Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Noir ιστορίες (Πιο σύντομες κι από τσιγάρο) VIII


Ή στιγμιότυπα από τη ζωή ενός ντετέκτιβ (που θα προτιμούσε να μείνει ανώνυμος)

I

Ήταν 50,αλλά δεν έμοιαζε τόσο.Το μυαλό της δε γέρασε,ήταν πάντα εφηβικό.Μάθαινε συνέχεια,έβλεπε,βίωνε τα πάντα με αθωότητα,ανακάλυπτε μόνο την ομορφιά του κόσμου.Ήταν πραγματική καλλιτέχνης.Τα όνειρα της,ήταν μεγαλύτερα από αυτήν,δε μπορούσε να τα αντέξει.Όπως το έμβρυο τρέφεται από τη μητέρα.Τα δικά σου παιδιά σου έπαιρναν όλο το μεδούλι.από τις αντοχές και την τρυφερότητα σου.
Έψαχνε κάτι να ισορροπήσει το κενό,ένα αντίβαρο στην πραγματικότητα.Δεν βρήκες ποτέ,κανέναν.Ανοίγω τη ντουλάπα,χαζεύω μουσαμάδες,ακουαρέλες,τετράδια.Τα τελευταία χρόνια μόνο το 20% της έμπνευσης σου μπορούσες να μεταγγίσεις στο χαρτί.Ανάμεσα στις μουτζούρες,διακρίνεις ψίχουλα του μεγάλου σου ταλέντου.
Κατεβάζω μια μεγάλη κούτα από το πατάρι.Πίνακες 15-20 ετών.Η σκόνη τους έχει ροκανίσει.Όμως είναι τόσο όμορφοι,νομίζεις πως τα χρώματα θα βγουν και θα σε αρπάξουν,θα σε δαγκώσουν,θα σε φιλήσουν,θα σε παρασύρουν σαν κύμα.Ανάβω τσιγάρο.Θυμάμαι μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις.Μου έλεγες πως ήθελες να ζωγραφίσεις την έκσταση που νιώθεις με την ηρωίνη.
«Είναι σαν να πίνεις σύννεφα.Κυκλοφορούν μέσα σου,χαϊδεύουν τις φλέβες σου.Και τότε αρχίζει η βροχή,από βελούδινους ψιθύρους,πάνω σε κάθε κύτταρο σου.Ξεπλένει κάθε άσχημο συναίσθημα,κάθε κακή ανάμνηση.Νιώθεις την αγνότητα και την λήθη ενός νεογέννητου».Έψαχνες στο σκοτάδι τη στοργή,σαν μητρικό γάλα.Σβήνω το τσιγάρο και παίρνω τη κούτα.Αντίο,αυτός ο κόσμος είναι πολύ μικρός για να χωρέσει τα όνειρα σου..

II   
Οι πλούσιοι πελάτες είναι αναγκαίο κακό.Τύποι σαν αυτόν είναι περισσότερο κακό από ανάγκη.Προτιμώ να τρώω ένα μήνα σκέτα μακαρόνια,παρά να τον ακούω.Μιλάει για τη γυναίκα του,σαν να έχασε τα κλειδιά του αυτοκινήτου.Του δημιούργησε πρόβλημα,αλλά αν θέλει μπορεί να τα αντικαταστήσει.Τα κλειδιά,το αυτοκίνητο,όλα.
Έχω βαρεθεί τέτοιους τύπους,που νομίζουν πως έχουν πιάσει το θεό από τ’αρχίδια.Όχι γιατί ξύπνησε κάποιος επαναστάτης μέσα μου.Απλά δε μπορώ άλλο αυτές τις ξινισμένες φάτσες.Που μολύνουν τα πάντα  με το αδηφάγο συναίσθημα ιδιοκτησίας που τους τρέφει και το τρέφουν.Κάνω πως συμφωνώ.Θα κόβω βόλτες γύρω από την πόλη για όσο καιρό μπορώ.Μέχρι να βαρεθεί και ν’αλλάξει κλειδιά και αυτοκίνητο.

III
Μέχρι μια ηλικία είμαστε αυτό που μας έχει δώσει η φύση. Από εκεί και πέρα, είμαστε αυτό που καταφέραμε να γίνουμε ή αυτό που δε καταφέραμε ποτέ.Η ομορφιά δεν χάνεται,ούτε η ασχήμια.

IV
Έχει πλάκα το τι πιστεύουν οι άλλοι για σένα.Νομίζουν ότι λόγω της δουλειάς μου,είμαι ειδικός στις σχέσεις.Δε χρειάζεται εξειδίκευση,απλά λίγη παρατηρητικότητα.Η ηλικία είναι σαν το ύψος.Όσο μεγαλώνεις,βλέπεις από ψηλά,βλέπεις ολόκληρη την εικόνα,πράγματα που δε μπορούσες να τα αντιληφθείς στο έδαφος,το πως λειτουργούν.Καταλαβαίνεις περισσότερα,κι όσο καταλαβαίνεις,τόσο συγχωρείς.Το πρόβλημα είναι ότι δε μπορείς να γυρίσεις πίσω,στους πρόποδες,στην άγνοια.Ούτε να πετάξεις.
Παρόλα αυτά,ακόμη με εκπλήσσει η ηλιθιότητα και η κακία των ανθρώπων.Άντρες,γυναίκες,σχέσεις σαν τσίχλες.Μετά από λίγο χάνουν τη γεύση τους και ψάχνουν τη συγκίνηση στην επόμενη,στη μεθεπόμενη.Ζωές και χρόνια φτιαγμένα από περιτυλίγματα υποσχέσων που δεν εκπληρώθηκαν ποτέ.
Μεταμφιέζουμε τις ήττες μας σε εμπειρία,γνώση και άλλους ευφημισμούς.Αλλά όσο μέικ απ κι αν τους βάλουμε,θα είναι πάντα το ίδιο.Αν έχω βαρεθεί κάτι είναι τις δικαιολογίες.Πλάσματα ανάπηρα,πολλές φορές αυτοακρωτηριασμένα,που τους λείπει κάποια αίσθηση,η αίσθηση της ευτυχίας,της αγάπης.Κρατιούνται ζωντανοί στη φορμόλη των δικαιολογιών τους.
Νιώθουν παραμελημένοι,υποτιμημένοι,χαμένοι θησαυροί,περιμένουν κάποιον να τους βρει,να τους γυαλίσει και να τους φορέσει σαν κόσμημα,το πιο πολύτιμο πετράδι στο στέμμα του.Πλάσματα που νομίζουν πως είναι μαργαριτάρια,ενώ είναι στρείδια.Τα μαργαριτάρια δημιουργούνται από σκουπίδια,είναι δάκρυα.Τα δάκρυα δεν είναι ποτέ όμορφα,όσα μηδενικά κι αν τα ακολουθούν.Κι ένας πολιτισμός που δίνει αξία στα δάκρυα,είναι ένας πολιτισμός στρειδιών που νομίζουν πως είναι μαργαριτάρια.Σαν τυφλοί μπροστά στο καθρέφτη.Αγγίζουν το γυαλί χωρίς να βλέπουν την αντανάκλαση.
Κοιτάζω την ώρα.Κάποιες νύχτες,δε με πιάνει τίποτα.Το αλκοόλ,η νικοτίνη,η κούραση,η αυτολύπηση.Κανένας εθισμός.Ο κυνισμός είναι το δικό μου μαργαριτάρι.Κλείνω τις γρίλιες και πέφτω στο κρεβάτι.Τελικά,υπάρχει πραγματικός θησαυρός;Υπάρχει κάποιο είδους ευτυχία,που το τίμημα να είναι υποφερτό;Ίσως,το να διαψεύδονται οι προσδοκίες σου με τον πιο ανώδυνο τρόπο.


                                          V
Ένας μαθητής ρώτησε τον δάσκαλό του να του εξηγήσει τι είναι ο Βράχμαν. Τι είναι το ον, τι είναι η ψυχή του κόσμου, ποια είναι η πηγή των πάντων. Ο δάσκαλος στάθηκε σιωπηλός. Ο μαθητής προβληματίστηκε που δεν άκουσε καμία απάντηση και ξαναρώτησε. Ο δάσκαλος του εξήγησε ότι του είχε ήδη απαντήσει. Η ψυχή του κόσμου είναι η σιωπή.
Ο θόρυβος είναι το πρελούδιο,η εισαγωγή.Η σιωπή είναι το κυρίως πιάτο,οι πράξεις του έργου.Η σιωπή πριν,κατά τη διάρκεια και μετά τον έρωτα.Η σιωπή καθώς κοιμάσαι,όταν ξυπνάω δίπλα σου.Όταν μοιραζόμαστε ένα τραγούδι,μια στιγμή που δεν χρειάζεται κάτι περισσότερο.Όταν οτιδήποτε άλλο είναι περιττό.

                                                 VI
Είναι από εκείνα τα βράδια.Τα ανόρεκτα,που δεν βρίσκεις τίποτα να πεις.Σκαλίζω τις στάχτες αμήχανα,ενώ ο φίλος μου χαζεύει στο κινητό του.Το αφήνει και γυρίζει προς εμένα.”Στην Αφρική,την κατάθλιψη την αποκαλούν αρρώστια “εκείνου-που-σκέφτεται-πολύ””Οπότε εσύ έχεις ανοσία””Που τέτοια τύχη..Έτσι θα τη βγάλουμε απόψε;””Έτσι και χειρότερα””Τι έγινε πάλι;””Βαριέμαι να σου πω””Να κεράσω ένα και να ξεκινήσεις;””Νομίζω πως έχω γίνει ψυχαγωγία,κάτι σαν το εβδομαδιαίο επεισόδιο της αγαπημένης σου σειράς””Καλύτερο από οτιδήποτε έχει το Netflix.Λέγε”.
Πετάω το χαρτονόμισμα,του κλέβω ένα τσιγάρο και φεύγω.”Όχι απόψε”.H πόλη είναι ένας βόθρος μετά από έκρηξη.Ο μόνος τρόπος για να φτιάξει είναι ένας κατακλυσμός ή μια μεγαλύτερη έκρηξη.Δε μπορείς να υποτάξεις αυτή την έρημο.Μπαίνω στο σπίτι.Όσα ρούχα κι αν βγάλω,δεν ξαλαφρώνω.Παίζουμε τόσο καιρό με το χρόνο,που έχω ξεχάσει τι παιχνίδι είναι αυτό.Κρυφτό από τα χρόνια που περνάνε ενώ κυνηγάμε την ευτυχία ή το αντίθετο;Η νύχτα μια ρουλέτα,όλοι οι αριθμοί μηδέν και περιμένω να κάτσει η μπίλια στο όνομα σου.
Δε μπορώ να βολευτώ πουθενά.Δε ξέρω τι με ενοχλεί περισσότερο.Τα Ρίχτερ στο σώμα,τα Μποφόρ στο μυαλό ή το κοντέρ στην καρδιά,που το έχει τερματίσει η απουσία σου;Μπορώ να σου συγχωρήσω πολλά.Μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου που ακομή σου συγχωρεί.Όμως,το ότι θα χαραμίσουμε ένα ακόμη καλοκαίρι,είναι ασυγχώρητο.Είναι νωρίς,μέσα Ιουνίου,αλλά η γεύση του ανεκπλήρωτου έχει μουδιάσει κάθε μου κύτταρο.
Τα μάτια μου ψάχνουν συνεχώς,να μπουν στην τροχιά σου.Μου έχουν λέιψει τα πυροτεχνήματα του γέλιου.Η θερμοκρασία της φωνής σου,που όσο χαμηλώνει,τόσο ανάβω,το κλίμα γίνεται τροπικό στο δωμάτιο.Δε θέλω τίποτα άλλο.Να σε βλέπω να στεγνώνεις τα μαλλιά σου,να τινάζεις την άμμο από το δέρμα σου,ενώ μου χαμογελάς.Η ανάσα μου να αγκαλιάζει όλο σου το κορμί.Το σώμα σου και ο πυρετός που μου προκαλεί να γίνονται τα σύνορα.Ανάμεσα στο δικό μας,ιδιωτικό καλοκαίρι και τον υπόλοιπο κόσμο.
Να λιώνουμε με τη δύση του ήλιου,ενώ περιμένουμε τη νύχτα.Μια νύχτα,οπώς τη περιγράφει ο Φουέντες σε κάποιο βιβλίο του.”Η νύχτα,η θάλασσα,ο ουρανός ακόμα και η γη,γίνονται ένα,σμίγουν με την απεραντοσύνη.Δεν υπάρχουν ρωγμές.Δεν υπάρχουν σχισμές.Η νύχτα είναι η απόλυτη απεικόνιση της απεραντοσύνης του σύμπαντος.Μας κάνει να πιστεύουμε ότι τίποτα δεν έχει αρχή και τέλος”.Τέτοιες νύχτες ονειρεύομαι μαζί σου.Ο χρόνος που δεν μοιράζεται είναι το πιο ασυγχώρητο έγκλημα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου