Πέμπτη 2 Ιουνίου 2022

Δεν μπορούσε να ζωγραφίσει

 

Δεν μπορούσε να ζωγραφίσει. Κάθε φορά που το πινέλο άγγιζε το χαρτί, δεν μάτωνε το λευκό. Ήταν τόσο απογοητευμένη, που πέταξε τις μπογιές πάνω στον καμβά. Τίποτα, πάντα λευκό. Λες και κάποιο ξόρκι δεν την άφηνε να δημιουργήσει. Αποφάσισε να φύγει για λίγες μέρες, θα πήγαινε στο σπίτι της γιαγιάς. Ίσως βοηθούσε.

Το σπίτι ήταν δίπλα στο ποτάμι. Έφτασε νωρίς, άνοιξε όλα τα παράθυρα και έστησε τα σύνεργα της. Ο ψίθυρος των νερών την γαλήλευε. Ξάπλωσε στον καναπέ, η βουή την νανούρισε. Όταν ξύπνησε, ένιωθε πιο ξεκούραστη από ποτέ. Βούτηξε το πινελό και άρχισε να σχεδιάζει. Τίποτα. Βγήκε έξω από το σπίτι ουρλιάζοντας. Πέταξε το γυάλινο βαζάκι στο ποτάμι. Τρία τσιγάρα μετά, γέμισε μια κούπα με νερό από τον ποταμό και έκατσε μπροστά στο καβαλέτο. Για πρώτη φορά, μετά από μήνες, ζωγράφισε κάτι. Ήταν τόσο απορροφημένη, που δεν πρόσεχε τι ζωγράφιζε. Ξαφνικά, οι γαλάζιες γραμμές ξεπήδησαν από τον καμβά, έγιναν κύμα και την αγκάλιασαν.

Τρόμαξε. Δεν πίστευε τι είχε συμβεί. Κι όμως, τα ρούχα της ήταν μούσκεμα. Το πινέλο χάιδεψε το κόκκινο χρώμα. Σχεδίασε ένα πεντάγραμμο. Το πεντάγραμμο πήρε φωτιά, οι γραμμές έγιναν καπνός και οι νότες μπουρμπουλήθρες. Μόλις έσκαγαν, άκουγες μια μελωδία να σχηματίζεται. Μέχρι το βράδυ, το σπίτι είχε γεμίσει πολύχρωμα πουλιά, γαλάζιες γάτες, ουράνια τόξα και μωβ σύννεφα. Δεν σταματούσε να ζωγραφίζει, μέχρι που τις τελειώσαν οι μπογιές. Εξαντλημένη, βούλιαξε στον καναπέ και κοίταξε γύρω της, τον κόσμο που είχε δημιουργήσει. Τα περίεργα πλάσματα μαζεύτηκαν γύρω της, κούρνιασαν δίπλα στα πόδια της. Αποκοιμηθήκε χαρούμενη.

Ξύπνησε στη μέση της νύχτας, το σπίτι άδειο. Ήταν όνειρο; Ίσως. Αυτό το ασφυκτικό αίσθημα κενού είχε επιστρέψει. Δεν υπάρχει κάτι πιο απειλητικό από το φόβο που δεν μπορείς να ονομάσεις. Μια μαύρη τρύπα, που καταπίνει τα πάντα, το παρόν, το μέλλον, κάθε σταγόνα χαράς από τα συναισθήματα. Κρίση πανικού, δεν μπορούσε ν’αναπνεύσει. Βγήκε έξω, ήπιε νερό από το ποτάμι. Η βοή των νερών ήταν σαν κάποια να μουρμουρίζει ένα τραγούδι, άγνωστο και ταυτόχρονα οικείο. Βούτηξε με τα μάτια κλειστά, έμεινε κάτω από το νερό μέχρι που της κόπηκε η ανάσα.

Αφέθηκε στην αγκαλιά του ποταμού. Μουρμούριζε ένα τραγούδι, από μια εποχή που ήταν ευτυχισμένη. Ανέπνεε τις λέξεις. Βροχή. Όσο πιο δυνατά τραγουδούσε, τόσο δυνάμωναν οι στάλες. Άρχισε να γελάει. Την είχε παρασύρει το ποτάμι, μπορεί να πνιγόταν ή να πέθαινε από πνευμονία, όμως ένιωθε πιο ελεύθερη από ποτέ. Το αδηφάγο κενό που την στοίχειωνε είχε ξεπλυθεί από μέσα της. Άνοιξε τα μάτια, δεκάδες πουλιά, πέταγαν από πάνω της. Οι σταγόνες έγιναν πέταλα λουλουδιών. Τα νερά έγιναν δύο τεράστια χέρια που την μετέφεραν πίσω στο σπίτι.

