Ημέρα διαδηλώσεων.Κατά των νιοστών νέων μέτρων.Κατά της νέας κυβέρνησης,που καίγεται πιο γρήγορα κι από τσιγάρο.Το κέντρο γέμισε κόσμο,οι πορείες,οι πιο μεγάλες των τελευταίων ετών.Όλα αυτά τα καταγράφει το drone που πετάει πάνω απ'την πόλη. Ο χειριστής του το κατευθύνει βαριεστημένα.Για κάποια δευτερόλεπτα,αργεί ν'ανταποκριθεί στις εντολές του.Αρχίζει ν'ανησυχεί.Σηκώνεται από την καρέκλα,προσπαθεί να καταλάβει τι φταίει και να ανακτήσει τον έλεγχο.Το drone αλλάζει κατεύθυνση,εστιάζει προς τις πορείες. Εστιάζει σε μια ομάδα των ΜΑΤ που ρίχνουν κάτω δύο διαδηλωτές,τους σέρνουν για αρκετά μέτρα,τους χτυπάνε για πολλή ώρα.Ύστερα σε έναν αστυνομικό που χαστουκίζει μια κοπέλα,σε μέλη της ομάδας Δίας που ρίχνουν κάτω έναν φωτογράφο. Ο χειριστής πανικοβάλεται,τρέμει.Όχι γι'αυτά που βλέπει,αλλά γιατί έχει χάσει τον έλεγχο του drone.Κάποιος άλλος το κατευθύνει τώρα.Δε ξέρει τι να κάνει,εύχεται να είναι απλά ιδέα του,να είναι βραχυκύκλωμα.Κυρίως εύχεται να μη το μάθει κανείς και χάσει τη δουλειά του. Την ίδια στιγμή,στα γραφεία της ΕΥΠ,ένας οξύς ήχος κάνει κομμάτια τη ρουτίνα.Κάποιος έχει τοποθετήσει ηχεία παντού στο κτήριο,δε φαίνονται,αλλά η ένταση τους καλύπτει τα πάντα.Ακούγονται ομιλίες,γνωστές και άγνωστες φωνές.Ο χειριστής του drone είναι προνομιούχος,βλέπει στην οθόνη σε ποιους ανήκουν οι φωνές. Πολιτικοί συζητάνε με επιχειρηματίες,για νόμους που κόβονται στα μέτρα και των δύο,για δικαιώματα που κόβονται παρουσία του πελάτη.Ακολουθούν συνομιλίες αστυνομικών με εφοπλιστές και εμπόρους ναρκωτικών. Κάθε πιθανός συνδυασμός παρελαύνει από την οθόνη,όλες οι αποχρώσεις της διαφθοράς μέσα σε λίγα λεπτά.Οι εργαζόμενοι στην ΕΥΠ δε ξέρουν τι να κάνουν,κοιτάζονται μεταξύ τους σαν χαμένοι.Όχι γι'αυτά που ακούνε,αλλά για το ποιος έβαλε τα ηχεία. Ποιος έβαλε κρυφά,δεκάδες ηχεία στο κτήριο που στεγάζεται η μυστική υπηρεσία της χώρας,ποιος έκανε καλύτερα απ'αυτούς την δουλειά τους,χωρίς να καταλάβουν τίποτα και τους εκθέτει.Κάποιοι ανεβαίνουν στα γραφεία τους και σπάνε τους τοίχους,άλλοι ξηλώνουν ντουλάπια. Το κυνήγι του θησαυρού είναι μεταδοτικό,σε λίγο όλοι ψάχνουν με λύσσα.Σε μια τέτοια κατάσταση,ένα ηχείο,ίσως και δύο,μπορεί ν'αποδειχθούν πειστήρια επαγγελματικής ευθιξίας και ευσυνειδησίας. Ο χειριστής δεν έχει τέτοια προβλήματα,είναι πλέον σίγουρος πως θα απολυθεί.Σφυροκοπείται από εικόνες νεκρών.Θύματα αστυνομικής βίας,ρατσιστικής,αμέλειας,διαφθοράς,ηλιθιότητας. Συντρίμμια ανθρώπων και ζώων.Οι εικόνες εναλλάσονται όλο και πιο γρήγορα,δε μπορείς να διακρίνεις τη μία από την άλλη,μόνο το κόκκινο είναι πάντα εκεί,τα μοτίβα του αίματος στάζουν απ'το γυαλί. Η οθόνη δείχνει και πάλι το κέντρο,η κάμερα εστιάζει σε μια διμοιρία των ΜΑΤ.Ένας απ'αυτούς πέφτει κάτω,δύο,τρεις,σε λίγα δευτερόλεπτα όλοι,τα πλήθη σκορπίζουν.Η κάμερα εστιάζει κι άλλο,το αίμα λιμνάζει κάτω απ'τα κράνη,μοιάζει με λεκέ απο μελάνι. Ο χειριστής κάνει μια τελευταία προσπαθεια,κοντεύει να ξεριζώσει απ'την απελπισία του,τα όργανα ελέγχου.Ένας ή περισσότεροι ελευθέροι σκοπευτές πρέπει να το έκαναν.Και τη μια και μοναδική φορά που χρειάστηκε το drone,είναι άχρηστο.Για κάποιον ανεξήγητο λόγο,θυμήθηκε μια κουβέντα που του είχε πει,ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της ΕΥΠ,την ημέρα που προσελήφθει "Μη επανδρωμένο αεροσκάφος θα το λες,όχι drone,στην Ελλάδα βρισκόμαστε". Θα'θελε πολύ να έβλεπε τα μούτρα αυτού του αστείου ανθρωπάκου,που έμοιαζε με καθηγητή ιστορίας σε ασπρόμαυρη ταινία,όταν θα μάθαινε τι είχε συμβεί."Βάλτο στον κώλο σου το drone,συγγνώμη,το μη επανδρωμένο αεροσκάφος ήθελα να πω". Αυτά που έβλεπε τον έπιαναν από τον λαιμό.Δε σκόρπισαν όλα τα πλήθη από τους πυροβολισμούς,κάποιοι έμειναν.Πλησιάζουν τους νεκρούς,τους σκουντάνε,όπως θα έκανε κάποιος με ένα άγριο ζώο,για να βεβαιωθεί. Κοιτάζουν γύρω τους καχύποπτα.Αφού σιγουρευτούν,κάνουν νόημα στον υπόλοιπο κόσμο να πλησιάσει.Από ψηλά η εικόνα φαίνεται συμβολική,σαν να βλέπεις ντοκυμαντέρ.Οι άνθρωποι μοιάζουν με μυρμήγκια,που περικυκλώνουν και σκεπάζουν τα πτώματα.Τους παίρνουν τα όπλα,τους ξεγυμνώνουν. Τοποθετούν κάδους στη μέση του δρόμου,τους βάζουν φωτιά και πετάνε μέσα τους νεκρούς.Το drone χαμηλώνει.Τα πρόσωπα λιώνουν σαν αποκριάτικες μάσκες.Ο χειριστής κάνει εμετό.Το πλάνο ανοίγει,δύο κλούβες που πλησιάζουν ανατινάζονται,το ίδιο και ένα φορτηγάκι τηλεοπτικού σταθμού. Μια φωνή ακούγεται απ'το βάθος,καλύπτει κάθε άλλον ήχο.Στα γραφεία της ΕΥΠ είναι εκκωφαντικός,οι απόπειρες εύρεσης των ηχείων σταματάνε,κάποιοι καλύπτουν τ'αυτιά τους.Ο χειριστής αναγνωρίζει την φωνή,είναι ο Dylan Thomas. Η απαγγελία με φόντο την καταστροφή,του προκαλεί ρίγη μεταφυσικού δέους.Αναρωτιέται αν αυτή είναι η αρχή του τέλους ή απλά το πρώτο trailer.Ένα ήταν σίγουρο,αυτή η ζούγκλα δεν ήθελε άλλο την μεταμφίεση της,κουράστηκε πίσω από τις μάσκες και τους ευφημισμούς.Τα φαντάσματα και οι παγίδες της σιχάθηκαν τα προσχήματα. Είχε έρθει η ώρα το χάος να βάλει σε τάξη το νόμο.Θ'ακολουθούσε και ο νόμος για τις τάξεις,ο νόμος του μίσους.
And death shall have no dominion. Dead man naked they shall be one With the man in the wind and the west moon; When their bones are picked clean and the clean bones gone, They shall have stars at elbow and foot; Though they go mad they shall be sane, Though they sink through the sea they shall rise again; Though lovers be lost love shall not; And death shall have no dominion.
And death shall have no dominion. Under the windings of the sea They lying long shall not die windily; Twisting on racks when sinews give way, Strapped to a wheel, yet they shall not break; Faith in their hands shall snap in two, And the unicorn evils run them through; Split all ends up they shan't crack; And death shall have no dominion.
And death shall have no dominion. No more may gulls cry at their ears Or waves break loud on the seashores; Where blew a flower may a flower no more Lift its head to the blows of the rain; Though they be mad and dead as nails, Heads of the characters hammer through daisies; Break in the sun till the sun breaks down, And death shall have no dominion
Μόλις τελείωσε το ποιήμα,η εικόνα έσβησε.Το drone έπεσε στον κάδο και ανατινάχτηκε.
Τελείωσε την αναφορά του και την υπέγραψε.Τακτοποίησε τα πράγματα πάνω στο γραφείο και κοίταξε την ώρα.Είχε μια περίεργη ανησυχία και δεν ήξερε πως να την εκτονώσει.Σηκώθηκε,άνοιξε το παράθυρο και έμεινε εκεί να χαζεύει. Η κίνηση είχε ελαττωθεί,η πόλη άδειαζε.Μέχρι πέρσι,αυτό του έφτιαχνε τη διάθεση,φέτος του ήταν αδιάφορο.Έψαξε τα κλειδιά του σε όλες τις τσέπες,μετά θυμήθηκε πως τα είχε βάλει στο συρτάρι. Μόλις έκατσε,χτύπησε το τηλέφωνο.Ήταν ο ιατροδικαστής,είχαν επιτέλους κάτι.Έκλεισε και έφυγε σχεδόν τρέχοντας.Ο Πηγαδίτης τον πρόλαβε στο ασανσέρ."Φεύγεις;""Πάω στο νεκροτομείο,έχουν στοιχεία για αυτό το πράγμα που βρήκαμε στο Αιγάλεω.Θα'ρθεις μαζί;""Όχι.Απλά μιας και είναι στο δρόμο σου,δε με πετάς μέχρι το σπίτι;""Πρέπει να αρχίσω να σε χρεώνω για αυτές τις διαδρομές". Το αυτοκίνητο έβραζε.Ο Πηγαδίτης από συνήθεια,πήγε να βάλει μουσική,ο Λάγιος τον σταμάτησε."Μουσική βάζει όποιος είναι σε υπηρεσία.Εσύ σχόλασες,οπότε εγώ διαλέγω".Ο Πηγαδίτης τον κοίταξε έντρομος "Τι θα βάλεις;""Έκπληξη".Πάτησε το play και με την άκρη του ματιού του,απολάμβανε την αγωνία του συναδέλφου του. Μετά το πρώτο ρεφρέν χαλάρωσε."Δεν είναι κακό.Ποιανού είναι το γούστο,γιατί δικό σου αποκλείεται".Ο Λάγιος χαμογέλασε."Πως κάνεις έτσι για τη μουσική ρε Πηγαδίτη;Προτιμούσες να πάρεις ταξί και να ακούσεις σκυλάδικα;""Δεν είχες ποτέ συνάδελφο που να ακούσει όλη μέρα κρητικά,γι'αυτό μιλας""Όχι ευτυχώς,αλλά τα πρώτα χρόνια ήταν γεμάτα από γαβγίσματα και τύπους που είχαν μπερδέψει,τον πούτσο τους με τ'αυτιά τους""Τι εννοείς;""Πέρα από την έλλειψη γούστου και στοιχειώδους υγιεινής,έπασχαν κι από έλλειψη διακριτικότητας.Οκ φίλε μου,είσαι κτηνοβάτης.Μπράβο σου και δικαιώμα σου.Οι υπόλοιποι όμως,τι φταίμε;Γιατί πρέπει να ακούς ό,τι γαμάς-ή θα'θελες να γαμάς- και να γαμάς όποιον και ό,τι έχει ακοή;""Αρχίζω και ανησυχώ,γιατί συμφωνώ μαζί σου.Και πάλι όμως,οποιοδήποτε σκυλάδικο,είναι προτιμότερο από τα κρητικά του μπαρμπα Χρήστου""Αμήν!" Ο Λάγιος φόρεσε τα γυαλιά του και δυνάμωσε τη μουσική.Για τα επόμενα 3,5 λεπτά ,το τραγούδι οδηγούσε το όχημα,η μελωδία μαλάκωσε τις σκέψεις τους."Να σου πω ρε Αλέξη,βιάζεσαι;""Πηγαδίτη,όταν είναι να μου ζητήσεις κάτι,είσαι χειρότερος κι απ'την Σοφία.Το πας μέσω Περού.Λέγε τι θες;""Να επειδή έχω ραντεβού σε καμιά ώρα,μήπως θα μπορούσες να με περιμένεις λίγο,ν'αλλάξω και μετά με αφήσεις στο κέντρο.Δε θ'αργήσω,θα κάνω ένα ντους,θα ντυθώ και φύγαμε""Το αυτοκίνητο σου που είναι;""Στο συνεργείο μέχρι τη Πέμπτη""Γιατί δε παίρνεις ταξί;""Δε θέλω,τη προηγούμενη φορά,περίμενα μια ώρα μέχρι να βρω.Και στα δύο ραντεβού,έχω πάει αργοπορημένος,δε λέει και τρίτη φορά.Έλα ρε Αλέξη,σε παρακαλώ,αν πάω με ταξί,πάλι θ'αργήσω. Ενώ αν με πας εσύ,σίγουρα θα φτάσω στην ώρα μου.Ξέρω πως δεν πρόκειται να με περιμένεις για πολλή ώρα και θα θέλεις να με ξεφορτωθείς,όσο πιο γρήγορα γίνεται.Έτσι δεν υπάρχει περίπτωση να καθυστερήσω,τι λες;"Παρκάρησε απότομα,κατέβασε τα γυαλιά και γύρισε προς το μέρος του."Αρχίζω και ανησυχώ,γιατί συμφωνώ μαζι σου.Άντε τελείωνε". Έβγαλε τα γυαλιά και έκλεισε τη μουσική.Ετοιμαζόταν να του στείλει μήνυμα,όταν τον είδε να κατεβαίνει.Κάγχασε ειρωνικά και δεν ήθελε να το κρύψει."Έτοιμος.Δεν άργησα;""Ξεκίνησαν οι οντισιόν για το remake του Ταμτάκου;" "Γιατί ρε,τι έχω;" "Αχρωματοψία σίγουρα.Καλά ρε μαλάκα,έτσι θα πας;" "Γιατί ρε Αλέξη,τι έχουν τα ρούχα μου;Απόγευμα είναι,δεν ήθελα να ντυθώ και πολύ καλά""Ενώ τις υπόλοιπες ώρες,είσαι η πρωτοπορία της μόδας.Καλύτερα να έβαζες τη στολή σου,αν σου κάνει δηλαδή""Όλο μαλακίες είσαι,μια εξυπηρέτηση μας κάνεις και μας βγάζεις τη ψυχή.Βάλε μπροστά να φύγουμε". Γύρισε το κλειδί και ένιωσε δυσφορία.Άνοιξε το παράθυρο και πήρε μια βαθιά ανάσα."Τι είναι αυτό το πράμα που έβαλες;""Κολώνια,δε σ'αρέσει;""Πεθαμένος τρεις μέρες,καλύτερα θα μύριζες""Που λες να την πάω,έχεις καμιά καλή ιδέα;""Σε χωματερή,είναι το μόνο μέρος που η κολώνια σου θα της φανεί ωραία".
Αυτή τη φορά δε καθυστέρησε,βγήκε αμέσως απ'το αυτοκίνητο.Ο ιατροδικαστής μιλούσε στο τηλέφωνο,του έκανε νόημα να μπει.Μόλις έκλεισε,του έδωσε έναν φάκλεο."Σήμερα τελείωσε η ανάλυση και η ταξινόμηση του παζλ.218 κομμάτια από 218 διαφορετικούς ανθρώπους.Στο μόνο που μπορέσαμε να βρούμε κάτι,είναι ένα κομμάτι από το δεξί μπράτσο.Άνηκε στη Μαρία Σακελλαρίδη,ετών 26,κάτοικο Χαιδαρίου". Ο Λάγιος άνοιξε τον φάκελο,όσο διάβαζε,η απογοήτευση μουτζούρωνε τα χαρακτηριστικά του."Σκοτώθηκε πριν από ενάμιση μήνα σε τροχαίο.Λυπάμαι Αστυνόμε,δε ξέρω κατά πόσο θα σε βοηθήσει αυτό.Ελπίζω την επόμενη φορά να έχω περισσότερα.Τα υπόλοιπα 217 μέλη παραμένουν ανώνυμα"Κάτι είναι κι αυτό,είναι μια αρχή.Ό,τιδήποτε νεώτερο έχετε,να με ειδοποιήσετε αμέσως,ό,τι ώρα και να'ναι". Πέταξε το φάκελο στο κάθισμα του συνοδηγού και έκλεισε τη πόρτα.Δυσανασχέτησε,περίμενε κάτι καλύτερο.Άνοιξε το φάκελο και έψαξε για διεύθυνση.Άλλαξε cd και ξεκίνησε.Ποια ήταν η Μαρία Σκελλαρίδη και γιατί έγινε κομμάτι αυτού του τέρατος;Ποιος την επέλεξε και γιατί; Τα στοιχεία της δεν έλεγαν τίποτα.26 ετών,πτυχιούχος οικονομικών,ανύπαντρη,εργαζόταν στο υπουργείο εργασίας,2 χρόνια ως γραμματέας.Τράκαρε με υπηρεσιακό αυτοκίνητο σε δέντρο,ακαριαιός θάνατος.Δυσκολεύτηκε μέχρι να βρει τη διεύθυνση,έκανε κύκλους στα στενά για ώρα.Κοίταξε τα κουδούνια,σε κανένα δεν υπηρχέ το όνομα της. Η εξώπορτα ήταν ανοιχτή.Μπήκε μέσα,το βλέμμα του σάρωσε το χώρο.Σκέφτηκε να ρωτήσει τη καθαρίστρια,που εκείνη την ώρα σφουγγάριζε τις σκάλες,όταν είδε τον πίνακα ανακοινώσεων.Έψαχνε στα αναρτημένα χαρτιά το όνομα και το διαμέρισμα του διαχειριστή.Ήταν στο ισόγειο.Χτύπησε δύο φορές,δεν ήταν κανένας."Ποιον θέλετε;".Γύρισε προς την καθαρίστρια,η έκφραση της είχε περισσότερη ενόχληση απ'την χροιά της. "Ψάχνω για το διαμέρισμα της κυρίας Σακελλαρίδη,μήπως ξέρετε ποιο είναι;".Τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω,τα μάτια της έγιναν ακόμη πιο σκληρά."Όχι".Χαμήλωσε το βλέμμα και συνέχισε να σφουγγαρίζει."Ξέρετε μήπως ,τι ώρες είναι εδώ ο διαχειριστής;""Λείπει από τις αρχές του μήνα,δε ξέρω πότε θα γυρίσει.Ποιος είστε και τι ακριβώς θέλετε;".Έβγαλε την ταυτότητα του και την έδειξε."Αστυνόμος Λάγιος.Θέλω μερικές πληροφορίες για τη κυρία Σακελλαρίδη".Έβγαλε έναν στυλό απ'το σακάκι,έσκισε ένα μικρό κομμάτι χαρτί από την πιο κιτρινισμένη ανακοίνωση του πίνακα και έγραψε βιαστικά πάνω του. "Αυτό είναι το τηλέφωνο του γραφείου μου.Όταν γυρίσει,πείτε του να με πάρει.Δουλεύετε καιρό εδώ;""Ένα μήνα""Μάλιστα.Μη ξεχάσετε να δώσετε τον αριθμό μου στον διαχειριστή,είναι επείγον.Καλό απόγευμα". Κοίταξε με καχυποψία το χαρτάκι στο χέρι της,το έβαλε στην τσέπη και συνέχισε το σφουγγάρισμα.Ο Λάγιος έβγαλε το σακάκι πριν μπει στο αυτοκίμητο.Άνοιξε το παράθυρο και δυνάμωσε τη μουσική.Δεν είχε βρει ακόμα ,την είσοδο του λαβύρινθου,ούτε και την άκρη του νήματος αυτής της υπόθεσης και ήδη η σκιά της τον έπνιγε.Χωρίς να τον έχει σκεπάσει ή αγγίξει,μια σκιά ραδιενεργή.
Ανέβασε κι άλλο την ένταση.Μεσολαβούσε Σαββατοκύριακο και ήθελε να σταματήσει να σκέφτεται για 48 ώρες.Ευχήθηκε ο άνεμος του ρεφρέν να σκορπούσε τις στάχτες των σκέψεων του.Η γεύση τους όμως,δεν έσβηνε με τίποτα απ'το στόμα του..
"I will walk...with my shadow flag into your garden
garden of stone"
Έφαγε βιαστικά και σηκώθηκε πρώτος απ'το τραπέζι.Κλείστηκε στο δωμάτιο του και περίμενε.Παραφύλαγε πίσω απ'την πόρτα.Πότε θα φύγει ο Παναγιώτης.Η συμπεριφορά του τον είχε ανησυχήσει.Είχε γίνει εριστικός,απότομος.Δεν έλεγε που πήγαινε και με ποιους έβγαινε.Πέταγε ένα αόριστο "θα βγω με τα παιδιά" και έφευγε. Ο Σπύρος προσπαθούσε να καταλάβει τι τον ενοχλούσε περισσότερο.Το ό,τι ο αδερφός του τον αντιμετώπιζε όπως τους γονείς του,σαν κάποιον που δεν καταλαβαίνει τι συμβαίνει,κάποιον που δεν βλέπει πέρα απ'τη μύτη του και δεν τον νοιάζει,σαν απολίθωμα.Είχε μεγαλώσει τόσο πολύ η απόσταση αναμεσά τους; Μέχρι πριν λίγο καιρό,τον έβλεπε με σεβασμό,αν όχι με θαυμασμό.Πάντα άκουγε τι θα του πει,πάντα του ζητούσε συμβουλές.Τώρα τον προσπερνούσε,τον απέφευγε,όπως απέφευγαν και οι δύο τους τον παππού.Ο Σπύρος αισθανόταν γέρος και ανεπιθύμητος.Άναψε τσιγάρο,πήρε μια βαθιά ανάσα.Έκανε πρόβα τις κινήσεις του,άλλη μια φορά. Θα περίμενε να φύγει ο Παναγιώτης και θα πήγαινε στο δωμάτιο του.Θα έψαχνε τον υπολογιστή και το γραφείο του,δε μπορεί,κάτι θα έβρισκε.Έπρεπε να μάθει που πήγαινε και τι έκανε.Όχι μόνο από περιέργεια,αλλά και γι'αυτό το άσχημο προαίσθημα που στραγγάλιζε το στομάχι του,εδώ και μέρες. Κοίταξε την ώρα,18:30.Όπου να'ναι θα έφευγε.Άκουσε τη πόρτα να κλείνει.Μόλις έκλεισε την εξώπορτα,πήγε στο παράθυρο.Τον είδε να φεύγει με το μηχανάκι.Έσβησε άτσαλα το τσιγάρο και πήγε στο διπλανό δωμάτιο.Άνοιξε τον υπολογιστή.Τίποτα.Προφανώς ο αδερφός του έσβηνε το ιστορικό του browser. Άνοιξε φακέλους και αρχεία,ξανά τίποτα.Φυλλομέτρησε τα τετράδια που είχε στην άκρη του γραφείου.Σημειώσεις απ'τη σχολή του.Μετά το τέταρτο τετράδιο,άρχισε να χασμουριέται.Το σκέφτηκε αν έπρεπε να δει και το τελευταίο. Η ετικέτα δεν έγραφε κάτι.Το ξεφύλλισε και σταμάτησε στη πρώτη σελίδα.Ήταν ημερολόγιο,η πρώτη καταχώρηση είχε σημερινή ημερομηνία.Ο κόμπος στο στομάχι πήρε φωτιά.Πήρε το τετράδιο στο δωμάτιο του,δευτερόλεπτα πριν ξεκινήσει να το διαβάζει,χτύπησε το κινητό του.Η χροιά στο ακουστικό ήταν ανάμεσα στο δέος και τον ενθουσιασμό."Παρακαλώ;""Είδες τι έγινε;""Όχι,τι;""Βάλε τηλεόραση να δεις,μαλάκα είναι απίστευτο!". Άνοιξε το pc και μετά την τηλεόραση.Το κέντρο κράτησης στην Αμυγδαλέζα είχε γίνει κομμάτια,κάποιος είχε βάλει βόμβα.Οι μετανάστες έτρεχαν μακρυά από τα ερείπια.Αστυνομικοί και ΜΑΤ προσπαθούσαν να τους σταματήσουν,όμως μεγάλες ομάδες ανθρώπων τους εμπόδιζαν. Το πλήθος όλο και μεγάλωνε,γρήγορα σχημάτισε ένα τείχος.Όλοι με κουκούλες και μάσκες.Μάσκες περίεργες,απόκοσμες,παιδικές,αστείες.Δεν έκαναν τίποτα,απλά στεκόντουσαν σιωπηλοί.Ακούστηκαν εκρήξεις,οι εγκαταστάσεις καιγόντουσαν.Ο Σπύρος διάβαζε στο internet πως το ίδιο είχε γίνει και στα υπόλοιπα κέντρα κράτησης της χώρας. Του φαινόταν απίστευτο,οι εικόνες δεν ταίριαζαν μεταξύ τους,δεν έδεναν.Τα σφιγμένα πρόσωπα των δημοσιογράφων,των παρουσιαστών και των αστυνομικών.Το φευγαλέο χαμόγελο ενός μετανάστη,που έτρεχε να ξεφύγει,οι μάσκες,που οι αντανακλάσεις της φωτιάς,τις έκαναν ακόμα πιο απειλητικές. Χαμήλωσε την ένταση και έγειρε πίσω.Έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα,χωρίς να το ανάψει και άνοιξε το ημερολόγιο του αδερφού του.
"Το αίμα δε μιλάει.Για το πως έχει σκεπάσει την επιφάνεια του πλανήτη,περισσότερες φορές απ'το νερό.Για το ότι έχει ποτίσει το τσιμέντο και το χώμα άδικα,χωρίς να υπάρχει λόγος.Αν το αίμα είχε δική του,ξεχωριστή ζωή,αν μπορούσε να ενώσει κάθε σταγόνα που χύθηκε άδικα,απ'την αρχή της ανθρωπότητας,τα κόκκινα κύματα θα έπνιγαν κάθε πόλη και δε θα σταματούσαν,μέχρι να να καταπιούν και τον τελευταίο άνθρωπο. Το αίμα δε μιλάει.Για την ηλιθιότητα των ανθρώπων,για την ασέβεια και την απέχθεια τους απέναντι στην ζωή.Για το ότι δε μπορούν ν'αντιληφθούν τους άλλους,τους διαφορετικούς,παρά μόνο ως εχθρούς,ως αντιπάλους,ως απειλή. Ως κάτι ανάμεσα σε ζώο και αντικείμενο,σαν αναλώσιμο εργαλείο.Ποτέ ως κάποιον ίσο.Φαίνεται πως άνθρωπος πως δε καταλαβαίνει αλλιώς,μόνο πάνω και κάτω μπορεί να κοιτάξει,ποτέ μπροστά.Μόνο θεούς και σκουλήκια μπορεί να δει.Κι όσο προσπαθεί να φτάσει ψηλά,τόσο περισσότερη γλίτσα αφήνει πίσω του. Το αίμα δε μιλάει.Για τον φόβο,το πιο αποτελεσματικό ναρκωτικό.Ποτέ καμία δόση δεν είναι υπερβολική.Το μόνο που χρειάζεται,είναι να ν'αλλάζεις τη γεύση που και που.Δε κοστίζει τίποτα και πουλάει ασταμάτητα.Σε βάζει να σκοτώσεις τους άλλους και στο τέλος σκοτώνει και σένα.Σου πουλάει τα πάντα,πατρίδα,φυλή,μέλλον,παρελθόν,ασφάλεια.Μόνο ελευθερία δε μπορεί να σου πουλήσει,μόνο να την αγοράσει.Εξάλλου δε την χρειάζεσαι,όταν την ανταλλάσεις με τόσα πολλά και πιο πολύτιμα. Το αίμα δε μιλάει.