Μια φορά και έναν καιρό,ήταν ένα κορίτσι.Το κορίτσι ζούσε μόνο του,σε ένα τεράστιο σπίτι,γεμάτο βιβλία.Έβγαινε μόνο τη νύχτα ,γιατί στο σκοτάδι τα χρώματα λάμπουν πιο όμορφα,και τη νύχτα βλέπεις αυτά που θέλεις να δεις,ενώ τη μέρα βλέπεις τα πάντα.
Το κορίτσι ήθελε να μεγαλώσει,δε του άρεσε η παιδική ηλικία,ούτε η εφηβεία.Τα ζούσε όλα μισά,από τότε που χώρισαν οι γονείς της.Ο κόσμος ήταν πολύ μεγάλος για χωρέσει το μυαλό της και πολύ μικρός για να χωρέσει την καρδιά και τη φαντασία της.Γι'αυτό έφτιαχνε δικούς της κόσμους και χανόταν εκεί,όσο χρειαζόταν για ν'αντέξει την επιστροφή στον πραγματικό.
Φορούσε τις αντανακλάσεις των αγαπημένων της χαρακτήρων,τις πρόβαρε σε κάθε καθρέφτη.
Έβρισκε τη φωνή της στα τραγούδια που άκουγε,τις σκέψεις στα βιβλία,τα όνειρα της στα κόμικ και τις ταινίες.Φοβόταν τη μέρα,ν'αντικρίσει τον εαυτό της.Έβλεπε εφιάλτες,μια σκιά να τις κλέβει τα χρώματα,τις ζωγραφιές και τα τραγούδια της.
Ξύπναγε έντρομη,έσφιγγε το μαξιλάρι με όλη της τη δύναμη και προσπαθούσε να ηρεμήσει.
Όταν ξάπλωνε στα πόδια της ο αγαπημένος της γάτος,χαλάρωνε.Και μερικές φορές,έβλεπε το ίδιο όνειρο.Πως πετάει ψηλά,χορεύει στα σύννεφα και κάνει τσουλήθρα στο ουράνιο τόξο.Ένα βράδυ έψαχνε το γάτο.Έψαξε όλο το σπίτι,δεν ήταν πουθενά.Δεν ήξερε τι να κάνει.Ήταν έτοιμη να βγει έξω,όταν άκουσε το νιαούρισμα του.Τον βρήκε στο παράθυρο.
Έτρεξε να τον αγκαλιάσει.Σταμάτησε απότομα.
Ο γάτος καθόταν παρέα με ένα αγόρι.Το αγόρι ήταν λίγο μεγαλύτερο.Το κορίτσι κρύφτηκε,όμως εκείνος πρόλαβε να την δει.Από τότε ερχόταν κάθε βράδυ.Έφερνε φαγητό για τον γάτο και γλυκά για εκείνη.Της τα άφηνε στο παράθυρο,μαζί με μικρά σημειώματα.Τα σημειώματα έγιναν γράμματα.
Το κορίτσι στην αρχή φοβόταν.Μέρα με τη μέρα όμως,ένιωθε μια περίεργη αίσθηση.Μια ανυπομονησία διαφορετική.Δεν περίμενε πλέον τη νύχτα,περίμενε εκείνον.
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που έτρωγε γλυκά κάθε μέρα.Της φαινόταν απίστευτο.Τα σημειώματα γινόντουσαν όλο και πιο αστεία,όλο και πιο τρυφερά.
Ώσπου μια νύχτα του μίλησε.Έκαναν παρέα κάθε βράδυ.Ένιωθε σιγουριά δίπλα του,πως μπορούσε να του πει κάθε της σκέψη,κάθε της μυστικό,χωρίς να αισθάνεται ντροπή.Το αγόρι την άκουγε πάντα και τις έλεγε για τις δικές του εμπειρίες.Της έφερνε κόμικ και βιβλία που δεν τα ήξερε.Μαζί ανακάλυψαν πολλές ταινίες και τραγούδια.
