υπάρχει πλοίο που πηγαίνει απευθείας στο Αγρίνιο από το πουθενά; Επίσης, το Αγρίνιο δεν έχει λιμάνι.

"Θα σταματήσεις να σκέφτεσαι τόσο πολύ; Δεν μπορώ να κοιμηθώ!"

"Έχεις και τηλεπαθητικές δυνάμεις;"

"Μεταξύ άλλων. Γιατί τόσες αμφιβολίες; Εσύ δε λες συνέχεια πως ο ρεαλισμός είναι υπερεκτιμήμενος στην τέχνη; Πως σύμφωνα με τον Καμύ, ο θεός θα μπορούσε να είναι ρεαλιστής καλλιτέχνης και αυτός δεν υπάρχει;"

"Ναι, τη λέω συχνά αυτή την παπαριά"

"Ε, ξεκόλλα και κοιμήσου!".

Μισή ώρα μετά, και ενώ ήμουν στο παρά ένα του ύπνου, άκουσα το δαίμονα να κλαίει. Προσπάθησα να τον παρηγορήσω.

"Άραγε θα με θυμούνται; θα με έχουν συγχωρήσει;"

"Θα το μάθουμε"

"Και αν δεν μπορέσουμε να τους βρούμε; Κι αν τους έχει συμβεί κάτι;"

"Δε θα σταματήσουμε να ψάχνουμε, μέχρι να μην υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε".

"Δεν ξέρω φοβάμαι πολύ. Το να την αντικρίσω μετά από τόσα χρόνια, με τρομάζει περισσότερο από την αιωνιότητα στην κόλαση"

"«Αν αληθεύει πως αγαπάς», είπε η Αγάπη, «τότε μην περιμένεις πλέον. Δώρισε της  τα πετράδια αυτά που θα την ατιμάσουν και ομοίως θ’ ατιμάσουν εσένα στο ν’ αγαπάς μιαν ατιμασμένη. Αν αληθεύει πως αγαπάς», είπε η Αγάπη, «τότε μην περιμένεις πλέον»

Πήρα τα πετράδια και ήρθα σ’ εκείνη, όμως τα ποδοπάτησε, κλαίγοντας με λυγμούς: «Δίδαξε με να περιμένω. Σ’ αγαπώ »

«Τότε περίμενε, αν αληθεύει», είπε η Αγάπη"

"Τι είναι αυτό;"

"Κάτι που είχα γράψει σε κάποια. Στίχοι του Robert William Chambers".

Ο δαίμονας με αγκάλιασε. Για τερατόμορφη λάβα είναι πολύ αγκαλίτσας.

"Σ'ευχαριστώ. Συγγνώμη για το κλάμα"

"Μην το σκέφτεσαι"

"Τελικά πιστεύω πως δεν συναντηθήκαμε τυχαία. Πως είναι γραφτό. Αν και δε σου φαίνεται, πρέπει να είσαι ρομαντικός κατά βάθος"

"Και κατά πλάτος"

"Έχεις κάποια να σε περιμένει;"

"Όχι"

"Τι συνέβη;".

Ήταν σειρά μου να μελαγχολήσω. Άναψα το νιοστό τσιγάρο και ατένισα τον ορίζοντα.

"Ίσως έχεις δίκιο, να μην είναι τυχαίο αυτό που συμβαίνει. Σαν σήμερα, πριν 2 χρόνια χώρισα μαζί της"

"Γι'αυτό δεν μπορείς να κοιμηθείς;"

"Κυρίως ναι"

"Δεν την ξανάδες από τότε;".

Πέταξα το τσιγάρο στη θάλασσα και σηκώθηκα.

"Δεν έχει σημασία. Πάω να πάρω τίποτα να φάμε".

Ο δαίμονας σηκώθηκε και έβαλε το χέρι του στον ώμο μου.

"Ίσως να υπάρχει ακόμα ελπίδα".

Ανθυπομειδίασα και κατέβηκα τις σκάλες.

