Δευτέρα 16 Μαΐου 2016

Rustland Κεφάλαιο 33

                         "My Name Is Carnival"
 O Μάρτιος ξεκίνησε συννεφιασμένος.Όλα ήταν παγωμένα,καθηλωμένα σε μια περίεργη αίσθηση αναμονής.
Κανείς δεν ήξερε τι ήταν αυτό το ανείπωτο συναίσθημα που πλησίαζε.Ο καθένας το έντυνε με τις δικές του προσδοκίες.Ο Κοντόπουλος έψαχνε μανιωδώς τη φοιτήτρια,το δόλωμα εκείνης της νύχτας.
                       Έπρεπε να μάθει ποιος του έστησε τη παγίδα και γιατί.Αν ήταν να καταστραφεί,δεν θα έπεφτε μόνος του,θα έπαιρνε όσο περισσότερους μπορούσε μαζί του.Πήγαινε κάθε βράδυ στο μαγαζί που την γνώρισε.Παρακολουθούσε το σπίτι που τον πήγε.Άνοιξε το παράθυρο του αυτοκινήτου,πέταξε το άδειο πακέτο και άναψε τσιγάρο.
                         Οι μέρες και οι νύχτες του Λαγιου ήταν εξίσου βαρετές.Ο Καρτάλης τον πήρε στην ομάδα του,μια εβδομάδα μετά την συνάντηση τους.Ο πρώτος μήνας ήταν δοκιμαστικός.Έπρεπε να βεβαιωθούν πως ήταν ικανός,εχέμυθος και μπορούσε ν'αντέξει την πίεση.Προς το παρόν έκανε τον σωματοφύλακα.Συνόδευε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα σε μυστικές συναντήσεις και μικρά ταξίδια.Έτσι νόμιζε τουλάχιστον.
                         Η ομάδα του συνόδευε έναν υπουργό εκτός Αθηνών.Θα συναντούσε την ερωμένη του και φοβόταν ότι η γυναίκα του είχε βάλει κάποιον να τον παρακολουθεί.Ο Λάγιος δεν ήξερε αν έπρεπε να γελάσει ή να εξαγριωθεί.Ο τύπος εξάντλησε την επιρροή και τις διασυνδέσεις του,χρησιμοποιώντας τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας ως τσιλιαδόρο.Για να μπορεί να απατήσει τη σύζυγο του με την ησυχία του.
                        Κρατιόταν για να μην πέσει κάτω από τα γέλια.Δεν μπορούσε ν'αποφασίσει τι ήταν χειρότερο,τι τον ενοχλούσε πιο πολύ.Αν ήταν η ηλιθιότητα του υπουργού και η δουλοπρέπεια των μυστικών υπηρεσιών ή η υπομονή η δικιά του.Δεν άντεχε,αλλά δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά.
                         Γύρισε ξημερώματα στο σπίτι,δεν μπορούσε να κοιμηθεί.Έφτιαξε καφέ και άνοιξε τον υπολογιστή.Διάβαζε για το πρόσωπο των ημερών.Και το όνομα αυτού Λεωνίδας Κασίμης.Ήταν ο νέος μεσσίας,ο νέος πρωταγωνιστής του θείου δράματος.Ο Μαντάς παρακολουθούσε την πρώτη του συνέντευξη στην τηλεόραση.
                         Ήταν εμφανίσιμος,καλοντυμένος αλλά όχι κομψευόμενος.Και το πιο βασικό ,δεν είχε χαμόγελο διαφήμισης.Ο Μαντάς σιχαινόταν τους ανθρώπους με τέτοια χαμόγελα.Προτιμούσε να βάλει μασέλα,παρά να κάνει λεύκανση.Αν και είχε τις αμφιβολίες του,ο Κασίμης φαινόταν η ιδανική επιλογή.
                          Ο πατέρας του ήταν στο Πολυτεχνείο το '73.Δεν ασχολήθηκε με την πολιτική μετά την πτώση της χούντας.Ο γιος θα συνέχιζε από'κει που σταμάτησε.Ο Μαντάς απεχθανόταν το παρελθόν του και δυσφορούσε με τις αναφορές του στην αριστερά,την μυθολογία της παρακμής όπως την αποκαλούσε.
Ήξερε όμως ότι ήταν απαραίτητες.
                           Για να τον συμπαθήσουν κάποιοι και να τον αντιπαθήσουν κάποιοι άλλοι.Δεν έπρεπε να περάσει απαρατήρητος.Συγκέντρωσε τα φώτα και την προσοχή με την πρωτοβούλια του.Μάζευε υπογραφές,θα προσέφευγε στο Ευρωπαικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων,εναντίον όλων των κυβερνήσεων των τελευταίων επτά ετών.
                            Παράλληλα θα έκανε μύνηση στον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για σωρεία αδικημάτων,κυρίως για τις ανακεφαλαιοποιήσεις των ιδιωτικών τραπεζών.Δήλωνε πως ήταν παράνομες,ότι είχε στοιχεία.Δεν δίσταζε ν'αναφέρει ονόματα,πρώην και νυν υπουργών,τραπεζιτών και επιχειρηματιών.Με ήρεμο τόνο,αλλά αποφασιστικό.Ο Μαντάς τίναξε τη στάχτη στο τασάκι.Είχε δώσει αυστηρές εντολές η προβολή του να είναι μετρημένη,να μην τον κάψουν.
                            Οι συνεργάτες του τον ενημέρωναν συνεχώς για τις αντιδράσεις.Ο κόσμος ήταν διστακτικός.Κέρδιζε πόντους μέρα με τη μέρα.Το συμβούλιο δεν ήταν ευχαριστημένο,ήθελαν γρήγορα αποτελέσματα.Ο Μαντάς διαφώνησε.Ήξερε ότι το σχέδιο προχωρούσε σωστά.Χρειαζόταν χρόνος για να κερδίσει την συμπάθεια και την εμπιστοσύνη τους,για να εδραιωθεί στις καρδιές τους.
                           Ήταν ευχαριστημένος.Έκλεισε τη τηλεόραση χαμογελώντας.Στην άλλη άκρη της πόλης,ο Παναγιώτης γέμιζε τη τσάντα του.Την έκλεισε και κοίταξε έξω απ'το παράθυρο.Είχε άγχος,το στομάχι του καιγόταν.Αφού βεβαιώθηκε πως ο αδερφός του ήταν στο δωμάτιο του,ανέβηκε στην ταράτσα.
                            Την τελευταία εβδομάδα,ο Σπύρος έβγαινε ελάχιστα απ'το δωμάτιο.Μόνο για να φάει,να πάει στην τουαλέτα και να αγοράσει τσιγάρα.Την υπόλοιπη μέρα ζούσε μέσα στην οθόνη του υπολογιστή.Σε ταινίες,σειρές και video clip που βγήκαν μέχρι το 1998.Λες και η νοσταλγία είχε κάνει το δωμάτιο κουκούλι.Και όταν θα έβγαινε απο'κει,μετά από μερικούς μήνες,ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός,ο ίδιος θα ήταν διαφορετικός.Για πάντα νέος και το ημερολόγιο δεν θα πήγαινε πιο πέρα από το 1991..


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου