Iντερλούδιο
"The Sorcerer"
"Όταν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω,απαντούσα πως ήθελα να ταξιδέψω.Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,πάντα έδινα την ίδια απάντηση.Ανακάλυψα πως τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα.Για να ταξιδέψω,έπρεπε να κάνω κάτι,να έχω μια συγκεκριμένη δουλειά.
Δεν μου άρεσε κανένα επάγγελμα,δεν είχα κανένα ταλέντο σε τίποτα.Η λαχτάρα μου για να ταξιδέψω,ν'αφήσω τη μικρή πόλη που γεννήθηκα,θέριευε μέσα μου.Έπρεπε να αποφασίσω.Διάλεξα τον στρατό,ήταν η πιο εύκολη ή μάλλον η μόνη επιλογή,για κάποιον σαν εμένα,χωρίς φιλοδοξίες.
Όταν αρχίζεις και συνηθίζεις,δεν είναι και τόσο άσχημα.Δεν ξόδευα σχεδόν τίποτα,μάζευα χρήματα για τα ταξίδια μου.Μόλις βγήκα απ'το αεροπλάνο και πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου σε ξένη χώρα,ήμουν σίγουρος για την επιλογή μου.Κάθε ταξίδι ήταν και ένα νέο όνειρο.
Δυστυχώς δεν ήταν αρκετό.Δεν είχα ποτέ αρκετά λεφτά ή χρόνο για να εξερευνήσω,να γίνω ένα με το μέρος που βρισκόμουν.Aισθανόμουν πως έφευγα τη χειρότερη στιγμή,τη στιγμή που ξεκινούσε η γιορτή,το πάρτυ.Έπρεπε να βρω τρόπο να αυξήσω το εισόδημα μου.
Ο στρατός δεν προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες σε απλούς στρατιώτες.Έψαξα.Κατά μεγάλη ειρωνεία,ο μόνος τρόπος να βγάλεις περισσότερα χρήματα,ήταν οι αποστολές στο εξωτερικό.Δεν ήταν κακή ιδέα.Έπρεπε να βελτιωθώ,να βελτιωθώ πολύ.
Άρχισα να γυμνάζομαι,ξεκίνησα μαθήματα πολεμικών τεχνών,έκανα ατελείωτες ώρες εξάσκηση στη σκοποβολή.Ένα χρόνο μετά ήμουν έτοιμος.Έιχα γίνει αγνώριστος,ήμουν στη καλύτερη φυσική κατάσταση της ζωής μου.Η πρώτη αποστολή ήταν στην Λατινική Αμερική.Η ζέστη ήταν αφόρητη.
Το μέρος ένας τεράστιος βάλτος.Οι άνθρωποι έμοιαζαν πλασμένοι από λάσπη,σκατά και νεκρές μύγες.Νομίζαμε πως πεθάνουμε απο τη βρώμα,αν δεν μας σκότωνε πρώτα η πλήξη.Μέχρι που ήρθε η τελευταία μέρα.Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για να σκοτώσεις.
Δεν το είχα σκεφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή,νόμιζα πως δεν θα χρειαζόταν να το κάνω.Η ένταση ήταν απίστευτη,κόντευα να λιποθυμήσω.Μπήκαμε στο χωριό πριν το ξημέρωμα.Εκείνες τις ώρες,λίγο πριν την αυγή,τα βάθη της σιωπής και του σκότους,έδιναν στα πάντα μια αλλόκοτη μορφή.
Είχαμε εισβάλλει σ'ένα όνειρο,δεν υπήρχαν ήχοι.Αισθανόμουν ανάλαφρος,σαν να βρισκόμουν στο φεγγάρι,με ένα πήδημα,μπορούσα να βρεθώ στην άλλη μεριά του δρόμου.Δεν φοβόμουν πλέον,δεν ανησυχούσα,ήμουν σίγουρος πως όλα θα τελείωναν αναίμακτα.Μέχρι που ξημέρωσε.Το πρώτο φως ήταν σαν νυστέρι.
Ένας χωρικός εμφανίστηκε μπροστά μου,σχεδόν έπεσε πάνω μου.Ο χρόνος είχε σταματήσει.Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή,τον τρόμο και την έκπληξη στα μάτια του.Λες και η αντανάκλαση του είχε βγει απ'τον καθρέφτη.