17 ώρες μετά, φτάσαμε στην συμπρωτεύουσα της Mordor. Βρήκαμε ένα ξενοδοχείο της κακιάς ώρας και κοιμηθήκαμε σαν άνθρωποι. Ξυπνήσαμε πεινασμένοι. Χρειαζόμασταν πολλές βιταμίνες για πάρει στροφές το μυαλό. Η υγιεινή διατροφή είναι απαραίτητη για ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα. 28 καλαμάκια, μια σκάφη πατάτες τηγανητές και 3,5 λίτρα Coca Cola μετά, ήμασταν έτοιμοι. Πρώτα για πλύση στομάχου, κι ύστερα για να ξεκινήσουμε την έρευνα για τον μάγο.

Καταλήξαμε σ'ενα ξεκωλάδικο τελευταίας υποστάθμης. Ο δαίμονας ήταν φανερό ότι δεν άντεχε το αλκοόλ. Κοίταζε συνέχεια την ξανθιά στην άλλη άκρη της μπάρας. Την οποία φλέρταρε όχι και πολύ διακριτικά η τοπική πανίδα. Μούτρα σαν να ειχανε καρκίνο μελλοθάνατοι. Η αγένεια ξύπνησε τον λευκό ιππότη στον φίλο μου και έπρεπε να τον κοιμήσω γρήγορα. Έλα όμως που τα ένστικτα δεν αμβλύνονται. Ξυνόμουν κι'εγώ για καυγά. Και δεν είναι εδώ ο Μάκης, ο Ζιντάν του χουλιγκανισμού, να συντονίσει τις κινήσεις μας.

"Αστην κοπέλα, αφού δεν γουστάρει"

"Και σ'ενα τι σε νοιάζει;"

"Δε γαμάς ούτε με το Infinity Gaunlet ρε μαν, πιες το καψούλι σου και τράβα σπίτι, να δεις καμιά τσόντα με κτηνοβασία, να θυμηθείς τη μάνα σου".

Πριν προλάβω να πετάξω το μπουκάλι, ο δαίμονας έφυγε σφαίρα και με εναέριο τάκλιν, έριξε κάτω δύο λιγουροναυάγια . Παρά τη μέθη και την αδεξιότητα του, κατάφερε και τους ξάπλωσε όλους. Φύγαμε θριαμβευτές, με το δαίμονα να χαμογελάει σαν ηλίθιος, που η ξανθιά του έδωσε το τηλέφωνο της. Δύο στενά πριν το ξενοδοχείο, πάγωσε.

"Αυτός είναι!"

"Ποιος;"

"Ο μάγος!".

Το βλέμμα του κόλλησε σε μια αφίσα. Ήταν αναγγελία αγώνα τοπικού πρωταθλήματος. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία, ένα ημιτσέλιγκας που έμοιαζε με προπονητή.

"Είσαι σίγουρος;"

"Απόλυτα. Σου είπα, βλέπω πράγματα που εσύ δεν μπορείς"

"Ήπιες παραπάνω, γι'αυτό"

"Θα πάμε αύριο στον αγώνα και θα του μιλήσουμε"

"Δε θα το γλυτώσουμε το ξύλο τελικά...".

Το ματς ξεκίνησε στις 15:00. Καπνογόνα, βωμολοχίες σε ακατάπτητες διαλέκτους. Το παιχνίδι είχε ξεχωριστή σημασία για τους ντόπιους. Ο μέχρι πρότινος προπονητής της γηπεδούχου είχε αναλάβει τον αντίπαλο. Ο προπονητής Ιούδας ήταν ο μάγος. Στιλιστικά μοιάζει να τον έχουν κλειδώσει στη δεκαετία του 1970 και να πέταξαν το κλειδί στη θάλασσα. Ο διαιτητής σφυρίζει. Οι κερκίδες γεμάτες από τρόφιμους φυλακών και ιδρυμάτων. Το γερασμένο γήπεδο δεν αντέχει την συμπυκνωμένη γραφικότητα. Ο αποπνικτικός μικρόκοσμος βρίζει όλο και πιο δυνατά τον προδότη. Οι ράγες της πραγματικότητας λιώνουν. 

Η συναισθηματική στράτευση τους είναι σχεδόν συγκινητική. Το γκολ πανηγυρίζεται σαν την Ανάσταση. Το παιχνίδι τελειώνει 1-0. Οι οπαδοί περιγράφουν με ουρλιαχτά, ανατριχιαστικές λεπτομερείες για την ερωτική ζωή της μητέρας του προδότη. Οι συνεργάτες του τον κρατάνε με το ζόρι πριν χυμήξει στις εξέδρες. 

"Αφήστε με, θα κάμω κακό!".

Πηγαίνουμε στη συνέντευξη τύπου. Ο ταβερνομπακάλης/προπονητής/μάγος (;) προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του, εν μέσω θύελλας αποδοκιμασιών.

"Καθηστέρησα γιατί άκουγα τους οπαδούς του Κεραυνού Ποταμούλας σε όλο τον αγώνα να αποκαλούν την μακαρίτισσα τη μητέρα μου πουτάνα, οπότε όταν τέλειωσε το ματς πήρα τηλέφωνο τις δύο αξιότιμες αδερφές μου για να τις ρωτήσω αν η μητέρα μας είχε καταγωγή από το Αγρίνιο".

Η παρρησία του δεν πέρασε ατιμώρητη, φυγαδεύτηκε σαν εγκληματίας πολέμου. Ήταν αδύνατον να τον πλησιάσουμε. Περπατάγαμε για δύο ώρες όταν καταλήξαμε σ'ενα καταθλιπτικό μαγεριό. Ενώ προσπαθούσα να αποφασίσω ποιο από τα εδέσματα του καταστήματος, θα προκαλούσε την μικρότερη ζημιά στο στομάχι μου και στο οικοσύστημα, ο δαίμονας με σκούντηξε.

"Μαλάκα, είμαστε τυχεροί, εδώ είναι!".

Σηκώνω το βλέμμα και βλέπω τον Ντελ Μπόσκε της Ηπείρου να πίνει κρασί μελαγχολικός. Καθόμαστε στο τραπέζι του. Ο δαίμονας του εξηγεί εν τάχει. Ο κόουτς  γελούσε σαν το γέλιο του να έχει σιγαστήρα. 

"Δεν έχω ιδέα γιατί πράγμα μιλάς".

Ο δαίμονας εκνευρίζεται. Βάζει το δάχτυλο του στην καράφα με το κρασί και το μετατρέπει σε νερό. Ο κόουτς κατσούφιασε. Αδειάζει το ποτήρι του και το χτυπάει πάνω στο τραπέζι.

"Αναπλήρωσε το κρασί που χάλασες, κέρασε άλλο ένα κιλό και θα μιλήσουμε".

Τέσσερα κιλά αργότερα, τα πράγματα σοβάρεψαν.

"Αυτό που θέλετε, δεν έχει ξανασυμβεί. Στη θεωρία μπορεί να γίνει. Υπάρχει σε πανάρχαια βιβλία. Όμως κανείς δεν το προσπάθησε, γιατί το τίμημα είναι χειρότερο"

"Χειρότερο από το να ψήνεται η ψυχή σου στην κόλαση για πάντα;"

"Ναι. Μαζί με την ψυχή σου, θα σουβλίζονται και οι ψυχές όσων αγαπάς"

"Μα που είναι ο σομελιέ; Κάπελα, ουίσκι!".

Ο δαίμονας χλώμιασε.

"Τι εννοείς;"

Το ελαφρά προγναθικό χαμόγελο του κόουτς ήταν δυσοίωνο.

"Η κουνελότρυπα είναι πιο βαθιά από όσο νομίζεις. Είστε έτοιμοι;".

Κοιταχτήκαμε με απορία. Ο κόουτς άδειασε το ποτήρι του και το πέταξε με δύναμη στο πάτωμα. Ξαφνικά βρεθήκαμε μέσα σε τεράστιες μπουρμπουλήθρες. Πέσαμε πάνω σ'ενα ουράνιο τόξο και κάναμε τσουλήθρα, μέχρι που βρεθήκαμε σε μια έρημο.

"Τι στο LSD έγινε;"

"Καλώς ήρθατε στην άλλη πλευρά".

Το be continued...