Ι
Η πόλη μοιάζει με χωματερή. Οι δρόμοι μουτζουρωμένες σελίδες, από τη πλήξη και την μάταιη προσμονή. Κτήρια τσαλακωμενά χαρτιά, δωμάτια που με πνίγουν, σαν τεράστιες ιδρωμένες παλάμες. Εικόνες και άνθρωποι τσίχλες, μετά από μερικά δευτερόλεπτα χάνουν κάθε χαρακτηριστικό τους.
Ήχοι, τραγούδια και ομιλίες, παράσιτα που γίνονται όλο και πιο ακάταληπτα, όλο και πιο ενοχλητικά. Nόμιζα πως μου λείπουν τα ταξίδια. Μου έχουν λείψει περισσότερο τα ταξίδια που έκαναν τα μάτια μου, στα σύνορα ανάμεσα στο δέρμα και τα ρούχα σου.
Σ'εκείνο το βλέμμα, που προσπαθούσε να αποκρυπτογραφήσει κάθε σιωπή και κάθε λέξη. Στους ψιθύρους που έλιωναν το χρόνο. Στην κόψη απ'το χάδι σου,π ου χώριζε το φως και το σκοτάδι από ό,τι άγγιζε.
Δε σε γνωρίζω καλά ακόμα, μα θέλω να σε μάθω. Να σε κατακτήσω αργά, να κερδίσω την οικειότητα με σταθερά βήματα. Σαν να μαθαίνω να χορεύω. Περπατάω μαζί σου μέσα στη φωτιά, και νιώθω πως μπαίνω στη θάλασσα. Μου είχε λείψει αυτό το συναίσθημα, αυτό της αρχής, της γλυκιάς και αλμυρής αβεβαιότητας, εκείνης της αμφιβολίας που σε ανατριχιάζει όσο τίποτα άλλο.
Οι λέξεις δεν έχουν γεύση, ούτε απόψε. Σβήνω τα φώτα και ξαπλώνω. Ψάχνω τα φαντάσματα των δαχτυλικών σου αποτυπωμάτων στο σεντόνι .Κλείνω τα μάτια και η τελευταία φράση από το ποίημα του Νερούδα, γίνεται η άκρη του νήματος για τον λαβύρινθο της απουσίας σου."Η γυναίκα μου ήρθε,έγινε γαλήνη,και το όνειρο επέστρεψε για να κάνει το κόσμο να γυρίζει"...
Μερικές φορές νομίζω πως τα ίχνη της λάμπουν στο σκοτάδι. Ένα νήμα από φως που μόνο εγώ μπορώ να το δω, να το ακολουθήσω και να χαθώ πιο βαθιά στο όμορφο χάος της. Δεν είμαι μόνος μου μόνο όταν είναι δίπλα μου. Όταν είναι μακρυά,πάντα κάτι λείπει από τη πραγματικότητα.
Σαν να έχει κλέψει κάποιος τις λεπτομέρειες που μετατρέπουν τις στιγμές σε αναμνήσεις.Τις πιο όμορφες αποχρώσεις,τα ρεφρέν από τα τραγούδια,τη γεύση από τα γλυκά,τη δροσιά του ανέμου.Η πόλη είναι μια ζωγραφιά που την άφησε μισή,και'γω η πιο άσχημη μουτζούρα,ανάμεσα στα βήματα της φαντασίας της.
Τριγυρίζω σαν χαμένος, σαν υπνοβάτης και σαν μεθυσμένος που συνέρχεται σιγα σιγά. Θέλω λίγο ακόμα,τη φωτιά που κατοικεί μέσα της. Να μ'αγκαλιάσει σαν κύμα, και όλοι μου οι φόβοι και οι αμφιβολίες,να σκορπίσουν σαν ντόμινο, σαν παιδικά παιχνίδια. Συνεχίζω να περπατάω, να βαδίζω. Όλες οι σκιές είναι έχουν το όνομα της, νομίζω ότι με κρυφοκοιτάζει πίσω από κάθε αντανάκλαση. Πιο πολύ μου έλειψε η σιωπή, όταν ξαπλώνω πάνω στο στήθος της και μ'αγκαλιάζει. Σαν ένα ρούχο που φτιάχτηκε μόνο για μένα, μόνο εγω μπορώ να το φορέσω.
Σε κάθε θρόισμα των φύλλων μια σταγόνα από την ανάσα της. Συνεχίζω να προχωρώ..
ΙΙ
Μου αρέσει τελευταία να περπατάω με τις ώρες, σε κατά προτίμηση άδειους δρόμους. Και αυξάνω την ένταση στα βήματά μου, μήπως ξεφύγω από τον εαυτό μου και τα λάθη μου. Απολαμβάνω την ύπαρξη μου στην ελευθερία, στην ψευδαίσθηση ότι ακολουθώ τις δικές μου αποφάσεις και ελέγχω το πως με καθορίζουν. Μουρμουρίζω ότι θέλω να κάνω το σωστό κι ας είναι μοναχικός δρόμος.
Αν με ρωτήσουν τα στοιχεία του δρόμου για σένα, θα πώ ότι ήσουν ένα δώρο, το πιο μεθυστικό μαύρο τριαντάφυλλο. Κρυφά, περπατάω γιατί θέλω να σε συναντήσω. Να δω τη φιγούρα σου να ξεπροβάλλει στον απέναντι δρόμο.
Δεν θέλω να ξαναπούμε τίποτα. Θέλω να με φιλήσεις, με τρόπο που θα έχει νόημα, με τρόπο που θα με πείσει. Δεν έχω ξανανιώσει τόση απληστία για οτιδήποτε άλλο, εκτός από τα γλυκά. Δεν πέρασε μια μέρα και το κορμί μου είναι ήδη σε κατάσταση απεξάρτησης, σκέφτομαι το όνομα σου και τρέμω, τρέμω για το άγγιγμα σου, το άγγιγμα που ξεκλείδωσε για μένα την έννοια του πόθου.
Περπατάμε μαζί κι ας παίρνουμε άλλους δρόμους. Χρειαζόσουν χρόνο και τώρα έχεις όλο το χρόνο του κόσμου. Θυμάμαι που μου είχες πει ότι δεν διεκδικώ. Αναρωτιέμαι τί θα απαντούσα σε αυτό που σε ρώτησα, «Τι θέλεις να ακούσεις?». Θυμάμαι στην Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων, την στιχομυθία με τον γάτο στο σταυροδρόμι.
"Ποιο δρόμο να πάρω"
"Που θέλεις να πας;"
"Δεν ξέρω"
"Τότε, δεν έχει σημασία".
Και χαμογελάω. Στρίβω σε ένα στενό στην τύχη.
ΥΓ Τα τείχη του εγωισμού γίνονται φυλακή, δε σε προστετεύουν. Είναι πιο εύκολο να διαβάζεις κείμενα σε ένα blog, λίγο πριν ξημερώσει, παρά να πάρεις τηλέφωνο ή να χτυπήσεις το κουδούνι. Ή μήπως όχι;