Μια καλοκαιρινή νύχτα,της έμαθε το μυστικό για να ζωγραφίζει καλύτερα."Είναι απλό,σε ό,τι κι αν δημιουργείς,πρέπει να βάζεις ένα κομμάτι του εαυτού σου,να βάζεις λίγο από το αίμα σου.Μόνο τότε είναι πραγματική η ομορφιά του""Μα αν πρέπει να βάζω λίγο από το αίμα μου,σε όλα αυτά που θέλω να ζωγραφίζω,δεν θα μου έφτανε,ακόμα κι αν ήμουν ελέφαντας!".Το αγόρι γέλασε και της έπιασε το χέρι.
"Δεν μιλάω κυριολεκτικά.Το αίμα της φαντασίας,της ψυχής σου.Και μερικές φορές,μερικές όμως,λίγο από το πραγματικό".Το αγόρι της έβαλε μια καρφίτσα στη παλάμη.Οδήγησε τα δάχτυλα της προς το δείκτη του.Το κορίτσι τρόμαξε.Την καθησύχασε και της έκανε νόημα να συνεχίσει.Η καρφίτσα τρύπησε το δέρμα.Το αγόρι ζωγράφισε με το αίμα του,ένα γατάκι πάνω στον τοίχο.Το περίγραμμα άναψε σαν σπίρτο.
Το γατάκι βγήκε από τον τοίχο.Το κορίτσι παρακολουθούσε μαγεμένο.Το γατάκι πήδηξε στον ουρανό και άρχισε να παίζει με τα αστέρια σαν να ήταν κουβάρι.Το χάζευαν μέχρι το πρωί.Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες νύχτες που είχε ζήσει.
Πέρασαν μέρες,εβδομάδες,μήνες.Έγιναν αχώριστοι.Κάποια στιγμή το αγόρι της είπε να ταξιδέψουν.Εκείνη δεν ήθελε."Μα είμαστε ευτυχισμένοι εδώ,γιατί να φύγουμε;Ποιος ξέρει τι ασχήμια υπάρχει εκεί έξω;""Πολλή ασχήμια,αλλά και πολλή ομορφιά.Που δεν θα τη δεις ποτέ σε όλο της το μεγαλείο,αν δε την μοιραστείς με κάποιον ξεχωριστό""Και'συ που το ξέρεις;Έχεις πάει μακρυά,την έχεις δει;""Ναι,αλλά μαζί σου θα είναι σαν να είναι η πρώτη φορά".Το κορίτσι δίστασε,φοβήθηκε."Λες ψέματα,θέλεις να φύγουμε,ώστε να με παρατήσεις""Θέλω να φύγουμε για να δούμε μαζί τον κόσμο""Και πως ξέρω πως δεν θα με αφήσεις;Πως δεν θα πας σε κάποιο άλλο παράθυρο και θα πιάσεις φιλία με κάποιο άλλο κορίτσι;""Όπως ξέρω κι εγώ,πως δεν θα με αφήσεις για κάποιον άλλο που θα σου φέρνει γλυκά""Δηλαδή;""Δε το ξέρω"
"Ούτε και'γω""Το ξέρεις,αφού κάθε νύχτα μαζί είμαστε""Ναι,αλλά δε ξέρω που είσαι τη μέρα""Δουλεύω,ώστε να μαζέψω αρκετά λεφτά για τα ταξίδια μας"
"Δε σε πιστεύω.Μπορεί να θέλεις να φύγουμε,για να μου κλέψεις τα βιβλία και τα κόμικ μου ή τις ζωγραφιές μου""Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση""Δε το ξέρω.Δεν θέλω να φύγω.Κάθε φορά που το σκέφτομαι,οι εφιάλτες μου γίνονται πιο τρομακτικοί.Αν έρθω μαζί σου,η σκιά θα καταστρέψει τα πάντα""Δε θα την αφήσω""Κι αν δε μπορείς να την σταματήσεις""Θα το κάνουμε μαζί".
Το κορίτσι δάκρυσε,έκανε πίσω.Το αγόρι άπλωσε το χέρι.Εκείνη δίστασε."Άκουσε με.Η σκιά δε μπορεί να σε πειράξει.
Σε τρομάζει,γιατί είναι το τελευταίο σκίτσο που έφτιαξε ο πατέρας σου,πριν φύγει.Δε το θυμάσαι,για αυτό σε φοβίζει.Ο πατέρας σου κρύβεται από τη μάσκα της σκιάς.Πίσω από τη μάσκα κάθε εφιάλτη.Νομίζεις πως θα εμφανιστεί και θα σου κλέψει ότι αγαπάς περισσότερο,επειδή όταν έφυγε,πήρε μαζί του όλη την μισή αγάπη,την μισή ευτυχία,τη μισή οικογένεια"
Το κορίτσι πισωπάτησε.Δεν ήθελε να τον ακούει άλλο"Εσύ κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα,εσύ θέλεις να μου τα κλέψεις όλα!Ποιος ξέρει σε πόσα άλλα κορίτσια το έχεις κάνει!".Το αγόρι την πλησίασε,εκείνη του έσπρωξε τα χέρια.
"Αν φύγω,όλα όσα αγαπώ θα χαθούν,θα μου τα κλέψεις εσύ ή κάποιος άλλος!"Κανείς δε μπορεί να σου κλέψει κάτι,που μόνο αν θέλεις εσύ μπορείς να το δώσεις""Τα λες αυτά γιατί φοβάσαι να ονειρευτείς!Γι'αυτό μένεις εδώ μαζί μου!""Ναι,φοβάμαι,αλλά ακόμη κι έτσι,είναι καλύτερο από το να ονειρεύομαι πως φοβάμαι".Το κορίτσι δεν μπορούσε να καταπιεί άλλους λυγμούς,ξέσπασε.
"Δε θέλω να ακούσω άλλο,φύγε και μην ξαναγυρίσεις!""Άκουσε με.Όσο όμορφα κι αν είναι τα όνειρα σου,αν δε τα αφήσεις ελεύθερα,κάποια στιγμή θα μετατραπούν σε φόβους,σε εφιάλτες.Και πίσω από τη μάσκα θα είσαι εσύ.Και θα το βλέπεις σε κάθε καθρέφτη.Τα όνειρα και οι φόβοι είναι φτερά,όσο πιο μεγάλα είναι τα πρώτα,τόσο μεγάλοι είναι και οι φόβοι.
Αν μεγαλώνουν μαζί,τόσο πιο μακρυά και τόσο πιο ψηλά θα φτάσεις.Αν δε τα αφήσεις να σε οδηγήσουν,θα μείνεις για πάντα εδώ,με όλα τα αν και τα ίσως να σε στοιχειώνουν"
Το αγόρι την αγκάλιασε.Της σκούπισε τα δάκρυα και την φίλησε.Της πήρε το χέρι,άγγιξε τα δακρυσμένα βλέφαρα και το οδήγησε στον ουρανό.
"Δε το ξέρεις πως τα δάκρυα είναι η πρώτη ύλη των ονείρων;"Το δάχτυλο της ένωνε μια αχτίδα φωτός τα αστέρια,σαν παζλ.Σχηματίστηκε μια πεταλούδα.Κούνησε τα φτερά της και χάθηκε.Την σήκωσε στον αέρα και την φίλησε ξανά.Την έσφιξε πάνω του."Αν δεν αφήσεις ελεύθερους τους φόβους σου,δεν θα βρεις ποτέ την ευτυχία.Γιατί μόνο ο φόβος μπορεί να σε οδηγήσει στο όνειρο""Υπόσχεσαι πως δε θα μου κλέψεις τα βιβλία,τα κόμικ και τα γλυκά;Ούτε τον γάτο""Το υπόσχομαι".Δε μπορώ να διορθώσω ό,τι άσχημο συνέβη στο παρελθόν,όμως θα είμαι όταν ξανάρθει το κακό,και δεν θα το αφήσω να σε πειράξει.Όταν θα ξυπνάς τρομαγμένη στη μέση της νύχτας,θα αγκαλιάζω και θα σου λέω πως ήταν απλά ένα άσχημο όνειρο.Και θα σε κλείνω τόσο σφιχτά στην αγκαλιά μου,που το σκοτάδι θα γίνεται λίγο πιο όμορφο"
Κάθισαν στο μπαλκόνι.Το αγόρι της έδωσε ένα γυαλιστερό κουτί."Τι είναι αυτό;""Αυτό είναι το μόνο κουτί που φοβάται εσένα,μήπως το ανοίξεις".Το κορίτσι έσκισε ανυπόμονα το περιτύλιγμα.Ήταν ένα κουτί με σοκολατάκια.Τα έφαγε λαίμαργα και αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του.
