"Στο καθαρτήριο μιλούν πολύ,στη κόλαση σιωπούν"
Μύριζε τσιγαρίλα από τις σκάλες.Ο πατέρας του έβλεπε ειδήσεις.Μουρμούραγε κοιτώντας το ταβάνι και γρύλιζε στη τηλεόραση.Ήταν η ώρα της εκτόνωσης.Του έφταιγαν όλα.Οι ξένοι στον πάνω όροφο,που έκαναν πάντα φασαρία.Οι ξένοι στην οθόνη,που πνιγόντουσαν χωρίς την άδεια του.Ο Παναγιώτης μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο του,άφησε τη τσάντα στο πάτωμα και βούλιαξε στην πολυθρόνα.
Το κινητό του δεν είχε μπαταρία.Έψαξε στο γραφείο και στα συρτάρια για τον φορτιστή.Τον είχε αφήσει στο σαλόνι,απ'το προηγούμενο βράδυ.Δεν είχε διάθεση για κουβέντα.Ξεφύσηξε και σηκώθηκε.Δε του έδωσε σημασία."Κοίτα τους,γιατί δεν πάτε στη χώρα σας να πνιγείτε;".Ο φορτιστής,είχε πέσει πίσω απ'το τραπεζάκι της τηλεόρασης.Δεν πρόλαβε να βγει απ'το σαλόνι,τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν.
"Που ήσουνα;""Έξω""Δεν έχει όνομα αυτό το έξω;"Όχι""Η μάνα σου είπε ότι ήσουνα στον Αντρέα" "Όχι,δεν ήμουν εκεί""Τότε που ήσουν;".Ο Παναγιώτης κάγχασε και του έδειξε την τηλεόραση.Ο δημοσιογράφος μιλούσε με εθελοντές διασώστες.Ο πατέρας του ρουθούνισε ειρωνικά."Σε πιστευώ""Μπορώ να φύγω τώρα;""Αν ήταν Έλληνες δεν θα έκανες τίποτα.Κάνε μου μια χάρη,όταν ξαναπάς,ρώτησε τους,γιατί δεν μένουν στις χώρες τους να πολεμήσουν,γιατί έρχονται εδώ;"
"Ξέρω'γω,οι γονείς σου γιατί δεν έμειναν στη Σμύρνη να πολεμήσουν και ήρθαν εδώ;""Δεν είναι ίδιο!""Έχεις δίκιο,αυτοί οι άνθρωποι περνάνε χειρότερα""Νομίζεις,δεν σου είχε πει ιστορίες ο παππούς,γι'αυτό δεν ξέρεις""Ο παππούς έζησε για να τις πει αυτές τις ιστορίες,πολλοί απ'αυτούς που βρίζεις όχι.Τις θυμάμαι τις ιστορίες του,για το πόσο άσχημα τους φέρθηκαν οι ντόπιοι.Για την ξαδέρφη του που την βίασαν,για την εκμετάλλευση.Θυμόταν όλες τις βρισιές και τα παρατσούκλια.Τουλάχιστον αυτοί εδώ δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε".
Ο πατέρας άναψε τσιγάρο,ήθελε να πετάξει το τασάκι στην οθόνη."Ό,τι και να μου πεις,δεν πρόκειται να μου αλλάξεις γνώμη,δεν πρόκειται να με κάνεις να τους αγαπήσω,ούτε να τους δεχθώ.Η χώρα καταστρέφεται και αυτοί θα μας αποτελειώσουν.Είναι θέμα λογικής,δεν μπορούμε ν'αντέξουμε άλλο κόσμο,η πόλη έχει γίνει γκέτο,δεν τα βλέπεις όλα αυτά;"
"Δε σου ζητάω να τους αγαπήσεις.Σου ζητάω μόνο να στρέψεις το μίσος σου αλλού,σ'αυτούς που είναι υπέυθυνοι για την δυστυχία αυτών των ανθρώπων.Δε σου ζητάω περισσότερα απ'αυτά που μπορείς,ξέρω πως έχεις ξεχάσει ν'αγαπάς,να συμπονάς,να συμμετέχεις.Γι'αυτό σου ζητάω κάτι που σου είναι εύκολο.Να μισήσεις τους σωστούς ανθρώπους και για τους σωστούς λόγους".Έστρεψε τα μάτια του αλλού,τίναζε νευρικά το τσιγάρο.Ο Παναγιώτης είχε ήδη μετανιώσει για τη συζήτηση μαζί του.