Για τη παράνοια αυτού του κόσμου,όπου το αδιανόητο είναι το αυτονόητο.Για το πως μάθαμε,συνηθίσαμε,πειστήκαμε,υπερασπιζόμαστε αυτή την πραγματικότητα,που είναι τα σύνορα μεταξύ κόλασης και εφιάλτη.Και ο,τιδήποτε άλλο,μας φαίνεται απλησίαστο,απραγματοποίητο,χίμαιρα.Και θα πολεμήσουμε γι'αυτή την πραγματικότητα,θα υπερασπιστούμε αυτή την φυλακή,γιατί έχουμε πειστεί πως είναι το μόνο μας σπίτι.Θέλουμε να κλειδώσουμε το κελί μας,μέσα σ'ένα άλλο και μετά σ'ένα ακόμα. Χρειαζόμαστε εκατοντάδες πανοπλίες,για να προστατευτούμε,για να κρυφτούμε.Για να μην ακούσει κανείς τις κραυγές μας και νομίζει πως είμαστε ζωντανοί.Μπορεί να μας ζητήσει εξηγήσεις,γιατί δεν κάναμε τίποτα,γιατί δεν προσπαθήσαμε.Γεννιόμαστε νεκροί και πεθαίνουμε δεκάδες φορές κάθε μέρα.Μόνο αυτό μας έχει μείνει,να ψάχνουμε νέους και πρωτότυπους τρόπους να σκοτώνουμε λίγο λίγο τους εαυτούς μας,για να μην αυτοκτονήσουμε από πλήξη. Το αίμα δε μιλάει.Αν μπορούσε,θα ούρλιαζε και θα έκοβε τον κόσμο στα δύο.Θα γινόταν οξύ,φωτιά,λάβα,πάγος.Βαρέθηκα.Τους γονείς μου και όλους τους μεγαλύτερους.Που κρύβονται πίσω από αστείες δικαιολογίες.Που έμαθαν να συμβιβάζονται με τα σκατά και να μου λένε πως αυτό είναι αρετή. Υπάρχουν στιγμές που το απολαμβάνω να τους βλέπω να υποφέρουν.Να τους στερούν τη σύνταξη,την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη,να τους χτυπάνε τα ΜΑΤ,να τους περιφρονούν όλοι αυτοί που έγλειφαν,να τους αντιμετωπίζουν σαν ζωντανά σκουπίδια. Μ'αρέσει να βλέπω την απορία στα μάτια τους,μοιάζουν με καθυστερημένα παιδιά λίγο πριν το εγκεφαλικό,όταν τους χτυπάει το "γιατί;" στο στομάχι."Γιατί;Γιατί σε μένα;Τι έκανα;Δεν το αξίζω αυτό,γιατί να συμβαίνει σε μένα;". Πάντα κάποιος άλλος φταίει.Δε καταλαβαίνουν ότι οι ίδιοι καταδίκασαν τον εαυτό τους.Η αδιαφορία της νεότητας τους θερίζει τη σοδεία της. Θα γευτούν όλη τη πίκρα του εξευτελισμού,τώρα στα γεράματα,λίγο πριν το τέλος.Η τελευταία τους ανάμνηση απ'αυτό τον κόσμο,θα είναι η ντροπή,πως όλη τους η ζωή ήταν μια αποτυχία,πως ήταν βάρος,παράσιτα και ότι έπρεπε να είχαν πεθάνει εδώ και πολύ καιρό. Βαρέθηκα.Ανθρώπους σα τον αδερφό μου.Που φοβούνται και τη σκιά τους,που περιμένουν κάποιον άλλο να δώσει τη μάχη γι'αυτούς,κάποιον μεσσία.Να τους οδηγήσει,να κάνει το θαύμα και όλα ν'αλλάξουν μέσα σε μια στιγμή. Ωρες ώρες νομίζω πως το έχει σκάσει από κάποιο κινούμενο σχέδιο.Από κάποια αποτυχημένη μεταφορά της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων.Είναι η κάμπια που καπνίζει.Μόνο που δε θα γίνει ποτέ πεταλούδα.Θαμμένος κάτω απ'τα βιβλία και τους δίσκους του,θα τα τρώει σιγά σιγά μέχρι να σκάσει.Μέχρι να ξεχάσει τα ακρωτηριασμένα του όνειρα και τις ματαιωμένες του προσδοκίες. Φοβήθηκε να θυσιάσει το τίποτα,που ούτε αυτό ήταν δικό του.Φοβήθηκε μήπως χάσει κάποιον από τους φόβους του,μόνο αυτοί του άνηκουν πραγματικά.Δεν αντέχω άλλο τέτοιους ανθώπους.Θα'θελα να κάνω εμετό πάνω τους,μέχρι να τους πνίξω,να τους κάψω τα μάτια,να γεμίσω τις φλέβες και τα πνευμόνια τους. Βαρέθηκα.Αυτή την πόλη.Δεν έχει φτιαχτεί για να ζουν άνθρωποι,αλλά για να σκοτώνονται μεταξύ τους.Όσο πιο μεγάλη,τόσο περισσότεροι οι νεκροί.όσο πιο όμορφη,τόσο πιο αποτελεσματικά σε σκοτώνει,όσο πιο άσχημη,τόσο πιο ανίκητη. Πόλεις παγίδες,φυλακές,ζωολογικοί κήποι,μηχανές του κιμά.Βαρέθηκα.Κι αφου δε μπορούμε ή μάλλον δε θέλουμε να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο,ας καταστρέψουμε αυτόν,ας τελειώνουμε μαζί του.Αφού δε μπορούμε να είμαστε άνθρωποι,ελεύθεροι,ανοιχτόμυαλοι,ας αφήσουμε τα ημίμετρα και ας κάνουμε αυτό που ξέρουμε καλύτερα,ας διαλύσουμε αυτό τον κόσμο. Να φτιάξουμε το απόλυτο αριστούργημα,ας κάψουμε τα πάντα,ας γκρεμίσουμε τα πάντα.Όχι άλλα λόγια,όχι άλλες νεκρές ιδέες,όχι άλλοι βαλσαμωμένοι θεοί και θρησκείες,όχι άλλη απληστία,όχι άλλα λεφτά,μόνο φωτιά,μόνο καταστροφή.Αφού δε μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο,ας είμαστε τουλάχιστον ελεύθεροι να καταστραφούμε με όποιον τρόπο θέλουμε.
Αυτή είναι η μόνη επιλογή που μας έχει απομείνει.Και είναι το μόνο που μπορώ να προσφέρω,το δικαίωμα της ισότητας στην αυτοκαταστροφή.Γι'αυτό θα γκρεμίσω τα κέντρα κράτησης,γι'αυτό θα τα ανατινάξω.Για να δώσω σ'αυτούς που είναι φυλακισμένοι,το τελευταίο ψίχουλο επιλογής,ό,τι έχει απομείνει από τη λέξη και την έννοια της ελευθερίας,το τελευταίο κουρέλι της σημαίας της,η σκιά της.
Το αίμα δε μιλάει.Όμως μερικές φορές γκρεμίζει τα φράγματα που το εμποδίζουν,πνίγει το σκοτάδι και ανοιγει το δρόμο.Μόνο οι οπλισμένοι προφήτες πετυχαίνουν το σκοπό τους,μόνο αυτοί μπορούν να δουν το μέλλον που προλόγισαν.Γιατί αυτοί θα το δημιουργήσουν.Είμαι ένας απ'αυτούς." Ο Σπύρος έκλεισε το τετράδιο και προσπάθησε ν'αναπνεύσει.Του έπεσε το τσιγάρο απ'το στόμα.Οι λέξεις,οι εικόνες,τα πρόσωπα στις οθόνες έμοιαζαν ψεύτικα.Σηκώθηκε απ'την καρέκλα,ζαλίστηκε,παραλίγο να πέσει.Έκλεισε σφιχτά τα μάτια του για μερικά δευτερόλεπτα και τ'άνοιξε. Η φωτιά είχε σκαρφαλώσει έξω απ'την τηλεόραση και έκαιγε τις κουρτίνες,κάλυψε γρήγορα όλο το ταβάνι.Ευχήθηκε να μην ήταν ο αδερφός του ανάμεσα στις μάσκες.Ευχήθηκε να μην είχε διαβάσει το ημερολόγιο.Κυρίως όμως,ευχήθηκε όλα αυτά,να ήταν απλά μια φάρσα ατυχών συμπτώσεων.
Δεν έβλεπε την ώρα να φύγει,κοίταζε το ρολόι συνέχεια.Ο Λάγιος ήταν κακόκεφος και προσπαθούσε να κρύψει τον εκνευρισμό του.Καθόταν στην άκρη του δωματίου,η απόσταση δεν ήταν αρκετή για να τον προστατέψει από τη φασαρία των υπολοίπων. Έξι άτομα,μπροστά από έναν υπολογιστή,να χαζεύουν τα video παρωδίες της εκτέλεσης του Πανάρετου,κάθε μισή ώρα ανέβαινε και ένα καινούργιο.Ο Λάγιος τους παρατηρούσε,να γελάνε ,αποβλακωμένοι και ξελιγωμένοι.Του θύμιζαν κακούς κινουμένων σχεδίων,όσο πιο πολύ χαχάνιζαν,τόσο πιο γελοίοι φαινόντουσαν,τόσο πιο απόκοσμοι και γκροτέσκοι. Αυτό που διάβαζε πίσω από αυτά τα χαμόγελα,ήταν το πιο ενοχλητικό.Τους ήξερε όλους,οι δύο πρώτοι ήταν ακροδεξιοί και δε το έκρυβαν.Χαιρόντουσαν με το θάνατο του Πανάρετου,τον είδαν σαν προοίμιο της επερχόμενης βασιλείας τους.Δε φάνηκε να τους πειράζει,πως κάποιος άλλος έκανε την αρχή. Ο τύπος στη μέση ήταν ο Κοντόπουλος,ο πιο διεφθαρμένος αστυνομικός που είχε γνωρίσει και ο διπλανός ήταν η ορντινάτσα του.Τελευταίος της παρέας,στα δεξιά,ο Πηγαδίτης,που το μόνο που τον αθώωνε ήταν η αφέλεια και η μαλακία του,που τις περισσότερες φορές ήταν ένα και το αυτό. 'Αφησε το πηγαδάκι και πήγε προς τον Λάγιο."Έλα να δεις ρε,μερικά video έχουν πολύ γέλιο""Δεν έχω όρεξη""Έλα ρε που σου λέω,μιλάμε για πολλή πλάκα""Άσε με ρε μαλάκα στην ησυχία μου,να περάσει η ώρα να φύγω!""Γιατί τέτοια μούτρα;Μη μου πεις ότι στεναχωρήθηκες για τον Πανάρετο;""Για μας στεναχωριέμαι""Τι εννοείς;""Μετά τα χθεσινά,θα μας πρήξουν τόσο πολύ τ'αρχίδια,που θα καθόμαστε πάνω τους σαν να είναι πουφ.Και ο τελευταίος ταλιμπανόβλαχος φετάρχης,που είχε βγει δημοτικός σύμβουλος στο Καρκαλέτσι,θα φοβάται για τη ζωή του.Θα ζητάνε όλοι οι πολιτικοί περισσότερη προστασία και να βρεθεί γρήγορα ο δολοφόνος.Ειδικά αν αυτός ο τρελός σκοτώσει κι άλλον,οι απαιτήσεις και η γκρίνια τους θα γίνουν ακόμα πιο παράλογες. Θα μας ζητάνε και τα ρέστα,γιατί δε πετάμε και γιατί δε βγάζουμε ακτίνες απ΄τα μάτια".Ο Πηγαδίτης τον κοίταζε με μισό μάτι"Αλέξη,ο μόνος που γκρινιάζει μέχρι στιγμής,είσαι εσύ.Πότε φεύγεις για διακοπές;""Έπρεπε να είχα φύγει".Άρπαξε τα κλειδιά και εξαφανίστηκε. Μπήκε στο αυτοκίνητο,έκλεισε τη πόρτα και έσφιξε το τιμόνι.Πήρε μια βαθιά ανάσα.Δεν ήθελε να πάει στο σπίτι.Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε.Νύχτωσε γρήγορα,το σκοτάδι απλώθηκε σαν μελάνι στο νερό.Μια θάλασσα από σύννεφα ταξίδευε από πάνω του,τον ακολουθούσε.
Εδώ και μέρες,δεν μπορούσε να συντονιστεί με την πραγματικότητα,ούτε καν με τον εαυτό του.Έψαχνε έναν τρόπο να ξεφύγει από όλα,μια ρωγμή στην πανοπλία του κόσμου,μια σχισμή στη θύελλα.Να πατήσει γκάζι και να χαθεί,να περάσει μέσα από αυτό το άθλιο σκηνικό,να το γκρεμίσει στο πέρασμα του. Οι σκιές στο δρόμο έπαιρναν φωτιά και έκαιγαν τις σκέψεις του.Η νύχτα δεν ήταν ευλογία πια,η πόλη μια τεράστια παγίδα,βυθός σπαρμένος με αστέρια,δολώματα που έκρυβαν κάθε λογής τέρατα.Δεν ήθελε τίποτα δικό του πια.Δεν έβρισκε παρηγοριά,ούτε αντιπερισπασμό πλέον στη δουλειά του.Η παιδιάστικη περηφάνια των πρώτων χρόνων,τώρα έμοιαζε αηδιαστική. Η ψευδαίσθηση της δύναμης ήταν αστεία,καταθλιπτικά αστεία.Ηθοποιοί που είχαν πάρει στα σοβαρά το ρόλο τους και τον έπαιζαν παντού.Όλο και πιο έντονα,μήπως και κάποια στιγμή,ξεχάσουν τον ηλίθιο,ανίκανο εαυτό τους.Δεν ήθελε να είναι αστυνομικός πλέον.Όπως δεν ήθελε και τη Σοφία.Πέντε χρόνια ήταν αρκετά.Οι στιγμές μαζί της ήταν σαν σήριαλ σε επανάληψη.Τόσο βαρετές,που μπορούσαν να προκαλέσουν το θάνατο από ασταμάτητο εμετό.
Το σώμα της,το φιλί της,δεν είχαν γεύση πια.Η φωνή της τον εκνεύριζε,οι συνήθειες και τα ελαττώματα της ήταν ανυπόφορα.Οι κυριακάτικες εφημερίδες,σκορπισμένες παντού,στο σαλόνι και το κρεβάτι,η αφηρημαδα της με τα τσιγάρα,στάχτες στα σεντόνια και το κομοδίνο. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει πότε ξεκίνησε η φθορά.Ίσως από τότε που έμεναν μαζί.Με το πρώτο άγγιγμα της οικειότητας,χάθηκε η μαγεία των φτερών τους,αν υπήρξε ποτέ..Ο χρόνος κυλούσε σαν αίμα,οι αναμνήσεις επέπλεαν σαν ναυάγια δίπλα του.Δεν υπήρχε λόγος να προσπαθεί,να υποκρίνεται. Σταμάτησε στον Λυκαβηττό.Ατένιζε τα φώτα όταν ξεκίνησε να ψιχαλίζει.Μπήκε στο αυτοκίνητο και ξεκίνησε.Του άρεσε η βροχή,απόψε όμως τον ενοχλούσε.Αφαιρούσε το μακιγιάζ της νύχτας και η ασχήμια ήταν ακόμη χειρότερη.Τα ένστικτα του ούρλιαζαν,η δολοφονία του Πανάρετου ήταν η αρχή.Η παλίρροια του μίσους θα ήταν ασταμάτητη. Η βροχή σταμάτησε,αυτό τον χαλάρωσε.Έβαλε μουσική χαμηλά,άνοιξε λίγο το τζάμι.Κοσκίνιζε στο μυαλό του τα θέλω και τα πρέπει,οργάνωνε τις επιθυμίες του,σαν πιόνια σε σκακιέρα.Ήθελε να συμφιλιωθεί με τη νύχτα,να τη κατακτήσει ξανά,να βρει το χρυσάφι της,να μην του είναι βάρος. Ν'ανακαλύψει και πάλι την γαλήνη των πραγμάτων,να βρει το ρυθμό του κόσμου,να μη παλεύει να τρέξει πιο γρήγορα απ'το χρόνο.Το σκοτάδι να ξαναγίνει καταφύγιο και όχι λάσπη,που μόλυνε τα πάντα.Να σταματήσει να φοβάται το μέλλον,να μη το βλέπει σαν σκιάχτρο,που του κλείνει το δρόμο και τον αναγκάζει να τρέξει προς τα πίσω και να κρυφτεί στο παρελθόν. Να ψάξει να βρει κάποια ξεχωριστή.Που όταν θα την αγκαλιάζει στη μέση της νύχτας,θα ανατριχιάζει και η γλύκα της αφής της,θα γεννάει χιλιάδες μικρά καλοκαίρια στα δάχτυλα του,που θα τον φιλάει σαν να θέλει να του κλέψει την ανάσα.Να ψάξει να βρει,όλες εκείνες τις στιγμές,που κρύβουν μια ολόκληρη ζωή μέσα τους. Το φως έκανε στάχτη τα σχέδια του.Δε κατάλαβε πως οδηγούσε όλο το βράδυ.Ο ήλιος του ξεχείλωσε τα μάτια,η μέρα γέμισε εγκαύματα τις αισθήσεις και τις σκέψεις του.Η μιζέρια μόνιμο τατουάζ πάνω στην πόλη,ο μόνος τρόπος για να φύγει,να κάψεις το δέρμα..