Πέμπτη 6 Απριλίου 2023

John Wick των δυτικών προαστίων 3

 


Ξέρεις τι χρώμα έχει το αίμα στο σεληνόφως; Μοιάζει με σκουριά, έτοιμη να πάρει φωτιά. Αυτό σκέφτομαι καθώς κάνω τσουλήθρα στην τζαμαρία, έχοντας φρένο τη μούρη ενός μπράβου. Το κρανίο του ανοίγει το γυαλί σαν ζύμη. 

Βρίσκομαι σ'ενα από αυτά τα ιδρύματα, που έχουν το όνομα κάποιου υπερβολικά πλούσιου. Που χτίζονται για να ξεπλύνουν τους ευεργέτες τους από τη σήψη που βαραίνει το επώνυμο και την περιούσια τους. Θλιβερές ασκήσεις ματαιοδοξίας, που μέσω των τεχνών προσφέρουν φοροαπαλλαγές και νέα έσοδα. Δεν έχω καμία τύψη, καθώς σπάω κεφάλια με τα διάφορα εξαμβλώματα που παρουσιάζονται σαν έργα τέχνης.

Το Κονκλάβιο δε θέλει να με αφήσει ήσυχο. Πρώτη σφαίρα, μέσα στο μάτι. Δεύτερη, κάνει κομφετί τα δάχτυλα του. Τρίτη, σπάει την τζαμαρία πίσω από τους τελευταίους μπράβους. Μου δίνει χρόνο να τους πετάξω ό,τι βρω μπροστά μου. Κομμάτι γυαλί και στα δύο μάτια, καταλήγει στο λαιμό. Κουτουλιά στη μύτη, σπάσιμο χεριού. Πιάνω το όπλο που πέφτει, τρεις πυροβολισμοί. Έμεινε ένας. Δεν ξέρει τι κάνει, με κοιτάζει σαν άγριο ζώο που το έχουν υπνωτίσει τα φώτα αυτοκινήτου, λίγο πριν το πατήσει. Δύο σφαίρες στα πόδια, γονατίζει. 

"Που είναι;"

"Πάνω. Σε παρακαλ..".

Τελευταία σφαίρα στο κεφάλι. Ανεβαίνω στην κορυφή. Το μέρος φαίνεται άδειο. 

O Καρδινάλιος με κοιτάζει βαριεστημένα.

"Τζον, δεν χρειζόταν όλο αυτό. Τον προηγούμενο μήνα κάναμε ανακαίνιση"

"Δεν πειράζει, κάποιο τρόπο θα βρεις για να βγάλεις κέρδος".

 O Καρδινάλιος σβήνει το τσιγάρο νευρικά.

"Η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη από όσο νομίζεις"

"Εξήγησε μου, μέχρι να γεμίσω το όπλο"

"Δεν ήταν το Κονκλάβιο πίσω από την επίθεση στο σπίτι σου"

"Τότε ποιος;"

"Η έρευνα κατέληξε σε μια γυναίκα. Αυτή το οργάνωσε και το έκανε να φαίνεται σαν να ήταν δική μας επιχείρηση"

"Ποια;".

O Καρδινάλιος βγάζει το κινητό του και μου το δίνει. Κοιτάζω τις φωτογραφίες.

"Σου λέει κάτι;".

Οι φωτογραφίες είναι κουνημένες, δεν μπορώ να ξεχωρίσω τα χαρακτηριστικά.

"Δεν μπορώ να καταλάβω"

"Σου λένε κάτι τα αρχικά Α.Κ.;".

Του δίνω το κινητό. Νιώθω μια φλεγόμενη θηλιά γύρω από το στομάχι μου.

"Πως ξέρω ότι μου λες αλήθεια;"

"Άκου Τζον, μπορείς να με σκοτώσεις αν θέλεις. Δεν ήμουν ποτέ φίλος σου, αλλά δεν ήμουν και ποτέ εχθρός σου. Βρες την και κάνε ό,τι νομίζεις"

"Και μετά;"

"Η όποια σιωπηλή συμφωνία είχες με το Κονκλάβιο δεν υφίσταται. Θα πρέπει ν'αντιμετωπίσεις τις συνέπειες"

"Γιατί δεν ασχολήθηκε το Κονκλάβιο με εκείνη;"

"Δεν είναι δικό μας πρόβλημα, κι ας έχει δημιουργήσει αναταραχές στη ροή των εργασιών. Η καλύτερη λύση είναι να το αναλάβεις εσύ, για οικονομικούς και όχι μόνο λόγους"

"Μάλιστα. Και μέχρι να επιλύσω το κοινό μας πρόβλημα, πως ξέρω ότι δε θα έχω και εσάς απέναντι μου;".

Ο Καρδινάλιος ανάβει τσιγάρο, κοιτάζει έξω από το παράθυρο.

"Δεν το ξέρεις. Απλά έχεις λίγο χρόνο να την βρεις"

"Πόσο;"

"48 ώρες"

"Και μετά;".

 Ο Καρδινάλιος σηκώνει τους ώμους. Βάζω το όπλο στην τσέπη και φεύγω.

Α.Κ. Γιατί εμφανίστηκες πάλι; Τι θέλεις; Παρκάρω το αυτοκίνητο και ανεβαίνω την ανηφόρα. Το παλιό Πάνθεον είναι ακόμα εδώ, ένας σκελετός από θρύψαλα και σκόνη. Θυμάμαι πόσες φορές είχαμε έρθει εδώ. Χαζεύαμε όλη την πόλη. Μπαίνω στην εγκαταλελειμμένη καφετέρια. Το πατωμα είναι γεμάτο από σπασμένα γυαλιά. Το αίμα της ανατολής φωτίζει την αστική ασχήμια.Ήταν πολύ καλό για να κρατήσει. Τόσο η ανακωχή με το Κονκλάβιο, όσο και η σχέση μαζί σου. Δύο χρόνια που στο τέλος έμοιαζαν δέκα, ατελειώτη θητεία που λιποτάκτησα για να γλυτώσω.  

Ξαπλώνω στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου. Βάζω μουσική στο κινητό για να με χαλαρώσει. Γυρίζω στο σπίτι. Τεντώνομαι στην μπανιέρα. Θα περιμένω να νυχτώσει. Ξέρω που θα σε βρω. Γεμίζω με γεμιστήρες τις τσέπες μου. Το θέατρο μοιάζει ετοιμόρροπο. Ένα αραχνοτροφείο όπως και το μυαλό της Α. Πλησιάζω την σκηνή, μια σιλουέτα γλιστράει πίσω από την αυλαία. Ο προβολέας τη φωτίζει.

"Άργησες, νόμιζα πως δε θα το σκεφτόσουν ποτέ"

"Είσαι πολύ προβλέψιμη"

"Άρχίσαμε τις γλύκες, ακόμα δεν ήρθες;"

"Τι θέλεις; Γιατί όλα αυτά;"

"Μου χρωστάς Τζον"

"Δε σου χρωστάω τίποτα".

Η Α. πλησιάζει την άκρη της σκηνής. Ανοίγει επιδεικτικά το παλτό της για να δω το δερμάτινο σύνολο. Όπως και τις λαβές από τα όπλα που έχει στη ζώνη της.

"Θα μου απαντήσεις γιατί τα έκανες όλα αυτά; Ό,τι κι αν έχει συμβεί μεταξύ μας, δεν έπρεπε να ανακατέψεις το Κονκλάβιο"

"Ίσως, αλλά δε θα είχε πλάκα".

Χαμογελάει, ενώ η γλώσσα της χαιδεύει τα χείλη της αργά.

"Ξέρεις γιατί το έκανα; Γιατί μπορώ. Για να σου αποδείξω ό,τι όλα νομίζεις για μένα δεν ισχύουν. Θα δεις ποια είναι φυγόπονη και δειλή. Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ"

"Αριάδνη, αν ήθελα να βαριέμαι, δε θα σε είχα χωρίσει. Να τελειώνουμε;".

Το πρόσωπο της σκληραίνει. Ανάβει τσιγάρο. Τα ένστικτα μου ψιθυρίζουν. Προσπαθεί να κερδίσει χρόνο, να με παρασύρει.

"Ποτέ δε με κατάλαβες, πάντα ήσουν σνομπ"

"Δεν τα θυμάσαι καλά. Εσύ σνόμπαρες ό,τι προσπασθούσα να μοιραστώ μαζί σου. Ό,τι δε χώραγε στις ιδέες που έχεις εσύ και οι ξινοί φίλοι σου, το πέταγες"

"Πάντα θυμάσαι ό,τι σε βολεύει! Ποτέ δε σου άρεσε τίποτα! Χλεύαζες τα βιβλία, τις ταινίες και τα τραγούδια που αγάπαω!".

Προσπαθώ να καταλάβω τι θ'ακολουθήσει. Το εφηβικό ξέσπασμα της είναι αυθόρμητο, όμως είναι αντιπερισπασμός. Τα σκεπασμένα καθίσματα κάτι κρύβουν. 

"Αριάδνη, κοντεύεις σαράντα, ξεπέρασε το μπαμπά σου επιτέλους. Και σταμάτα να μου το παίζεις εύθραστη καλλιτέχνης που δεν την καταλάβαινει κανείς. Ψάχνεις στα πάντα κάτι να σου μοιάζει, αντανακλάσεις του ναρκισσισμού σου.  Ακόμη θυμάμαι τη ναυτία που μου προκάλεσε το τελευταίο τραγούδι που μου έστειλες. Open me up, tell me you like it, fuck me to death, love me until I love myself. Χριστέ μου, τι μαλακίες..."

"Ενώ τα σκυλάδικα που ακούς είναι καλύτερα;"

"Τι αγάπη είν’ αυτή

τι κακό με έχει βρει

σαν τη μέλισσα μου δίνεις

μία μέλι, μια κεντρί".

Γελάει ειρωνικά και πετάει το τσιγάρο.

"Διαβάζουμε και Βάρναλη;"

"Μάκης Χριστοδουλόπουλος. Δε θα ξεπεράσεις ποτέ την εφηβεία σου. Δεν αγαπάς τον εαυτό σου, γι'αυτό δε σε αντέχει κανένας. Να τελειώνουμε;"

"Άντε γαμήσου Τζον!".

Τα καλύματα από τα καθίσματα γεύγουν. Δεκάδες άτομα που φοράνε την ίδια μάσκα, κεφάλι χοίρου. Ακούω όπλα να γεμίζουν, τσεκούρια και μαχαίρια να λάμπουν στο ημίφως.


"Έφερες όλα τα καψούρια σου από το insta; Ή αυτοί είναι μόνο από το Facebook;"

"Αντίο".

Χάνεται πίσω από την αυλαία. Βγάζω το όπλο, ρίχνω στα φώτα. Οι πρώτοι πέφτουν νεκροί, έρχονται από παντού. Πυροβολώ και κάνω βήματα προς τα πίσω. Προσπαθούν να μου κλείσουν το δρόμο προς την πόρτα. Δεν προλαβαίνω να γέμισω, μου ορμάνε. Παίρνω το πρώτο μαχαίρι που βρίσκω και προχωράω. Και προχωράω. Δεν υπάρχουν άνθρωποι απέναντι μου, σκάβω χώμα από σάρκα για να βγω στο φως, ανεβαίνω ένα βουνό από πτώματα. Λάμα στο μάτι, στην καρδιά, δάχτυλα σκορπίζουν στον αέρα.

Είμαι στο προθάλαμο, τους έχω εκεί που θέλω. Δεν μπορούν να έρθουν όλοι μαζί. Γεμίζω το όπλο και ρίχνω. Πεθαίνουν πριν περάσουν την πόρτα. Στριμώχνονται, παραπατάνε στα πτώματα. Δύο γεμιστήρες μετά είναι πολτός στο πάτωμα. Ακούω βήματα έξω από το θέατρο. Παίρνω τη μάσκα ενός νεκρού και τη φοράω. Βγαίνω έξω. Είναι λιγότεροι από δέκα. Με κοιτάζουν περίεργα. Κάποιοι κοιτάζουν γύρω τους, ψάχνουν να με βρουν.

Δείχνω προς το στενό στα δεξιά. Τρέχουμε όλοι μαζί. Επιβραδύνω μέχρι να μείνω πίσω τους, πυροβολώ. Το όπλο άδειασε. Οι τελευταίοι τρεις με φτάνουν. Σπάσιμο αγκώνα, του παίρνω το μαχαίρι. Δεξί πόδι στο γόνατο, μαχαίρι στη καρωτίδα. Ο τελευταίος σαστίζει, κοιτάζει γύρω τους, δεν έχει μείνει κανένας άλλος. Το βάζει στα πόδια. Επιστρέφω στο θέατρο, ανεβαίνω στην σκηνή. Βήματα στις σκάλες, δίπλα από τα καμαρίνια.

Η Α. τρέχει στην ταράτσα, την ακολουθώ. Πηδάει από κτίριο σε κτίριο, ακούω πυροβολισμούς πίσω μου. Περιμένω την κατάλληλη στιγμή. Της ρίχνω στα πόδια, σωριάζεται και χτυπάει πάνω στον τοίχο. Σηκώνεται αργά ενώ με σημαδεύει. Πάταει την σκανδάλη, το όπλο είναι άδειο. Το πετάει κάτω και με κοιτάζει απογοητευμένη.

Ανοίγει το φερμουάρ αργά, τ'ακροδάχτυλα της γλιστράνε πάνω στο στήθος της.

"Τι λες, ίσως μπορούμε να μείνουμε φίλοι;".

Κατεβάζω το όπλο και την κοιτάζω.

"Μπα... Δε νομίζω".

Δίστασα για δύο δευτερόλεπτα. Αν έπρεπε να της ρίξω στο μέτωπο ή στην καρδιά. Ρητορική ερώτηση. Η έκφραση της έκπληξης έμεινε παγωμένη στο πρόσωπο της κάθως έπεσε. Δεν είχε ποτέ καρδιά. Η Αριάδνη πέθανε εδώ και καιρό, ενώ δινόταν στον πρώτο τυχόντα, ψάχνοντας κάποιον που θα πεθάνει σαν μάρτυρας για την αγάπη της. Είναι εύκολο να πεθάνεις για κάποιον, το δύσκολο είναι να ζεις μαζί του. Δεν το κατάλαβες ποτέ, όπως αρκετά ακόμα.

Δεν έχω χρόνο για θρήνους, κοιτάζω πίσω μου. Τέσσερα πτώματα στις ταράτσες που περάσαμε. Χτυπάει το κινητό μου, άγνωστος αριθμός.

"Δε θα με ευχαριστήσεις, που αφαίρεσα τα εμπόδια;"

"Ποιος είναι;"

"Ένας φίλος. Δυστυχώς η επικοινωνία είναι σε επαγγελματικό πλαίσιο. Το Κονκλάβιο σε περιμένει στο penthouse, αύριο στις 18:00. Καλή τύχη Τζον".

Βάζω το κινητό στην τσέπη. Ανάβω τσιγάρο και ατενίζω την πόλη. Ξημερώνει. 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου