Τρίτη 11 Ιουνίου 2024

Στην άκρη της άκρης του κόσμου XVI-XIX

 

ΕΞΩΤ. ΤΑΡΑΤΣΑ – ΜΕΡΑ, FLASHBACK

Έχουμε αράξει με το δαίμονα σε μια ταράτσα και πίνουμε. Το Παρίσι ήταν όμορφο το 1968. Ο δαίμονας είναι σκεπτικός. Δεν έχω διάθεση για ψυχολογικό μασάζ, αλλά τι να κάνουμε;

«Τι συμβαίνει;»

«Αναρωτιέμαι, αν θα τα καταφέρουμε. Αν αξίζει τόση ταλαιπωρία. Μήπως είναι καλύτερα να ζεις στο παρελθόν; Πόσο χειρότερα να είναι από  το παρόν»

«Σε αυτό δεν έχεις και πολύ άδικο. Στο παρόν είχαμε ευροεκλογές. Η αποχή κέρδισε, η ακροδεξιά ανεβαίνει, η Ευρωπαϊκη Ένωση διαλύεται σιγά σιγά. Η δύση έχει χρεοκοπήσει πολιτικά, ηθικά, πολιτισμικά και σε λίγο και οικονομικά. Ο κόσμος  έχει χωθεί βαθιά στο κουκούλι του ατομικισμού και δεν πρόκειται να βγει, γιατί ξέρει πως δε θα γίνει ποτε πεταλούδα, οπότε πήγε στην παραλία και μπουκώνεται με τα placebo του καταναλωτισμού και των social media. Αντί να τα κάνει όλα λίμπα, που εργασιακά τον έχουν επιστρέψει στο δέκατο ένατο αιώνα και σε λίγο ο Ντίκενς θα μοιάζει με Άρλεκιν, πιπιλάει τις αυταπάτες και το ναρκισσισμό του. Υπάρχουν πολύ χειρότερα πράγματα από τα βρίσκεσαι στο Παρίσι του 1968. Σκέψου πως κάποιοι πλήρωσαν 150 ευρώ για να πάνε στους Coldplay, των οποίων τα τραγούδια είναι το μουσικό αντίστοιχο των screensavers. Οπότε ναι, κατά μια έννοια, καλά είμαστε εδώ».

Το λογύδριο μου δεν έπεισε το δαίμονα. Άδειασε το μουκάλι με το κρασί και έγειρε πίσω. Ο ήλιος έλιωνε στο κάδρο τ’ουρανού. Μια γλυκιά ψύχρα απλώθηκε. Νυστάζω, όμως πρέπει να συνεχίσω τη συνεδρία.

«Σκέφτεσαι την οικογένεια σου;»

«Ναι»

«Σου λείπουν;»

«Όχι ακριβώς»

«Να σου πω, έχουμε κάνει δικτυωτό καλτσόν  το χωροχρόνο και δεν είσαι σίγουρος για το τι θέλεις; Δεν είναι ώρα για διλήμματα, μη που πεις αύριο πως θέλεις να βρεις τον πρώτο σου έρωτα από το λύκειο»

«Που τέτοια τύχη, η Αλίκη δε θα με θυμάται καν…»

Ο δαίμονας πήρε ένα από τα τσιγάρα μου. Έκανε το μισό χωρίς να μιλάει. Άρχισα να βαριέμαι και να νιώθω μαλάκας, λες και ακούω τις υπαρξιακές κρίσεις  κάποιας πρώην, που βούλιαζε σε αβυθομέτρητα κατάθλιψης αν ο καφές της δεν είχε τρία παγάκια. Παίρνω το τσιγάρο από το δαίμονα και ανοίγω το δεύτερο μπουκάλι κρασί. Ζωντανοί δεν ξέρω αν θα γυρίσουμε, αλκοολικοί σίγουρα.

«Άσε τους μελό προλόγους και λέγε»

«Μη με παρεξηγείς, θέλω να γυρίσω στη γυναίκα και στην κόρη μου. Τους χρωστάω μια εξήγηση. Την αγαπάω την Έφη, όμως δεν την ερωτεύτηκα ποτέ. Αφέθηκα στις κοινωνικές συμβάσεις, νόμιζα πως αν έκανα ό,τι και οι άλλοι, θα ήμουν λιγότερο δυστυχισμένος, πως θα σιωπούσε μέσα μου η πείνα και η δίψα για κάτι άγνωστο. Δε συνέβη ποτέ αυτό, ακόμα και με τη γέννηση της κόρης μου. Χάρηκα, αλλά και πάλι, ξυπνούσα κάθε πρωί και η αόρατη θηλιά δεν είχε χαλαρώσει. Ήταν θλιβερά δειλό να τις εγκαταλείψω, πιθανόν να  μη με συγχωρήσουν ποτέ. Τους το χρωστάω. Να γυρίσω πίσω, να ξεκαθαρίσω τα πράγματα και να γίνω όσο καλύτερος πατέρας μπορώ. Το χρωστάω στην Έφη, δε γίνεται να είναι φυλακισμένη στη δική μου ανασφάλεια. Πρέπει να την αφήσω ελεύθερη. Πάντα θα την αγαπάω, όμως δεν είναι αυτό που θέλω. Βγαίνει νόημα από όλα αυτά;».

Θα μας ρίξει στα βαριά ο μαλάκας…

«Δυστυχώς καταλαβαίνω απόλυτα. Όταν φτάνεις στα σαράντα, συνειδοτοποιείς πως δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Και ίσως, να είναι καλύτερα να έχεις αυτό που χρειάζεσαι παρά αυτό που θέλεις. Μπορώ να σου πω υπεύθυνα, ότι αυτό είναι από τις μεγαλύτερες μαλακίες ever. Δε μπορείς να καλύψεις το κενό με το κενό, όσο όμορφο, γυαλιστερό και αστραφτερό κι αν είναι. Από τη μια, είσαι τυχερός. Δε βρήκες ποτέ αυτό που θέλεις»

«Εσύ το βρήκες;»

«Δυστυχώς. Και είναι πολύ πικρή ήττα, να θέλεις κάτι τόσο πολύ και να μην το έχεις»

«Είναι χειρότερο από το να μην το βρεις ποτέ;»

«Νομίζω πως ναι».

Ο δαίμονας αναστέναξε και ακούμπησε το κεφάλι του στον ώμο μου.

«Ό,τι κι αν γίνει, σ’ευχαριστώ που ήρθες μαζί μου. Είναι καθαρή αυτοκτονία, κανείς δε θα το έκανε για μένα»

«Δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω»

«Θα τα καταφέρουμε λες;»

«Πιθανόν, αυτός που γράφει αυτή την ιστορία είναι εθισμένος στo happy end»

«Θα με συγχωρήσει η Έφη;»

«Θα δούμε»

«Αν αγαπάς κάτι, άστο ελεύθερο, αν είναι δικό σου θα γυρίσει. Χαλίλ Γκιμπράν»

«Και αν δε γυρίσει, κυνήγησε το και σκότωσε το. Κάποιος serial killer»

«Μήπως να πάμε για ύπνο;»

«Έπρεπε εδώ και δύο ώρες».


                                                                 


Τρεις χάρτες καίγονται αργά, οι φλόγες σβήνουν πρώτα τα ονόματα, και μετά καταπίνουν τις γραμμές. Αυτών που υπήρξαν, που θα μπορούσαν να υπάρχουν, εκείνων που δεν υπήρξαν ποτέ. Αισθάνεσαι σαν μπουκάλι πεταμένο στη θάλασσα, μ’ένα μήνυμα που δε θα διαβαστεί ποτέ. Διεσχίζεις τις σελίδες του εγώ, μια έρημο από λευκή σιωπή. Πάντα σε γοήτευε η έρημος, είχε κάτι μαγικό. Είσαι παντού και πουθενά, άπειροι δρόμοι και κανένας. Μα το νόημα της ερήμου είναι η όαση. Κι εσύ την έψαχνες πάντα στα λάθος μέρη. Ενάντια στα κύματα του χρόνου και της λήθης.

Καλώς ήρθες στην τελευταία ζωή της μέρας σου. Υποδύθηκες όλες τις ζώες σαν ηθοποιός που παίζει όλους τους ρόλους. Όσο κι αν σκάβεις το παλίμψηστο της πραγματικότητας, είσαι πάντα στο ίδιο σημείο. Η καλόβολη πλήξη δεν είναι ποτέ αρκετή. Ασφυκτική ανεπάρκεια, οι ανάσες των δευτερολέπτων όλο και πιο λίγες. Αυτή η πόλη είναι σκηνικά που έστησαν φαντάσματα. Φόβοι, όνειρα, σκέψεις, λάθη, ένα στοιχειωμένο ενυδρείο, που όλα είναι ζωντανά και νεκρά ταυτόχρονα. Όσο προσπαθείς να θυμηθείς ξεχνάς, κι όσο προσπαθείς να ξεχάσεις, θυμάσαι. Παλεύεις να κάνεις και τα δύο, να βρεις ένα όνομα γι’αυτήν που χάθηκε, ένα ξόρκι, βάζεις φωτιά, προσπαθείς ν΄ανοίξεις δρόμο μέσα σε αυτό το γρανιτένιο σκοτάδι, τη σπηλαιώδη μοναξιά. Το αίμα των τραγουδιών, των ποιημάτων, δεν έφτασε να γιατρέψει το αδηφάγο τίποτα. Κι αυτή ανάμνηση, που είστε αγκαλιά, τα χέρια σου στα μαλλιά της, σώματα ανάμεσα στα κύματα και τα κοχύλια, θα μείνει για πάντα μια φωτογραφία, ένα πλάνο που δε χώρεσε σε καμία ταινία, ένα glitch αιωνιότητας, μια παραφωνία της μοίρας.

Η φυλακή της μνήμης είναι ατέλειωτη, σκαρφαλώνεις τείχη που υψώνονται στο άπειρο. Δεν το έμαθες ακόμα; Η πόλη είναι ένα σαφάρι, τα θηράματα το μαθαίνουν πάντα όταν είναι αργά. Εδώ τα πάντα είναι φτιαγμένα από δηλητήριο. Στείρες φαντασιώσεις, άφησες για πάντα το μέλλον πίσω σου. Σ’αυτό το μέρος, η ευτυχία είναι το προπατορικό αμάρτημα. Τρέχεις ανάμεσα στις παραμορφωμένες αντανακλάσεις, σε ατέλειωτους διαδρόμους από οθόνες. Σε όλες, το ίδιο πλάνο, μια γυναίκα πέφτει από ψηλά. Δε θυμάσαι πόσες έσπασες, για να την προλάβεις πριν την φιλήσει η άσφαλτος. Για να μην δεις την ίδια κατάληξη, ξανά και ξανά. Τόσες φορές, που μόνο η επανάληψη του πόνου σε κάνει να νιώθεις ζωντανός.

Σε μια κόκκινη πόλη, που μικραίνει, τσαλακώνεται σαν χαρτί, ένας άντρας τρέχει, περνάει από τη μια διάσταση στην άλλη, τρυπάει τα σύμπαντα για ν’αποτρέψει το αμετάκλητο. Μια γυναίκα πέφτει, δηλητηριασμένη από το ίδιο της το μυαλό και το σώμα, μολυσμένη από τις φωνές των δαιμόνων της. Κάπου αλλού, στις ρυτίδες του κόσμου, δύο ηλίθιοι παλεύουν με το θάνατο. Ηρωικά ρομαντικοί μέχρι το τέλος του χαρτογραφημένου χρόνου.



Τέσσερις αιωνιότητες παρά τέταρτο, έχουμε φάει περισσότερο ξύλο από τις 6 ταινίες Rocky, συν τα 3 Creed. Ο δαίμονας έχει ματώσει από κάθε πόρο, αλλά συνεχίζει. Ο θάνατος δεν έχει καν ιδρώσει. Κάθε του χτήπημα μολύνει με έρεβος τις ψυχές μας.  Αλλιώνονται οι αναμνήσεις μας. Κάθε άνθρωπος που αγάπησες, κάθε θραύσμα ευτυχίας πεθαίνει. Κάθε μνήμη είναι ποτισμένη με φρίκη. Ο θάνατος δε σε νικάει απλά, ισοπεδώνει κάθε δευτερόλεπτο της ύπαρξης σου. Σε κάθε γροθιά, βιώνεις τον πόνο από χιλιάδες ζωές που δε θα ζήσεις, η μια χειρότερη από την άλλη. Το παρελθόν σου όλο και πιο αβάσταχτο. Δε σε αγάπησε ποτέ κανένας, όλοι σε απεχθάνονται, ακόμα και κι αν πέρασες μερικά λεπτά μαζί τους. Εκατομμύρια ψίθυροι από βιτριόλι, καταπίνουν κάθε χιλιοστό της ύπαρξης σου, της φαντασίας και της μνήμης σου.

Η μάχη είναι μάταιη. Όση φαντασία κι αν βάλω, τα χτυπήματα του θανάτου κομματιάζουν τα όπλα μας σαν παιδικά παιχνίδια. Προσπαθώ να σηκώσω το δαίμονα. Φτύνει αίμα.

«Φύγε να σωθείς»

«Δε γίνεται»

«Τι θα κάνουμε;»

«Δεν ξέρω».

Ο θάνατος χαμογελάει. Το σκοτάδι αγκαλιάζει τα πάντα. Μόνο τα μάτια του φαίνονται, κρατήρες ηφαιστείου. Μας πιάνει από το λαιμό, μας σηκώνει σαν κουτάβια στον αέρα. Νιώθω ένα ανείπωτο ψύχος να κυλάει μέσα μου. Λίγο πριν πεθάνω, δε θυμάμαι τίποτα. Μας παίρνει κάθε ανάμνηση. Η απόλυτη ήττα.

«Σσσσσς, σε λίγο όλα τελείωνουν. Αφεθείτε στο τέλος».

Τι συμβαίνει, ο μάγος κάνει photobombing στις αναμνήσεις μου λίγο πριν ξεθωριάσουν.

«Τι κάνεις ρε μαλάκα στις καλοκαιρινές διακοπές μου, το 2005;»

«Δεν έχουμε πολύ χρόνο, πρέπει να θυμηθείς και να καταλάβεις»

«Δεν είναι λίγο αργά για tutorial

«Άσε τις σάχλες. Σου είπα, να θυμάσαι το μοναδικό νόμο που ισχύει»

«Εγώ τον θυμάμαι, ο θάνατος τον έχει ξεχάσει»

«Θυμήσου εκείνο το βράδυ, που ο Μάκης σου εξηγούσε το χρόνο σύμφωνα με την κβαντομηχανική. Πως ο χρόνος δεν είναι γραμμικός»

«Μπρο, μήπως να το κάνεις ταχύρυθμο το εντατικό, γιατί πεθαίνω;»

«Συγκεντρώσου, η μνήμη σου έχει σχεδόν χαθεί. Θυμήσου, οι δείκτες του ρολογιού κινούνται ταυτόχρονα μπροστά και πίσω. Δεν μπορείς να πας πίσω»

«Δε με βοηθάς!»

«Τίποτα δε συμβαίνει τυχαία. Ο πόνος ήταν τόσο δυνατός, που για ν’αντέξεις, έσπασες στα δύο. Τα όνειρα που βλέπεις, σαν κακή ταινία noir, είναι το μυαλό σου. Παγιδευμένο σε μια λούπα. Χωρίστηκες στα δύο, για να επιβιώσεις. Έχασες το μυαλό σου για να ζήσεις. Τώρα πρέπει να το βρεις, αν θέλεις να συνεχίσεις!»

Δε νιώθω τίποτα. Πνίγομαι. Με καταπίνει ένα πολικό κενό.

«Θυμήσου!».

Μια λάμψη φτερουγίζει μακριά. Ακούω γυαλιά να σπάνε, μπαίνουν στο δέρμα μου. Στο παρά ένα, αρπάζω μια γυναίκα, λίγο πριν πηδήξει από την ταράτσα. Ανοίγω τα μάτια, ανασαίνω λες και βγαίνω στην επιφάνεια του νερού, λίγο πριν πνιγώ. Επιστρατεύω όση δύναμη, φαντασία και αντοχή έχω, χτυπάω το θάνατο. Αυτός πέφτει πίσω, αρπάζω το δαίμονα και τον τραβάω μακριά.

Ο θάνατος σηκώνεται. Χαμογελάει και τινάζει από πάνω του τη σκόνη.

«Δε μπορώ να πω, είχα αιώνες να διασκεδάσω έτσι. Όμως δεν έχω χρόνο για άλλα παιχνίδια»

«Πρόσεχε μη σου φύγει το στραπον και πάρει αέρα η κωλοτρυπίδα σου πάλι και σφυρίζεις στις στροφές όταν πηγαίνεις μύτη τακούνι το κάρο με τα γιδοπρόβατα»

«Any last words?»

«You look like a Disney villain, made by someone who got molested as a child and liked it».

Δε μπορούμε να νικήσουμε, αλλά μπορούμε να πάρουμε την ισοπαλία. Σηκώνω το μαγικό κλειδί. Ο δαίμονας κι εγώ μεταμορφωνόμαστε σε στρατό, ορμάμε από παντού. Επικά επικοί, Lord Of The Rings, Excalibur και Braveheart στη νιοστή. Όλος ο πόνος, το σκοτάδι, οι ατέλειωτες νύχτες, η σιωπή, οι ενοχές, όλη η θλίψη σπάει σαν φράγμα. Θα μας νικήσει χίλιες φορές, θα μας πατήσει σαν έντομα. Αλλά σηκωθούμε ξανά, και ξανά, και ξανά.

Ακόμη και ο χρόνος ράγισε. Ο θάνατος ουρλιάζει, η κραυγή του σπάει τον κόσμο στα δύο. Το ωστικό κύμα μας πετάει δεκάδες μέτρα πίσω. Δεν ακούω τίποτα, τ’αυτιά μου στάζουν αίμα. Αμμοθύελλα. Η σιλουέτα του τρεμοπαίζει πίσω από τα πέπλα του ανέμου. Κάθε του βήμα σεισμός. Δεν ξέρω αν είναι η πραγματική του μορφή. Τα μάτια και το στόμα του είναι πληγές. Το χαμόγελο του, ένα παζλ από έντομα πανω σε ανοιχτό δέρμα. Όσο πλησιάζει, τόσο πιο γκροτέσκα η εικόνα του. Σηκώνει το χέρι του. Ο ουρανός ματώνει, όλες οι καταιγίδες του σύμπαντος θα ξεσπάσουν πάνω μας.

Κλείνω τα μάτια και χαμογελάω. Τουλάχιστον πέσαμε μαχόμενοι. Πάντα πίστευα, πως θα πεθάνω άστεγος, ενώ θα παλεύω για να μη μου παρουν το χαρτόκουτο. Πήγαμε το θάνατο στην παράταση, κάτι είναι και αυτό. Δε βλέπω όλη μου τη ζωή να περνάει στις οθόνες των ματιών μου, σαν trailer που είναι καλύτερο από την ίδια την ταινία. Δεν ήταν κι άσχημα. Μόνο που δεν πρόλαβα να κάνω πολλά. Μετανιώνω για όσα μετάνιωσα.  Έζησα τις καλύτερες στιγμές μου ταινία. Ακόμα και οι καλύτερες ταινίες, κάποτε τελειώνουν.

Μια τελευταία κλεφτή ματιά. Ο δαίμονας είναι αναίσθητος. Ο θάνατος κατεβάζει το χέρι του προς το μέρος μου. Post credits song playing.

Scream with me

Bleed with me

Seethe with me

Sing with me

Free me

Descend the shades of night


                                                  



Λίγο πριν μας καταπιεί το στόμα της αβύσσου, ένα χέρι μας τράβηξε πίσω. Ένα χέρι σταμάτησε το θάνατο πριν μας καταδικάσει. Ο μάγος. Αρκετά χρόνια νεότερος. Πότε πρόλαβε και έκανε πλαστικές το αρχίδι; Ο κόσμος επανέρχεται στις εργοστασιακές του ρυθμίσεις. Η κόλαση γύρω μας μαραίνεται, είμαστε ξανά στο Μεξικό.

«Ποιος νομίζεις πως είσαι πως μπορείς να με σταματήσεις;».

Ο θάνατος τραβάει το χέρι του, αλλά ο μάγος δεν τον αφήνει. Ο μάγος χαμογελάει.

«Et in Arcadia ego».

Ο θάνατος απελευθερώνει το χέρι του και ισιώνει το γιακά του. Κοιτάζει έκπληκτος το μάγο. Ο μάγος βγάζει ένα διπλωμένο χαρτί και του το δίνει. Ο θάνατος το ξετυλίγει αργα. Το διαβάζει, ενώ κοιτάζει καχύποπτα το μάγο.

«Ποιος σου το έδωσε αυτό;».

Ο μάγος δείχνει προς τα πάνω με το δείκτη του δεξιού του χεριού. Ο θάνατος συνοφρυώνεται. Μορφάζει ειρωνικά. Διπλώνει το χαρτί και το βάζει στην τσέπη του.

«Δεν ξέρω πως τα κατάφερες, αλλά θέλω να ξέρεις πως θα υπάρξουν συνέπειες. Κάποιος πρέπει να πληρώσει γι’αυτό το χάλι»

«Να καταθέσεις υπόμνημα»

«Τους θνητούς, τι θα τους κάνεις;»

«Δική μου δουλειά».

Ο θάνατος έτριξε τα δάχτυλα του και μετά τον αυχένα του.

«Δεν τελειώσαμε».

Ο μάγος του κούνησε το χέρι χαμογελώντας, καθώς τον έβλεπε να χάνεται. Πλησίασε προς το μέρος μας. Ήμουν ημιαναίσθητος.

«Πως νιώθεις;»

«Σαν τετραπληγικός που πέρασαν από πάνω του όλα τα τρένα της Ιαπωνίας. Γιατί άργησες τόσο;»

«Θα σας εξηγήσω»

«Σου αρέσει να κλέβεις τις εντυπώσεις, ε;»

«Μην κουράζεσαι άλλο, όλα στην ώρα τους».

Πέρασαν δύο εβδομάδες μέχρι να συνέλθουμε. Δεν ξέρω που ακριβώς είμαστε. Πιθανόν σε κάποιο νησί. Η βίλα είναι αχανής. Ο μάγος είναι στον κήπο, δίπλα του μια πολύ όμορφη μελαχρινή. Κουτσαίνω μέχρι το τραπέζι. Ο δαίμονας είναι στην πισίνα, πάνω σ’ένα στρώμα θαλάσσης. Κάθομαι και βάζω καφέ. Δεν μπορώ να πω, το πρωινό είναι εξαιρετικό. Ο μάγος με κοιτάζει παιχνιδιάρικα.

«Λοιπόν, θα μου πεις τι έγινε;».

Η μελαχρινή χαμογελάει. Φιλαει το μάγο και σηκώνεται από την καρέκλα.

«Μωρό μου, δεν αντέχω ν’ακούσω την ίδια ιστορία δύο φορές μέσα σε ένα πρωί».

Με πλησιάζει και με φιλάει στο μάγουλο.

«Ευχαριστώ»

«Για ποιο πράγμα;»

«Θα σου εξηγήσει ο κύριος».

Τη χαζεύουμε και οι δύο καθώς απομακρύνεται. Αδειάζω το φλυτζάνι με τον καφέ. Γιατί δε φτιάχνω ποτε γαλλικό στο σπίτι;  Ψάχνω για τσιγάρα.

«Δε νομίζεις πως ήρθε η ώρα να το κόψεις;»

«Μιλάς σαν την πρώην μου»

«Δίκιο δεν είχε;»

«Ακόμη και τα σταματημένα ρολόγια, δύο φορές τη μέρα, λένε σωστά την ώρα»

«Είσαι πάντα τόσο ευχάριστος το πρωί;»

«Δεν έχεις δει τίποτα, στο ζέσταμα είμαι».

Ο μάγος ανθυπομειδιά. Βγάζει ένα πακέτο τσιγάρα από την τσέπη του και μου το πετάει. Τρεις τζούρες μετά, νιώθω ζωντανός.

«Υποσχέσου μου πως θα το κόψεις»

«Στο τιμόνι που κρατάω»

«Εντάξει, έχεις χρόνο. Σου αξίζει μετά από όσα περάσατε»

«Θα μου εξηγήσεις επιτέλους τι έγινε;».

Ο μάγος ανοίγει μια χρυσή ταμπακιέρα, βγάζει ένα λεπτό ροζ τσιγάρο και το ανάβει. Κάτι μου θυμίζουν όλα αυτά.

«Σωστά θυμάσαι. Πρώτον, πρέπει κι εγώ να σ’ευχαριστήσω. Χωρίς εσάς τους δύο, δε θα τα κατάφερνα ποτέ. Και δεύτερον, να σας ζητήσω συγγνώμη»

«Για ποιο πράγμα;»

«Σας είπα ψέματα. Αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Δεν έπρεπε να γνωρίζετε το σχέδιο»

«Το οποίο  ήταν;»

«Η κοπέλα που είδες είναι η Μάρθα, ο μεγάλος μου έρωτας. Σας είχα μιλήσει γι’αυτήν στο Λουτράκι. Δε μπορούσα να είμαι μαζί της. Όμως, δε μπορούσα να υπάρχω χωρίς εκείνη.  Η αποστολή σας ήταν αντιπερισπασμός. Να είναι όλη η συμπαντική γραφειοκρατεία απασχολημένη μαζί σας, ενώ εγώ έψαχνα τη Μάρθα στην άλλη πλευρά»

«Στην κόλαση;»

«Δεν έχει σημασία. Ήταν πιο δύσκολο από όσο υπολόγιζα. Όμως τα κατάφερα»

«Γιατί εμένα και το δαίμονα;»

«Ήσασταν οι κατάλληλοι. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο. Ελάχιστοι άνθρωποι, σε κάθε παράλληλο σύμπαν, στη ροή του χρόνου, κατάφεραν αυτό που έκανες εσύ»

«Τι έκανα;»

«Ξέρεις πολύ καλά. Θυμήσου τι σου είπα, κατά τη διάρκεια της μάχης»

«Νόμιζα πως ήταν απλά ένας λόγος ενθάρρυνσης, για να αντέξω τη μάχη. Από αυτούς που δίνουν οι προπονητές στις τελικές σκηνές»

«Ναι και όχι. Είναι αλήθεια όσα σου είπα. Πόνεσες τόσο πολύ, ώστε εξόρισες το μυαλό σου σε μια παράλληλη διάσταση. Μια διάσταση που δεν υπήρχε, εσύ τη δημιούργησες»

«Είμαι τόσο γαμάτος; Φτιάχνω δικό μου σύμπαν και σε αυτό δεν μπορώ να βρω ούτε χίλια ευρώ, να γυρίσω μια μικρού μήκους;»

«Συγκεντρώσου. Ναι, έφτιαξες δικό σου σύμπαν. Βάζοντας σε κίνδυνο την κοσμική ισορρροπία. Η συμπαντική αρμονία δεν έχει επανέλθει, κανείς δεν ξέρει πότε και αν θα συμβεί αυτό»

«Και πως σε βοήθησα ακριβώς;»

«Δημιούργησες μια ρωγμή, μέσα από την οποία βρήκα το δρόμο και τον τρόπο να φέρω πίσω τη Μάρθα. Όσο η συμπαντική γραφειοκρατεία ήταν απασχολημένη μαζί σας, τοποθέτησα όλα τα κομμάτια του ντόμινο στη θέση τους. Όχι χωρίς θυσίες. Δεν ξέρω αν μπορείς να με συγχωρήσεις, αλλά νομίζω πως μπορείς να με καταλάβεις. Δε γινόταν ν’αφήσω τον έρωτα της ζωής μου να χαθεί. Όλες οι αιωνιότητες δεν αξίζουν, χωρίς εκείνη».

Ανάβω δεύτερο τσιγάρο. Ο δαίμονας κάθεται δίπλα μου. Έχει δίκιο ο μάγος. Τον καταλαβαίνω.

«Και τώρα; Τι γίνεται;»

«Προς το παρόν, η Μάρθα κι εγώ θα ζήσουμε εδώ. Μετά θα δούμε. Όσο για σας…».

Ο μάγος φοράει γυαλιά ηλίου. Κάθεται πιο άνετα και παίρνει το καφέ στο χέρι.

«Ο δαίμονας θα γυρίσει πίσω στο χρόνο. Να επανορθώσει. Και μετά είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει. Εσύ, από την άλλη…»

«Εγώ τι; Δε διακιούμαι κι εγώ κάτι; Μου χρωστάει και μια ευχή ο δαίμονας»

«Δυστυχώς  η γραφειοκρατεία  το άλλαξε αυτό»

«Δηλαδή;»

«Πρέπει να χρησιμοιποιήσεις την ευχή σου, για να ελευθερωθεί ο δαίμονας»

«Αλήθεια τώρα;»

«Δε θα τον αφήσεις, έτσι δεν είναι;».

Ο δαίμονας με κοιτάζει σαν τη γάτα μου, όταν έχω να την ταίσω πάνω από δύο ώρες. Μόνο που δε γουργούριζει.

«Εντάξει, θα θυσιαστώ ξανά για την ομάδα».

Ο δαίμονας με αγκαλιάζει και βουτάει στην πισίνα. Φοράω κι’εγώ γυαλιά ηλίου για να δείχνω υπεράνω και άνετος.

«Μετάνιωσες;»

«Όχι. Αυτός το χρειάζεται περισσότερο από μένα. Αλλά εγώ τίποτα, ούτε ένα αναμνηστικό, ούτε ένα κουπόνι έκπτωσης;»

«Εσύ δεν έχεις ξεμπλέξει ακόμα»

«Δηλαδή, πρέπει να χαίρομαι που απλά δε θα μπω φυλακή;»

«Μακάρι να ήταν τόσο απλό. Βρίσκεσαι σε αχαρτογράφητες περιοχές. Ουσιαστικά, εσύ τις δημιουργείς.  Στο ανέφερα και πριν, είσαι από τους ελάχιστους, δραπέτης του χρόνου και της συμπαντικής τάξης»

«Τι σημαίνει αυτό;»

«Κανείς δεν ξέρει. Η δική σου αμοιβή είναι πως η περιπέτεια σου δεν τελειώνει εδώ. Ίσως να καταστρέψεις τα πάντα, ίσως και όχι. Ξεκουράσου προς το παρόν»

«Ποιοι είναι οι άλλοι που κατάφεραν το ίδιο με μένα;»

«Δεν ξέρω. Ο τελευταίος  λένε οι μύθοι, πως είναι κάποιος καραφλός από το Αιγάλεω, σου λέει κάτι;».

Ο μαλάκας ο Μάκης, και δε μου είπε τίποτα.

«Και κάτι ακόμα, πρέπει να μου δώσετε τα αντικείμενα που βρήκατε στο ταξίδι»

«Γιατί;»

«Είναι επικίνδυνο να τα κρατήσεις».

Βγάζω από την τσάντα το μαγικό κλειδί και το δίνω στο μάγο. Μου κάνει νόημα με το χέρι να του δώσω κι άλλα.

«Καλά τη φανέλα του Μπουρουσάγκα τι τη θέλεις;»

«Για να συμπληρώσω τη συλλογή μου».

Του δίνω τη φανέλα και  τις παλιατζούρες που αγόρασε ο δαίμονας στο Παρίσι.

«Αυτά είναι ;»

«Ναι»

«Εντάξει».

Ο μάγος  γελάει.

«Τι συμβαίνει;»

«Μπορείς να το κρατήσεις αυτό που σου έδωσε ο Όρσον Γουέλς»

«Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς»

«Κάτσε μερικές μέρες, ν’αναρρώσεις. Δεν έχει κόσμο αυτή την εποχή. Η Δήμητρα κι εγώ θέλουμε παρέα»

«Μάλιστα»

«Και μην είσαι με τη μούρη μέχρι το πάτωμα. Επέζησες μιας περιπέτειας χολυγουντιανού βεληνεκούς, νίκησες το θάνατο, δεν είσαι χαρούμενος;»

«Κάτι πιο εκλεκτό;»

«Δεν ευχαριστημένος με τίποτα, έτσι;»

«Είμαι τελειομανής»

«Μαλάκας είσαι, αλλά τέλος πάντων. Απόλαυσε τις στιγμές αυτές, γιατί δε θα κρατήσουν για πολύ»

«Πες μου κάτι, το Et in Arcadia ego σημαίνει αυτό που νομίζω;»

 «Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι»

«Δεν αντέχω τόση αμφισημία, πάω για μπάνιο!».

Οι μέρες πέρασαν με γλυκιά καλοκαιρινή νωχέλεια. Με μια γεύση εφηβικών διακοπών (δηλαδή χωρίς σεξ), με γαρνιτούρα πενταήμερης (με αλκοόλ, αλλά και πάλι χωρίς σεξ). Δεν μπορώ να πω, το συμπάθησα το μάγο. Χαλάλι η ταλαιπωρία. Αν και το παράκανε με τις ιστορίες του, ο Φιλέας Φογκ που προσπαθεί να εντυπωσιάσει τους χωριάτες με τις ταξιδιωτικές του εμπειρίες. Τελευταία νύχτα. Είμαι ημιμεθυσμένος στην πισίνα. Η δύση του ήλιου έχει μια ποιητική μελαγχολία απόψε. Πόσο επώδυνη είναι η ομορφιά, κάποιες στιγμές… Αύριο επιστρέφω σπίτι. Μου έλειψε. Ελπίζω ο Μάκης να ταΐζε τη γάτα.

Είμαστε τελικά κουβάρια από νευρώσεις και απωθημένα; Που όσο προσπαθείς να τα ξεμπερδέψεις, μπλέκουν περισσότερο; Και η ευτυχία είναι μια γάτα, που περιμένουμε να παίξει μαζί μας; Αισθάνομαι πως με χωρίζει ωκεάνεια απόσταση με την ευτυχία και οτιδήποτε της μοιάζει. Νιώθω σαν τον Σίσυφο, που εξετάζει ποια πέτρα θα είναι η πιο κατάλληλη για να τη σπρώξει πάλι στον ανήφορο. Αρκετά με την ομφαλοσκόπηση, πάω για ύπνο.

Την επομένη μέρα, ο μάγος  μας χαιρέτισε και μας ευχαρίστησε ξανά. Δε θα πω ψέματα, ζήλεψα την ευτυχία του. Ο δαίμονας με αγκάλιασε και δε με άφηνε. Έβαλε τα κλάματα. Το μπαγάσα, με συγκίνησε. Η πρώτη σχισμή στο χωροχρόνο άνοιξε. Λίγο πριν χαθεί μέσα της, ο δαίμονας γύρισε και με κοίταξε. Κοντοστάθηκε για λίγο και με πλησίασε.

«Αν ποτέ με χρειαστείς, ξέρεις που θα με βρεις»

«Ελπίζω όχι στο ηφαίστειο να κολατσίζεις ψυχές».

Μου δίνει το χέρι του.

«Δεν είμαι πια δαίμονας. Κέρδισα πάλι τη ζωή και το όνομα μου. Παναγιώτης».

Μετά τη θερμή χειραψία, μπήκε στη σχισμή. Λίγο πριν κλείσει, τον είδα ν’αγκαλιάζει τη γυναίκα και την κόρη του. Η δεύτερη σχισμή με οδήγησε πίσω στο διαμέρισμα. Το μόνο θηλυκό που με περιμένει, είναι μια γάτα δώδεκα ετών με τρία πόδια, υπερήλικη σε γατίσια χρόνια. Η καλύτερη σχέση που είχα ποτέ. Φυσικά πεινάει. Το γουργουρητό της με γαληνεύει. Βάζω τέρμα το air condition και πέφτω στο κρεβάτι. Ώστε σχεδόν διέλυσα τη συμπαντική αρμονία και έκανα σουρωτήρι το χωροχρόνο; Όχι κι άσχημα για έναν αποτυχημένο μεσήλικα. Τι άλλο με περιμένει; Ας ξεκινήσουμε με τα διαδικαστικά, αύριο ο Μάκης θα φάει XXXL βρισίδι.

Λίγο πριν οι αισθήσεις μου πατήσουν παύση, μια γλυκιά ανυπομονησία κάνει παρέλαση στα κύτταρα μου. Και κάποιοι στίχοι αντηχούν στα σοκάκια του μυαλού μου, σαν σύνθημα μετά από νίκη, σαν προσευχή. Σαν τραγούδι που ψιθυρίζεις στην ερωμένη σου.

«Ας φυλάξουμε αγανάκτηση, πόνο και δάκρυα

ας γεμίσουμε το κενό της απελπισίας,

κι η φωτια τη νύχτα ας θυμίζει

το φως των αστεριών που’χουν πεθάνει.

Χίλια χρόνια σιωπή σε μια κούπα

Από γαλάζιο ασβέστη, από άπειρο και φεγγάρι,

Οργώνουνε τη γυμνή γεωγραφία της νύχτας*.»


*Πάμπλο Νερούδα, Γενικό  Άσμα


THE END

EGALEOVERSE WILL RETURN IN 2025. OR 2026.