Δεν πρόσεξα αν κράταγε όπλο ή όχι.Έμεινα παγωμένος για μερικά δευτερόλεπτα.Πάτησα την σκανδάλη.Οι ήχοι επανήλθαν.Μόλις σωριάστηκε,ο χρόνος ξεκίνησε ξανά,σε fast forward.Φωνές απ'όλες τις πλευρές,πυροβολισμοί.Γυναίκες,γέροι και παιδιά έτρεχαν να σωθούν.
Και'γω είχα σκοτώσει για πρώτη φορά.Το συναίσθημα ήταν απίστευτο,Είχα ανακαλύψει ένα νέο είδος οργασμού.Έτρεχα καυλωμένος,μεθυσμένος από μια υπερφυσική διάυγεια.Σήκωσα το όπλο και έριξα ξανά.Ξανά.Και ξανά.Δεν ήθελα να σταματήσω.
Σκότωσα 6 ανθρώπους εκείνη τη μέρα.Κανένας δεν ήταν στρατιώτης,κανένας δεν μ'απειλούσε.Δεν είχε σημασία.Ήμουν σε συνεχή έξαψη,το μυαλό μου δεν έσβηνε με τίποτα.Δεν μ'ένοιαζαν τα χρήματα ή τα ταξίδια πλέον.Η βία ήταν ναρκωτικό,ήθελα κι άλλο.Ζούσα για την επόμενη αποστολή,για τον επόμενο φόνο.
Δεν σταματούσα,δεν έπαιρνα άδειες,δεν ξόδευα.Δεν είχα φίλους ή ερωμένες.Ο φόβος ήταν το νόμισμα της εξουσίας,το μόνο που είχε αξία για μένα.Ήθελα το βλέμμα τους,αυτό που είναι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο,ήταν το πιο πολύτιμο λάφυρο,το ζενίθ της ηδονής.Είχα ανακαλύψει το ταλέντο μου.
Η βία ήταν η τέχνη μου.Άφηνα πίσω μου πρόσωπα σαν να τα είχε ζωγραφίσει ο Πικάσο ή ο Νταλί.Τους έβαζα φωτιά και γινόντουσαν πίνακες του Μπέηκον ή του Μοντιλιάνι.Πρόσωπα ξεφλουδισμένα,στόματα ξεχειλωμένα,εκτυφλωτικές λεπτομέρειες ανείπωτης ομορφιάς.
Μιας ομορφιάς που μόνο οι μυημένοι στα μυστήρια αυτής της τέχνης μπορούσαν να εκτιμήσουν.Δεν είχε σημασία το μέρος,η σταυροφορία των ενστίκτων δεν σταματούσε πουθενά.Ήμασταν πάντα εκεί,πίσω απ'όλες τις αποχρώσεις του φόβου.Η νύχτα άλλαζε δέρμα σαν φίδι και'μεις αδέσποτοι εφιάλτες,ψάχναμε κάποιον να μας ονειρευτεί.
Η εξουσία μας απόλυτη,οι σφαίρες αλέθανε και το κενό,ακόμα οι άνεμοι αιμορραγούσαν.Δεν υπήρχανε εξαιρέσεις ή διαφυγή.Ήμασταν οι εκλεκτοί,εμείς απολαμβάναμε τον αφρό,το καλύτερο κομμάτι,όχι οι ανώτεροι μας.Καταναλώναμε την ζωή την ίδια,τον κόκκινο χρυσό.Ο,τιδήποτε αφήναμε,ήταν τ'αποφάγια των θεών.
Πέρασαν δύο χρόνια δαιμονισμένης έκστασης και φρενίτιδας.Έπρεπε να κάνω ένα διάλειμμα.Όταν είδα τον τραπεζικό μου λογαριασμό,δεν το πίστευα.Είχα μαζέψει ένα τεράστιο ποσό.Δεν έκατσα ούτε μια εβδομάδα στο σπίτι.Ο ενθουσιασμός μου ξεθύμανε απ'το αεροδρόμιο.Τα ταξίδια δεν ήταν το ίδιο,χωρίς το αίμα δεν είχαν γεύση.
Και τότε η διαύγεια έγινε επώδυνη,σαν σύνδρομο στέρησης.Η βία ήταν η υπερβολική δόση πραγματικότητας,καθαρής πραγματικότητας.Ο,τιδήποτε άλλο ήταν νοθευμένο.Η επήρεια της διετούς δόσης υποχωρούσε και'γω δεν άντεχα τον εαυτό μου,ούτε λεπτό.
Όταν ζεις χωρίς κανόνες,δεν μπορείς ξαφνικά να τους ανεχθείς,δεν υπάρχει κανονική ζωή.Η σιωπή,η υποκρισία,η ευγένεια,οι νόμοι του κράτους και οι άγραφοι της καθημερινότητας,όλα αυτά είναι βάρος.Παραλίγο να σκοτώσω κάποιον στο ασανσέρ.Έτσι,επειδή απλά βαριόμουν.Ήθελα να δω πως θα ήταν το αίμα του στον καθρέφτη.
Γύρισα πίσω,ετοιμάστηκα για την επόμενη αποστολή.Η έκσταση είχε χαθεί.Δεν ήμουν πια ερωτευμένος,το πρόσωπο που είχα απέναντι μου δεν μου προκαλούσε τίποτα,ούτε καν αδιαφορία.Δεν μπορούσα να το δω ούτε σαν δουλειά πλέον.Η πλήξη θα με έριχνε σε κώμα.
Η βία έγινε ρουτίνα,δεν μου προσφερε ούτε ένα δευτερόλεπτο ρίγους.Ίσως για'αυτό να μας παράτησε ο Θεός,βαρέθηκε να μας σκοτώνει.Έκανα τα πάντα μηχανικά,σαν να παίζω ένα video game που το είχα τερματίσει δεκάδες φορές.
Έψαχνα να βρω έναν λόγο να σταματήσω,να τα παρατήσω.Είχα μαζέψει αρκετά χρήματα,θα μπορούσα να ανοίξω μια επιχείρηση.Όλες αυτές οι σκέψεις,ήταν καταδικασμένες πριν καν γίνουν.Έψαχνα για κάτι άλλο.Υπήρχαν οι πρακτικοί λόγοι.
Στην ηλικία που ήμουν,δεν μπορούσα να ξαναρχίσω,να μάθω κάτι καινούργιο.Ήμουν πολύ καλός σε αυτό έκανα και τα λεφτά που έβγαζα,δεν θα τα έβρισκα πουθενά αλλού.Έψαξα βαθύτερα,για τύψεις,για μεταμέλεια.Δεν βρήκα τίποτα,δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου να νιώσει ένοχος.
Κάποιοι λύγιζαν,η εμπειρία τους διέλυε.Έπρεπε να σκοτώσουν ένα κομμάτι του εαυτού τους για να ζήσουν τα υπόλοιπα.Και έπρεπε να το σκοτώνουν συνέχεια,κάθε φορά που τραβούσαν τη σκανδάλη.Θάνατοι πριν τον θάνατο,ζωή χωρίς ζωή.
Τους άκουγα τη νύχτα να παραληρούν.Βρισιές,παραμιλητά,βουβά κλάματα και μεθυσμένες προσευχές.Έμενα το μόνο που με ενοχλούσε ήταν τα κουνούπια.Δεν αισθανόμουν κάτι,ούτε για τα θύματα.Ήταν νεκροί από την μέρα που γεννήθηκαν.
Μάτια σαν τάφοι,ό,τι κι αν τα άγγιζε,χανόταν μέσα τους,τίποτα δεν μπορούσε να τους δώσει ζωή.Από τη στιγμή που ο άνθρωπος είχε σκοτώσει,είχε αφαιρέσει μια ζωή,όχι για να επιβιώσει ή για να αμυνθεί,απλά επειδή μπορούσε,είχε χάσει για πάντα την αθωότητα του.Αυτό ήταν το προπατορικό του αμάρτημα.
Το παιχνίδι δεν είχε ενδιαφέρον πια.Οι πολιτικοί να λένε τα ίδια,να μασάνε τις λέξεις σαν τσίχλα,είχαν χάσει τη γεύση και το νόημα τους.Λέξεις και έννοιες που το μόνο που μπορούσες να τους κάνεις ήταν να τις φτύσεις.Κάθε πόλεμος ένας πρόλογος για τον επόμενο.
Και'μεις να κάνουμε την βρώμικη δουλειά,ν'ανοίγουμε τον δρόμο,ασφαλτοστρωμένο με ναυάγια.Το δρόμο της δημοκρατίας και της ειρήνης.Ανεβοκατεβάζαμε τυρρανίσκους,ανανεώναμε τον θίασο με τις μαριονέτες των ψευδαισθήσεων.Η αλήθεια όμως είναι αυτό που δεν βλέπεις.
Οι πολιτικοί τους κρατούσαν απασχολημένους όσο εμείς χτίζαμε την πραγματικότητα.Μια παλίρροια από έντομα και ύαινες εξημέρωνε τις πόλεις τους.Ο ήλιος σαν φλεγόμενη σημαία μέσα στα νερά,μέρες που έλιωνε ακόμα και ο χρόνος.Οργώναμε το έδαφος,ισοπεδώναμε τα πάντα.Δεν υπήρχαν άνθρωποι απέναντι μας,μόνο σκιάχτρα με ματωμένα χαμόγελα.
Τις νύχτες το σκοτάδι άχνιζε,όλα χανόντουσαν μέσα σε μια δίνη από υγρασία,πυρετό,αίμα και σφαίρες.Μέρες και νύχτες,τα τετράγωνα μιας σκακιέρας.Και τα πεσμένα πιόνια να μην τελειώνουν ποτέ.Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Έτσι κι αλλιώς οι χερσαίες επιθέσεις γινόντουσαν όλο και πιο σπάνιες.Έβαζαν τους ντόπιους να σκοτωθούν μεταξύ τους ή τους σκότωναν από απόσταση.Σαν παιδιά που βασάνιζαν έντομα με μεγεθυντικό φακό.Χρειαζόμουν νέες προκλήσεις,έναν νέο στόχο.Δεν μπορούσα να αφήσω το ταλέντο μου να ατροφήσει.Έγινα μισθοφόρος.
Κυνηγούσα ένα ψίχουλο έκστασης,το έψαχνα στην άκρη του κόσμου.Αναζητούσα τον χαμένο μου παράδεισο σε κάθε πληγή του χάρτη.
"The Sorcerer"
"Όταν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω,απαντούσα πως ήθελα να ταξιδέψω.Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,πάντα έδινα την ίδια απάντηση.Ανακάλυψα πως τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα.Για να ταξιδέψω,έπρεπε να κάνω κάτι,να έχω μια συγκεκριμένη δουλειά.
Δεν μου άρεσε κανένα επάγγελμα,δεν είχα κανένα ταλέντο σε τίποτα.Η λαχτάρα μου για να ταξιδέψω,ν'αφήσω τη μικρή πόλη που γεννήθηκα,θέριευε μέσα μου.Έπρεπε να αποφασίσω.Διάλεξα τον στρατό,ήταν η πιο εύκολη ή μάλλον η μόνη επιλογή,για κάποιον σαν εμένα,χωρίς φιλοδοξίες.
Όταν αρχίζεις και συνηθίζεις,δεν είναι και τόσο άσχημα.Δεν ξόδευα σχεδόν τίποτα,μάζευα χρήματα για τα ταξίδια μου.Μόλις βγήκα απ'το αεροπλάνο και πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου σε ξένη χώρα,ήμουν σίγουρος για την επιλογή μου.Κάθε ταξίδι ήταν και ένα νέο όνειρο.
Δυστυχώς δεν ήταν αρκετό.Δεν είχα ποτέ αρκετά λεφτά ή χρόνο για να εξερευνήσω,να γίνω ένα με το μέρος που βρισκόμουν.Aισθανόμουν πως έφευγα τη χειρότερη στιγμή,τη στιγμή που ξεκινούσε η γιορτή,το πάρτυ.Έπρεπε να βρω τρόπο να αυξήσω το εισόδημα μου.
Ο στρατός δεν προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες σε απλούς στρατιώτες.Έψαξα.Κατά μεγάλη ειρωνεία,ο μόνος τρόπος να βγάλεις περισσότερα χρήματα,ήταν οι αποστολές στο εξωτερικό.Δεν ήταν κακή ιδέα.Έπρεπε να βελτιωθώ,να βελτιωθώ πολύ.
Άρχισα να γυμνάζομαι,ξεκίνησα μαθήματα πολεμικών τεχνών,έκανα ατελείωτες ώρες εξάσκηση στη σκοποβολή.Ένα χρόνο μετά ήμουν έτοιμος.Έιχα γίνει αγνώριστος,ήμουν στη καλύτερη φυσική κατάσταση της ζωής μου.Η πρώτη αποστολή ήταν στην Λατινική Αμερική.Η ζέστη ήταν αφόρητη.
Το μέρος ένας τεράστιος βάλτος.Οι άνθρωποι έμοιαζαν πλασμένοι από λάσπη,σκατά και νεκρές μύγες.Νομίζαμε πως πεθάνουμε απο τη βρώμα,αν δεν μας σκότωνε πρώτα η πλήξη.Μέχρι που ήρθε η τελευταία μέρα.Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για να σκοτώσεις.
Δεν το είχα σκεφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή,νόμιζα πως δεν θα χρειαζόταν να το κάνω.Η ένταση ήταν απίστευτη,κόντευα να λιποθυμήσω.Μπήκαμε στο χωριό πριν το ξημέρωμα.Εκείνες τις ώρες,λίγο πριν την αυγή,τα βάθη της σιωπής και του σκότους,έδιναν στα πάντα μια αλλόκοτη μορφή.
Είχαμε εισβάλλει σ'ένα όνειρο,δεν υπήρχαν ήχοι.Αισθανόμουν ανάλαφρος,σαν να βρισκόμουν στο φεγγάρι,με ένα πήδημα,μπορούσα να βρεθώ στην άλλη μεριά του δρόμου.Δεν φοβόμουν πλέον,δεν ανησυχούσα,ήμουν σίγουρος πως όλα θα τελείωναν αναίμακτα.Μέχρι που ξημέρωσε.Το πρώτο φως ήταν σαν νυστέρι.
Ένας χωρικός εμφανίστηκε μπροστά μου,σχεδόν έπεσε πάνω μου.Ο χρόνος είχε σταματήσει.Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή,τον τρόμο και την έκπληξη στα μάτια του.Λες και η αντανάκλαση του είχε βγει απ'τον καθρέφτη.
Δεν πρόσεξα αν κράταγε όπλο ή όχι.Έμεινα παγωμένος για μερικά δευτερόλεπτα.Πάτησα την σκανδάλη.Οι ήχοι επανήλθαν.Μόλις σωριάστηκε,ο χρόνος ξεκίνησε ξανά,σε fast forward.Φωνές απ'όλες τις πλευρές,πυροβολισμοί.Γυναίκες,γέροι και παιδιά έτρεχαν να σωθούν.
Και'γω είχα σκοτώσει για πρώτη φορά.Το συναίσθημα ήταν απίστευτο,Είχα ανακαλύψει ένα νέο είδος οργασμού.Έτρεχα καυλωμένος,μεθυσμένος από μια υπερφυσική διάυγεια.Σήκωσα το όπλο και έριξα ξανά.Ξανά.Και ξανά.Δεν ήθελα να σταματήσω.
Σκότωσα 6 ανθρώπους εκείνη τη μέρα.Κανένας δεν ήταν στρατιώτης,κανένας δεν μ'απειλούσε.Δεν είχε σημασία.Ήμουν σε συνεχή έξαψη,το μυαλό μου δεν έσβηνε με τίποτα.Δεν μ'ένοιαζαν τα χρήματα ή τα ταξίδια πλέον.Η βία ήταν ναρκωτικό,ήθελα κι άλλο.Ζούσα για την επόμενη αποστολή,για τον επόμενο φόνο.
Δεν σταματούσα,δεν έπαιρνα άδειες,δεν ξόδευα.Δεν είχα φίλους ή ερωμένες.Ο φόβος ήταν το νόμισμα της εξουσίας,το μόνο που είχε αξία για μένα.Ήθελα το βλέμμα τους,αυτό που είναι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο,ήταν το πιο πολύτιμο λάφυρο,το ζενίθ της ηδονής.Είχα ανακαλύψει το ταλέντο μου.
Η βία ήταν η τέχνη μου.Άφηνα πίσω μου πρόσωπα σαν να τα είχε ζωγραφίσει ο Πικάσο ή ο Νταλί.Τους έβαζα φωτιά και γινόντουσαν πίνακες του Μπέηκον ή του Μοντιλιάνι.Πρόσωπα ξεφλουδισμένα,στόματα ξεχειλωμένα,εκτυφλωτικές λεπτομέρειες ανείπωτης ομορφιάς.
Μιας ομορφιάς που μόνο οι μυημένοι στα μυστήρια αυτής της τέχνης μπορούσαν να εκτιμήσουν.Δεν είχε σημασία το μέρος,η σταυροφορία των ενστίκτων δεν σταματούσε πουθενά.Ήμασταν πάντα εκεί,πίσω απ'όλες τις αποχρώσεις του φόβου.Η νύχτα άλλαζε δέρμα σαν φίδι και'μεις αδέσποτοι εφιάλτες,ψάχναμε κάποιον να μας ονειρευτεί.
Η εξουσία μας απόλυτη,οι σφαίρες αλέθανε και το κενό,ακόμα οι άνεμοι αιμορραγούσαν.Δεν υπήρχανε εξαιρέσεις ή διαφυγή.Ήμασταν οι εκλεκτοί,εμείς απολαμβάναμε τον αφρό,το καλύτερο κομμάτι,όχι οι ανώτεροι μας.Καταναλώναμε την ζωή την ίδια,τον κόκκινο χρυσό.Ο,τιδήποτε αφήναμε,ήταν τ'αποφάγια των θεών.
Πέρασαν δύο χρόνια δαιμονισμένης έκστασης και φρενίτιδας.Έπρεπε να κάνω ένα διάλειμμα.Όταν είδα τον τραπεζικό μου λογαριασμό,δεν το πίστευα.Είχα μαζέψει ένα τεράστιο ποσό.Δεν έκατσα ούτε μια εβδομάδα στο σπίτι.Ο ενθουσιασμός μου ξεθύμανε απ'το αεροδρόμιο.Τα ταξίδια δεν ήταν το ίδιο,χωρίς το αίμα δεν είχαν γεύση.
Και τότε η διαύγεια έγινε επώδυνη,σαν σύνδρομο στέρησης.Η βία ήταν η υπερβολική δόση πραγματικότητας,καθαρής πραγματικότητας.Ο,τιδήποτε άλλο ήταν νοθευμένο.Η επήρεια της διετούς δόσης υποχωρούσε και'γω δεν άντεχα τον εαυτό μου,ούτε λεπτό.
Όταν ζεις χωρίς κανόνες,δεν μπορείς ξαφνικά να τους ανεχθείς,δεν υπάρχει κανονική ζωή.Η σιωπή,η υποκρισία,η ευγένεια,οι νόμοι του κράτους και οι άγραφοι της καθημερινότητας,όλα αυτά είναι βάρος.Παραλίγο να σκοτώσω κάποιον στο ασανσέρ.Έτσι,επειδή απλά βαριόμουν.Ήθελα να δω πως θα ήταν το αίμα του στον καθρέφτη.
Γύρισα πίσω,ετοιμάστηκα για την επόμενη αποστολή.Η έκσταση είχε χαθεί.Δεν ήμουν πια ερωτευμένος,το πρόσωπο που είχα απέναντι μου δεν μου προκαλούσε τίποτα,ούτε καν αδιαφορία.Δεν μπορούσα να το δω ούτε σαν δουλειά πλέον.Η πλήξη θα με έριχνε σε κώμα.
Η βία έγινε ρουτίνα,δεν μου προσφερε ούτε ένα δευτερόλεπτο ρίγους.Ίσως για'αυτό να μας παράτησε ο Θεός,βαρέθηκε να μας σκοτώνει.Έκανα τα πάντα μηχανικά,σαν να παίζω ένα video game που το είχα τερματίσει δεκάδες φορές.
Έψαχνα να βρω έναν λόγο να σταματήσω,να τα παρατήσω.Είχα μαζέψει αρκετά χρήματα,θα μπορούσα να ανοίξω μια επιχείρηση.Όλες αυτές οι σκέψεις,ήταν καταδικασμένες πριν καν γίνουν.Έψαχνα για κάτι άλλο.Υπήρχαν οι πρακτικοί λόγοι.