Γέμισε την μπανιέρα και έκλεισε τα μάτια. Μετά λίγα λεπτά σηκώθηκε, πήρε το πινέλο. Έιχε ακόμα λόγο κόκκινο χρώμα. Ζωγράφισε ένα τετράγωνο στον καθρέφτη. Μέσα στις γραμμές εμφανίστηκαν παράσιτα τηλεόρασης.  Μετά από λίγο η μορφή της, διαφορετική.

«Μη φοβάσαι»

«Τι μου συμβαίνει; Μια φορά δοκίμασα LSD, αυτές είναι οι καθυστερημένες παρενέργειες;»

Η αντανάκλαση της γέλασε.

«Χαλάρωσε. Απλά πρέπει να σταματήσεις να στεναχωριέσαι για όσα δεν μπορείς ν’αλλάξεις. Άφησε τα να φύγουν»

«Πως;»

«Θα βρεις τον τρόπο. Δεν φυτρώνει τίποτα τις στάχτες, μην τις θρέφεις άλλο με χρόνο και δάκρυα. Γιατί θα γίνουν λάσπη, και από αυτή την κινούμενη άμμο δε θα μπορέσεις να βγεις ποτέ”

«Τι να κάνω;»

Η αντανάκλαση χαμογέλασε.

«Αφέσου».

Η εικόνα ξεθώριασε. Βόυτηξε στο κρεβάτι, πήρε στα χέρια της ένα τετράδιο και ένα μολύβι. Οι αρχικές μουτζούρες μεταμορφώθηκαν σε γυμνά σώματα. Σχεδίαζε μέχρι που το μολύβι έσπασε. Οι γραμμές ξέφυγαν από το χαρτί, έγιναν κυκλώνας. Γκρέμισε τα πάντα στο σπίτι, μέχρι που χάθηκε στον τοίχο. Το περίγραμμα μιας πόρτας σχηματίστηκε. Την άνοιξε διστακτικά. Βρέθηκε στην Αθήνα. Έξω από ένα καφέ. Είδε τον εαυτό της μέσα, να μιλάει με κάποιον. Μπήκε και έκατσε κοντά.

Παρατήρησε την αντανάκλαση της. Από όσα άκουσε, κατάλαβε πως έδινε συνέντευξη.

«Πως αποφάσισες να παρατήσεις την ζωγραφική και να γίνεις σκηνοθέτης;»

«Για να παραφράσω τον Μπρέχτ, ο κινηματογράφος είναι η τέχνη που την υπηρετούν όλες οι τέχνες. Ήθελα τα όνειρα να είναι πιο αληθινά»

«Και τα κατάφερες;»

«Όχι ακομα, αλλά προσπαθώ»

«Τι θέλεις να πετύχεις πιο πολύ;»

«Να δώσω στις ιστορίες μου, το happy end που δεν τους δίνει η ζωή»

«Πρέπει όλες οι ιστορίες να έχουν happy end

«Οι καλές ναι. Γιατί η ίδια η ζωή δεν έχει»

«Η ζωή σου έχει;»

«Προσπαθώ να υπάρχουν πολλά μικρά μέσα στην κάθε μέρα»

«Και πιο είναι το μυστικό;».

Ήπιε μια γουλιά καφέ και άναψε τσιγάρο.

«Δεν υπάρχει μυστικό. Ο χρόνος είναι ένας ποταμός, αν τον αφήσεις να σε παρασύρει, αν τον διασχίσεις βιαστικά, δεν θα βρεις ποτέ τον χρυσό που κρύβουν τα νερά του. Άκου τη βοή των νερών, δε λέει ποτέ ψέματα»

«Cut! Είμαστε εντάξει!».

Γύρισε και είδε ξανά τον εαυτό της, στην καρέλα του σκηνοθέτη. Πλησιάσε μπερδεμένη.

«Και να φανταστείς πως όλα αυτά ξεκίνησαν στο σπίτι της γιαγιάς μου. Πήγα για ένα Σαββατοκύριακο, κι έμεινα δέκα μέρες, γράφοντας το σενάριο»

«Πόσα ναρκωτικά πήρες;»

«Τίποτα, απλά έκανα νυχτερινά μπάνια».

Άνοιξε τα μάτια της. Την είχε πάρει ο ύπνος στην μπανιέρα. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν αληθινό και τι όχι. Έφτιαξε καφέ και έκατσε στο τραπέζι. Άνοιξε το τετράδιο. Ανατρίχιασε. Η κούπα ήταν ίδια με εκείνη που κρατούσε ο εαυτός της στο καφέ. Μια γαλάζια γάτα τρίφτηκε στα πόδια της.  Χιλιάδες λουλούδια άνθισαν γύρω της, έγιναν πυροτεχνήματα στο ταβάνι. Χαμογέλασε και πήρε το μολύβι. Έβαλε το αγαπημένο της τραγούδι στο κινητό και άρχισε να γράφει.

Make believe in magic

Make believe in dreams

Make believe impossible

Nothing as it seems

Always something other

Something more than this...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου