Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2015

Rustland Κεφάλαιο 14

                           "No Hell Like Home"
 "Δωσ'μου τη σαλάτα""Τι θόρυβος είναι αυτός;""Από πάνω""Αυτοί οι γαμημένοι οι αλλοδαποί,όλο φασαρία κάνουν.Συνέχεια ενοχλούν τις ώρες κοινής ησυχίας""Όταν βάζει ο διπλανός όμως τα κλαρίνα τέρμα,δεν μιλάς""Το ίδιο είναι;""Είναι χειρότερα"""Eξάλλου δε τα βάζει σε ώρες κοινές ησυχίας""Μετά τις 23:30 τι είναι;""Σπύρο,πιάσε το αλάτι"
                                              "Έχουμε γεμίσει με δαύτους.Πρώτα οι Αλβανοί και όλο το ανατολικό μπλοκ και τώρα όλοι αυτοί οι βρωμιάρηδες.Βγαίνεις έξω και μαυρίζει το μάτι σου""Αν ήταν Νορβηγοί θα σε πείραζε;""Μη λες βλακείες,τι σχέση έχει αυτό;Οι Νορβηγοί είναι σοβαροί άνθρωποι,έχουν κράτος" "Που δεν είναι στην Ευρωζώνη,δεν έχει ευρώ.Σίγουρα όμως θα έχει τύπους σαν εσένα,που γκρινιάζουν κατά τη διάρκεια του φαγητού,για τους Έλληνες μετανάστες"
                                             "Όλο μαλακίες λες,το ξέρεις πως αυτοί έχουν πετρέλαιο;Αν είχαμε και'μεις,θα είμασταν καλύτερα""Ευτυχώς που δεν έχουμε""Θα ήμασταν η Νορβηγία του Νότου""Νόμιζα πως ήμασταν ήδη η Δανία του Νότου""Έχουμε τον τουρισμό,αν είχαμε και πετρέλαιο,ξέρεις πως θα'μασταν;""Η Σαουδική Αραβία της Ευρώπης;""Θα σταματήσετε να φάμε σαν άνθρωποι;""Δε φταίω εγώ που ο γιος σου μ'εξαγριώνει κάθε φορά.Συνεχώς υποστηρίζει τους λαθρομετανάστες και δεν βλέπει που θα μας πνίξουν κάποια στιγμή"
                                                "Δε μου λες,να σε ρωτήσω κάτι;""Λέγε""Δε θέλεις κανέναν ξένο;Ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκείας;""Κανέναν;""Σ'ενοχλεί όταν παίρνουν υπηκοότητα""Πάρα πολύ""Γιατί;""Γιατί δεν είναι Έλληνες  και ούτε θα γίνουν""Μάλιστα.Θα σ'ενοχλούσε  αν αγόραζαν την υπηκοότητα;""Εννοείται""Κι αν σου έλεγα πως κοστίζει 5 εκατομμύρια ευρώ;""Τι είναι αυτά που λες;"
                                                 "Δε τα λέω εγώ,η προηγούμενη κυβέρνηση.Κάθε ξένος που θα κάνει επενδύσεις 5 εκατομμύρια και πάνω,θα παίρνει αυτόματα την υπηκοότητα.Πως σου φαίνεται;Οποιασδήποτε εθνικότητας.Ακόμα κι αν είναι Τούρκος ή Πακιστανός".Ο πατέρας του Σπύρου ξίνισε.Μισόκλεισε τα μάτια του,ακολούθησαν γκριμάτσες αποδοκιμασίας.
                                                   "Δεν είναι το ίδιο""Γιατί;""Γιατί αυτός φέρνει δουλειές,ανάπτυξη,έσοδα για το κράτος""Δε νομίζω.Οι θέσεις εργασίας θα είναι λίγες,κακοπληρωμένες,με ελάχιστα δικαιώματα και με ημερομηνία λήξης.Ανάπτυξη θα έχουν  σίγουρα τα κέρδη του.Όσο για τα έσοδα του κράτους,αυτά θα είναι ελάχιστα εως ανύπαρκτα.Δηλαδή οι φόροι που θα πληρώσουν οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επενδύσεις.
                                                   Δε πρόκειται να προσλάβουν ποτέ κάποιον στην ηλικία σου.Γιατί νομίζεις πως θα έρθει κάποιος να επενδύσει εδώ;Γιατί έμαθε ότι οι πουτάνες είναι πολύ φτηνές πλέον,γαμιούνται όσο όσο""Παναγιώτη πως μιλάς έτσι;""Άσε με ρε μάνα να του τα εξηγήσω στην μόνη γλώσσα που καταλαβαίνει""Ναι,για εξηγήσε μου να καταλάβω,εσύ που ξέρεις τη ζωή""Σ'ενοχλεί ο κάθε δυστυχισμένος που έφυγε από τη χώρα του,για να σώσει τη ζωή του και δεν σ'σενοχλούν όλοι αυτοί που κατέστρεψαν τη χώρα του,αυτοί που καταστρέφουν και τη δική σου;
                                            Δε σε πειράζει,αρκεί να έχουν λεφτά,ν'αγοράζουν ό,τι θέλουν.Αεροδρόμια,λιμάνια,υπηκοότητες,την αδιαφορία και την σιωπή σου.Δεν έχει σημασία  ποιος είναι,από που και τι είναι.Αν είναι άσπρος,μαύρος,πράσινος,εγκληματίας πολέμου,ρατσιστής,απατεώνας.Όχι,αρκεί να έχει λεφτά.Αυτή η ψευδαίσθηση σου χρυσώνει το χάπι,κάνει τα σκατά μέλι.Δεν πειράζει,έχει λεφτά.Θα μασήσεις κι εσύ κανένα κόκαλο,θα έχει έσοδα το κράτος.Και ποιος ξέρει,ίσως κάποια μέρα,να γίνεις και'συ έτσι,νταβατζής"
                                              "Για μάζεψε τα λόγια σου!""Γιατί, ψέματα είναι;Έτσι δεν σκεφτόσουνα μέχρι πρόσφατα,εσύ και οι όμοιοι σου;Αλλά το όνειρο έσβησε και σου έμεινε η ψευδαίσθηση .Αρκεί ν'ακούτε για λεφτά και ηρεμείτε,οι αυταπάτες σας έχουν εκπαιδεύσει καλά.Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο,αφού πληρώνει κάνει ό,τι θέλει.Μπορεί να μας κάνει ό,τι θέλει,όσο θέλει,όπως θέλει,αρκεί να πληρώνει.
                                                Πουτάνες,που ονειρεύτηκαν πως θα γίνουν νταβατζήδες,πως κάποια στιγμή το μπουρδέλο θα τους ανήκει ή έστω θα είναι μεγαλομέτοχοι.Κι όσο γερνάνε,γίνονται όλο και πιο φτηνές.Δε θέλουν ανταγωνισμό και τα βάζουν με όποιον είναι πιο αδύναμος.Γιατί δεν έχει λεφτά,δεν μπορείς να του πάρεις τίποτα.Αυτό που σ'ενοχλεί όμως πιο πολύ,είναι ότι δεν μπορείς να τον βγάλεις στο κλαρί και να του τα πάρεις.Δεν μπορείς να χωνέψεις πως εσύ και αυτός,ο πρόσφυγας,ο μετανάστης,μπορεί τελικά να είστε το ίδιο.
                                                 Και σε πειράζει,σε πληγώνει,σ'ενοχλεί.Σου καίνε τα μάτια οι σκέψεις,δεν σ'αφήνουν να κοιμηθείς τα βράδια.Γιατί ήταν η σειρά σου,έπρεπε να ήσουν βασιλιάς.Κι όχι μια γερασμένη πουτάνα,που δεν μπορεί να αποδεχτεί πως την γαμάνε τσάμπα!"
                                                  Ο πατέρας του πέταξε το ποτήρι κάτω με δύναμη.Έτρεμε από τα νεύρα,τα μάτια του κόχλαζαν."Όταν θα γυρίσω από το μπάνιο,να μην είσαι εδώ""Δεν θα είμαι".Η μάνα του Σπύρου έτρεξε πίσω απ'τον άντρα της."Διονύση,έλα δω σε παρακαλώ,Διονύση!".Μόλις άκουσε τη πόρτα της τουαλέτας να κλείνει,ο Παναγιώτης σηκώθηκε.Ο Σπύρος έμεινε μόνος του στο τραπέζι.
                                                  Σιχαινόταν να τρώει με τους δικούς του.Δεν ήθελε άλλους τσακωμούς μαζί τους.Τον τελευταίο χρόνο,ο αδερφός του τον έχει διαδεχθεί στο ρόλο του ταραξία.Προσπαθεί να καταλάβει τι γίνεται.Δε τσακώνεται πια,δε συζητάει καν.Δε ξέρει γιατί.Μάλλον βαρέθηκε να διαφωνεί.Ο Παναγιώτης είναι πολύ εριστικός,το παρακάνει.Λέει πράγματα που ο ίδιος δε θα τα έλεγε ποτέ.Ενώ συμφωνεί μαζί του,βρίσκει υπερβολικό τον τρόπο του.
                                                Ο Σπύρος πνίγεται στη σύγχιση.Είναι η πρώτη φορά που αισθάνεται πιο κοντά στον πατέρα του παρά στον αδερφό του.Τον λυπήθηκε,ένιωσε άβολα για την συμπεριφορά του του Παναγιώτη.Ίσως γιατί κατά βάθος ξέρει.Γερνάει πλέον,δεν μεγαλώνει.Σε λίγο θα είναι κι αυτός στο στόχαστρο του αδερφού του,αν δεν είναι ήδη.
                                                 Αναρωτιέται γιατί τα λόγια του Παναγιώτη,δε τον αγγίζουν.Ενώ κάποια από αυτά θα μπορούσαν να προέρχονται απ'αυτόν,του προκάλεσαν αμηχανία.Γέρασε τόσο γρήγορα,συντηρητικοποιήθηκε τόσο πολύ;Σηκώθηκε,θα έπνιγε τα ερωτήματα στον ωκεανό των αρχαίων pixels,προσπαθώντας να βελτιώσει τα ρεκόρ του στο Golden Axe και το Final Fight.
                                                 "Σπύρο,η τηλεόραση δεν παίζει πάλι".Δε κατάφερε να περάσει απαρατήρητος απ'το σαλόνι.Πήρε το τηλεκοντρόλ,άλλαξε κανάλι.Ρίγη κυλούσαν στη πλάτη του.Δε πρόλαβε να κάτσει,όταν είδε τον απρόσωπο στην οθόνη.

Δευτέρα 12 Οκτωβρίου 2015

Rustland Κεφάλαιο 13

             "Χίλιες φορές μες στο θολό καθρέφτη"
"H νύχτα έρχεται,σαν απειλή και άλλοτε σαν ευλογία.Το σκοτάδι θα κρύψει για λίγο,όλα αυτά που η μέρα δεν αφήνει να επουλωθούν,ν'ανθίσουν.Θα δώσει στα αδύναμα φώτα περισσότερη λάμψη και λίγη ακόμα γοητεία.Μέσα στο απόλυτο μαύρο και ο πιο μικρός σπινθήρας,αποκτά σημασία.
                                    Η ταχύτητα ζωγραφίζει ασταμάτητα στο τζάμι,στα μάτια,στο μυαλό.Φώτα,χρώματα,σερπατίνες που ξετυλίγονται,μπλέκονται,παίρνουν φωτιά,χάνονται.Σχήματα ,μορφές,σκιές που συνεχώς μεταμορφώνονται,χάρτες που αλλάζουν ασταμάτητα,διαδρομές,ονόματα,προορισμούς.
                                                 Υπάρχουν νύχτες,που τα μάτια του κυνηγού,βλέπουν τα πάντα ασπρόμαυρα.Και ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν το χρώμα.Σαν να ξυπνάς στο παρελθόν,σ'ένα όνειρο παγίδα.Αν δεν βρεις κάτι πέρα από το άσπρο και το μαύρο,θα μείνεις για πάντα εδώ,σ'αυτό το άχρωμο πουθενά.
                                                   Τα χρώματα είναι ο μίτος του λαβύρινθου,το πέρασμα στο παρόν και το μέλλον.Μερικές φορές όμως,τα ασπρόμαυρα βράδια είναι καλύτερα.Χάνεσαι στις λεωφόρους της πόλης και μια μεθυστική γαλήνη,ξεδιψάει κάθε αμφιβολία μέσα σου,σβήνει κάθε λάθος σκέψη.Θέλεις να τρέξεις,σαν να μην υπάρχει κανένα εμπόδιο,όλος ο πλανήτης είναι ο δρόμος σου.
                                                    Να τρέξεις,να κάνεις τον γύρο του κόσμου σε μια νύχτα.Να βάλεις φωτιά στο πέρασμα σου και τα χρώματα που θα γεννηθούν απ'αυτή,να είναι τα πιο όμορφα και τα πιο αληθινά που υπήρξαν ποτέ.Οι ασπρόμαυρες νύχτες είναι απόδραση,ταξίδι πίσω στο χρόνο,στα όνειρα,τους εφιάλτες και τις φαντασιώσεις κάποιου άλλου.
                                                     Δεν έχει σημασία που ακριβώς είσαι ή το ποιος είσαι.Μπορεί να είσαι στο Λος Άντζελες το 1980 ή στο Τόκυο το 1992.Δεν έχει σημασία,απλά μην κοιτάξεις πίσω.Σήκωσε ψηλά το βλέμμα,στα κτήρια που λιώνουν μέσα στα θαμπά φώτα,στην άσφαλτο και τον ουρανό,που όσο δεν υπάρχουν χρώματα,μοιάζουν με αντανάκλασεις,το ένα του άλλου.Υπάρχουν στιγμές που νομίζεις πως οδηγείς ανάμεσα στα αστέρια.
                                                      Παρατήρησε τον εαυτό σου στον καθρέφτη,το πρόσωπο σου,τα μάτια σου.Άνοιξε μια μικρή πληγή στο δέρμα σου.Όταν δεν υπάρχει χρώμα,δεν υπάρχει πόνος,δεν υπάρχει αίμα.Απλά έσταξε λίγο σκοτάδι από μέσα σου.Οι ασπρόμαυρες νύχτες είναι όμορφες τελικά.
                                                      Χωρίς θορύβους και ηχορύπανση.Μια γλυκιά μουσική να ψιθυρίζει στ'αυτιά σου,μόνο για σένα.Κάθε άλλος ήχος είναι απλά η ηχώ της.Μια μουσική που δίνει έμφαση σε ό,τι κάνεις,που δίνει κινηματογραφικό μεγαλείο και στην πιο ασήμαντη κίνηση σου.Ίσως αυτό να είναι το απόλυτο,να ζεις την ζωή σου σαν μια ταινία που δεν σταματά ποτέ.
                                                      Δυστυχώς δεν είναι πάντα έτσι.Κάποια βράδια είναι αβάσταχτα.Τα χρώματα είναι τόσο έντονα που σου πονάνε τα μάτια.Οι ήχοι γδέρνουν το μυαλό,το κρανίο,μέσα κι έξω.Τα πρόσωπα μέσα στα αυτοκίνητα είναι τρομακτικά.Τα μισά φοράνε απόκοσμες μάσκες,τα υπόλοιπα είναι τερατώδη.
                                                       Είσαι ο μόνος άνθρωπος ανάμεσα στα τέρατα και δεν μπορείς να ξεφύγεις.Από όπου κι αν περάσεις,γυρίζουν και σε κοιτάζουν.Ξέρουν τα πάντα για σένα,διαβάζουν τη κάθε σου σκέψη.Γελάνε με τους φόβους,τις αναμνήσεις σου.Θέλεις να ξεφύγεις,τρέχεις,ψάχνεις να βρεις την άλλη μεριά του καθρέφτη.

                                                         Σταματάς.Δε μπορείς να τρέξεις πιο γρήγορα,να ξεφύγεις απ'τον χρόνο,το φως και το σκοτάδι,τον εαυτό σου.Παίρνεις μια ανάσα,κλείνεις τα μάτια.Τ'ανοίγεις.Ο κόσμος είνα ακόμα εκεί.Τώρα νιώθεις ασφαλής,σίγουρος.Τα πρόσωπα δεν σε φοβίζουν,όλα είναι ίδια,ανθρωπόμορφοι καθρέφτες.
                                                   Τώρα τρέχουν αυτά μακρυά από σένα.Βλέπεις το είδωλο σου πάνω τους.Είσαι το μόνο τέρας ανάμεσα στους ανθρώπους.Μέχρι την αυγή,ξέρεις τι πρέπει να κάνεις.Ανιχνεύεις την λεία σου,παραμονεύεις.Κάνεις κομμάτια όλα τα γυάλινα φαντάσματα που θα βρεθούν μπροστά σου.
                                                   Ο πυρετός πνίγει τις φλέβες σου,τα δευτερόλεπτα είναι πυροβολισμοί που πλησιάζουν.Βρήκες κι άλλο τέρας.Το ρίχνεις κάτω,του σκίζεις τη μάσκα.Εντόπισες και το δεύτερο,το ακινητοποιείς,το δένεις,το ρίχνεις κι αυτό στα πίσω καθίσματα.
                                                    Στην επιστροφή όλα είναι καλύτερα.Τα χρώματα γλυκαίνουν,οι ήχοι γίνονται και πάλι φυσιολογικοί.Λίγο πριν ξημερώσει,όλα είναι όμορφα.Το σκοτάδι μια μητρική αγκαλιά που δεν θέλεις ν'αφήσεις.Η πόλη,ένα μεγάλο παιχνίδι,που ανυπομονείς να σηκωθείς,να την γκρεμίσεις και να την φτιάξεις ξανά απ'την αρχή.
                                                    Και στο ραδιόφωνο παίζει όλα τα τραγούδια που είχες χρόνια ν'ακούσεις.Ξυπνάνε τις αναμνήσεις με τα οποία τις έχεις συνδέσει.Το ένα πυροτέχνημα μετά το άλλο,ανάβουν μέσα σου.Και σε φωτίζουν,σε ζεσταίνουν.Και σου δείχνουν το δρόμο,βήμα το βήμα.
                                                     Σηκώνεις τα μάτια,κοιτάς τον ουρανό,ξανά σαν παιδί.Δε θέλεις να ξημερώσει.Το φως κάνει τον καθρέφτη μια οθόνη που δείχνει πάντα κακές ειδήσεις.Η αλήθεια είναι ένα παζλ φτιαγμένο από ψέματα.Μόνο όταν ενώσεις τα κομμάτια,μπορείς να το καταλάβεις,να το δεις.
                                                      Δε ξέρεις αν θα τ'αντέξεις,να κουβαλάς στην μνήμη σου,αυτή την εικόνα σαν πληγή,σαν αναπηρία.Πως όλα τα τέρατα  έχουν μόνο μια μορφή.Την ανθρώπινη.."

                                                                                                        

Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Rustland Κεφάλαιο 12

                    "This is my least favorite life"
 "Άλλη μια αγγελία φάντασμα.Άλλη μια που έλεγε ψέματα,που κάποιος άλλος απογοητεύτηκε πριν από μένα.Άλλη μια εταιρεία που δεν ήθελε απλά εθελοντές ή σκλάβους,αλλά ήθελε να σου νοικιάσει και τις αλυσίδες.Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει.Έψαξα στο internet,όλους τους τηλεφωνικούς αριθμούς α'τις αγγελίες που μ'ενδιέφεραν.Οι τρεις απ'αυτούς ήταν απάτη,δεν υπήρχε τίποτα,έπαιρνες και σε χρέωναν.
                                             Αν φέρναμε τον Ντίκενς πίσω στη ζωή,θα τράβαγε τα μαλλιά του με αυτά που θα έβλεπε.Η εποχή του,θα του φαινόταν αθώα,ρομαντική και τα βιβλία του άρλεκιν.Άλλη μια συνέντευξη που τελείωσε πριν να ξεκινήσει,άλλη μια άσκοπη μέρα.Τι θα γίνει μ'αυτή την κατάσταση;Ποτέ δεν αισθανόμουν άνετα ανάμεσα σε ανθρώπους,στο πλήθος.
                                            Τα τελευταία χρόνια όμως,η δυσφορία που νιώθω,είναι αβάσταχτη,δε μπορώ ν'ανεχτώ σχεδόν τίποτα.Δε μπορώ να ξεφύγω απ'αυτά που με πνίγουν,γι'αυτό θέλω να ξεσπάσω,θέλω να χτυπήσω κάποιον,οποιονδήποτε βρεθεί μπροστά μου.Να φορτώσω σε κάποιον άλλο,όλους τους δαίμονες,όλους τους φόβους και μετά να τον χτυπήσω,να τον σκοτώσω και να μεθύσω με την ψευδαίσθηση.Πως σκοτώνοντας τον,σκοτώνω και ο,τιδήποτε με ενοχλεί,ο,τιδήποτε με τρομάζει.
                                            Στρέφω το βλέμμα μου αλλού και καταλαβαίνω πως δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος.Απλά θέλω να ξεφύγω,να μην είμαι πια εδώ.Πιο πολύ με τρομάζουν οι άστεγοι και οι ζητιάνοι,δε θέλω ούτε να τους ακούω.Γιατί φοβάμαι πως θ'αναγνωρίσω τη φωνή μου στη δική τους,θα δω τον εαυτό μου στο πρόσωπο του,την αντανάκλαση του μέλλοντος στη μορφή τους.
                                            Πλέον δε μπορώ να ηρεμήσω πουθενά,το σπίτι είναι πολύ μικρό και με πνίγει,έξω,εγώ είμαι πολύ μικρός και πνίγομαι.Μ'ενοχλούν τα πάντα,οι περαστικοί στο δρόμο,οι ταμίες στα σούπερ μάρκετ,αυτοί που μιλάνε δυνατά στο λεωφορείο,στο μετρό.Θα ήθελα ένα μαγικό τηλεκοντρόλ.Να βγαίνω έξω και να σβήνω τον ήχο απ'τον κόσμο,να μην με ενοχλεί τίποτα.Να πατάω παύση και όλη η πόλη να είναι δικιά μου.
                                           Να κάνω ό,τι θέλω,σε όποιον θέλω.Να κατουρήσω στη μούρη τη κωλόγρια που μουρμουρίζει συνέχεια,που μασάει συνέχεια τις βρισιές και τις κατάρες της.Να γεμίσω με σκατά τη μούρη και το στόμα κάθε αγενή μαλάκα,κάθε ταγαροσαμουράι που συμπεριφέρεται,λες και βρίσκεται στη στρούγκα του παππού του,να κάνω εμετό πάνω σε κάθε ηλίθιο.μέχρι να λιώσει σαν βαμπίρ το ξημερώμα.
                                            Να αλλάξω τα πάντα,να σκηνοθετήσω την πιο μεγάλη σκηνή όλων των εποχών.Με σκηνικό όλη την πρωτεύουσα και 5.000.000 κομπάρσους.Και μόλις πατήσω play,οι κάτοικοι αυτής της πόλης,να εκπλαγούν,να γελάσουν,να εξευτελιστούν,κάποιοι να σκοτώσουν,κάποιοι να σκοτωθούν,αλλά τίποτα και κανένας δεν θα είναι όπως πριν.