Στην ηλικία που ήμουν,δεν μπορούσα να ξαναρχίσω,να μάθω κάτι καινούργιο.Ήμουν πολύ καλός σε αυτό έκανα και τα λεφτά που έβγαζα,δεν θα τα έβρισκα πουθενά αλλού.Έψαξα βαθύτερα,για τύψεις,για μεταμέλεια.Δεν βρήκα τίποτα,δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου να νιώσει ένοχος.
Κάποιοι λύγιζαν,η εμπειρία τους διέλυε.Έπρεπε να σκοτώσουν ένα κομμάτι του εαυτού τους για να ζήσουν τα υπόλοιπα.Και έπρεπε να το σκοτώνουν συνέχεια,κάθε φορά που τραβούσαν τη σκανδάλη.Θάνατοι πριν τον θάνατο,ζωή χωρίς ζωή.
Τους άκουγα τη νύχτα να παραληρούν.Βρισιές,παραμιλητά,βουβά κλάματα και μεθυσμένες προσευχές.Έμενα το μόνο που με ενοχλούσε ήταν τα κουνούπια.Δεν αισθανόμουν κάτι,ούτε για τα θύματα.Ήταν νεκροί από την μέρα που γεννήθηκαν.
Μάτια σαν τάφοι,ό,τι κι αν τα άγγιζε,χανόταν μέσα τους,τίποτα δεν μπορούσε να τους δώσει ζωή.Από τη στιγμή που ο άνθρωπος είχε σκοτώσει,είχε αφαιρέσει μια ζωή,όχι για να επιβιώσει ή για να αμυνθεί,απλά επειδή μπορούσε,είχε χάσει για πάντα την αθωότητα του.Αυτό ήταν το προπατορικό του αμάρτημα.
Το παιχνίδι δεν είχε ενδιαφέρον πια.Οι πολιτικοί να λένε τα ίδια,να μασάνε τις λέξεις σαν τσίχλα,είχαν χάσει τη γεύση και το νόημα τους.Λέξεις και έννοιες που το μόνο που μπορούσες να τους κάνεις ήταν να τις φτύσεις.Κάθε πόλεμος ένας πρόλογος για τον επόμενο.
Και'μεις να κάνουμε την βρώμικη δουλειά,ν'ανοίγουμε τον δρόμο,ασφαλτοστρωμένο με ναυάγια.Το δρόμο της δημοκρατίας και της ειρήνης.Ανεβοκατεβάζαμε τυρρανίσκους,ανανεώναμε τον θίασο με τις μαριονέτες των ψευδαισθήσεων.Η αλήθεια όμως είναι αυτό που δεν βλέπεις.
Οι πολιτικοί τους κρατούσαν απασχολημένους όσο εμείς χτίζαμε την πραγματικότητα.Μια παλίρροια από έντομα και ύαινες εξημέρωνε τις πόλεις τους.Ο ήλιος σαν φλεγόμενη σημαία μέσα στα νερά,μέρες που έλιωνε ακόμα και ο χρόνος.Οργώναμε το έδαφος,ισοπεδώναμε τα πάντα.Δεν υπήρχαν άνθρωποι απέναντι μας,μόνο σκιάχτρα με ματωμένα χαμόγελα.
Τις νύχτες το σκοτάδι άχνιζε,όλα χανόντουσαν μέσα σε μια δίνη από υγρασία,πυρετό,αίμα και σφαίρες.Μέρες και νύχτες,τα τετράγωνα μιας σκακιέρας.Και τα πεσμένα πιόνια να μην τελειώνουν ποτέ.Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
Έτσι κι αλλιώς οι χερσαίες επιθέσεις γινόντουσαν όλο και πιο σπάνιες.Έβαζαν τους ντόπιους να σκοτωθούν μεταξύ τους ή τους σκότωναν από απόσταση.Σαν παιδιά που βασάνιζαν έντομα με μεγεθυντικό φακό.Χρειαζόμουν νέες προκλήσεις,έναν νέο στόχο.Δεν μπορούσα να αφήσω το ταλέντο μου να ατροφήσει.Έγινα μισθοφόρος.
Κυνηγούσα ένα ψίχουλο έκστασης,το έψαχνα στην άκρη του κόσμου.Αναζητούσα τον χαμένο μου παράδεισο σε κάθε πληγή του χάρτη.