Το κορίτσι ήθελε να μεγαλώσει,δε του άρεσε η παιδική ηλικία,ούτε η εφηβεία.Τα ζούσε όλα μισά,από τότε που χώρισαν οι γονείς της.Ο κόσμος ήταν πολύ μεγάλος για χωρέσει το μυαλό της και πολύ μικρός για να χωρέσει την καρδιά και τη φαντασία της.Γι'αυτό έφτιαχνε δικούς της κόσμους και χανόταν εκεί,όσο χρειαζόταν για ν'αντέξει την επιστροφή στον πραγματικό.
Φορούσε τις αντανακλάσεις των αγαπημένων της χαρακτήρων,τις πρόβαρε σε κάθε καθρέφτη.
Έβρισκε τη φωνή της στα τραγούδια που άκουγε,τις σκέψεις στα βιβλία,τα όνειρα της στα κόμικ και τις ταινίες.Φοβόταν τη μέρα,ν'αντικρίσει τον εαυτό της.Έβλεπε εφιάλτες,μια σκιά να τις κλέβει τα χρώματα,τις ζωγραφιές και τα τραγούδια της.
Ξύπναγε έντρομη,έσφιγγε το μαξιλάρι με όλη της τη δύναμη και προσπαθούσε να ηρεμήσει.
Όταν ξάπλωνε στα πόδια της ο αγαπημένος της γάτος,χαλάρωνε.Και μερικές φορές,έβλεπε το ίδιο όνειρο.Πως πετάει ψηλά,χορεύει στα σύννεφα και κάνει τσουλήθρα στο ουράνιο τόξο.Ένα βράδυ έψαχνε το γάτο.Έψαξε όλο το σπίτι,δεν ήταν πουθενά.Δεν ήξερε τι να κάνει.Ήταν έτοιμη να βγει έξω,όταν άκουσε το νιαούρισμα του.Τον βρήκε στο παράθυρο.
Έτρεξε να τον αγκαλιάσει.Σταμάτησε απότομα.
Ο γάτος καθόταν παρέα με ένα αγόρι.Το αγόρι ήταν λίγο μεγαλύτερο.Το κορίτσι κρύφτηκε,όμως εκείνος πρόλαβε να την δει.Από τότε ερχόταν κάθε βράδυ.Έφερνε φαγητό για τον γάτο και γλυκά για εκείνη.Της τα άφηνε στο παράθυρο,μαζί με μικρά σημειώματα.Τα σημειώματα έγιναν γράμματα.
Το κορίτσι στην αρχή φοβόταν.Μέρα με τη μέρα όμως,ένιωθε μια περίεργη αίσθηση.Μια ανυπομονησία διαφορετική.Δεν περίμενε πλέον τη νύχτα,περίμενε εκείνον.
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που έτρωγε γλυκά κάθε μέρα.Της φαινόταν απίστευτο.Τα σημειώματα γινόντουσαν όλο και πιο αστεία,όλο και πιο τρυφερά.
Ώσπου μια νύχτα του μίλησε.Έκαναν παρέα κάθε βράδυ.Ένιωθε σιγουριά δίπλα του,πως μπορούσε να του πει κάθε της σκέψη,κάθε της μυστικό,χωρίς να αισθάνεται ντροπή.Το αγόρι την άκουγε πάντα και τις έλεγε για τις δικές του εμπειρίες.Της έφερνε κόμικ και βιβλία που δεν τα ήξερε.Μαζί ανακάλυψαν πολλές ταινίες και τραγούδια.
Μια καλοκαιρινή νύχτα,της έμαθε το μυστικό για να ζωγραφίζει καλύτερα."Είναι απλό,σε ό,τι κι αν δημιουργείς,πρέπει να βάζεις ένα κομμάτι του εαυτού σου,να βάζεις λίγο από το αίμα σου.Μόνο τότε είναι πραγματική η ομορφιά του""Μα αν πρέπει να βάζω λίγο από το αίμα μου,σε όλα αυτά που θέλω να ζωγραφίζω,δεν θα μου έφτανε,ακόμα κι αν ήμουν ελέφαντας!".Το αγόρι γέλασε και της έπιασε το χέρι.
