Δευτέρα 22 Ιουλίου 2019

Το παραμύθι της Πανδώρας

Μια φορά και έναν καιρό,ήταν ένα κορίτσι.Το κορίτσι ζούσε μόνο του,σε ένα τεράστιο σπίτι,γεμάτο βιβλία.Έβγαινε μόνο τη νύχτα ,γιατί στο σκοτάδι τα χρώματα λάμπουν πιο όμορφα,και τη νύχτα βλέπεις αυτά που θέλεις να δεις,ενώ τη μέρα βλέπεις τα πάντα.
Το κορίτσι ήθελε να μεγαλώσει,δε του άρεσε η παιδική ηλικία,ούτε η εφηβεία.Τα ζούσε όλα μισά,από τότε που χώρισαν οι γονείς της.Ο κόσμος ήταν πολύ μεγάλος για χωρέσει το μυαλό της και πολύ μικρός για να χωρέσει την καρδιά και τη φαντασία της.Γι'αυτό έφτιαχνε δικούς της κόσμους και χανόταν εκεί,όσο χρειαζόταν για ν'αντέξει την επιστροφή στον πραγματικό.
Φορούσε τις αντανακλάσεις των αγαπημένων της χαρακτήρων,τις πρόβαρε σε κάθε καθρέφτη.
Έβρισκε τη φωνή της στα τραγούδια που άκουγε,τις σκέψεις στα βιβλία,τα όνειρα της στα κόμικ και τις ταινίες.Φοβόταν τη μέρα,ν'αντικρίσει τον εαυτό της.Έβλεπε εφιάλτες,μια σκιά να τις κλέβει τα χρώματα,τις ζωγραφιές και τα τραγούδια της.
Ξύπναγε έντρομη,έσφιγγε το μαξιλάρι με όλη της τη δύναμη και προσπαθούσε να ηρεμήσει.
Όταν ξάπλωνε στα πόδια της ο αγαπημένος της γάτος,χαλάρωνε.Και μερικές φορές,έβλεπε το ίδιο όνειρο.Πως πετάει ψηλά,χορεύει στα σύννεφα και κάνει τσουλήθρα στο ουράνιο τόξο.Ένα βράδυ έψαχνε το γάτο.Έψαξε όλο το σπίτι,δεν ήταν πουθενά.Δεν ήξερε τι να κάνει.Ήταν έτοιμη να βγει έξω,όταν άκουσε το νιαούρισμα του.Τον βρήκε στο παράθυρο.
Έτρεξε να τον αγκαλιάσει.Σταμάτησε απότομα.
Ο γάτος καθόταν παρέα με ένα αγόρι.Το αγόρι ήταν λίγο μεγαλύτερο.Το κορίτσι κρύφτηκε,όμως εκείνος πρόλαβε να την δει.Από τότε ερχόταν κάθε βράδυ.Έφερνε φαγητό για τον  γάτο και γλυκά για εκείνη.Της τα άφηνε στο παράθυρο,μαζί με μικρά σημειώματα.Τα σημειώματα έγιναν γράμματα.
Το κορίτσι στην αρχή φοβόταν.Μέρα με τη μέρα όμως,ένιωθε μια περίεργη αίσθηση.Μια ανυπομονησία διαφορετική.Δεν περίμενε πλέον τη νύχτα,περίμενε εκείνον.
Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που έτρωγε γλυκά κάθε μέρα.Της φαινόταν απίστευτο.Τα σημειώματα γινόντουσαν όλο και πιο αστεία,όλο και πιο τρυφερά.
Ώσπου μια νύχτα του μίλησε.Έκαναν παρέα κάθε βράδυ.Ένιωθε σιγουριά δίπλα του,πως μπορούσε να του πει κάθε της σκέψη,κάθε της μυστικό,χωρίς να αισθάνεται ντροπή.Το αγόρι την άκουγε πάντα και τις έλεγε για τις δικές του εμπειρίες.Της έφερνε κόμικ και βιβλία που δεν τα ήξερε.Μαζί ανακάλυψαν πολλές ταινίες και τραγούδια.
Μια καλοκαιρινή νύχτα,της έμαθε το μυστικό για να ζωγραφίζει καλύτερα."Είναι απλό,σε ό,τι κι αν δημιουργείς,πρέπει να βάζεις ένα κομμάτι του εαυτού σου,να βάζεις λίγο από το αίμα σου.Μόνο τότε είναι πραγματική η ομορφιά του""Μα αν πρέπει να βάζω λίγο από το αίμα μου,σε όλα αυτά που θέλω να ζωγραφίζω,δεν θα μου έφτανε,ακόμα κι αν ήμουν ελέφαντας!".Το αγόρι γέλασε και της έπιασε το χέρι.
"Δεν μιλάω κυριολεκτικά.Το αίμα της φαντασίας,της ψυχής σου.Και μερικές φορές,μερικές όμως,λίγο από το πραγματικό".Το αγόρι της έβαλε μια καρφίτσα στη παλάμη.Οδήγησε τα δάχτυλα της προς το δείκτη του.Το κορίτσι τρόμαξε.Την καθησύχασε και της έκανε νόημα να συνεχίσει.Η καρφίτσα τρύπησε το δέρμα.Το αγόρι ζωγράφισε με το αίμα του,ένα γατάκι πάνω στον τοίχο.Το περίγραμμα άναψε σαν σπίρτο.
Το γατάκι βγήκε από τον τοίχο.Το κορίτσι παρακολουθούσε μαγεμένο.Το γατάκι πήδηξε στον ουρανό και άρχισε να παίζει με τα αστέρια σαν να ήταν κουβάρι.Το χάζευαν μέχρι το πρωί.Ήταν από τις πιο ευτυχισμένες  νύχτες που είχε ζήσει.
Πέρασαν μέρες,εβδομάδες,μήνες.Έγιναν αχώριστοι.Κάποια στιγμή το αγόρι της είπε να ταξιδέψουν.Εκείνη δεν ήθελε."Μα είμαστε ευτυχισμένοι εδώ,γιατί  να φύγουμε;Ποιος ξέρει τι ασχήμια υπάρχει εκεί έξω;""Πολλή ασχήμια,αλλά και πολλή ομορφιά.Που δεν θα τη δεις ποτέ σε όλο της το μεγαλείο,αν δε την μοιραστείς με κάποιον ξεχωριστό""Και'συ που το ξέρεις;Έχεις πάει μακρυά,την έχεις δει;""Ναι,αλλά μαζί σου θα είναι σαν να είναι η πρώτη φορά".Το κορίτσι δίστασε,φοβήθηκε."Λες ψέματα,θέλεις να φύγουμε,ώστε να με παρατήσεις""Θέλω να φύγουμε για να δούμε μαζί τον κόσμο""Και πως ξέρω πως δεν θα με αφήσεις;Πως δεν θα πας σε κάποιο άλλο παράθυρο και θα πιάσεις φιλία με κάποιο άλλο κορίτσι;""Όπως ξέρω κι εγώ,πως δεν θα με αφήσεις για κάποιον άλλο που θα σου φέρνει γλυκά""Δηλαδή;""Δε το ξέρω"
"Ούτε και'γω""Το ξέρεις,αφού κάθε νύχτα μαζί είμαστε""Ναι,αλλά δε ξέρω που είσαι τη μέρα""Δουλεύω,ώστε να μαζέψω αρκετά λεφτά για τα ταξίδια μας"
"Δε σε πιστεύω.Μπορεί να θέλεις να φύγουμε,για να μου κλέψεις τα βιβλία και τα κόμικ μου ή τις ζωγραφιές μου""Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση""Δε το ξέρω.Δεν θέλω να φύγω.Κάθε φορά που το σκέφτομαι,οι εφιάλτες μου γίνονται πιο τρομακτικοί.Αν έρθω μαζί σου,η σκιά θα καταστρέψει τα πάντα""Δε θα την αφήσω""Κι αν δε μπορείς να την σταματήσεις""Θα το κάνουμε μαζί".
Το κορίτσι δάκρυσε,έκανε πίσω.Το αγόρι άπλωσε το χέρι.Εκείνη δίστασε."Άκουσε με.Η σκιά δε μπορεί να σε πειράξει.
Σε τρομάζει,γιατί είναι το τελευταίο σκίτσο που έφτιαξε ο πατέρας σου,πριν φύγει.Δε το θυμάσαι,για αυτό σε φοβίζει.Ο πατέρας σου κρύβεται από τη μάσκα της σκιάς.Πίσω από τη μάσκα κάθε εφιάλτη.Νομίζεις πως θα εμφανιστεί και θα σου κλέψει ότι αγαπάς περισσότερο,επειδή όταν έφυγε,πήρε μαζί του όλη την μισή αγάπη,την μισή ευτυχία,τη μισή οικογένεια"
Το κορίτσι πισωπάτησε.Δεν ήθελε να τον ακούει άλλο"Εσύ κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα,εσύ θέλεις να μου τα κλέψεις όλα!Ποιος ξέρει σε πόσα άλλα κορίτσια το έχεις κάνει!".Το αγόρι την πλησίασε,εκείνη του έσπρωξε τα χέρια.
"Αν φύγω,όλα όσα αγαπώ θα χαθούν,θα μου τα κλέψεις εσύ ή κάποιος άλλος!"Κανείς δε μπορεί να σου κλέψει κάτι,που μόνο αν θέλεις εσύ μπορείς να το δώσεις""Τα λες αυτά γιατί φοβάσαι να ονειρευτείς!Γι'αυτό μένεις εδώ μαζί μου!""Ναι,φοβάμαι,αλλά ακόμη κι έτσι,είναι καλύτερο από το να ονειρεύομαι πως φοβάμαι".Το κορίτσι δεν μπορούσε να καταπιεί άλλους λυγμούς,ξέσπασε.
"Δε θέλω να ακούσω άλλο,φύγε και μην ξαναγυρίσεις!""Άκουσε με.Όσο όμορφα κι αν είναι τα όνειρα σου,αν δε τα αφήσεις ελεύθερα,κάποια στιγμή θα μετατραπούν σε φόβους,σε εφιάλτες.Και πίσω από τη μάσκα θα είσαι εσύ.Και θα το βλέπεις σε κάθε καθρέφτη.Τα όνειρα και οι φόβοι είναι φτερά,όσο πιο μεγάλα είναι τα πρώτα,τόσο μεγάλοι είναι και οι φόβοι.
Αν μεγαλώνουν μαζί,τόσο πιο μακρυά και τόσο πιο ψηλά θα φτάσεις.Αν δε τα αφήσεις να σε οδηγήσουν,θα μείνεις για πάντα εδώ,με όλα τα αν και τα ίσως να σε στοιχειώνουν"
Το αγόρι την αγκάλιασε.Της σκούπισε τα δάκρυα και την φίλησε.Της πήρε το χέρι,άγγιξε τα δακρυσμένα βλέφαρα και το οδήγησε στον ουρανό.
"Δε το ξέρεις πως  τα δάκρυα είναι η πρώτη ύλη των ονείρων;"Το δάχτυλο της ένωνε μια αχτίδα φωτός τα αστέρια,σαν παζλ.Σχηματίστηκε μια πεταλούδα.Κούνησε τα φτερά της και χάθηκε.Την σήκωσε στον αέρα και την φίλησε ξανά.Την έσφιξε πάνω  του."Αν δεν αφήσεις ελεύθερους τους φόβους σου,δεν θα βρεις ποτέ την ευτυχία.Γιατί μόνο ο φόβος μπορεί να σε οδηγήσει στο όνειρο""Υπόσχεσαι πως δε θα μου κλέψεις τα βιβλία,τα κόμικ και τα γλυκά;Ούτε τον γάτο""Το υπόσχομαι".Δε μπορώ να διορθώσω ό,τι άσχημο συνέβη στο παρελθόν,όμως θα είμαι όταν ξανάρθει το κακό,και δεν θα το αφήσω να σε πειράξει.Όταν θα ξυπνάς τρομαγμένη στη μέση της νύχτας,θα αγκαλιάζω και θα σου λέω πως ήταν απλά ένα άσχημο όνειρο.Και θα σε κλείνω τόσο σφιχτά στην αγκαλιά μου,που το σκοτάδι θα γίνεται λίγο πιο όμορφο"
Κάθισαν στο μπαλκόνι.Το αγόρι της έδωσε ένα γυαλιστερό κουτί."Τι είναι αυτό;""Αυτό είναι το μόνο κουτί που φοβάται εσένα,μήπως το ανοίξεις".Το κορίτσι έσκισε ανυπόμονα το περιτύλιγμα.Ήταν ένα κουτί με σοκολατάκια.Τα έφαγε λαίμαργα και αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του.