                                             Υπάρχουν μέρες που δε θέλω να σηκωθώ απ'το κρεβάτι.Θέλω να πέσω σε κώμα και το όνειρο που θα βλέπω,να συνεχιστεί για πάντα.Αφήστε με να ζήσω μέσα στο μυαλό μου,μη με ξυπνήσετε,αφήστε με έτσι μέχρι να πεθάνω.Τι στο διάλο θα γίνει;Φοβάμαι να σκεφτώ τον εαυτό μου σε 10 χρόνια.Τι θα γίνει αν πεθάνουν οι γονείς μου;Θα καταλήξω και'γω άστεγος;Τουλάχιστον το σπίτι είναι δικό μας,θα είμαι στη μεσαία τάξη των αστέγων.
                                               Τι σκατά να κάνω,να φύγω στο εξωτερικό;Δε ξέρω αν αντέχω να προσθέσω νέους φόβους και άγχη  στα τέρατα των σκέψεων μου.Το φόβο της προσαρμογής,το άγχος μάθησης μιας νέα γλώσσας.Άσε,δεν είμαι σε ηλικία για να δοκιμάζω νέα μιζέρια,εδώ με το ζόρι ανέχομαι την τοπική.
                                               Οι εικόνες έξω απ'το παράθυρο του λεωφορείου,όλο και πιο άσχημες.Τα πάντα ξεθωριάζουν και γίνονται γκρι,λες και είναι το πραγματικό χρώμα του κόσμου,το δέρμα του.Στάχτες σε κάθε μορφή και σχήμα,που το μόνο που περιμένουν,είναι μια θύελλα να τις σκορπίσει.
                                                Όχι άλλη βροχή,γιατί η λάσπη εδώ,αυτή η κινούμενη άμμος που λέγεται Αθήνα,είναι φτιαγμένη από στάχτες,δάκρυα,αίμα,σκατά και σιωπή.Καταπίνει τα πάντα,ένας ζωντανός βάλτος που δε χορταίνει ποτέ.Μόνο μια έκρηξη μπορεί να καθαρίσει το μέρος,μόνο η φωτιά να το εξαγνίσει.
                                                Δε θέλω άλλο,κουράστηκα.Θέλω να ξυπνήσω το πρωί και να είμαι πάλι 16.Να μη θυμάμαι τίποτα,να μη ξέρω τίποτα.Θέλω την αθωότητα μου πίσω,τη λαχτάρα να μάθω τον κόσμο.Όχι αυτόν τον κόσμο,κάποιον άλλο,κάπου αλλού.Δεν θέλω να είμαι όμηρος.Να με κρατάνε στη ζωή μόνο οι φόβοι.Φόβοι που είναι αλχημιστές για κάποιους άλλους,μετατρέπουν όλο τον πόνο,όλο το σκοτάδι και τον θάνατο σε χρυσάφι.
                                               Κάτι πρέπει να γίνει,αυτοί οι αλχημιστές να δουλέψουν και για μας.Αλλιώς να μπει το τζίνι στο λυχνάρι.Και το λυχνάρι πολύ βαθιά στον κώλο τους".Ο Σπύρος ήταν εξαντλημένος,απ'το πρωινό ξύπνημα,απ'τις άκαρπες συνεντεύξεις,απ'τις σκέψεις του.
                                               Πάτησε το play στο mp3 player και έκλεισε τα μάτια.Ο αντίχειρας έψαχνε εκείνο το τραγούδι που θα του χάριζε,έστω και για μερικά λεπτά,λήθη.Και ένα ταξίδι μακρυά από αυτό το μέρος.Νούμερο 29,έγειρε πίσω στο κάθισμα και προσπάθησε ν'αποσυνδεθεί απ'τον υπόλοιπο κόσμο."October blues,the mist rules my life.."