"Δεν μιλάω κυριολεκτικά.Το αίμα της φαντασίας,της ψυχής σου.Και μερικές φορές,μερικές όμως,λίγο από το πραγματικό".Το αγόρι της έβαλε μια καρφίτσα στη παλάμη.Οδήγησε τα δάχτυλα της προς το δείκτη του.Το κορίτσι τρόμαξε.Την καθησύχασε και της έκανε νόημα να συνεχίσει.Η καρφίτσα τρύπησε το δέρμα.Το αγόρι ζωγράφισε με το αίμα του,ένα γατάκι πάνω στον τοίχο.Το περίγραμμα άναψε σαν σπίρτο.
Το γατάκι βγήκε από τον τοίχο.Το κορίτσι παρακολουθούσε μαγεμένο.Το γατάκι πήδηξε στον ουρανό και άρχισε να παίζει με τα αστέρια σαν να ήταν κουβάρι.Το χάζευαν μέχρι το πρωί.Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες νύχτες που είχε ζήσει.
Πέρασαν μέρες,εβδομάδες,μήνες.Έγιναν αχώριστοι.Κάποια στιγμή το αγόρι της είπε να ταξιδέψουν.Εκείνη δεν ήθελε."Μα είμαστε ευτυχισμένοι εδώ,γιατί να φύγουμε;Ποιος ξέρει τι ασχήμια υπάρχει εκεί έξω;""Πολλή ασχήμια,αλλά και πολλή ομορφιά.Που δεν θα τη δεις ποτέ σε όλο της το μεγαλείο,αν δε την μοιραστείς με κάποιον ξεχωριστό""Και'συ που το ξέρεις;Έχεις πάει μακρυά,την έχεις δει;""Ναι,αλλά μαζί σου θα είναι σαν να είναι η πρώτη φορά".Το κορίτσι δίστασε,φοβήθηκε."Λες ψέματα,θέλεις να φύγουμε,ώστε να με παρατήσεις""Θέλω να φύγουμε για να δούμε μαζί τον κόσμο""Και πως ξέρω πως δεν θα με αφήσεις;Πως δεν θα πας σε κάποιο άλλο παράθυρο και θα πιάσεις φιλία με κάποιο άλλο κορίτσι;""Όπως ξέρω κι εγώ,πως δεν θα με αφήσεις για κάποιον άλλο που θα σου φέρνει γλυκά""Δηλαδή;""Δε το ξέρω"
"Ούτε και'γω""Το ξέρεις,αφού κάθε νύχτα μαζί είμαστε""Ναι,αλλά δε ξέρω που είσαι τη μέρα""Δουλεύω,ώστε να μαζέψω αρκετά λεφτά για τα ταξίδια μας"
"Δε σε πιστεύω.Μπορεί να θέλεις να φύγουμε,για να μου κλέψεις τα βιβλία και τα κόμικ μου ή τις ζωγραφιές μου""Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση""Δε το ξέρω.Δεν θέλω να φύγω.Κάθε φορά που το σκέφτομαι,οι εφιάλτες μου γίνονται πιο τρομακτικοί.Αν έρθω μαζί σου,η σκιά θα καταστρέψει τα πάντα""Δε θα την αφήσω""Κι αν δε μπορείς να την σταματήσεις""Θα το κάνουμε μαζί".
Το κορίτσι δάκρυσε,έκανε πίσω.Το αγόρι άπλωσε το χέρι.Εκείνη δίστασε."Άκουσε με.Η σκιά δε μπορεί να σε πειράξει.