"Πήγες σε δύο διαδηλώσεις,σε δύο πορείες και τα έμαθες όλα.Έτσι νομίζεις πως αλλάζει ο κόσμος,με την καταστροφή;""Ναι,ανοίγει τον δρόμο για το καινούργιο.Η πραγματική καταστροφή είναι να θυσιάζεις τους ζωντανούς για κάτι που έχει πεθάνει""Γιατί δεν πας στους τζιχαντιστές;Κι'αυτοί δρόμο ανοίγουν""Καταλαβαίνω γιατί σε τρομάζουν""Γιατί εσύ δεν φοβάσαι;""Σε τρομάζουν γιατί βλέπεις τον εαυτό σου στην εικόνα τους.Τους φοβάσαι,όχι γιατί είναι βάρβαροι,αλλά γιατί σκοτώνουν χωρίς να χρειάζονται προσχήματα και επικάλυψη πολιτισμού.Σε τρομάζουν γιατί ξέρεις πως δεν μπορείς να τους ανταγωνιστείς"
"Τι σχέση έχω εγώ μ'αυτούς;Εγώ δεν αποκεφαλίζω,ούτε εκτελώ αθώους!""Ξέρω,εσύ είσαι πολιτισμένος,βάζεις κάποιον άλλο να το κάνει για σένα.Ψηφίζεις πολιτικούς που στέλνουν στρατό να τους βομβαρδίσει και ν'ανοίξει το δρόμο για το κέρδος.Τους αφήνεις να πνίγονται,να τους εκμεταλλεύονται,να τους δέρνουν μέχρι θανάτου""Εγώ δεν σκότωσα κανέναν,τ'ακούς;!""Αν μπορούσες όμως θα το 'κάνες;Όλη μέρα τους βρίζεις και εύχεσαι να πεθάνουν.Αν μπορούσες λοιπόν,θα τους έδινες τη χαριστική βολή;Θα τους πυροβολούσες στο νερό;Όλους,γυναίκες και παιδιά;""Όχι ρε Παναγιώτη,αλλά θα έκλεινα τα σύνορα,να μη περάσει κανείς".
"Ωραία,δεν θα τραβούσες τη σκανδάλη.Θα τους ανάγκαζες να πνιγούν ή να πεθάνουν στα ναρκοπέδια.Τι σε κάνει καλύτερο απ'τους τζιχαντιστές λοιπόν;Τίποτα,απλά είσαι υποκριτής.Όπως με όλα τα υπόλοιπα σ'αυτή τη ζωή,θέλεις να φορτώσεις τις ενοχές σου σε κάποιον άλλο""Ρε Παναγιώτη πιο σιγά,ηρεμήστε λίγο,θα ξυπνήσετε τη μαμά""Σπύρο,πάρε τον αδερφό σου σε παρακαλώ,πριν μου φτάσει τη πίεση 22".
Ο Σπύρος ήταν αγουροξυπνημένος,έκανε νόημα στον αδερφό του να τον ακολουθήσει.Ο πατέρας επέστρεψε στη ύπνωση του,μάσαγε τα μουρμουρητά του ανάμεσα στα τσιγάρα."Γενιά του internet και μαλακίες.Τίποτα δεν ξέρουν τα μαλακισμένα".Ο Σπύρος έκατσε πίσω απ΄το γραφείο και άνοιξε τον υπολογιστή.Παρακοιμήθηκε.Η ημικρανία τον χτυπούσε στο μάτι.Φόρεσε το μπουφάν και ανέβηκε στην ταράτσα.Δεν ήθελε να κάτσει στο σπίτι,αλλά ούτε και να βγει,οπότε η ταράτσα ήταν ο ιδανικός συμβιβασμός.
Πριν προλάβει να πατήσει play,άκουσε τη φωνή του Παναγιώτη."Δεν ήξερα ότι έρχεσαι ακόμα εδώ".Τον τρόμαξε,γύρισε και τον κοίταξε."Καμιά φορά,το βράδυ είναι ωραία".Στάθηκε δίπλα του,χάζεψε τη θέα."Έχεις φωτιά;".Τον αιφνιδίασε για δεύτερη φορά.Καθυστέρησε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να βρει τον αναπτήρα."Δεν ήξερα ότι καπνίζεις""Μη φοβάσαι,δεν θα σου κάνω τράκα,δε μ'αρέσουν τα δικά σου".Γύρισε τη πλάτη,ακούμπησε στα κάγκελα."Θυμάσαι όταν ήμασταν μικροί;Που ανεβαίναμε και παίζαμε με εκείνη την σφεντόνα που είχες πάρει απ'το Μοναστηράκι;".Ο Παναγιώτης γέλασε."Ναι.Ειδικά όταν γύριζαν απ'το χωριό και έφερναν καρύδια.Μια φορά τα είχαμε πετάξει όλα,ολόκληρο σακί.Είχε γεμίσει η γειτονιά".
Ο Σπύρος είχε πολύ καιρό να δει τον αδερφό του να χαμογελά.Νόμιζε πως μιλούσε σε κάποιον άλλο."Μη τον τσιγκλάς συνέχεια,άστον.Αφού τον ξέρεις,δεν πρόκειται ν'αλλάξει τώρα.Δεν θέλει κουβέντα,θέλει κάποιον μόνο να τον ακούει".Το πρόσωπο του Παναγιώτη σκοτείνιασε."Και αυτό με τους τζιχαντιστές,τι το'θέλες;Ήταν υπερβολή""Γιατί;""Τι γιατί ρε'συ;"Αυτοί είναι ψυχοπαθείς.Η τυφλή βία οδηγεί σε περισσότερη βία,δεν έχει λογική".
"Κάνεις λάθος.Δεν θα το έκανα ποτέ,αλλά μπορώ να το καταλάβω.Όταν η πολιτισμένη Δύση σε βάζει στο περιθώριο,σου τα στερεί όλα,σε κάνει να νιώθεις ανεπιθύμητος,περιττός,αυτοί οι ψυχοπαθείς σου προσφέρουν ένα σκοπό.Να γίνεις μέλος μιας ομάδας,ν'ανήκεις κάπου.Σου δίνουν την ευκαιρία να τα βάλεις με τον εχθρό.Έναν εχθρό που μας βλέπει όλους σαν ξένους και δημιουργεί συνεχώς καινούργια σύνορα και τείχη για να μας κρατήσει μακρυά του".
"Δηλαδή το θεωρείς φυσιολογικό να σκοτώνεις;Να σκοτώνεις έτσι;""Δε ξέρω τι είναι φυσιολογικό,ο καθένας το ορίζει διαφορετικά.Πάντως δεν είναι το να ανέχεσαι αυτή τη κατάσταση.Να θεωρείς πολιτισμό αυτό το πράγμα.Να προσπαθείς να δικαιολογήσεις τα πάντα,αρκεί να μη να κάνεις τίποτα.Δεν είναι φυσιολογικό το να μην αντιδράς,ακόμη και με έναν ακραίο τρόπο.Να περιμένεις πάντα κάποιον άλλο να βγάλει το φίδι απ'τη τρύπα,να κρύβεσαι πίσω απ'τους φόβους σου.Αυτό σημαίνει πως είσαι νεκρός.Άκου Σπύρο,ξέρω πως δεν μπορώ ν'αλλάξω τον κόσμο.Τουλάχιστον ν'αλλάξω τον εαυτό μου με τους δικούς μου όρους.
Αν είναι να πεθάνω,να πεθάνω με τον δικό μου τρόπο,προσπαθώντας,παλεύοντας.Όχι απλά περιμένοντας".Πέταξε το τσιγάρο στο κενό και έφυγε.Ο Σπύρος φόρεσε τ'ακουστικά και την κουκούλα του.Ψιχάλιζε.Για άλλη μια φορά αισθάνθηκε άβολα,κουβεντιάζοντας με τον αδερφό του.Κοίταξε γύρω του,νόμιζε πως τον παρακολουθούν.Πως τ'αστέρια είναι κλειδαρότρυπες,κάποιος τον κρυφοκοιτάζει και γελά.
Η βροχή ήταν βλέματα αδηφάγα,ήθελαν να τρυπώσουν παντού και να τα δουν όλα,να γελάσουν με όλες του τις σκέψεις και τα μυστικά.Μέσα του πλημμύρισε ξανά από τ'αδιέξοδα.Πάτησε το play και ευχήθηκε το πρώτο τραγούδι να μπορέσει ν'αποστομώσει τις αμφιβολίες του,να τις κάνει να τραγουδήσουν.
Μύριζε τσιγαρίλα από τις σκάλες.Ο πατέρας του έβλεπε ειδήσεις.Μουρμούραγε κοιτώντας το ταβάνι και γρύλιζε στη τηλεόραση.Ήταν η ώρα της εκτόνωσης.Του έφταιγαν όλα.Οι ξένοι στον πάνω όροφο,που έκαναν πάντα φασαρία.Οι ξένοι στην οθόνη,που πνιγόντουσαν χωρίς την άδεια του.Ο Παναγιώτης μπήκε αθόρυβα στο δωμάτιο του,άφησε τη τσάντα στο πάτωμα και βούλιαξε στην πολυθρόνα.
Το κινητό του δεν είχε μπαταρία.Έψαξε στο γραφείο και στα συρτάρια για τον φορτιστή.Τον είχε αφήσει στο σαλόνι,απ'το προηγούμενο βράδυ.Δεν είχε διάθεση για κουβέντα.Ξεφύσηξε και σηκώθηκε.Δε του έδωσε σημασία."Κοίτα τους,γιατί δεν πάτε στη χώρα σας να πνιγείτε;".Ο φορτιστής,είχε πέσει πίσω απ'το τραπεζάκι της τηλεόρασης.Δεν πρόλαβε να βγει απ'το σαλόνι,τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν.
"Που ήσουνα;""Έξω""Δεν έχει όνομα αυτό το έξω;"Όχι""Η μάνα σου είπε ότι ήσουνα στον Αντρέα" "Όχι,δεν ήμουν εκεί""Τότε που ήσουν;".Ο Παναγιώτης κάγχασε και του έδειξε την τηλεόραση.Ο δημοσιογράφος μιλούσε με εθελοντές διασώστες.Ο πατέρας του ρουθούνισε ειρωνικά."Σε πιστευώ""Μπορώ να φύγω τώρα;""Αν ήταν Έλληνες δεν θα έκανες τίποτα.Κάνε μου μια χάρη,όταν ξαναπάς,ρώτησε τους,γιατί δεν μένουν στις χώρες τους να πολεμήσουν,γιατί έρχονται εδώ;"
"Ξέρω'γω,οι γονείς σου γιατί δεν έμειναν στη Σμύρνη να πολεμήσουν και ήρθαν εδώ;""Δεν είναι ίδιο!""Έχεις δίκιο,αυτοί οι άνθρωποι περνάνε χειρότερα""Νομίζεις,δεν σου είχε πει ιστορίες ο παππούς,γι'αυτό δεν ξέρεις""Ο παππούς έζησε για να τις πει αυτές τις ιστορίες,πολλοί απ'αυτούς που βρίζεις όχι.Τις θυμάμαι τις ιστορίες του,για το πόσο άσχημα τους φέρθηκαν οι ντόπιοι.Για την ξαδέρφη του που την βίασαν,για την εκμετάλλευση.Θυμόταν όλες τις βρισιές και τα παρατσούκλια.Τουλάχιστον αυτοί εδώ δεν καταλαβαίνουν τι τους λένε".
Ο πατέρας άναψε τσιγάρο,ήθελε να πετάξει το τασάκι στην οθόνη."Ό,τι και να μου πεις,δεν πρόκειται να μου αλλάξεις γνώμη,δεν πρόκειται να με κάνεις να τους αγαπήσω,ούτε να τους δεχθώ.Η χώρα καταστρέφεται και αυτοί θα μας αποτελειώσουν.Είναι θέμα λογικής,δεν μπορούμε ν'αντέξουμε άλλο κόσμο,η πόλη έχει γίνει γκέτο,δεν τα βλέπεις όλα αυτά;"
"Δε σου ζητάω να τους αγαπήσεις.Σου ζητάω μόνο να στρέψεις το μίσος σου αλλού,σ'αυτούς που είναι υπέυθυνοι για την δυστυχία αυτών των ανθρώπων.Δε σου ζητάω περισσότερα απ'αυτά που μπορείς,ξέρω πως έχεις ξεχάσει ν'αγαπάς,να συμπονάς,να συμμετέχεις.Γι'αυτό σου ζητάω κάτι που σου είναι εύκολο.Να μισήσεις τους σωστούς ανθρώπους και για τους σωστούς λόγους".Έστρεψε τα μάτια του αλλού,τίναζε νευρικά το τσιγάρο.Ο Παναγιώτης είχε ήδη μετανιώσει για τη συζήτηση μαζί του.
"Πήγες σε δύο διαδηλώσεις,σε δύο πορείες και τα έμαθες όλα.Έτσι νομίζεις πως αλλάζει ο κόσμος,με την καταστροφή;""Ναι,ανοίγει τον δρόμο για το καινούργιο.Η πραγματική καταστροφή είναι να θυσιάζεις τους ζωντανούς για κάτι που έχει πεθάνει""Γιατί δεν πας στους τζιχαντιστές;Κι'αυτοί δρόμο ανοίγουν""Καταλαβαίνω γιατί σε τρομάζουν""Γιατί εσύ δεν φοβάσαι;""Σε τρομάζουν γιατί βλέπεις τον εαυτό σου στην εικόνα τους.Τους φοβάσαι,όχι γιατί είναι βάρβαροι,αλλά γιατί σκοτώνουν χωρίς να χρειάζονται προσχήματα και επικάλυψη πολιτισμού.Σε τρομάζουν γιατί ξέρεις πως δεν μπορείς να τους ανταγωνιστείς"
"Τι σχέση έχω εγώ μ'αυτούς;Εγώ δεν αποκεφαλίζω,ούτε εκτελώ αθώους!""Ξέρω,εσύ είσαι πολιτισμένος,βάζεις κάποιον άλλο να το κάνει για σένα.Ψηφίζεις πολιτικούς που στέλνουν στρατό να τους βομβαρδίσει και ν'ανοίξει το δρόμο για το κέρδος.Τους αφήνεις να πνίγονται,να τους εκμεταλλεύονται,να τους δέρνουν μέχρι θανάτου""Εγώ δεν σκότωσα κανέναν,τ'ακούς;!""Αν μπορούσες όμως θα το 'κάνες;Όλη μέρα τους βρίζεις και εύχεσαι να πεθάνουν.Αν μπορούσες λοιπόν,θα τους έδινες τη χαριστική βολή;Θα τους πυροβολούσες στο νερό;Όλους,γυναίκες και παιδιά;""Όχι ρε Παναγιώτη,αλλά θα έκλεινα τα σύνορα,να μη περάσει κανείς".
"Ωραία,δεν θα τραβούσες τη σκανδάλη.Θα τους ανάγκαζες να πνιγούν ή να πεθάνουν στα ναρκοπέδια.Τι σε κάνει καλύτερο απ'τους τζιχαντιστές λοιπόν;Τίποτα,απλά είσαι υποκριτής.Όπως με όλα τα υπόλοιπα σ'αυτή τη ζωή,θέλεις να φορτώσεις τις ενοχές σου σε κάποιον άλλο""Ρε Παναγιώτη πιο σιγά,ηρεμήστε λίγο,θα ξυπνήσετε τη μαμά""Σπύρο,πάρε τον αδερφό σου σε παρακαλώ,πριν μου φτάσει τη πίεση 22".
Ο Σπύρος ήταν αγουροξυπνημένος,έκανε νόημα στον αδερφό του να τον ακολουθήσει.Ο πατέρας επέστρεψε στη ύπνωση του,μάσαγε τα μουρμουρητά του ανάμεσα στα τσιγάρα."Γενιά του internet και μαλακίες.Τίποτα δεν ξέρουν τα μαλακισμένα".Ο Σπύρος έκατσε πίσω απ΄το γραφείο και άνοιξε τον υπολογιστή.Παρακοιμήθηκε.Η ημικρανία τον χτυπούσε στο μάτι.Φόρεσε το μπουφάν και ανέβηκε στην ταράτσα.Δεν ήθελε να κάτσει στο σπίτι,αλλά ούτε και να βγει,οπότε η ταράτσα ήταν ο ιδανικός συμβιβασμός.
