Δευτέρα 24 Απριλίου 2023

Ένα στοιχειωμένο μουσικό κουτί

 


Κουβεντιάζαμε λες και είχαμε χωρίσει μόλις την προηγούμενη μέρα, λες και γνωριζόμασταν από πολλά χρόνια. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε την άλλη μέρα στο ίδιο μέρος, στον ποταμό Μόσχοβα, κι έτσι έγινε. Ο μαγιάτικος ήλιος μας φώτιζε. Και γρήγορα, πολύ γρήγορα, αυτή η γυναίκα έγινε η πραγματική μυστική μου γυναίκα.
                   *      *     *                                                       
Δεν έχω πια όνομα, απάντησε σκυθρωπός, περιφρονητικά ο παράξενος επισκέπτης, το απαρνήθηκα, όπως απαρνήθηκα τα πάντα στη ζωή. Ας το ξεχάσουμε.
Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ - Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα 

Κάποιες νύχτες, ακούγεται μουσική από το κλειστό συρτάρι. Ένα συρτάρι που δεν ανοίγει ποτέ. Χρωματιστά φώτα τρεμοπαίζουν πίσω από το ξύλο. Ένας μικρός κόσμος ανάμεσα στους κόσμους. Το μουσικό κουτί έχει σχήμα όστρακου. Μέσα στο μαύρο του, κολυμπάνε ιριδισμοί και αντανακλάσεις, ονείρων και αναμνήσεων. Λεία, στιλπνή επιφάνεια, σχεδόν μαργαριταρένια. Ανοίγει αργά. Δεν παίζει ποτέ την ίδια μουσική, η μπαλαρίνα μέσα του είναι πάντα διαφορετική.
Μια θλιμμένη ομορφιά, αθωότητα που δεν έχει θέση στην πραγματικότητα. Οι νότες ανασαίνουν για πρώτη φορά στις κινήσεις της. Οι ψίθυροι της κυλάνε μέσα μου. Προσπαθώ να μαντέψω τι χρώμα είναι οι λέξεις της, τι άρωμα έχουν. Τα δάχτυλα μου μουδιάζουν, από την ομορφιά που ξεχειλίζει. Όσο προσπαθείς να δαμάσεις το σκοτάδι, σε δαμάζει εκείνο. Μα δεν τη νοιάζει. Ο χορός της αγνοεί την ανίατη μετριότητα της καθημερινότητας.
Φοράει μαύρα, μεταμορφώνει το σκοτάδι σε κύματα. Ακροβατεί πάνω στον αφρό. Στο πέρασμα της, τα κύματα ραγίζουν. Συνεχίζει να χορεύει πάνω στη λάβα, πηδάει από κρατήρα σε κρατήρα. Τα ρούχα της γίνονται λευκά, χάνεται μέσα στα σύννεφα. Αγκαλιάζει τις αστραπές, τις μεταμορφώνει, βρέχει ροδοπέταλα στο δωμάτιο.
Τα ρούχα της αλλάζουν ξανά, ντύνεται με φλόγες. Τα ακροδάχτυλα της βάζουν φωτιά σε ό,τι αγγίζει, οι τοίχοι λιώνουν σαν χαρτί. Χορεύει γύρω μου, πάνω στο σώμα της, ανεμίζουν εικόνες, από μια ζωή που δεν έχω ζήσει ακόμη. Στα μάτια της, αναμνήσεις από ένα μέλλον που  συνεχώς κυνηγάω. Η μπαλαρίνα κουλουριάζεται στο πάτωμα. Τα αντικείμενα γύρω της ανθίζουν. Το δωμάτιο γεμίζει πεταλούδες. Τα φτερά τους είναι κομμάτια καθρέφτη. Η μπαλαρίνα σηκώνεται, οι πεταλούδες την ακολουθούν. Αλλάζουν συνεχώς χρώματα ενώ χορεύουν μαζί της.
Οι πεταλούδες την σκεπαζουν. Το φως με τυφλώνει, τα φτερά τους σπανε. Οι σκιές τυλίζουν το σώμα της. Οι τοίχοι γίνονται οθόνες, θραύσματα αναμνήσεων, όσα έγιναν, όσα δεν έπρεπε να γίνουν, όσα έπρεπε να είχαν συμβεί. Η μπαλαρίνα κάθεται πάνω μου, η μυρωδιά των μαλλιών της αφήνει την υπόσχεση του πεπρωμένου στα κύτταρα μου. Το χάδι της  αναστέλλει τον χρόνο. Στα βήματα της, σημάδια αιωνιότητας που με καλούν να την ακολουθήσω.  Χάνεται. Βρέχει κουρέλια από σελίδες, δεν προλαβαίνω να διαβάσω τι γράφουν. Μετρέπονται σε νερό, πριν αγγίξουν το πάτωμα.
Το δωμάτιο πλημμυρίζει. Χάνω τις αισθήσεις μου. Ανοίγω τα μάτια, δεν βλέπω τίποτα. Μια ρωγμή φωτός από πάνω μου. Βρίσκομαι μέσα στο μουσικό κουτί. Κοιτάζω την μπαλαρίνα, είναι ξαπλωμένη στο κρεβάτι, μουρμουρίζει ένα τραγούδι που το ξέρω. Μια τεράστια γάτα εμφανίζεται, πετάει κάτω το μουσικό κουτί. Το κουτί κλείνει. Πέφτω στο σκοτάδι, για ώρες, μέρες, ίσως χρόνια. 
Βρίσκομαι στο ίδιο δωμάτιο. Το μουσικό κουτί με καλεί ν'ανοίξω το συρτάρι. Φοβάμαι. Πως ν'αποκρυπτογραφήσω τη μοναξιά και τη σιωπή; Τι θ'ανακαλύψω; Έχει κρυφά μέρη αυτή η ζωή; Άσε που δεν ξέρω να χορεύω...





Σάββατο 15 Απριλίου 2023

Πασχαλινό hangover

 

Πάσχα: Άλλη μια άσκηση μιζέριας που θα κορυφωθεί με ρεσιτάλ φραγμένων αρτηριών, στην αφρικανική μπανανία οθωμανικής κουλτούρας. Ποτέ δε μου άρεσε το Πάσχα, είναι πολύ βλαχοκίτς για τα γούστα μου. Η γιορτή της αγάπης, που συνοδεύεται από γενοκτονία αμνοεριφίων. Η αφορμή κάθε μικροαστού να θυμηθεί το χωριό του, χρειάζεται μια επικάλυψη φολκλόρ το ολοκαύτωμα χοληστερίνης.

Χαζεύω τη θέα από το πλοίο. Το λιμάνι, τα καράβια, ακόμη και η θάλασσα μοιάζει με κιτρινισμένο σκηνικό που κάποιος ξέχασε να μαζέψει. Οι ίδιες διαδρομές, τα ίδια λόγια, η ίδια πλήξη. Βγάζουμε βόλτα τη μιζέρια μας σαν κατοικίδιο. Τα social θα ξεχειλίσουν με εικόνες ευφορίας και δυσπεψίας. 

Δεν βλέπω την ώρα να γυρίσω στο σπίτι. Πιθανόν να πάσχω από ιδρυματισμό, όμως η σιωπή είναι ακριβή πολυτέλεια. Όπως είπε και ο θείος Τσαρλς, δεν έχω πρόβλημα με τους ανθρώπους, απλά νιώθω καλύτερα όταν δεν είναι γύρω μου. Στα 41 μου, η πιο μακροχρόνια σχέση μου με θηλυκό, είναι με τη γάτα μου. Δεν μιλάμε την ίδια γλώσσα, και όμως έχουμε εξαιρετική επικοινωνία. Αυτό κάτι λέει. Μάλλον ότι η γάτα μου έχει κακό γούστο...

Δε θέλω να έρθει το καλοκαίρι, η μιζέρια και η πλήξη δεν αντέχονται με τη ζέστη. Ονειρεύομαι πως βρίσκω δουλειά ως φαροφύλακας σε νησί άγονης γραμμής. Και βρίσκω επιτέλους τον χρόνο να γράψω το magnus opus μου, το μυθιστόρημα των μυθιστορημάτων. Ας δω την τρίτη ταινία για σήμερα, να ξεχάσω την απουσία προοπτικής από τον ορίζοντα της ζωής.

Μερικές φορές αναρωτιέμαι, αν έπρεπε να έχω κάνει οικογένεια, ώστε να με συνθλίβει καθημερινά το άγχος και να μην έχω χρόνο για υπαρξιακές παλινδρομήσεις. Να έχω κάτι να πω με τους παντρεμένους φίλους μου. Αλλά μετά θυμάμαι πόσο ανώριμος και φυγόπονος είμαι και συνέρχομαι. Είναι δύσκολο να βρεις μια γυναίκα να σε αγαπάει γι'αυτό που είσαι, μια να σε θαυμάζει, να έχει συμβατή βλακεία και τρέλα με σένα. Κι αν τις βρεις, τι γίνεται όταν η μία αντιληφθεί την ύπαρξη της άλλης;

Σχεδόν ακατόρθωτο να βρεις όλα όσα ψάχνεις σε έναν άνθρωπο. Και ο έρωτας κύριε; Αυτός για τον οποίο γράφετε συνεχώς στις ασυναρτησίες σας σε αυτό το blog; Όπως είπε ο Εμπειρίκος, οι μεγάλοι έρωτες έχουν παρελθόν, καμιά φορά παρόν, αλλά ποτέ μέλλον. Ακόμη κι αν είναι έτσι, καλύτερα να το έχεις ζήσει. Δυστυχώς οι μοιραίοι άνθρωποι στη ζωή μας δεν εγγυώνται την ευτυχία, ούτε το για πάντα. 

Μήπως πρέπει να το ρίξω στην θρησκεία, όπως όλες οι γεροντοκόρες; Είμαι πολύ κυνικός και δεν μπορώ να πάρω στα σοβαρά σχεδόν τίποτα. Ανάμεσα στα πολλά που με απωθούν στην θρησκεία είναι ο ναρκισσισμός και ο παλιμπαιδισμός των "πιστών". Πως μια παντοδύναμη ύπαρξη ασχολείται μόνο με μας, που όσα χρόνια κι αν περάσουν, παραμένουμε παιδάκια που θέλουμε να μας φροντίσει ο πανσυμπάντιος πατερούλης. 

Ναι, μεγάλο κομμάτι του μυαλού μου έχει μείνει στα 25, αλλά δεν μπορώ να πάρω στα σοβαρά το concert. Αντιλαμβάνομαι τις καταπραϋντικές ιδιότητες του, μπροστά στο υπαρξιακό έρεβος που ακολουθεί, παρόλα αυτά είναι μπαγιάτικο το έργο, δε με πείθει.

Δεν υπάρχει υπερφυσικός κηδεμόνων, ούτε continue στην επόμενη ζωή. Ο,τι προλάβετε εδώ. Η φροϋδική ερμηνεία για την ανθρωπότητα είναι απλή. Η αναβολή του τέλους του κόσμου προκαλεί μεγαλύτερη απογοήτευση από την απουσία αυτοπραγμάτωσης, ευτυχίας, παγκόσμιας ειρήνης, αρμονίας και λοιπά ουτοπικά. 

Αφού κανένας δεν περνάει καλά σε αυτό το πάρτι, ας σβήσει κάποιος τα φώτα επιτέλους. Βαριέμαι την ομφαλοσκόπηση τέτοιες ώρες. Χρειάζομαι άλλο ένα ποτήρι Chivas (δυστυχώς δεν υπάρχει τοποθέτηση προϊόντος)...

Γιατί συνεχίζω και γράφω; Είναι η πιο φτηνή και αξιοπρεπής μορφή ψυχοθεραπείας. Ένας τρόπος να καταλάβω τον εαυτό μου και τον κόσμο. Δεν έχω καταλάβει τίποτα μέχρι τώρα, και ούτε πρόκειται, αλλά είναι διασκεδαστική η διαδρομή, από το πουθενά στο τίποτα και αντίστροφα.

Οπότε τι μένει; Δεν έχω ιδέα. Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι μεσήλικας. Ίσως να έχει μείνει κάποιο plot twist στο συρτάρι του πεπρωμένου. Μέχρι να ξεδιπλωθεί στην οθόνη της καθημερινότητας, θα συνεχίσω να γράφω για όσα δε θα ζήσω, όσα έπρεπε να ζήσω και άλλα πολλά μάταια στο Egaleoverse. Καλή χώνεψη.







Σάββατο 8 Απριλίου 2023

Ισολογισμός

 

Δε με νοιάζει που είσαι απόψε. Που δουλεύεις, που βγαίνεις, με ποιες διαχειρίσιμες μετριότητες ξεγελάς τη μοναξιά σου και με ποιες αδιάφορες παρέες νοθεύεις την πλήξη σου. Δε με νοιάζει τι σκέφτεσαι, τι νιώθεις, που πήγες ταξίδι, τι ποστάρεις στην πασαρέλα των social, με τι τσιτάτα γαρνίρεις το ναρκισσισμό σου και με τι φωτογραφίες τυλίγεις τη σιωπή σου. 

Δε με νοιάζει τι μουσική ακούς, τι ταινιές και τι σειρές βλέπεις, τι βιβλία ξεφυλλιζείς, σε τι εκθέσεις, παραστάσεις και συναυλίες σκοτώνεις τις νύχτες σου. Δε με νοιάζει με ποιους ανταλλάσεις μηνύματα, ούτε πόσα καψούρια στοιβάζεις στο ψηφιακό μαντρί για ν'αρμέγεις επιβεβαίωση. Δε με νοιάζει πόσα like παίρνεις, πόσα σχόλια και αιτήματα φιλίας. Δε με νοιάζει ποιοι φόβοι σε ματώνουν τις μικρές ώρες, και θέλεις να ουρλιάξεις, αλλά φοβάσαι. Όχι γιατί θα σε ακούσει κάποιος, αλλά γιατί δε θα σε ακούσει αυτός που θέλεις. Δε με νοιάζει με ποιες αυταπάτες ντύνεις τις πληγές σου, ποια ψευδαίσθηση σκορπάς σαν άρωμα πάνω στην αλήθεια, αυτή που κρύβεις σαν ουλή. Κι ας μην την βλέπει κανένας, την βλέπεις εσύ παντού, στα άδεια βλέμματα που σε λιμπίζονται, στους "φίλους" που τους αλλάζεις κάθε χρόνο, σαν κομπάρσους.

Δε με νοιάζει τι σχεδιά κάνεις, τι ονειρευέσαι, που ξοδεύεις το κορμί σου σαν πλαστό χρήμα. Δε με νοιάζει αν κλαις όταν είσαι μόνη σου, που νομίζεις πως δε σε καταλαβαίνει κανένας, πως μιλάς μια γλώσσα που δεν μεταφράζεται. Δε με νοιάζει αν πονάς, αν θυμάσαι, αν δεν μπορείς να ξεχάσεις, αν αναπολείς, αν διστάζεις, αν αναθεωρείς. Δε με νοιάζει που μένει πάντα στο παρά ένα εκείνο το τηλεφώνημα, αυτό που τρέμεις και θέλεις τόσο πολύ, που το άγχος δένει κόμπους τον πόνο στα κύτταρα σου. Δε με νοιάζει που είσαι δειλή, ψεύτρα, που νομίζεις πως είσαι σκληρή, κυνική, πως έγινες ενηλίκη. Δε με νοιάζεις που προσεύχεσαι και σε ποιον θεό. Αν υπάρχουν λόγια που δεν μπορείς να πεις και τσαλακώνται πάντα στα χείλη σου. Δε με νοιάζει, αν οι ενοχές σκαρφαλώνουν πάνω σου σαν έντομα, αν πλημμυρίζουν τα όνειρα σου, αν ενορχηστρώνουν τους εφιάλτες σου.

Δε με νοιάζει που ασφυκτιάς στο σπίτι σου, που όσο μακρυά κι αν πας, νιώθεις πάντα τις αλυσίδες να σε πιάνουν από το λαιμό, την στιγμή που πας ν'ανασάνεις την ελευθερία. Δε με νοιάζει που τσακώνεσαι με την οικογένεια σου, που δεν αντέχεις ούτε τον εαυτό σου, που πνίγεσαι μέσα στο μυαλό σου. Δε με νοιάζει αν σε νοιάζει, αν περνάει από το μυαλό σου. Δε με νοιάζει αν θα σε πετύχω τυχαία στο δρόμο, σε κάποιο μαγαζί, στο μετρό. Δε με νοιάζει αν αισθάνεσαι πως όλα είναι εξαργυρώσιμα, αναλώσιμα και περισσότερο εσύ η ίδια. Αν όσο καταναλώνεις ότι καταναλώνεσαι. Δε με νοιάζει αν δεν μπορείς να ισορροπήσεις ανάμεσα στους εαυτούς που αλλάζεις σαν κουστούμι. 

Δε με νοιάζει που ακόμα γράφω για σένα, κι ας μην το θέλω. Δε με νοιάζει αν θα διαβάσεις αυτό το κείμενο. Δε με νοιάζει αν κοιτάς παλιές φωτογραφίες, αν ακούς συγκεκριμένα τραγούδια, αν βλέπεις εκείνες τις σκηνές από εκείνες τις ταινίες. Αν έχεις κρατήσει γράμματα και δώρα. Δε με νοιάζει τι έμεινε μισό, ούτε τ'απωθημένα. Δε με νοιάζει ο  χρόνος που γίνεται γκιλοτίνα κάθε Σάββατο βράδυ και κινέζικο βασανιστήριο τις υπόλοιπες μέρες. Δε με νοιάζει που δε χωράνε στις λέξεις όσα πυρπολούν το μεδούλι της ψυχής. Που τίποτα δεν είναι αρκετό και η μετριότητα είναι ισόβια κάθειρξη. 

Δε με νοιάζει, που ένα κομμάτι μου περιμένει ακόμα. Που δεν μπορεί να μάθει. Να συμβιβαστεί, να υποταχθεί στις αποστάσεις. Δε με νοιάζει τι είναι σωστό και λάθος. Και αν δεν κατάλαβες, σου φαίνονται πολλές και δυσνόητες οι παραπάνω γραμμές ή απλά βαριέσαι να τις διαβάσεις, με νοιάζει το ότι δε με νοιάζει. Θα το καταλάβεις καλύτερα, αν το ανεβάσω story στο Instagram, με φανταχτερή γραμματοσειρά που αναβοσβήνει; Δε με νοιάζει. 



Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

John Wick των δυτικών προαστίων 3

 


Ξέρεις τι χρώμα έχει το αίμα στο σεληνόφως; Μοιάζει με σκουριά, έτοιμη να πάρει φωτιά. Αυτό σκέφτομαι καθώς κάνω τσουλήθρα στην τζαμαρία, έχοντας φρένο τη μούρη ενός μπράβου. Το κρανίο του ανοίγει το γυαλί σαν ζύμη. 

Βρίσκομαι σ'ενα από αυτά τα ιδρύματα, που έχουν το όνομα κάποιου υπερβολικά πλούσιου. Που χτίζονται για να ξεπλύνουν τους ευεργέτες τους από τη σήψη που βαραίνει το επώνυμο και την περιούσια τους. Θλιβερές ασκήσεις ματαιοδοξίας, που μέσω των τεχνών προσφέρουν φοροαπαλλαγές και νέα έσοδα. Δεν έχω καμία τύψη, καθώς σπάω κεφάλια με τα διάφορα εξαμβλώματα που παρουσιάζονται σαν έργα τέχνης.

Το Κονκλάβιο δε θέλει να με αφήσει ήσυχο. Πρώτη σφαίρα, μέσα στο μάτι. Δεύτερη, κάνει κομφετί τα δάχτυλα του. Τρίτη, σπάει την τζαμαρία πίσω από τους τελευταίους μπράβους. Μου δίνει χρόνο να τους πετάξω ό,τι βρω μπροστά μου. Κομμάτι γυαλί και στα δύο μάτια, καταλήγει στο λαιμό. Κουτουλιά στη μύτη, σπάσιμο χεριού. Πιάνω το όπλο που πέφτει, τρεις πυροβολισμοί. Έμεινε ένας. Δεν ξέρει τι κάνει, με κοιτάζει σαν άγριο ζώο που το έχουν υπνωτίσει τα φώτα αυτοκινήτου, λίγο πριν το πατήσει. Δύο σφαίρες στα πόδια, γονατίζει. 

"Που είναι;"

"Πάνω. Σε παρακαλ..".

Τελευταία σφαίρα στο κεφάλι. Ανεβαίνω στην κορυφή. Το μέρος φαίνεται άδειο. 

O Καρδινάλιος με κοιτάζει βαριεστημένα.

"Τζον, δεν χρειζόταν όλο αυτό. Τον προηγούμενο μήνα κάναμε ανακαίνιση"

"Δεν πειράζει, κάποιο τρόπο θα βρεις για να βγάλεις κέρδος".

 O Καρδινάλιος σβήνει το τσιγάρο νευρικά.

"Η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη από όσο νομίζεις"

"Εξήγησε μου, μέχρι να γεμίσω το όπλο"

"Δεν ήταν το Κονκλάβιο πίσω από την επίθεση στο σπίτι σου"

"Τότε ποιος;"

"Η έρευνα κατέληξε σε μια γυναίκα. Αυτή το οργάνωσε και το έκανε να φαίνεται σαν να ήταν δική μας επιχείρηση"

"Ποια;".

O Καρδινάλιος βγάζει το κινητό του και μου το δίνει. Κοιτάζω τις φωτογραφίες.

"Σου λέει κάτι;".

Οι φωτογραφίες είναι κουνημένες, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά.

"Δεν μπορώ να καταλάβω"

"Σου λένε κάτι τα αρχικά Α.Κ.;".

Του δίνω το κινητό. Νιώθω μια φλεγόμενη θηλιά γύρω από το στομάχι μου.

"Πως ξέρω ότι μου λες αλήθεια;"

"Άκου Τζον, μπορείς να με σκοτώσεις αν θέλεις. Δεν ήμουν ποτέ φίλος σου, αλλά δεν ήμουν και ποτέ εχθρός σου. Βρες την και κάνε ό,τι νομίζεις"

"Και μετά;"

"Η όποια σιωπηλή συμφωνία είχες με το Κονκλάβιο δεν υφίσταται. Θα πρέπει ν'αντιμετωπίσεις τις συνέπειες"

"Γιατί δεν ασχολήθηκε το Κονκλάβιο με εκείνη;"

"Δεν είναι δικό μας πρόβλημα, κι ας έχει δημιουργήσει αναταραχές στη ροή των εργασιών. Η καλύτερη λύση είναι να το αναλάβεις εσύ, για οικονομικούς και όχι μόνο λόγους"

"Μάλιστα. Και μέχρι να επιλύσω το κοινό μας πρόβλημα, πως ξέρω ότι δε θα έχω και εσάς απέναντι μου;".

Ο Καρδινάλιος ανάβει τσιγάρο, κοιτάζει έξω από το παράθυρο.

"Δεν το ξέρεις. Απλά έχεις λίγο χρόνο να την βρεις"

"Πόσο;"

"48 ώρες"

"Και μετά;".

 Ο Καρδινάλιος σηκώνει τους ώμους. Βάζω το όπλο στην τσέπη και φεύγω.

Α.Κ. Γιατί εμφανίστηκες πάλι; Τι θέλεις; Παρκάρω το αυτοκίνητο και ανεβαίνω την ανηφόρα. Το παλιό Πάνθεον είναι ακόμα εδώ, ένας σκελετός από θρύψαλα και σκόνη. Θυμάμαι πόσες φορές είχαμε έρθει εδώ. Χαζεύαμε όλη την πόλη. Μπαίνω στην εγκαταλελειμμένη καφετέρια. Το πατωμα είναι γεμάτο από σπασμένα γυαλιά. Το αίμα της ανατολής φωτίζει την αστική ασχήμια.Ήταν πολύ καλό για να κρατήσει. Τόσο η ανακωχή με το Κονκλάβιο, όσο και η σχέση μαζί σου. Δύο χρόνια που στο τέλος έμοιαζαν δέκα, ατελειώτη θητεία που λιποτάκτησα για να γλυτώσω.  

Ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Βάζω μουσική στο κινητό για να με χαλαρώσει. Γυρίζω στο σπίτι. Τεντώνομαι στην μπανιέρα. Θα περιμένω να νυχτώσει. Ξέρω που θα σε βρω. Γεμίζω με γεμιστήρες τις τσέπες μου. Το θέατρο μοιάζει ετοιμόρροπο. Ένα αραχνοτροφείο όπως και το μυαλό της Α. Πλησιάζω την σκηνή, μια σιλουέτα γλιστράει πίσω από την αυλαία. Ο προβολέας τη φωτίζει.

"Άργησες, νόμιζα πως δε θα το σκεφτόσουν ποτέ"

"Είσαι πολύ προβλέψιμη"

"Άρχίσαμε τις γλύκες, ακόμα δεν ήρθες;"

"Τι θέλεις; Γιατί όλα αυτά;"

"Μου χρωστάς Τζον"

"Δε σου χρωστάω τίποτα".

Η Α. πλησιάζει την άκρη της σκηνής. Ανοίγει επιδεικτικά το παλτό της για να δω το δερμάτινο σύνολο. Όπως και τις λαβές από τα όπλα που έχει στη ζώνη της.

"Θα μου απαντήσεις γιατί τα έκανες όλα αυτά; Ό,τι κι αν έχει συμβεί μεταξύ μας, δεν έπρεπε να ανακατέψεις το Κονκλάβιο"

"Ίσως, αλλά δε θα είχε πλάκα".

Χαμογελάει, ενώ η γλώσσα της χαιδεύει τα χείλη της αργά.

"Ξέρεις γιατί το έκανα; Γιατί μπορώ. Για να σου αποδείξω ό,τι όλα νομίζεις για μένα δεν ισχύουν. Θα δεις ποια είναι φυγόπονη και δειλή. Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ"

"Αριάδνη, αν ήθελα να βαριέμαι, δε θα σε είχα χωρίσει. Να τελειώνουμε;".

Το πρόσωπο της σκληραίνει. Ανάβει τσιγάρο. Τα ένστικτα μου ψιθυρίζουν. Προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, να με παρασύρει.

"Ποτέ δε με κατάλαβες, πάντα ήσουν σνομπ"

"Δεν τα θυμάσαι καλά. Εσύ σνόμπαρες ό,τι προσπασθούσα να μοιραστώ μαζί σου. Ό,τι δε χώραγε στις ιδέες που έχεις εσύ και οι ξινοί φίλοι σου, το πέταγες"

"Πάντα θυμάσαι ό,τι σε βολεύει! Ποτέ δε σου άρεσε τίποτα! Χλεύαζες τα βιβλία, τις ταινίες και τα τραγούδια που αγάπαω!".

Προσπαθώ να καταλάβω τι θ'ακολουθήσει. Το εφηβικό ξέσπασμα της είναι αυθόρμητο, όμως είναι αντιπερισπασμός. Τα σκεπασμένα καθίσματα κάτι κρύβουν. 

"Αριάδνη, κοντεύεις σαράντα, ξεπέρασε το μπαμπά σου επιτέλους. Και σταμάτα να μου το παίζεις εύθραστη καλλιτέχνης που δεν την καταλάβαινει κανείς. Ψάχνεις στα πάντα κάτι να σου μοιάζει, αντανακλάσεις του ναρκισσισμού σου.  Ακόμη θυμάμαι τη ναυτία που μου προκάλεσε το τελευταίο τραγούδι που μου έστειλες. Open me up, tell me you like it, fuck me to death, love me until I love myself. Χριστέ μου, τι μαλακίες..."

"Ενώ τα σκυλάδικα που ακούς είναι καλύτερα;"

"Τι αγάπη είν’ αυτή

τι κακό με έχει βρει

σαν τη μέλισσα μου δίνεις

μία μέλι, μια κεντρί".

Γελάει ειρωνικά και πετάει το τσιγάρο.

"Διαβάζουμε και Βάρναλη;"

"Μάκης Χριστοδουλόπουλος. Δε θα ξεπεράσεις ποτέ την εφηβεία σου. Δεν αγαπάς τον εαυτό σου, γι'αυτό δε σε αντέχει κανένας. Να τελειώνουμε;"

"Άντε γαμήσου Τζον!".

Τα καλύματα από τα καθίσματα γεύγουν. Δεκάδες άτομα που φοράνε την ίδια μάσκα, κεφάλι χοίρου. Ακούω όπλα να γεμίζουν, τσεκούρια και μαχαίρια να λάμπουν στο ημίφως.


"Έφερες όλα τα καψούρια σου από το insta; Ή αυτοί είναι μόνο από το Facebook;"

"Αντίο".

Χάνεται πίσω από την αυλαία. Βγάζω το όπλο, ρίχνω στα φώτα. Οι πρώτοι πέφτουν νεκροί, έρχονται από παντού. Πυροβολώ και κάνω βήματα προς τα πίσω. Προσπαθούν να μου κλείσουν το δρόμο προς την πόρτα. Δεν προλαβαίνω να γέμισω, μου ορμάνε. Παίρνω το πρώτο μαχαίρι που βρίσκω και προχωράω. Και προχωράω. Δεν υπάρχουν άνθρωποι απέναντι μου, σκάβω χώμα από σάρκα για να βγω στο φως, ανεβαίνω ένα βουνό από πτώματα. Λάμα στο μάτι, στην καρδιά, δάχτυλα σκορπίζουν στον αέρα.

Είμαι στο προθάλαμο, τους έχω εκεί που θέλω. Δεν μπορούν να έρθουν όλοι μαζί. Γεμίζω το όπλο και ρίχνω. Πεθαίνουν πριν περάσουν την πόρτα. Στριμώχνονται, παραπατάνε στα πτώματα. Δύο γεμιστήρες μετά είναι πολτός στο πάτωμα. Ακούω βήματα έξω από το θέατρο. Παίρνω τη μάσκα ενός νεκρού και τη φοράω. Βγαίνω έξω. Είναι λιγότεροι από δέκα. Με κοιτάζουν περίεργα. Κάποιοι κοιτάζουν γύρω τους, ψάχνουν να με βρουν.

Δείχνω προς το στενό στα δεξιά. Τρέχουμε όλοι μαζί. Επιβραδύνω μέχρι να μείνω πίσω τους, πυροβολώ. Το όπλο άδειασε. Οι τελευταίοι τρεις με φτάνουν. Σπάσιμο αγκώνα, του παίρνω το μαχαίρι. Δεξί πόδι στο γόνατο, μαχαίρι στη καρωτίδα. Ο τελευταίος σαστίζει, κοιτάζει γύρω τους, δεν έχει μείνει κανένας άλλος. Το βάζει στα πόδια. Επιστρέφω στο θέατρο, ανεβαίνω στην σκηνή. Βήματα στις σκάλες, δίπλα από τα καμαρίνια.

Η Α. τρέχει στην ταράτσα, την ακολουθώ. Πηδάει από κτίριο σε κτίριο, ακούω πυροβολισμούς πίσω μου. Περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Της ρίχνω στα πόδια, σωριάζεται και χτυπάει πάνω στον τοίχο. Σηκώνεται αργά ενώ με σημαδεύει. Πάταει την σκανδάλη, το όπλο είναι άδειο. Το πετάει κάτω και με κοιτάζει απογοητευμένη.

Ανοίγει το φερμουάρ αργά, τ'ακροδάχτυλα της γλιστράνε πάνω στο στήθος της.

"Τι λες, ίσως μπορούμε να μείνουμε φίλοι;".

Κατεβάζω το όπλο και την κοιτάζω.

"Μπα... Δε νομίζω".

Δίστασα για δύο δευτερόλεπτα. Αν έπρεπε να της ρίξω στο μέτωπο ή στην καρδιά. Ρητορική ερώτηση. Η έκφραση της έκπληξης έμεινε παγωμένη στο πρόσωπο της κάθως έπεσε. Δεν είχε ποτέ καρδιά. Η Αριάδνη πέθανε εδώ και καιρό, ενώ δινόταν στον πρώτο τυχόντα, ψάχνοντας κάποιον που θα πεθάνει σαν μάρτυρας για την αγάπη της. Είναι εύκολο να πεθάνεις για κάποιον, το δύσκολο είναι να ζεις μαζί του. Δεν το κατάλαβες ποτέ, όπως αρκετά ακόμα.

Δεν έχω χρόνο για θρήνους, κοιτάζω πίσω μου. Τέσσερα πτώματα στις ταράτσες που περάσαμε. Χτυπάει το κινητό μου, άγνωστος αριθμός.

"Δε θα με ευχαριστήσεις, που αφαίρεσα τα εμπόδια;"

"Ποιος είναι;"

"Ένας φίλος. Δυστυχώς η επικοινωνία είναι σε επαγγελματικό πλαίσιο. Το Κονκλάβιο σε περιμένει στο penthouse, αύριο στις 18:00. Καλή τύχη Τζον".

Βάζω το κινητό στην τσέπη. Ανάβω τσιγάρο και ατενίζω την πόλη. Ξημερώνει.