Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

Rustland Κεφάλαια 1 & 2

Ένα multimedia thriller  σε συνέχειες (ή μια νουβέλα που θα'θελε να είναι comic,που θα'θελε να γίνει ταινία ή σειρά)

                       "There's a devil outside your door"

Ωραίο είναι ν'απολαμβάνεις τα ερείπια πολιτειών,
ωραιότερο όμως είναι ν'απολαμβάνεις τα ερείπια των ανθρώπων!
Λωτρεαμόν

                                        Opening Credits
Το air condition δεν έκανε τίποτα.Ούτε το νερό που άπλωνε ανα 5 λεπτά στο πρόσωπο του.Ήθελε να βγάλει το δέρμα του,να το κάνει βεντάλιες και να κρυφτεί σ'ένα ψυγείο μέχρι τα μέσα Οκτώβρη.
                                        Δεν άντεχε το καλοκαίρι.Όλα έμοιαζαν να κινούνται σε slow motion έξω απ'το αυτοκίνητο,λες και ήταν στο βυθό. Ο συνάδελφος του τον εκνεύριζε περισσότερο κι απ'τη ζέστη.Από την ώρα που ξεκίνησαν,δεν είχε σταματήσει να τραγουδάει και να παίζει ντραμς με τους δείκτες πάνω στο τιμόνι.
                                         "Κλείστο ρε μαλάκα,μου ζάλισες τ'αρχίδια!".Καμιά απάντηση."'Χαμήλωσε το τουλάχιστον".Κωλοδάχτυλο και αύξηση της έντασης."Μπορείς να μου πεις γιατί πάντα εσύ διαλέγεις τη μουσική;" "Γιατί έχεις απαίσιο γούστο.Και στη μουσική"."Πως θα σου φανεί αν στείλω το απαίσιο γούστο μου,στο παχύ σου έντερο για διακοπές;"
                                           Παρατεταμένο και χορευτικό κωλοδάχτυλο."Αν δε το χαμηλώσεις,θα στο βάλω κι αυτό στο κώλο!".Έβαλε τα γυαλιά κι άνοιξε κι άλλο το παράθυρο,μάσαγε τις βρισιές πίσω από τα χείλη.Κοίταξε ψηλά,τα λιγοστά σύννεφα που κάλυψαν τον ήλιο έμοιαζαν με μάσκα που πήρε φωτιά.
                                            Έφτασαν.Ιερά Όδος και Μ.Αλεξάνδρου.Δύο περιπολικά και ένα ασθενοφόρο είχαν κλείσει το δρόμο,η κυκλοφορία ήταν χειρότερη κι από αρτηρία παχύσαρκου.Κατέβηκαν απ'το αυτοκίνητο και πλησίασαν.Στη γωνία που σχημάτιζαν οι δύο οδοί,υπήρχε κάτι που θύμιζε παιδική χαρά.Το μέρος ήταν τ'αποφάγια του χρόνου,μασημένα κόκαλα -σαν τη τραμπάλα που είχε απομείνει-,σκουπίδια που δε μπόρεσε να χωνέψει το παρελθόν.
                                             'Εψαχναν κάποιον για να τους ενημερώσει.Μια γνώριμη φάτσα τους είδε και έκανε νόημα."Τι έγινε εδώ ρε Γιώργο;" 
"Ένας άστεγος πέθανε" 
"Και γιατί μαζεύτηκε τόσος κόσμος;"
"Είδες το πτώμα;¨"
"Όχι"
"Ρίξε μια ματιά"
                                              Κοίταξε γύρω για το ασθενοφόρο."Πήγαινε να δεις,ρώτα λεπτομέρειες".Ο συνεργάτης του απομακρύνθηκε,απρόθυμα και διστακτικά.
"Για πες μου τώρα,τι ακριβώς έγινε;"
"'Ένας περαστικός τον βρήκε,καθόταν κάτω απ'το δέντρο"
                                               Του έδειξε το σημείο.
"Ο κόσμος απ'τα μαγαζιά εδώ δίπλα τον ήξερε.Εδώ κοιμόταν.Μας είπαν πως είχαν καιρό να τον δουν,γύρω στη βδομάδα.Ο άνθρωπος που τον βρήκε είχε σταματήσει για τσιγάρο.Δεν έδωσε σημασία,μέχρι που άρχισε να στάζει το αίμα.
                                                Ο νεκρός φόραγε άσπρο μπουφάν,το αίμα φάνηκε αμέσως.Τον πλησίασε,τον σκούντηξε και τότε τα έντερα χύθηκαν έξω.Ο τύπος ακόμα τρέχει."
                                                 Σταμάτησε για λίγο,γκριμάτσες αποστροφής διαδέχθηκαν μορφασμούς απογοήτευσης και κούρασης."Η μούρη του ήταν σαν πατημένο ζώο,γάμησε τα"
                                                   Έβγαλε τσιγάρο,έκανε το μισό με τρεις τζούρες."Εσύ θ'αναλάβεις την υπόθεση;"
"Δυστυχώς.Έχω άδεια σε δέκα μέρες και πρέπει να πληρώσω ακριβά γι'αυτό"
                                                    Μισόγελασε με τη τελευταία κουβέντα.Πέταξε τη γόπα και ξεφύσηξε με αηδία τον καπνό.Ήταν ήδη κάπου αλλού."Καλή τύχη".Στα δύο μέτρα σταμάτησε "και καλές διακοπές".
                                                     Δε κατάλαβε αν του το'πε ειρωνικά.Ο συνεργάτης του επέστρεψε."Έμαθες τίποτα;"
"Όχι δε πρόλαβα το ασθενοφόρο"
"Γαμώ.Τουλάχιστον ξέρεις που τον πάνε;"
"Θα πάρουμε τηλέφωνο στο τμήμα και θα μας πουν,πάμε"
                                                      Στη διαδρομή ήταν αφύσικα ήσυχος.Η σιωπή του τον εκνεύριζε πιο πολύ απ'την φασαρία του.
"Λέγε"
"Τι πράγμα;"
"Τι έχεις;"
"Δεν έχω τίποτα"
"Για να μη μιλάς,να μην έχεις βάλει μουσική και να μη τραγουδάς,κάτι έχεις.Λέγε"
"Τίποτα μωρέ"
"Να σου πω,μη κάνεις σα γκόμενα.Και κυρίως μη κάνεις σα γκόμενα που έχει περίοδο.Δε πρόκειται να σου πάρω σοκολάτα και να σου πω ότι είσαι πολύ όμορφη,για να μου πεις τι έχεις και τι θέλεις,γι'αυτό λέγε."
                                                      Δάγκωνε τα χείλη του συνέχεια,έμοιαζε με μαθητή που τον σήκωσαν να πει μάθημα και ήταν αδιάβαστος.
"Μπορείς να μου κάνεις μια χάρη;"
"Τι θέλεις;"
"Σε πειράζει να πας μόνος σου στο νεκροτομείο;"
"Γιατί ρε;Φοβάσαι ή αηδιάζεις;"
"Όχι ρε μαλάκα,απλά έχω μια δουλειά και δε θέλω  ν'αργήσω"
"Τι δουλειά;"
"Τίποτα μωρέ,κάτι οικογενειακά"
"Πηγαδίτη,βρέθηκε γυναίκα που θα βγει μαζί σου και δε μας το λες;"
                                                      Κωλοδάχτυλο.
"Για ν'άρχισες τη νοηματική,μάλλον ναι.Και δε μου λες,απείλησες μόνο την ίδια ή έχεις απαγάγει και κανέναν δικό της;"
"Κανονικά πρέπει να με ρωτήσεις αν είναι όμορφη"
"Όμορφη για άνθρωπος,όμορφη για θηλαστικό ή για κάποιο άλλο είδος ζώου;"
                                                      Διπλό κωλοδάχτυλο.Γέλασε.Θα τον άφηνε για κανένα πεντάλεπτο να τσιγαριστεί στην ανυπομονησία του.
"Λοιπόν;"
"Λοιπόν τι;"
 "Τι θέλεις ρε μαλάκα Λάγιε,να σε παρακαλέσω;Δε σου ζήτησα και τίποτα!"
"Ααα δε ξέρω,είναι ενάντια στους κανονισμούς,δε μου αρέσει να είμαι παράτυπος"
"Ποιους κανονισμούς,τι λες ρε;'Ελα ρε Αλέξη,άσε με να φύγω ρε'συ,δε θα προλάβω.Μένει και μακρυά η τύπισσα"
                                                      Δεν άντεχε άλλο τη κλάψα του.Σταμάτησε απότομα."Αν είναι να γαμήσεις και να ησυχάσει λίγο το κεφάλι μας,χαλάλι.Ξεκουμπήσου και καλό βόλι".
     "Life is a bucket of shit with a barbed wire handle"