Πριν προλάβει να πατήσει play,άκουσε τη φωνή του Παναγιώτη."Δεν ήξερα ότι έρχεσαι ακόμα εδώ".Τον τρόμαξε,γύρισε και τον κοίταξε."Καμιά φορά,το βράδυ είναι ωραία".Στάθηκε δίπλα του,χάζεψε τη θέα."Έχεις φωτιά;".Τον αιφνιδίασε για δεύτερη φορά.Καθυστέρησε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να βρει τον αναπτήρα."Δεν ήξερα ότι καπνίζεις""Μη φοβάσαι,δεν θα σου κάνω τράκα,δε μ'αρέσουν τα δικά σου".Γύρισε τη πλάτη,ακούμπησε στα κάγκελα."Θυμάσαι όταν ήμασταν μικροί;Που ανεβαίναμε και παίζαμε με εκείνη την σφεντόνα που είχες πάρει απ'το Μοναστηράκι;".Ο Παναγιώτης γέλασε."Ναι.Ειδικά όταν γύριζαν απ'το χωριό και έφερναν καρύδια.Μια φορά τα είχαμε πετάξει όλα,ολόκληρο σακί.Είχε γεμίσει η γειτονιά".
Ο Σπύρος είχε πολύ καιρό να δει τον αδερφό του να χαμογελά.Νόμιζε πως μιλούσε σε κάποιον άλλο."Μη τον τσιγκλάς συνέχεια,άστον.Αφού τον ξέρεις,δεν πρόκειται ν'αλλάξει τώρα.Δεν θέλει κουβέντα,θέλει κάποιον μόνο να τον ακούει".Το πρόσωπο του Παναγιώτη σκοτείνιασε."Και αυτό με τους τζιχαντιστές,τι το'θέλες;Ήταν υπερβολή""Γιατί;""Τι γιατί ρε'συ;"Αυτοί είναι ψυχοπαθείς.Η τυφλή βία οδηγεί σε περισσότερη βία,δεν έχει λογική".
"Κάνεις λάθος.Δεν θα το έκανα ποτέ,αλλά μπορώ να το καταλάβω.Όταν η πολιτισμένη Δύση σε βάζει στο περιθώριο,σου τα στερεί όλα,σε κάνει να νιώθεις ανεπιθύμητος,περιττός,αυτοί οι ψυχοπαθείς σου προσφέρουν ένα σκοπό.Να γίνεις μέλος μιας ομάδας,ν'ανήκεις κάπου.Σου δίνουν την ευκαιρία να τα βάλεις με τον εχθρό.Έναν εχθρό που μας βλέπει όλους σαν ξένους και δημιουργεί συνεχώς καινούργια σύνορα και τείχη για να μας κρατήσει μακρυά του".
"Δηλαδή το θεωρείς φυσιολογικό να σκοτώνεις;Να σκοτώνεις έτσι;""Δε ξέρω τι είναι φυσιολογικό,ο καθένας το ορίζει διαφορετικά.Πάντως δεν είναι το να ανέχεσαι αυτή τη κατάσταση.Να θεωρείς πολιτισμό αυτό το πράγμα.Να προσπαθείς να δικαιολογήσεις τα πάντα,αρκεί να μη να κάνεις τίποτα.Δεν είναι φυσιολογικό το να μην αντιδράς,ακόμη και με έναν ακραίο τρόπο.Να περιμένεις πάντα κάποιον άλλο να βγάλει το φίδι απ'τη τρύπα,να κρύβεσαι πίσω απ'τους φόβους σου.Αυτό σημαίνει πως είσαι νεκρός.Άκου Σπύρο,ξέρω πως δεν μπορώ ν'αλλάξω τον κόσμο.Τουλάχιστον ν'αλλάξω τον εαυτό μου με τους δικούς μου όρους.
Αν είναι να πεθάνω,να πεθάνω με τον δικό μου τρόπο,προσπαθώντας,παλεύοντας.Όχι απλά περιμένοντας".Πέταξε το τσιγάρο στο κενό και έφυγε.Ο Σπύρος φόρεσε τ'ακουστικά και την κουκούλα του.Ψιχάλιζε.Για άλλη μια φορά αισθάνθηκε άβολα,κουβεντιάζοντας με τον αδερφό του.Κοίταξε γύρω του,νόμιζε πως τον παρακολουθούν.Πως τ'αστέρια είναι κλειδαρότρυπες,κάποιος τον κρυφοκοιτάζει και γελά.
Η βροχή ήταν βλέματα αδηφάγα,ήθελαν να τρυπώσουν παντού και να τα δουν όλα,να γελάσουν με όλες του τις σκέψεις και τα μυστικά.Μέσα του πλημμύρισε ξανά από τ'αδιέξοδα.Πάτησε το play και ευχήθηκε το πρώτο τραγούδι να μπορέσει ν'αποστομώσει τις αμφιβολίες του,να τις κάνει να τραγουδήσουν.