Δευτέρα 15 Ιουλίου 2019

Σάββατο 13 Ιουλίου 2019

Σκηνή Από Γουέστερν

(Αυτοσχεδιασμός -λεκτικό μοντάζ,εμπνευσμένος από τα ποιήματα του Λεοντάρη,Ο Σωτήρης στον Άδη και Θαμπή Μέρα.Με πλάγια γράμματα,αποσπάσματα των δύο ποιημάτων)

Η άμμος  τρυπώνει μέσα στα ρούχα.Σαν αόρατα νύχια πάνω στο δέρμα.Είμαι η έρημος  που κουβαλάω.Όσο πλησιάζω,το σπίτι μικραίνει.Μετράω τους νεκρούς που άφησα.Με κάθε μέτρημα,βγαίνουν περισσότεροι.Γιατί δεν είναι μόνο αυτοί που πεθαίνουν.Είναι όσοι μένουν δηλητηριασμένοι από το κενό.Σύζυγοι,παιδιά,ερωμένες.


Αυτό το απαρηγόρητο κενό που υπάρχει ανάμεσα στις πράξεις κι εμάς τους ίδιους

Πόσες σφαίρες,πόσο αίμα,πόσο σκοτάδι,πόση σιωπή ακόμα;Το περίγραμμα του παραδείσου πόση κόλαση χρειάζεται για να κλείσει,για να ολοκληρωθεί;Που να βρίσκονται όλοι αυτοί οι νεκροί;Με περιμένουν κάπου;Ή τους κουβαλάω μαζί μου;Όλες οι σκιές τους μέσα στη δικιά μου;Και κάποια στιγμή το βάρος τους  θα με σταματήσει;Τα χέρια τους θα σκαρφαλώσουν πάνω μου και θα αρχίσουν να με μαδάνε σαν ξεραμένο λουλούδι;


Σπάσαμε το χρησμό πως είμαστε θνητοί

Σε βλέπω,πίσω από το παράθυρο να διαβάζεις.Μου αρέσει όταν κάθεσαι έτσι.Το μόνο που θέλω είναι να κλείσω τα μάτια,να μυρίσω τα μαλλιά σου και να αφεθώ στη γεύση του λαιμού σου.

φώναξα φώναξα -πως να μ'ακούσεις;-
με τις κομμένες φλέβες της φωνής μου 

με των χεριών το ψάξιμο σταματημένο στο γυμνό σκοτάδι...


Δεν υπάρχει χρόνος,ίσως να μας μένει η νύχτα.Πλησιάζουν,το νιώθω.Η σιωπή αφήνει μια γλυκιά ηχώ ασφάλειας στις αισθήσεις.Είναι ψεύτικη,σε λίγο θα ραγίσει.Γδύνομαι,με κάθε ρούχο που πετάω,νιώθω πως αφήνω πίσω μου τα άχρηστα χρόνια.Θα μπω γυμνός στο σπίτι.Μετράω τις σφαίρες.Σφίγγω το περίστροφο και με τα δύο χέρια.Μετά από σένα,είναι το μόνο που έχω αγκαλιάσει περισσότερο.Οι παλμοί μου δυναμώνουν,το στόμα μου έχει στεγνώσει,οι κόμποι στο λαιμό και το στομάχι παίρνουν φωτιά.

Στην άκρη της αφής ο κρύος τοίχος
ο φόβος στο σκοτείνιασμα της μέρας
κι ο φόβος σαν ξυπνώ απ'την ίδια μου την κραυγή 
και φρίσσουν στα παράθυρα λευκά φτερά τα ξημερώματα
κι ακούω ν'απομακρύνονται τα βήματα σου μέσα μου

Λίγα βήματα πριν το φράχτη.Και όλοι οι νεκροί παρελαύνουν.Κάθε βλέμμα καίει την ανάσα μου,κάθε όνομα κυλάει μέσα στα κόκαλα μου.Τους θυμάμαι όλους,άνθρωποι που σκότωσα πιο αδιάφορα κι από έντομο.Νιώθω ένοχος γιατί δεν έχω τύψεις.Ο θάνατος είναι μέθη.Ενας θρόνος  που δε χορταίνει ποτέ,το να υποδύεσαι το θεό είναι μια πείνα που δεν σβήνει,δε γιατρεύεται.Όλα αυτά θύματα είναι η περιούσια μου,κανείς δεν μπορεί να την κλέψει.Θα είναι για πάντα δικοί μου.

