Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

Rustland Κεφάλαιο 34

                                 Iντερλούδιο
                               "The Sorcerer"

 "Όταν με ρωτούσαν τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω,απαντούσα πως ήθελα να ταξιδέψω.Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου,πάντα έδινα την ίδια απάντηση.Ανακάλυψα πως τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα.Για να ταξιδέψω,έπρεπε να κάνω κάτι,να έχω μια συγκεκριμένη δουλειά.
              Δεν μου άρεσε κανένα επάγγελμα,δεν είχα κανένα ταλέντο σε τίποτα.Η λαχτάρα μου για να ταξιδέψω,ν'αφήσω τη μικρή πόλη που γεννήθηκα,θέριευε μέσα μου.Έπρεπε να αποφασίσω.Διάλεξα τον στρατό,ήταν η πιο εύκολη ή μάλλον η μόνη επιλογή,για κάποιον σαν εμένα,χωρίς φιλοδοξίες.
               Όταν αρχίζεις και συνηθίζεις,δεν είναι και τόσο άσχημα.Δεν ξόδευα σχεδόν τίποτα,μάζευα χρήματα για τα ταξίδια μου.Μόλις βγήκα απ'το αεροπλάνο και πάτησα για πρώτη φορά το πόδι μου σε ξένη χώρα,ήμουν σίγουρος για την επιλογή μου.Κάθε ταξίδι ήταν και ένα νέο όνειρο.
               Δυστυχώς δεν ήταν αρκετό.Δεν είχα ποτέ αρκετά λεφτά ή χρόνο για να εξερευνήσω,να γίνω ένα με το μέρος που βρισκόμουν.Aισθανόμουν πως έφευγα τη χειρότερη στιγμή,τη στιγμή που ξεκινούσε η γιορτή,το πάρτυ.Έπρεπε να βρω τρόπο να αυξήσω το εισόδημα μου.
                Ο στρατός δεν προσφέρει μεγάλες ευκαιρίες σε απλούς στρατιώτες.Έψαξα.Κατά μεγάλη ειρωνεία,ο μόνος τρόπος να βγάλεις περισσότερα χρήματα,ήταν οι αποστολές στο εξωτερικό.Δεν ήταν κακή ιδέα.Έπρεπε να βελτιωθώ,να βελτιωθώ πολύ.
                Άρχισα να γυμνάζομαι,ξεκίνησα μαθήματα πολεμικών τεχνών,έκανα ατελείωτες ώρες εξάσκηση στη σκοποβολή.Ένα χρόνο μετά ήμουν έτοιμος.Έιχα γίνει αγνώριστος,ήμουν στη καλύτερη φυσική κατάσταση της ζωής μου.Η πρώτη αποστολή ήταν στην Λατινική Αμερική.Η ζέστη ήταν αφόρητη.
                Το μέρος ένας τεράστιος βάλτος.Οι άνθρωποι έμοιαζαν πλασμένοι από λάσπη,σκατά και νεκρές μύγες.Νομίζαμε πως πεθάνουμε απο τη βρώμα,αν δεν μας σκότωνε πρώτα η πλήξη.Μέχρι που ήρθε η τελευταία μέρα.Κανείς και τίποτα δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για να σκοτώσεις.
                 Δεν το είχα σκεφτεί μέχρι εκείνη τη στιγμή,νόμιζα πως δεν θα χρειαζόταν να το κάνω.Η ένταση ήταν απίστευτη,κόντευα να λιποθυμήσω.Μπήκαμε στο χωριό πριν το ξημέρωμα.Εκείνες τις ώρες,λίγο πριν την αυγή,τα βάθη της σιωπής και του σκότους,έδιναν στα πάντα μια αλλόκοτη μορφή.
                  Είχαμε εισβάλλει σ'ένα όνειρο,δεν υπήρχαν ήχοι.Αισθανόμουν ανάλαφρος,σαν να βρισκόμουν στο φεγγάρι,με ένα πήδημα,μπορούσα να βρεθώ στην άλλη μεριά του δρόμου.Δεν φοβόμουν πλέον,δεν ανησυχούσα,ήμουν σίγουρος πως όλα θα τελείωναν αναίμακτα.Μέχρι που ξημέρωσε.Το πρώτο φως ήταν σαν νυστέρι.
                   Ένας χωρικός εμφανίστηκε μπροστά μου,σχεδόν έπεσε πάνω μου.Ο χρόνος είχε σταματήσει.Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή,τον τρόμο και την έκπληξη στα μάτια του.Λες και η αντανάκλαση του είχε βγει απ'τον καθρέφτη.
                   Δεν πρόσεξα αν κράταγε όπλο ή όχι.Έμεινα παγωμένος για μερικά δευτερόλεπτα.Πάτησα την σκανδάλη.Οι ήχοι επανήλθαν.Μόλις σωριάστηκε,ο χρόνος ξεκίνησε ξανά,σε fast forward.Φωνές απ'όλες τις πλευρές,πυροβολισμοί.Γυναίκες,γέροι και παιδιά  έτρεχαν να σωθούν.
                    Και'γω είχα σκοτώσει για πρώτη φορά.Το συναίσθημα ήταν απίστευτο,Είχα ανακαλύψει ένα νέο είδος οργασμού.Έτρεχα καυλωμένος,μεθυσμένος από μια υπερφυσική διάυγεια.Σήκωσα το όπλο και έριξα ξανά.Ξανά.Και ξανά.Δεν ήθελα να σταματήσω.
                    Σκότωσα 6 ανθρώπους εκείνη τη μέρα.Κανένας δεν ήταν στρατιώτης,κανένας δεν μ'απειλούσε.Δεν είχε σημασία.Ήμουν σε συνεχή έξαψη,το μυαλό μου δεν έσβηνε με τίποτα.Δεν μ'ένοιαζαν τα χρήματα ή τα ταξίδια πλέον.Η βία ήταν ναρκωτικό,ήθελα κι άλλο.Ζούσα για την επόμενη αποστολή,για τον επόμενο φόνο.
                    Δεν σταματούσα,δεν έπαιρνα άδειες,δεν ξόδευα.Δεν είχα φίλους ή ερωμένες.Ο φόβος ήταν το νόμισμα της εξουσίας,το μόνο που είχε αξία για μένα.Ήθελα το βλέμμα τους,αυτό που είναι ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο,ήταν το πιο πολύτιμο λάφυρο,το ζενίθ της ηδονής.Είχα ανακαλύψει το ταλέντο μου.
                    Η βία ήταν η τέχνη μου.Άφηνα πίσω μου πρόσωπα σαν να τα είχε ζωγραφίσει ο Πικάσο ή ο Νταλί.Τους έβαζα φωτιά και γινόντουσαν πίνακες του Μπέηκον ή του Μοντιλιάνι.Πρόσωπα ξεφλουδισμένα,στόματα ξεχειλωμένα,εκτυφλωτικές λεπτομέρειες ανείπωτης ομορφιάς.
                    Μιας ομορφιάς που μόνο οι μυημένοι στα μυστήρια αυτής της τέχνης μπορούσαν να εκτιμήσουν.Δεν είχε σημασία το μέρος,η σταυροφορία των ενστίκτων δεν σταματούσε πουθενά.Ήμασταν πάντα εκεί,πίσω απ'όλες τις αποχρώσεις του φόβου.Η νύχτα άλλαζε δέρμα σαν φίδι και'μεις αδέσποτοι  εφιάλτες,ψάχναμε κάποιον να μας ονειρευτεί.
                     Η εξουσία μας απόλυτη,οι σφαίρες αλέθανε και το κενό,ακόμα οι άνεμοι αιμορραγούσαν.Δεν υπήρχανε εξαιρέσεις ή διαφυγή.Ήμασταν οι εκλεκτοί,εμείς απολαμβάναμε τον αφρό,το καλύτερο κομμάτι,όχι οι ανώτεροι μας.Καταναλώναμε την ζωή την ίδια,τον κόκκινο χρυσό.Ο,τιδήποτε αφήναμε,ήταν τ'αποφάγια των θεών.
                     Πέρασαν δύο χρόνια δαιμονισμένης έκστασης και φρενίτιδας.Έπρεπε να κάνω ένα διάλειμμα.Όταν είδα τον τραπεζικό μου λογαριασμό,δεν το πίστευα.Είχα μαζέψει ένα τεράστιο ποσό.Δεν έκατσα ούτε μια εβδομάδα στο σπίτι.Ο ενθουσιασμός μου ξεθύμανε απ'το αεροδρόμιο.Τα ταξίδια δεν ήταν το ίδιο,χωρίς το αίμα δεν είχαν γεύση.
                      Και τότε η διαύγεια έγινε επώδυνη,σαν σύνδρομο στέρησης.Η βία ήταν η υπερβολική δόση πραγματικότητας,καθαρής πραγματικότητας.Ο,τιδήποτε άλλο ήταν νοθευμένο.Η επήρεια της διετούς δόσης υποχωρούσε και'γω δεν άντεχα τον εαυτό μου,ούτε λεπτό.
                       Όταν ζεις χωρίς κανόνες,δεν μπορείς ξαφνικά να τους ανεχθείς,δεν υπάρχει κανονική ζωή.Η σιωπή,η υποκρισία,η ευγένεια,οι νόμοι του κράτους και οι άγραφοι της καθημερινότητας,όλα αυτά είναι βάρος.Παραλίγο να σκοτώσω κάποιον στο ασανσέρ.Έτσι,επειδή απλά βαριόμουν.Ήθελα να δω πως θα ήταν το αίμα του στον καθρέφτη.

Γύρισα πίσω,ετοιμάστηκα για την επόμενη αποστολή.Η έκσταση είχε χαθεί.Δεν ήμουν πια ερωτευμένος,το πρόσωπο που είχα απέναντι μου δεν μου προκαλούσε τίποτα,ούτε καν αδιαφορία.Δεν μπορούσα να το δω ούτε σαν δουλειά πλέον.Η πλήξη θα με έριχνε σε κώμα.
                        Η βία έγινε ρουτίνα,δεν μου προσφερε ούτε ένα δευτερόλεπτο ρίγους.Ίσως για'αυτό να μας παράτησε ο Θεός,βαρέθηκε να μας σκοτώνει.Έκανα τα πάντα μηχανικά,σαν να παίζω ένα video game που το είχα τερματίσει δεκάδες φορές.
                         Έψαχνα να βρω έναν λόγο να σταματήσω,να τα παρατήσω.Είχα μαζέψει αρκετά χρήματα,θα μπορούσα να ανοίξω μια επιχείρηση.Όλες αυτές οι σκέψεις,ήταν καταδικασμένες πριν καν γίνουν.Έψαχνα για κάτι άλλο.Υπήρχαν οι πρακτικοί λόγοι.
                          Στην ηλικία που ήμουν,δεν  μπορούσα να ξαναρχίσω,να μάθω κάτι καινούργιο.Ήμουν πολύ καλός σε αυτό έκανα και τα λεφτά που έβγαζα,δεν θα τα έβρισκα πουθενά αλλού.Έψαξα βαθύτερα,για τύψεις,για μεταμέλεια.Δεν βρήκα τίποτα,δεν μπορούσα να πείσω τον εαυτό μου να νιώσει ένοχος.
                          Κάποιοι λύγιζαν,η εμπειρία τους διέλυε.Έπρεπε να σκοτώσουν ένα κομμάτι του εαυτού τους για να ζήσουν τα υπόλοιπα.Και έπρεπε να το σκοτώνουν συνέχεια,κάθε φορά που τραβούσαν τη σκανδάλη.Θάνατοι πριν τον θάνατο,ζωή χωρίς ζωή.
                          Τους άκουγα τη νύχτα να παραληρούν.Βρισιές,παραμιλητά,βουβά κλάματα και μεθυσμένες προσευχές.Έμενα το μόνο που με ενοχλούσε ήταν τα κουνούπια.Δεν αισθανόμουν κάτι,ούτε για τα θύματα.Ήταν νεκροί από την μέρα που γεννήθηκαν.
                           Μάτια σαν τάφοι,ό,τι κι αν τα άγγιζε,χανόταν μέσα τους,τίποτα δεν μπορούσε να τους δώσει ζωή.Από τη στιγμή που ο άνθρωπος είχε σκοτώσει,είχε αφαιρέσει μια ζωή,όχι για να επιβιώσει ή για να αμυνθεί,απλά επειδή μπορούσε,είχε χάσει για πάντα την αθωότητα του.Αυτό ήταν το προπατορικό του αμάρτημα.
                           Το παιχνίδι δεν είχε ενδιαφέρον πια.Οι πολιτικοί να λένε τα ίδια,να μασάνε τις λέξεις σαν τσίχλα,είχαν χάσει τη γεύση και το νόημα τους.Λέξεις και έννοιες που το μόνο που μπορούσες να τους κάνεις ήταν να τις φτύσεις.Κάθε πόλεμος ένας πρόλογος για τον επόμενο.
                             Και'μεις να κάνουμε την βρώμικη δουλειά,ν'ανοίγουμε τον δρόμο,ασφαλτοστρωμένο με ναυάγια.Το δρόμο της δημοκρατίας και της ειρήνης.Ανεβοκατεβάζαμε τυρρανίσκους,ανανεώναμε τον θίασο με τις μαριονέτες των ψευδαισθήσεων.Η αλήθεια όμως είναι αυτό που δεν βλέπεις.
                             Οι πολιτικοί τους κρατούσαν απασχολημένους όσο εμείς χτίζαμε την πραγματικότητα.Μια παλίρροια από έντομα και ύαινες εξημέρωνε τις πόλεις τους.Ο ήλιος σαν φλεγόμενη σημαία μέσα στα νερά,μέρες που έλιωνε ακόμα και ο χρόνος.Οργώναμε το έδαφος,ισοπεδώναμε τα πάντα.Δεν υπήρχαν άνθρωποι απέναντι μας,μόνο σκιάχτρα με ματωμένα χαμόγελα.
                              Τις νύχτες το σκοτάδι άχνιζε,όλα χανόντουσαν μέσα σε μια δίνη από υγρασία,πυρετό,αίμα και σφαίρες.Μέρες και νύχτες,τα τετράγωνα μιας σκακιέρας.Και τα πεσμένα πιόνια να μην τελειώνουν ποτέ.Έφυγα χωρίς να κοιτάξω πίσω.
                              Έτσι κι αλλιώς οι χερσαίες επιθέσεις γινόντουσαν όλο και πιο σπάνιες.Έβαζαν τους ντόπιους να σκοτωθούν μεταξύ τους ή τους σκότωναν από απόσταση.Σαν παιδιά που βασάνιζαν έντομα με μεγεθυντικό φακό.Χρειαζόμουν νέες προκλήσεις,έναν νέο στόχο.Δεν μπορούσα να αφήσω το ταλέντο μου να ατροφήσει.Έγινα μισθοφόρος.
                               Κυνηγούσα ένα ψίχουλο έκστασης,το έψαχνα στην άκρη του κόσμου.Αναζητούσα τον χαμένο μου παράδεισο σε κάθε πληγή του χάρτη.
               

Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Rustland Κεφάλαιο 33

                         "My Name Is Carnival"
 O Μάρτιος ξεκίνησε συννεφιασμένος.Όλα ήταν παγωμένα,καθηλωμένα σε μια περίεργη αίσθηση αναμονής.
Κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτό το ανείπωτο συναίσθημα που πλησίαζε.Ο καθένας το έντυνε με τις δικές του προσδοκίες.Ο Κοντόπουλος έψαχνε μανιωδώς τη φοιτήτρια,το δόλωμα εκείνης της νύχτας.
                       Έπρεπε να μάθει ποιος του έστησε τη παγίδα και γιατί.Αν ήταν να καταστραφεί,δεν θα έπεφτε μόνος του,θα έπαιρνε όσο περισσότερους μπορούσε μαζί του.Πήγαινε κάθε βράδυ στο μαγαζί που την γνώρισε.Παρακολουθούσε το σπίτι που τον πήγε.Άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου,πέταξε το άδειο πακέτο και άναψε τσιγάρο.
                         Οι μέρες και οι νύχτες του Λαγιου ήταν εξίσου βαρετές.Ο Καρτάλης τον πήρε στην ομάδα του,μια εβδομάδα μετά την συνάντηση τους.Ο πρώτος μήνας ήταν δοκιμαστικός.Έπρεπε να βεβαιωθούν πως ήταν ικανός,εχέμυθος και μπορούσε ν'αντέξει την πίεση.Προς το παρόν έκανε τον σωματοφύλακα.Συνόδευε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα σε μυστικές συναντήσεις και μικρά ταξίδια.Έτσι νόμιζε τουλάχιστον.
                         Η ομάδα του συνόδευε έναν υπουργό εκτός Αθηνών.Θα συναντούσε την ερωμένη του και φοβόταν ότι η γυναίκα του είχε βάλει κάποιον να τον παρακολουθεί.Ο Λάγιος δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να εξαγριωθεί.Ο τύπος εξάντλησε την επιρροή και τις διασυνδέσεις του,χρησιμοποιώντας τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας ως τσιλιαδόρο.Για να μπορεί να απατήσει τη σύζυγο του με την ησυχία του.
                        Κρατιόταν για να μην πέσει κάτω από τα γέλια.Δεν μπορούσε ν'αποφασίσει τι ήταν χειρότερο,τι τον ενοχλούσε πιο πολύ.Αν ήταν η ηλιθιότητα του υπουργού και η δουλοπρέπεια των μυστικών υπηρεσιών ή η υπομονή η δικιά του.Δεν άντεχε,αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
                         Γύρισε ξημερώματα στο σπίτι,δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Έφτιαξε καφέ και άνοιξε τον υπολογιστή.Διάβαζε για το πρόσωπο των ημερών.Και το όνομα αυτού Λεωνίδας Κασίμης.Ήταν ο νέος μεσσίας,ο νέος πρωταγωνιστής του θείου δράματος.Ο Μαντάς παρακολουθούσε την πρώτη του συνέντευξη στην τηλεόραση.
                         Ήταν εμφανίσιμος,καλοντυμένος αλλά όχι κομψευόμενος.Και το πιο βασικό ,δεν είχε χαμόγελο διαφήμισης.Ο Μαντάς σιχαινόταν τους ανθρώπους με τέτοια χαμόγελα.Προτιμούσε να βάλει μασέλα,παρά να κάνει λεύκανση.Αν και είχε τις αμφιβολίες του,ο Κασίμης φαινόταν η ιδανική επιλογή.
                          Ο πατέρας του ήταν στο Πολυτεχνείο το '73.Δεν ασχολήθηκε με την πολιτική μετά την πτώση της χούντας.Ο γιος θα συνέχιζε από'κει που σταμάτησε.Ο Μαντάς απεχθανόταν το παρελθόν του και δυσφορούσε με τις αναφορές του στην αριστερά,την μυθολογία της παρακμής όπως την αποκαλούσε.
Ήξερε όμως ότι ήταν απαραίτητες.
                           Για να τον συμπαθήσουν κάποιοι και να τον αντιπαθήσουν κάποιοι άλλοι.Δεν έπρεπε να περάσει απαρατήρητος.Συγκέντρωσε τα φώτα και την προσοχή με την πρωτοβούλια του.Μάζευε υπογραφές,θα προσέφευγε στο Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,εναντίον όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων επτά ετών.
                            Παράλληλα θα έκανε μύνηση στον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για σωρεία αδικημάτων,κυρίως για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των ιδιωτικών τραπεζών.Δήλωνε πως ήταν παράνομες,ότι είχε στοιχεία.Δεν δίσταζε ν'αναφέρει ονόματα,πρώην και νυν υπουργών,τραπεζιτών και επιχειρηματιών.Με ήρεμο τόνο,αλλά αποφασιστικό.Ο Μαντάς τίναξε τη στάχτη στο τασάκι.Είχε δώσει αυστηρές εντολές η προβολή του να είναι μετρημένη,να μην τον κάψουν.
                            Οι συνεργάτες του τον ενημέρωναν συνεχώς για τις αντιδράσεις.Ο κόσμος ήταν διστακτικός.Κέρδιζε πόντους μέρα με τη μέρα.Το συμβούλιο δεν ήταν ευχαριστημένο,ήθελαν γρήγορα αποτελέσματα.Ο Μαντάς διαφώνησε.Ήξερε ότι το σχέδιο προχωρούσε σωστά.Χρειαζόταν χρόνος για να κερδίσει την συμπάθεια και την εμπιστοσύνη τους,για να εδραιωθεί στις καρδιές τους.
                           Ήταν ευχαριστημένος.Έκλεισε τη τηλεόραση χαμογελώντας.Στην άλλη άκρη της πόλης,ο Παναγιώτης γέμιζε τη τσάντα του.Την έκλεισε και κοίταξε έξω απ'το παράθυρο.Είχε άγχος,το στομάχι του καιγόταν.Αφού βεβαιώθηκε πως ο αδερφός του ήταν στο δωμάτιο του,ανέβηκε στην ταράτσα.
                            Την τελευταία εβδομάδα,ο Σπύρος έβγαινε ελάχιστα απ'το δωμάτιο.Μόνο για να φάει,να πάει στην τουαλέτα και να αγοράσει τσιγάρα.Την υπόλοιπη μέρα ζούσε μέσα στην οθόνη του υπολογιστή.Σε ταινίες,σειρές και video clip που βγήκαν μέχρι το 1998.Λες και η νοσταλγία είχε κάνει το δωμάτιο κουκούλι.Και όταν θα έβγαινε απο'κει,μετά από μερικούς μήνες,ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός,ο ίδιος θα ήταν διαφορετικός.Για πάντα νέος και το ημερολόγιο δεν θα πήγαινε πιο πέρα από το 1991..