Δεν ήθελε να βγει απ'το αυτοκίνητο.Κοίταξε την ώρα δέκα φορές.Δε μπορούσε να τ'αποφύγει άλλο,φόρεσε τα γυαλιά και βγήκε.Η μυρωδιά του έκουψε την όρεξη.Χτύπησε τη πόρτα και μπήκε.
                                             Ο ιατροδικαστής ήταν χαμένος πάνω απ'τα σκόρπια χαρτιά του.
"Αστυνόμος Λάγιος,έχω έρθει για τον άστεγο"
"Ποιον απ'όλους;
"Δε κατάλαβα"
"Γιατί πόσους σας φέρανε;"
"Πολλούς"
                                            Ο ιατροδικαστής φόρεσε τα γυαλιά του και τον πλησίασε,του έριξε μια ματιά από πάνω μέχρι κάτω.
"Για το πτώμα απ'το Αιγάλεω δεν ήρθες;"
"Ναι"
"Έλα μαζί μου"
                                             Μπήκαν στο νεκροτομείο.Το πτώμα ήταν σκεπασμένο.Του έδωσε την αναφορά του.Ο Λάγιος διάβασε τις πρώτες σελίδες γρήγορα.Σήκωσε το βλέμμα του απορημένος.
"Δε καταλαβαίνω"
"Αυτό που βρήκατε δεν είναι ένας άνθρωπος.Είναι ένα κολάζ από ανθρωπινα μέλη.Τα χέρια του αποτελούνται από είκοσι διαφορετικά μέρη,το ίδιο και τα πόδια.
                                                Ακόμα και τα όργανα μέσα του είναι διαφορετικά.Το πρόσωπο το ίδιο,διαφορετικά μάτια,διαφορετικά κομμάτια δέρματος,διαφορετικά δόντια.Αυτός που έφτιαξε αυτό το παζλ,είχε τρομερή υπομονή"
                                                 Ο Λάγιος ένιωσε δεκάδες γροθιές να τον χτυπάνε ταυτόχρονα.Η άδεια ναυαγούσε αργά και βασανιστικά στον υπόνομο της πραγματικότητας.Για μερικά δευτερόλεπτα δεν άκουγε τι  του έλεγε.
                                                  "Θα πρέπει να τον αποσυναρμολογήσω σαν αυτοκίνητο,να ξεχωρίσω όλα τα κομμάτια.Και μετά θα πάρει εβδομάδες,ίσως και μήνες για να βρούμε σε ποιους ανήκουν,αν βρούμε ποτέ".
                                                   Τράβηξε το πανί.Ο Λάγιος θυμήθηκε τα λόγια του γνωστού του "Η μούρη ήταν σαν πατημένο ζώο".Δεν υπήρχε μύτη,το πρόσωπο είχε βουλιάξει.Οι κόγχες ήταν ξεφλουδισμένες,.Το ένα μάτι γαλάζιο,το άλλο καστανό.
                                                    Το δέρμα ήταν σαν μπαλωμένο ρούχο,διαφορετικό χρώμα σε κάθε κομμάτι,διαφορετική υφή.
                                                     "Πως μπορείς να κάνεις κάτι τέτοιο;Πως γίνεται;"
"Δε θέλω να ξέρω και δε θέλω να μάθω.Ο περισσότερος κόσμος βρίσκει τη δουλειά μου αποκρουστική.Απαραίτητη,αλλά αηδιαστική.Στη πραγματικότητα είναι εύκολη,ήσυχη.Μόλις συνηθίσεις,όλα είναι απλά.Οι νεκροί δε σε πειράζουν,δε σ'απειλούν,δεν διεκδικούν τίποτα.
                                                     Η δική σου δουλειά είναι δύσκολη.Πρέπει να μοιραστείς το χρόνο,τη λογική και τον εαυτό σου με αυτά τα τέρατα.Να ξυπνάς και ν'ανασαίνεις μαζί τους.Δε μπορώ να σκεφτώ κάτι πιο αηδιαστικό απ'αυτό.
Εγώ απλά καθαρίζω αυτό το σφαγείο,εσύ όμως πρέπει να τα βάλεις με τους χασάπηδες."
                                                      Σκέπασε το πτώμα και βγήκε απ'το δωμάτιο,επέστρεψε στα χαρτιά του."Άσε μου το τηλέφωνο σου,θα σε ειδοποιήσω αν έχω νεότερα"
                                                      Μπήκε στο ασανσέρ.Στα μισά της διαδρομής,ο χρόνος κατέβασε ταχύτητα,οι αισθήσεις του βραχυκύκλωσαν.Ιδρώτας σαν οξύ χάραζε το δέρμα του,οι ανάσες του έσφιγγαν το κόμπο στο λαιμό.
(Εδώ μπαίνει αυτό σαν soundtrack,αυξανόμενη ένταση)


                                                        Βγήκε τρικλίζοντας,έτρεξε προς την έξοδο.Τη πρώτη φόρα που του συνέβη,νόμιζε πως ήταν επιληψία.Οι εξετάσεις βγήκαν καθαρές,κρίσεις άγχους του είπαν.
Βγαίνοντας απ'το κτήριο,είδε το πτώμα μπροστά του,να αιωρείται,να τον κοιτάζει.Νόμιζε πως το θέαμα δε θα τον ενοχλούσε,πως είχε συνηθίσει.
                                                        Τον χτύπησε σαν πυροβολισμός,σαν μαχαιριά.Στην αρχή δεν αισθάνθηκε τίποτα.Μετά από λίγο ο πόνος πυρπόλησε τα κύτταρα του.Αγκάλιασε τον τοίχο,προσπάθησε να ηρεμήσει.Το μόνο που άκουγε ήταν οι παλμοί του,τόσο δυνατοί που ράγιζαν τα πάντα γύρω του.
                                                        " Δε μπορεί συμβαίνει αυτό,δε γίνεται να συμβαίνει σε μένα.Πρέπει ν'αντέξεις,να κάνεις υπομονή δέκα μέρες.Μόλις φύγεις για διακοπές,όλα θα είναι εντάξει.Όλα θα είναι εντάξει.."
                                                          'Οσες φορές κι αν επανέλαβε τα λόγια του,δε μπόρεσε να ξεγελάσει τον εαυτό του.Οι δαίμονες έσκαβαν τα τείχη μέσα και έξω.Τα νύχια τους έγδερναν το κρανίο του.Οι ρωγμές όλο και μεγάλωναν,σύντομα οι εφιάλτες θα γινόντουσαν πλημμύρα,ο πόνος θα ταξίδευε παντού.
                                                        Μπήκε στο αυτοκίνητο,έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο του και ξεκούμπωσε το πουκάμισο.Η δύση έμοιαζε με καταδίκη.