Δεν είμαι δραπέτης ούτε ελεύθερος
Δεν είναι οι πόρτες που λυτρώνουν απ'τους τοίχους

Αγγίζω την πόρτα,χαϊδεύω το ξύλο.Δε θέλω συγχώρεση.Θα αντάλλασα όλες τις ζωές που πήρα για μερικά χρόνια και αρκετή λήθη για να τα ζήσω όπως τους αξίζει.Όλος ο φόβος,ο πόνος,η βία,η σκληρότητα,η απληστία,ενέχυρο,για μερικές αιωνιότητες ευτυχίας.Μια χούφτα καλοκαίρια,μέχρι οι ουλές να γίνουν ρυτίδες.

Η αυγή γκρεμίστηκε στα μάτια μας
σωριάζοντας ορίζοντες και πολεμίστρες
θάβοντας τον χρησμό μέσα σε παραμιλητά απολιθωμένα
αυτό ζητούσα;

Κάναμε έρωτα σαν να καταστρέφαμε τον κόσμο,σαν θεοί που δεν τους χωράει το σύμπαν.Κοιμήθηκα στα χέρια σου σαν να ήταν η πρώτη μου νύχτα στη γη.Η υπόσχεση της επόμενης μέρας μαζί σου είναι τα σύνορα του ονείρου και της ευτυχίας.Ποτέ δεν ήθελα κάτι περισσότερο,από το να με περιμένεις.Και η αναμονή ένα ξόρκι που εξημέρωνε τη τρέλα,ομόρφαινε ακόμα και το θάνατο.Δε μένει τίποτα άλλο,δεν θέλω τίποτα άλλο.

και δεν υπάρχει τίποτε να ελπίζω μες στην αχανή αυτή μέρα
όπου γερνάει πιο γρήγορα από μας το μέλλον

Το χαμόγελο σου καθώς σε φιλάω,θα μείνει για πάντα χαραγμένο στο δέρμα της νύχτας.
Δεν θα μπορούν ποτέ να σου το κλέψουν.Όλη η ομορφιά που έχω ζήσει είναι εδώ.Δεν κουνήθηκες καθόλου.Μέτρησα τις σφαίρες,δύο ήταν αρκετές.Για να ξυπνήσουμε κάπου αλλού.

Μ' αν χώρισαν το αίμα σου απ'τις φλέβες μου
κι αν χώρισαν τα δάχτυλα μου απ'το γλυκό ξημέρωμα του σώματος σου
τίποτα τώρα δεν κοπάζει τα χέρια μου
σ'ανασέρνουν
ανάμεσα από τις φυλλωσιές του παραμιλητού
βαριά σα νύχτα ανάλαφρη σαν άστρο
μακριά από ομίχλες γυρισμού μαζί να προχωρήσουμε
χωρίς αναπαμό μέσα στο πιο σκληρό σκοτάδι
ψάχνοντας για τις άλλες πύλες του Άδη




Σάββατο 6 Ιουλίου 2019

Noir ιστορίες (Πιο σύντομες κι από τσιγάρο) IX

 Ή στιγμιότυπα από τη ζωή ενός ντετέκτιβ (που θα προτιμούσε να μείνει ανώνυμος) 

               
                                                      I

Τι πραγματικά ψάχνουν οι άνθρωποι;Γιατί έρχονται σε μένα;Θέλουν να μάθουν την αλήθεια ή ψάχνουν κάτι άλλο;Ψάχνουν τη χαμένη τους ντοπαμίνη.Ψάχνουν τις χαμένες αντανακλάσεις τους,αυτές του πρόσφατου παρελθόντος.Ψάχνουν τον εαυτό τους,όταν ήταν ευτυχισμένος,όταν είχε άγνοια,όταν ήταν ακόμα ερωτευμένος.Δυστυχώς,δε μπορώ να τους δώσω τίποτα από όλα αυτά.Κάποιες φορές,ευχήθηκα να μπορούσα.Είμαι απλά ένας ιατροδικαστής.Μπορώ να τους πω την αιτία θανάτου της σχέσης τους.

                                                               II
"Θέλω τα λεφτά μου πίσω!""Γιατί;""Γιατί βρήκατε τον άντρα μου!""Αυτό δε θέλατε;""Όχι!""Τότε;""Απλά ήθελα να ξέρω που είναι,ώστε να μη πάω προς τα εκεί""Δε μου το είπατε από την αρχή""Εσείς φταίτε,σας είπα να τον βρείτε,όχι να τον φέρετε πίσω""Λυπάμαι,όμως επιστροφές δε γίνονται""Και τι θα κάνω;""Πηγαίνετε σπίτι και συνεχίστε τη γκρίνια,σε αυτή την ένταση και τόνο.Μετά από λίγο θα φύγει πάλι.Ή ακόμα καλύτερα,εξαφανιστείτε εσείς.Πιστέψτε με,δεν πρόκειται να σας ψάξει".

                                         III
Είναι πολύ διασκεδαστικό,να παρατηρείς τους ανθρώπους γύρω σου στο μπαρ.Περιμένοντας το φίλο μου να έρθει,χαζεύω τη πανίδα στα τραπέζια και τα σκαμπό.Τα κινητά βγάζουν τους ανθρώπους έξω για λίγο,να ξεσκάσουν και τους πηγαίνουν ξανά σπίτι.Βγάζουν τις μοναξιές τους βόλτα σαν κατοικίδια,μυρίζει το ένα το άλλο,κοιτάζονται και επιστρέφουν στην ασφάλεια των ανασφαλειών τους.Γιατί αυτές είναι η μόνη τους περιουσία πλέον.Έχουμε αποβλακωθεί από το ίντερνετ;Δε με καλύπτει αυτό το συμπέρασμα,είναι μια γενικότητα που θα κατέληγε ο οποιοσδήποτε άνω των 70,σηκώνοντας το βλέμμα από την εφημερίδα.Οι εφημερίδες είναι το ίντερνετ των γέρων.
Η παρέα απέναντι μου άντεξε την επαφή με τον πραγματικό κόσμο για δέκα λεπτά.Κοιτάζουν τις οθόνες τους και χασκογελάνε.Που και που δείχνει κάτι ο ένας στον άλλο.Το ίντερνετ είναι η καλύτερη προστασία,μια σχεδόν διάφανη πανοπλία.Διαλέγεις  με ποιον θα μιλήσεις,για πόσο και μετά τον ξαναβάζεις στη θέση του.Δεν έχει σημασία αν είναι ο έρωτας της ζωής σου,ο αδερφός,ο λογιστής ή κάποια που γνώρισες πρόπερσι στο σούπερ μάρκετ.Όλοι στην ίδια απόσταση.
Ίδια pixels,ίδια χωρητικότητα.Ισότητα στην απόσταση.Δυστυχώς από κοντά,αυτό δε γίνεται.Δε μπορείς να  μπλοκάρεις τον άλλο,να τον σβήσεις,ούτε απλά να αποσυνδεθείς.Βλέποντας το πως μιλάνε,τις εκφράσεις και τις κινήσεις τους,καταλαβαίνω τι δεν θέλουν να πουν,τι προσπαθούν να κρύψουν .Το ζευγάρι στα δεξιά μου υποδύεται τους ερωτευμένους,χαμογελάνε τόσο πολύ,που πρέπει να πονάνε τα χείλη τους.Μοιάζουν με ηθοποιούς που έχουν βαρεθεί να παίζουν τους ίδιους ρόλους.Όταν φιλιούνται,και οι δύο κοιτάζουν κάποιον άλλο.Δεν υπάρχει κάτι πιο ενοχλητικό.
Η γυναικοπαρέα στη γωνία είναι διαφορετική κατάσταση.Οι δύο ξανθιές κοιτάζουν αριστερά δεξιά,ψαρεύουν likes στα βλέμματα των αντρών.Βγάζουν φωτογραφίες και μιλάνε μεταξύ τους ανά δέκα λεπτά.Η μελαχρινή φίλη τους,με λίγα κιλά παραπάνω,ακόμη λιγότερη αυτοπεποίθηση είναι απλά χαρούμενη που είναι εδώ.Αν υπήρχε κάποιος να μιλήσει μαζί του,θα ήταν ευτυχισμένη.
Οι τύποι στην άκρη της μπάρας γελάνε όλη την ώρα,μάλλον για να γεμίσουν τη σιωπή όλης της μέρας;Της εβδομάδας;Κανένας δε τους στέλνει,κι αν τους στείλει ή πάρει,δεν είναι ποτέ αυτή που περιμένουν.Γυρίζουν σπίτι,μισομεθυσμένοι και κάθε φορά νιώθουν πως μπήκαν σε λάθος σπίτι.Δεν μένουν εδώ,που δεν τους περιμένει κανένας και τίποτα.Που απλά συγκατοικούν με κάποιον,για να μοιράζονται τα έξοδα, τις δουλειές  και για να μην είναι τόσο βαρετός ο αυνανισμός.
Τέλος,υπάρχει και ο μαλάκας που πίνει στη μπάρα και κοιτάζει τον εαυτό του στο καθρέφτη.Που λόγω της δουλειάς του,νομίζει πως έχει γίνει ειδικός στη μοναξιά,στις σχέσεις και στους ανθρώπους.Τόσο εξειδικευμένος,που ακόμα δεν έχει καταφέρει να θεραπεύσει τη δική του μοναξιά.Τι θα κάνεις;Θα συνεχίσεις να πίνεις,μέχρι να ζαλιστεί ο κόσμος,και για μια φορά,να πέσει αυτός κάτω;Έχει σημασία πια;
"Πάλι υπεραναλύεις τα πάντα;""Πως το κατάλαβες;""Έχεις αυτό το βλέμμα,λες και παίζεις σκάκι με το θεό,και είσαι λίγα δευτερόλεπτα πριν σκεφτείς τη κίνηση που θα τελειώσει τη παρτίδα""Δεν πρόκειται να τον κερδίσω ποτέ""Φυσικά,αφού δε ξέρεις σκάκι!""Δεν είναι αυτό""Δεν χρειάζεται να τον κερδίσεις,απλά να κρατήσεις την παρτίδα όσο περισσότερο γίνεται.Και να τον δυσκολέψεις""Να σου πω,θα πιούμε τίποτα ή να συνεχίσω την υπερανάλυση,καλύτερα πέρναγα""
"Ήπιες πολύ,πρέπει να πιείς κι άλλο ή απλά χωρίσατε;Πάλι;""Όλα αυτά μαζί""Καταλάβα".Πίνουμε το επόμενο αμίλητοι.Παραγγέλνουμε.Μετά από καιρό δύο σφηνάκια.Μου προσφέρει τσιγάρο.Αφήνει τον καπνό  να κυλήσει αργά από τη μύτη ενώ το βλέμμα του πνίγεται στις θαμπές αντανακλάσεις."Δεν έχει συμβουλές και νουθεσίες απόψε;""Τις έχεις ξεπεράσει εδώ και 500 χιλιόμετρα""Οπότε;Τι έχει μείνει;""Να αποφασίσεις ποιο θα είναι το επόμενο λάθος σου.Ποιο θα κάνεις σωστά".Δεν είπαμε τίποτα άλλο εκείνη τη νύχτα.
Ήπιαμε λίγο ακόμα,παρατηρώντας πως το ίντερνετ αποβλακώνει όλους τους άλλους,εκτός από μας.

                                         IV
Μακάρι να υπήρχε ένα θερμόμετρο που να μετρούσε το πάθος.Να ξέρεις πότε να ρίξεις τη θερμοκρασία και πότε να την ανεβάσεις.Και να ήταν το μόνο που θα έσπαγε,όταν  το πάθος γίνεται ανεξέλεγκτο.Ή όταν η πλήξη πιάνει πολικές θερμοκρασίες.Και πατάς γκάζι γκάζι στις στροφές για να νιώσεις κάτι.



                                         V
Τις χειρότερες υποθέσεις δε θέλω να τις θυμάμαι.Τις καλύτερες δε τις θυμάμαι,γιατί ήταν εύκολες,ανώδυνες και πληρώθηκαν στην ώρα τους.Την πιο περίεργη δε θα τη ξεχάσω ποτέ.Μου τηλεφώνησαν,κάποιος με σύστησε.Ήταν κοντά στα 50.Όμορφη για την ηλικία της.Ανάπηρη από τη μέση και κάτω.Εξαφανίστηκε ο σύζυγος της.Καθηγητής πιάνου,55.Γνωρίστηκαν πριν από έναν χρόνο.
Εκείνος έκανε μαθήματα στην ανιψιά της.Παντρεύτηκαν μετά από 9 μήνες.Δεν πίνει,δεν καπνίζει,ούτε έβγαινε έξω.Ήταν στοργικός μαζί της,δεν είχαν τσακωθεί ποτέ.Έχουν κοινό λογαριασμό στην τράπεζα.Πριν από πέντε μέρες,ο σύζυγος σήκωσε  ένα μεγάλο ποσό.Από τότε έχει να τον δει.Το πρόσωπο της ραγίζει,προσπαθώντας να πνίξει τους λυγμούς.
Θα ήταν υπόθεση ρουτίνας,αν ο τύπος είχε σηκώσει ολόκληρο το ποσό.Τα χρήματα άνηκαν στη γυναίκα του.Η ανάληψη που έκανε ήταν μεγάλη,αλλά όχι αρκετά,ώστε να δικαιολογεί την εξαφάνιση.Δεν της τα πήρε όλα,ούτε έλειπε κάτι άλλο από το σπίτι.Άρχισα να σκαλίζω από'δω κι από 'κει.Το ένστικτο μου μουρμούριζε να ψάξω για ίχνη στην επαρχία.
Το πράγμα γινόταν όλο και πιο ενδιαφέρον.Ο καθηγητής πιάνου είχε παντρευτεί άλλες τρεις φορές.Και τις τρεις,νυμφεύθηκε κάποια μεγαλοκοπέλα,με αναπηρία.Έμενε μαζί τους περίπου ένα χρόνο,και μετά εξαφανίστηκε,παίρνοντας μαζί του ένα σεβαστό ποσό.Κοίταζα τη φωτογραφία του,έμοιαζε να το έχει σκάσει από άλλη εποχή.Αρχές 30,ίσως και πιο πίσω.Δεν δυσκολεύτηκα να τον βρω.
Με έτρωγε η περιέργεια,οπότε δεν άντεξα.Ήταν αντιδεοντολογικό,όμως τον συνάντησα.Του είπα ποιος ήμουν και τι ήθελα.Δεν προσπάθησε να το σκάσει,ούτε αρνήθηκε τίποτα.Του είπα πως ξέρω για τους προηγούμενους γάμους του.Δε σήκωσε ούτε το φρύδι.Τον ρώτησα γιατί τα έκανε όλα αυτά.Σηκώθηκε,έβαλε ποτό.Ήμουν σε επιφυλακή,είχε κάτι το πολύ παράξενο,σχεδόν απόκοσμο.
Μου πρόσφερε το ποτήρι και έκατσε απέναντι μου."Από μικρός ονειρευόμουν να γίνω πιανίστας.Τα κατάφερα.Είμαι καλός,αλλά όχι τόσο ώστε να κάνω καριέρα.Και όσοι δεν μπορούν,διδάσκουν.Γνώρισα πολλές γυναίκες,κυρίως μητέρες και θείες των μαθητών μου.Έτσι γνώρισα την πρώτη μου γυναίκα.Μια μέρα έλειπε ο γιος της.Είχε ξεχάσει πως είχαμε μάθημα.Με παρακάλεσε να μείνω.Έπαιξα δύο τρία κομμάτια στο πιάνο.Γύρισα και την κοίταξα.Ήταν έτοιμη να κλάψει,εκείνη την στιγμή ήταν η πιο ευτυχισμένη γυναίκα στη γη".
Τον ακούω όλο και πιο περίεργος.Ρίχνοντας κλεφτές ματιές γύρω μου."Ήταν πολύ όμορφη.Αν δεν είχε το πρόβλημα στα πόδια της,θα μπορούσε να έχει όποιον ήθελε.Εκείνη την στιγμή κατάλαβα,πως ο σκοπός μου ήταν πιο σημαντικός από το να γίνω βιρτουόζος.Όλα τα ρεσιτάλ του κόσμου,ξεθώριαζαν μπροστά στη χαρά εκείνης της γυναίκας.Κι όλα αυτά,επειδή της έκανα παρέα  και έπαιξα πιάνο για εκείνη""Την ερωτεύτηκες;"
"Την αγάπησα.Όλες τις αγάπησα,δεν ερωτεύτηκα καμία""Πως γίνεται αυτό;""Αν περάσεις τα 45 γίνεται.Ο έρωτας είναι ανθυγιεινός από ένα σημείο και μετά".Τελείωσα το ποτό και το άφησα δίπλα μου.
"Και μετά;Γιατί την άφησες;Γιατί τις αφήνεις όλες και παίρνεις ένα ποσό;Γιατί δε τα παίρνεις όλα;""Δεν έχω σκοπό να τις κλέψω,ούτε να τους κάνω κακό.Το ξέρω πως δυσκολεύεσαι να με πιστέψεις,όμως στ'αλήθεια τις αγάπησα όλες".Άδειασε το ποτήρι με μικρές γουλιές  και το άφησε αθόρυβα στο τραπέζι."Φεύγω ενώ έχω ζήσει μαζί τους,το ζενίθ της ευτυχίας τους.Δεν πρόκειται να γίνει καλύτερο μετά από αυτό.
Βρέθηκε κάποιος να τις αγαπήσει,να μείνει μαζί τους,να τις παντρευτεί,έστω και στη μέση ηλικία.
Φεύγοντας,τους αφήνω το τελευταίο δώρο που μπορώ να προσφέρω.Την ελπίδα ότι μπορεί να ξαναγυρίσω κάποια στιγμή.Αφού δεν σήκωσα όλα τα χρήματα,σημαίνει  πως δεν τις παντρεύτηκα για τα λεφτά τους.Ίσως να έμπλεξα κάπου και δεν ήθελα να τις πληγώσω,δεν ήθελα να μάθουν την αλήθεια.Γι'αυτό έφυγα έτσι.Είναι καλύτερα να σκέφτονται κάτι τέτοιο".
Τον κοιτάζω επιφυλακτικός."Παίρνω τα χρήματα ώστε να περάσω κάποιο χρονικό διάστημα χωρίς να εργάζομαι.Μετά ψάχνω πάλι,μέσω αγγελιών και ωδείων"Δε φοβάσαι;Μήπως πάνε στην αστυνομία;""Καμία δεν πήγε,δεν αντέχουν τη ντροπή""Κι αν κάποια πάει;Και σε πιάσουν;""Δε θα το ήθελα.Αλλά είναι να συμβεί θα συμβεί".
"Είσαι νεότερος από μένα και πιο σωματώδης.Δεν πρόκειται να το σκάσω ή ν'αντισταθώ.Καταλαβαίνω πως κάνεις τη δουλειά σου.Αν αποφασίσεις να με πάρεις μαζί σου,θα έρθω.Απλά σκέψου,γιατί να δηλητηριάσεις τα συναισθήματα αυτών των γυναικών;Γιατί να τους τσαλακώσεις το όνειρο;Αξίζει;".
Σηκώθηκε και πήρε το ποτήρι του."Μέχρι το τέλος της εβδομάδας,θα είμαι εδώ.Μέχρι τότε,εσύ αποφασίζεις".Έφυγα με άσχημη διάθεση.Η περιέργεια μου ικανοποιήθηκε,όλα τα υπόλοιπα πήγαν στο γκρεμό.Μπορεί να μου πούλησε το καλύτερο παραμύθι του κόσμου.Να έχει σκοτώσει καμιά δεκάρια,να έχει κάνει τα κόκαλα τους μαχαιροπίρουνα και απλά να μου έλεγε μαλακίες.
Μπορεί αυτή τη στιγμή να ταξιδεύει για Περού,αφού τη γλύτωσε.Δυστυχώς τα πράγματα είναι χειρότερα.Λέει αλήθεια.Όλα τα κομμάτια ταιριάζουν.Τα ποσά,οι γυναίκες,τα χρονικά διαστήματα.Μίλησα με  δύο από τις πρώην γυναίκες του.Μιλούσαν για εκείνον με τρυφερότητα και ακόμα πιστεύουν πως θα γυρίσει.Πήγα και τον βρήκα.Έβαλα ποτό και έκατσα απέναντι του.
"Έχεις σκεφτεί γιατί το κάνεις;".Χαμογέλασε μελαγχολικά."Η αυτοψυχανάλυση δε με βοηθάει.Ίσως γιατί στα μάτια τους,την ώρα που παίζω πιάνο,να βλέπω το όνειρο μου.Πως είμαι ο καλύτερος πιανίστας στον κόσμο,δίνω το απόλυτο ρεσιτάλ όλων των εποχών.Απλά το κοινό μου είναι ένας άνθρωπος.Τα κατάφερα,έγινα ο καλύτερος,έστω για ένα άτομο,για λίγα λεπτά""Ίσως εκείνες να σου δίνουν το ζενίθ της ευτυχίας,και φεύγεις πριν  το βαρεθείς""Μπορεί να έχεις δίκιο.Δεν αξίζει όμως;""Δε ξέρω.Μερικές φορές,το τίμημα της ευτυχίας είναι δυσβάσταχτο""Είναι.Όμως μην πιστέψεις όποιον σου πει,πως υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα από την ευτυχία.Λένε ψέματα".
Τον άφησα να φύγει.Δε μπορώ ν'αποφασίσω αν έκανα καλά ή όχι.Μετά από τέσσερις μήνες,έλαβα μια καρτ ποστάλ.Το μόνο που έγραφε πάνω ήταν "Σ'ευχαριστώ".Αντί για υπογραφή είχε ένα κλειδί του σολ.Χαμογέλασα και την έβαλα στο συρτάρι. 