Σε τρομάζει,γιατί είναι το τελευταίο σκίτσο που έφτιαξε ο πατέρας σου,πριν φύγει.Δε το θυμάσαι,για αυτό σε φοβίζει.Ο πατέρας σου κρύβεται από τη μάσκα της σκιάς.Πίσω από τη μάσκα κάθε εφιάλτη.Νομίζεις πως θα εμφανιστεί και θα σου κλέψει ότι αγαπάς περισσότερο,επειδή όταν έφυγε,πήρε μαζί του όλη την μισή αγάπη,την μισή ευτυχία,τη μισή οικογένεια"
Το κορίτσι πισωπάτησε.Δεν ήθελε να τον ακούει άλλο"Εσύ κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα,εσύ θέλεις να μου τα κλέψεις όλα!Ποιος ξέρει σε πόσα άλλα κορίτσια το έχεις κάνει!".Το αγόρι την πλησίασε,εκείνη του έσπρωξε τα χέρια.
"Αν φύγω,όλα όσα αγαπώ θα χαθούν,θα μου τα κλέψεις εσύ ή κάποιος άλλος!"Κανείς δε μπορεί να σου κλέψει κάτι,που μόνο αν θέλεις εσύ μπορείς να το δώσεις""Τα λες αυτά γιατί φοβάσαι να ονειρευτείς!Γι'αυτό μένεις εδώ μαζί μου!""Ναι,φοβάμαι,αλλά ακόμη κι έτσι,είναι καλύτερο από το να ονειρεύομαι πως φοβάμαι".Το κορίτσι δεν μπορούσε να καταπιεί άλλους λυγμούς,ξέσπασε.
"Δε θέλω να ακούσω άλλο,φύγε και μην ξαναγυρίσεις!""Άκουσε με.Όσο όμορφα κι αν είναι τα όνειρα σου,αν δε τα αφήσεις ελεύθερα,κάποια στιγμή θα μετατραπούν σε φόβους,σε εφιάλτες.Και πίσω από τη μάσκα θα είσαι εσύ.Και θα το βλέπεις σε κάθε καθρέφτη.Τα όνειρα και οι φόβοι είναι φτερά,όσο πιο μεγάλα είναι τα πρώτα,τόσο μεγάλοι είναι και οι φόβοι.
Αν μεγαλώνουν μαζί,τόσο πιο μακρυά και τόσο πιο ψηλά θα φτάσεις.Αν δε τα αφήσεις να σε οδηγήσουν,θα μείνεις για πάντα εδώ,με όλα τα αν και τα ίσως να σε στοιχειώνουν"
Το αγόρι την αγκάλιασε.Της σκούπισε τα δάκρυα και την φίλησε.Της πήρε το χέρι,άγγιξε τα δακρυσμένα βλέφαρα και το οδήγησε στον ουρανό.
"Δε το ξέρεις πως τα δάκρυα είναι η πρώτη ύλη των ονείρων;"Το δάχτυλο της ένωνε μια αχτίδα φωτός τα αστέρια,σαν παζλ.Σχηματίστηκε μια πεταλούδα.Κούνησε τα φτερά της και χάθηκε.Την σήκωσε στον αέρα και την φίλησε ξανά.Την έσφιξε πάνω του."Αν δεν αφήσεις ελεύθερους τους φόβους σου,δεν θα βρεις ποτέ την ευτυχία.Γιατί μόνο ο φόβος μπορεί να σε οδηγήσει στο όνειρο""Υπόσχεσαι πως δε θα μου κλέψεις τα βιβλία,τα κόμικ και τα γλυκά;Ούτε τον γάτο""Το υπόσχομαι".Δε μπορώ να διορθώσω ό,τι άσχημο συνέβη στο παρελθόν,όμως θα είμαι όταν ξανάρθει το κακό,και δεν θα το αφήσω να σε πειράξει.Όταν θα ξυπνάς τρομαγμένη στη μέση της νύχτας,θα αγκαλιάζω και θα σου λέω πως ήταν απλά ένα άσχημο όνειρο.Και θα σε κλείνω τόσο σφιχτά στην αγκαλιά μου,που το σκοτάδι θα γίνεται λίγο πιο όμορφο"
Κάθισαν στο μπαλκόνι.Το αγόρι της έδωσε ένα γυαλιστερό κουτί."Τι είναι αυτό;""Αυτό είναι το μόνο κουτί που φοβάται εσένα,μήπως το ανοίξεις".Το κορίτσι έσκισε ανυπόμονα το περιτύλιγμα.Ήταν ένα κουτί με σοκολατάκια.Τα έφαγε λαίμαργα και αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του.