 

Τρίτη 3 Μαΐου 2016

Rustland Κεφάλαιο 32

                      "Some Kind Of Wonderful"
 "Ακούω τους ανθρώπους να μιλάνε,να λένε διάφορα,για την δουλειά τους."Ευτυχώς που δουλεύω,αν καθόμουν σπίτι θα είχα τρελαθεί.Εσύ πως αντέχεις;Αν ήμουν στη θέση σου,θα είχα σαλτάρει,κτλ." και άλλα τέτοια χαριτωμένα.Χαμογελάω συγκαταβατικά,μηρυκάζω άλλη μια κοινοτυπία και αλλάζω θέμα.
                  Βαριέμαι να επαναλαμβάνω τα ίδια,μέχρι ναυτίας και λιποθυμίας.Βαριέμαι ν'ακούω τις ίδιες μαλακίες,ξανά και ξανά.Από πλάσματα που είναι κατά λάθος άνθρωποι.Που νομίζουν ότι θα λιώσουν σαν βρικόλακες το ξημέρωμα,αν σκεφτούν,αν ξεφύγουν χιλιοστά απ'την ρουτίνα τους,που η λογική τους φαίνεται παράλογη.Συναντώ γνωστούς,φίλους.
                   Κάποιοι λίγοι μου φαίνονται ζωντανοί ακόμα,ίσως και ευτυχισμένοι.Αυτούς τους χαίρομαι και τους ζηλεύω.Οι υπόλοιποι δεν αντέχονται για παραπάνω από πέντε λεπτά.Χαμογελούν,γελάνε,αλλά τα μάτια τους..Ζώου πίσω απ'τα κάγκελα,στο τσίρκο.Εξημερωμένο απ'το φόβο,τους συμβιβασμούς,κάθε μέρα όλο και πιο θαμπά,ψεύτικα.
                     Καταντάνε πλαστικά και το μόνο που μπορεί να τα σώσει είναι μια φωτιά.Έχω βαρεθεί αυτή την ατελείωτη σαπουνόπερα της υποκρισίας,που κάθε χρόνο γίνεται όλο και ηλίθια.Χρειαζόμαστε μεγάλα χαμόγελα,για να κρύψουμε όσο περισσότερα γίνεται πίσω τους.Χρειαζόμαστε πολλές φωτογραφίες,για να κρύψουμε τη ζωή μας,σαν επιδέσμους στις πληγές μας,μακιγιάζ για τα σημάδια και τις ουλές μας.
                      "Κοίταξε με,εδώ παίζω τον εραστή,εδώ παίζω τον πατέρα,εδώ τον ευτυχισμένο.Μη με κοιτάς,τις φωτογραφίες μου δες.Μη με κοιτάς,δεν μπορώ να παίξω τον εαυτό μου".Χρειαζόμαστε κι άλλα αντικείμενα,κι άλλα υποκατάστατα.Το αυτοκίνητο μου είναι η εφηβεία που δεν είχα ποτέ,το σκάφος η ερωτική ζωή που δεν είχα ποτέ.Κοίτα τη συλλογή μου,κάθε κομμάτι και μια εμπειρία που δεν είχα ούτε θα έχω"
                        Χρειαζόμαστε κι άλλο μίσος,για να μην δει κανένας πόση αγάπη μας λείπει.Κι άλλα ψέματα,γιατί η αλήθεια δεν έχει ωραία γεύση,δεν μας χορταίνει,δεν μας μεθάει,δεν μας νανουρίζει,δεν μας κάνει να αισθανόμαστε καλύτερα.Χρειαζόμαστε βροντερά γέλια,τσιρίδες,κραυγές,δυνατά ρεφρέν,για να καλύψουμε  την σιωπή,να την ξορκίσουμε.
                        Γιατί αν σταματήσουμε,θα μας ματώσει τ'αυτιά,θα μας δαγκώσει τη γλώσσα,είναι σαρκοβόρα,δεν θα αφήσει τίποτα.Πρέπει να την διώξουμε,μαζί με όλες αυτές τις σκέψεις,που δεν είναι δικές μας.Σκέψεις σαν πρόσφυγες,σαν μετανάστατες,δεν μας ανήκουν,δεν είναι σαν εμάς.
                         Είναι ανεπιθύμητες,περιττές,τρυπώνουν απ'τις ρωγμές της άμυνας μας και ζητάνε την προσοχή μας.Και όλο θέλουν και θέλουν.Προσπάθεια,κόπο,χρόνο,κατανόηση.Αλλά αυτά είναι δύσκολα πράγματα,επικίνδυνα,ακριβά.Εδώ έχουμε μόνο αδιαφορία,λήθη,τύφλωση και κώφωση.Όσο πιο τυφλός και κουφός είσαι,τόσο πιο υγιής.
                        Προσπαθώ να μην τους παρατηρώ όταν μου μιλάνε,αλλά είναι αδύνατον.Χαμόγελα,εκφράσεις,λέξεις και τικ.Μάσκες που τρίζουν,σεισμοί που τίποτα δεν μπορεί κρύψει.    Αιχμάλωτοι του ίδιου τους του εαυτού.Που και που,τους ξεφεύγει η πραγματική τους φύση.Αφήνουν μηνύματα ναυαγού σε όσα δεν λένε,σε αμήχανα βλέμματα,αγχωμένες σιωπές,βιαστικές κινήσεις.
                        Μηνύματα που ίσως κάποιος να τα δει,να τα διαβάσει,κάποιος μπορεί να μας σώσει.Αλλά κανείς δεν τα βλέπει,κανείς δεν τα διαβάζει.Όλοι είναι πολύ απασχολημένοι με τα δικά τους μηνύματα.Οι ωκεανοί της μέρας και της νύχτας έχουν γεμίσει με εκατομμύρια μπουκάλια,μικρές ασήμαντες λέξεις και χειρονομίες που κανείς δεν προσέχει.Γιατί κανείς δεν αντιδρά,απλά περιμένει,κάποιον να τον ανακαλύψει σαν χαμένο θησαυρό.
                       Όλοι περιμένουν.Έναν καθρέφτη,που θα τους δείχνει λίγο πιο όμορφους,λίγο πιο ευτυχισμένους,λίγο πιο ξένους.Με ρωτάνε αν μου λείπει η δουλειά.Ναι,μου λείπει.Και ξέρετε γιατί;Γιατί αν δούλευα,δεν θα με ρωτάγατε τέτοιες μαλακίες.Θ'αλλάζατε πρώτοι θέμα.Γιατί δεν θα θέλατε ν'ακούτε την δική μου εκδοχή της μιζέριας,σας είναι αρκετή η δική σας.
                        Ναι,μου λείπει πολύ η δουλειά,ειδικά η τελευταία.Ξύπναγα και ένιωθα πιο γέρος κι απ'το σύμπαν.Τα μάτια μου ήταν σαν κωλοτρυπίδες απ'την κούραση και την αυπνοία.Μου λείπει πολύ εκείνο το κλουβί της υστερίας και της πλήξης.Να σκοτώνομαι στις υπερωρίες και η δυστυχία ν'ακονίζει τα χρόνια πάνω απ'τις πληγές μου.
                         Να ξέρω πως η γεύση του φόβου είναι μπαγιάτικα τοστ στο διάλειμμα και λαχανητά να προλάβεις το λεωφορείο,γιατί δεν έχεις λεφτά για ταξί.Έχεις αργήσει αρκετές φορές αυτό το μήνα και σε κοιτάζουν περίεργα όταν φτάνεις.Μασημένες λέξεις που σαπίζουν στο στόμα σου,δηλητηριάζουν τη περηφάνια σου και νεκρώνουν τη ψυχή σου.Τα χρώματα της κόλασης δεν είναι από φλόγες,αλλά από σκονισμένες αποθήκες,φθαρμένα ρούχα και ρυτίδες.
                          Και όλα αυτά να σου φαίνονται το πιο ηλίθιο αστείο όλων των εποχών.Δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις μέχρι δακρύων ή να κλάψεις μέχρι να σκάσεις στα γέλια.Να βλέπω τον προιστάμενο να το παίζει γκόμενος,ενώ διαλέγει ρούχα με τη μέθοδο μπραίηγ.Να ακούω θεωρίες συνομωσίας και καυγάδες για το ποδόσφαιρο.
                            Να ξυπνάω το πρωί και μέχρι να φτάσω στη δουλειά,όλα να μοιάζουν με προθάλαμο της τιμωρίας.Δεν αντέχω άλλο αυτόν τον κόσμο,αυτό το παιχνίδι.Που χάνεις,ακόμα και όταν κερδίζεις,ενώ αυτοί κερδίζουν,ακόμα και όταν χάνουν.Που θέλουν να σου παρουν το σκαλπ και να το κρεμάσουν πάνω απ'το τζάκι,έτσι,γιατί είναι το νέο τους χόμπι.Που θέλουν να σωπάσουν όποια γλώσσα δεν είναι στον κώλο τους.

Δεν θέλω η ζωή μου να καταντήσει μια δυσκοίλια γεροντοκόρη με κατάθλιψη,που το καλύτερο που μπορεί να περιμένει να είναι το Αλτσχάιμερ.Δεν αντέχω άλλο αυτή την Ιερά Εξέταση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας,που φυλακίζει και καίει τους αιρετικούς.Βαρέθηκα τους επανάστατες της παντόφλας.Θέλω να ξυπνήσω σε μια κωμωδία της δεκαετίας του '80.
                            Να είμαι μαθητής λυκείου και το μόνο που να με νοιάζει να είναι το επόμενο πάρτυ.Κάθε μέρα σε διαφορετική ταινία,κάθε νύχτα και κάποιος άλλος,κάπου αλλού.Ανάκαλυψα τι θέλω να γίνω όταν μεγαλώσω.Όταν μεγαλώσω θέλω να γίνω μικρός και πάλι.Θέλω να γίνω ο Ferris Bueller,κάθε μέρα κοπάνα,μια ζωή κοπάνα,απ'την ενήλικη ζωή,απ'τη βλακεία.
                             Ή ο John Cusack στο Better Off Dead,κάντε με πάλι 16 και θα κατέβω το βουνό με ένα πέδιλο σκι στο μισό χρόνο.Ας με ξυπνήσει κάποιος αύριο το πρωί στο 1984.Ή το 1986 ή το 1988.Στη Καλιφόρνια,στα προάστια,εκεί που όλα τα σπίτια μοιάζουν με κουκλόσπιτα.Όλος ο κόσμος μου θα είναι η κιθάρα,το ποδήλατο και το αυτοκίνητο μου.
                              Η επόμενη βόλτα,το επόμενο video παιχνίδι,η επόμενη συναυλία.Δεν θέλω άλλο παρόν και μέλλον,χρειάζομαι αποτοξίνωση.Θέλω ένα happy end που θα είναι η νέα αρχή,τη μαγεία που έκανε τον Tom Hanks και πάλι παιδί στο τέλος του Big.Γιατί όσο περνάνε τα χρόνια,αισθάνομαι σαν ένα παιδί παγιδευμένο στο σώμα ενός γέρου.
                              Χρειάζομαι αυτό το ξόρκι εδώ και τώρα.Ο μόνος που θα μου λείψει είσαι εσύ.Το ολόσωμο χαμόγελο σου,το πονηρό σου βλέμμα.Τα ξαφνικά φιλιά στο ασανσέρ,ο τρόπος που με χούφτωνες χαμηλά.Οι ετοιμόλογες απαντήσεις σου.Θυμάμαι τον πρώτο καιρό,που μου έκανες τη δύσκολη,σε ρώτησα αν είναι κάτι κακό το σεξ "Μόνο αν δεν γίνεται σωστά" μου απάντησες.
                              Και μου ψιθύρισες στο αυτί "Μην έχεις τη μηχανή συνεχώς αναμμένη,γιατί θα κάψει όλη τη βενζίνη.Και'γω θέλω να με πάει μακρυά απόψε,να τη καβαλάω μέχρι το πρωί".Μου έκλεισες το μάτι και έφυγες γελώντας.Περιμένω την μουσική,το τραγούδι στους τίτλους αρχής.Μόλις περάσουν,θα έρθω να σε βρω.Σαν τον Cusack στο Say Anything.
                               Δεν θα κλείσω τη μουσική,μέχρι να βγεις.Να σε δω σαστισμένη,αλλά να χαμογελάς.Δεν θα φύγω μέχρι να έρθεις μαζί μου".Έκλεισε το τετράδιο και το έβαλε στο συρτάρι.Μπήκε στο youtube,έβαλε το video  με την σκήνη της παρέλασης απ'το Ferris Bueller's Day Off.Έστω και για λίγα λεπτά,ο Σπύρος βρέθηκε στο 1986.Ήθελε να κάτσει άλλο.
                               Έψαξε το αρχείο της ταινίας στο σκληρό του.Έκλεισε τη πόρτα και φόρεσε τ'ακουστικά.Ευχήθηκε να είναι ζωντανός,όταν η τεχνολογία θα σου επιτρέπει να ζεις για πάντα μέσα στους υπολογιστές.Είχε αποφασίσει πως θα ήταν η δικιά του αιωνιότητα.Ευχήθηκε επίσης να έχει και τα λεφτά για να το κάνει..