                                                  VI
Πλέον,δε ξέρω αν ψάχνω στη μέθη στη λήθη ή το αντίθετο.

                                      VII
Βρίσκομαι στο τόπο του μοναδικού ανεξιχνίαστου εγκλήματος,της ζωής μου.Θύτης ή θύμα;Θύτης και θύμα;Δε μπορώ ν'αποφασίσω.Δεν υπάρχει περίγραμμα από κιμωλία.Το σπίτι είναι τόσο διαφορετικό χωρίς εσένα.Κοιτάζω το γράμμα που έγραφα.Δε μπορώ να το τελειώσω.Τσαλακωμένα χαρτιά στο πάτωμα,σκισμένα τετράδια,γεμάτα τασάκια και ένα ποτό που έμεινε στη μέση.
Τόσο κρατάει η ευτυχία;Τρεις μέρες;Και μετά;Νιώθω μουδιασμένος,με έχει καταπιεί το κενό.Σκέφτομαι συνέχεια τη ζωή που δεν θα ζήσουμε μαζί και δεν βρίσκω κουράγιο να συνεχίσω.Αυτή την εκδοχή του μέλλοντος,που την έχω ονειρευτεί τόσο πολύ,ώστε να τη βλέπω συνέχεια,σαν trailer σειράς.
Δύο μέρες δεν βγήκαμε από το σπίτι.Την τρίτη πήγαμε βόλτα.Ήσουν πολύ όμορφη με αυτό το φόρεμα.Ντρεπόσουν,γιατί λίγο πριν έρθεις,έσπασαν τα γυαλιά σου.Τα έφτιαξες πρόχειρα με σελοτέιπ.Σε έκαναν ακόμα πιο σέξυ.Όσο πιο αμήχανη γίνεσαι,τόσο πιο γλυκό είναι το χαμόγελο σου.Συζητήσαμε για τα πάντα και για τίποτα,ως συνήθως.Μου είπες ότι έχεις κουραστεί,πως θα τα παρατήσεις όλα και θα έρθεις σπίτι να γίνεις γυναίκα μου.
Μπορεί να ακούστηκε λίγο μελό,όμως με συγκίνησε όσο τίποτα,χαμογελούσα σαν μεθυσμένος.Κι από τη στιγμή που το είπες,δεν έχω θελήσει κάτι περισσότερο στη ζωή μου.Να ξέρω πως με περιμένεις στο σπίτι.Να μπαίνω μέσα,να κάθομαι και να έρχεσαι κοντά μου.Να περνάς τα χέρια σου στα μαλλιά μου,και μ'εκείνο το βλέμμα,να ξεπλένεις όλες τις στάχτες της ρουτίνας.
Κάθομαι στο κρεβάτι.Θυμάμαι,τις πρώτες αχτίδες της μέρας να κυλάνε στο πάτωμα,ενώ κάναμε έρωτα.Είχα ζαλιστεί,τις παρατηρούσα εκστασιασμένος,να σταματάνε στο τοίχο.Να ζωγραφίζουν την επιφάνεια.Ήταν τόσο τέλεια η στιγμή..Το δωμάτιο έμοιαζε τόσο όμορφο,επειδή με βρήκε το ξημέρωμα μαζί σου.Το φως του ήλιου χάραζε τα σύνορα ανάμεσα στον υπόλοιπο κόσμο και το κομμάτι παραδείσου που είχαμε φτιάξει.
Μαζί σου..Τα δύσκολα είναι εύκολα και τα εύκολα δύσκολα.Δε μπορείς να είσαι Πεντάμορφη χωρίς να είσαι και Τέρας;Σκεπάζομαι με το σεντόνι,εύχομαι να γινόταν κύμα.Θυμάμαι τη νύχτα στη μπανιέρα.Το γέλιο σου την έκανε καλύτερη κι από παραλία στη Καραϊβική.
Δε ξέρω τι άλλο να κάνω.Αυτή η ζωή που δε θα ζήσουμε,ξέρω πως θα αφήσει ένα κομμάτι του εαυτού μας μισό,πιθανόν το καλύτερο.Ξέρω πως μαζί θα μπορούσαμε να ξεπεράσουμε τα όρια,τους φόβους και τα όνειρα μας.Ίσως η ευτυχία να προκαλεί περισσότερο φόβο από τη μοναξιά ή τη δυστυχία.
Είμαι σίγουρος,πως μετά από χρόνια,μαζί,κάποια ανύποπτη στιγμή χαράς ενώ θα κοιταζόμασταν στον καθρέφτη,θα ανακαλύπταμε την καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας.Θα χαμογελούσαμε και θα συνεχίζαμε.Κλείνω τις γρίλιες και ανάβω τσιγάρο.Κουράστηκα.Δεν έχω άλλες ανατροπές.Μόνο εσένα θέλω συνένοχη στην ευτυχία.Αν δε θέλεις αυτό το φιλμ να τελειώσει έτσι,να καεί,είναι σειρά σου ν'ανατρέψεις τα πάντα.Με μια σκηνή μετά τους τίτλους τέλους.