Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

Οι νύχτες της κόκκινης πόλης

 


Βγαίνεις από το σπίτι. Ένας άγνωστος στην αντανάκλαση, κυλάει δίπλα σου στη βιτρίνα. Ένας ξένος στον καθρέφτη, στην οθόνη. Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Σου αρέσει να περπατάς στο χιόνι και την βροχή. Περπατάς μέχρι που δεν αντέχεις άλλο, είναι ο μόνος τρόπος τελευταία, να κατεβάσει στροφές το μυαλό, που πάντα λειτουργεί πιο γρήγορα από το σώμα.

Κουράζεσαι, μέχρι η χορωδία στο κεφάλι σου να πάψει ή έστω να ψιθυρίζει. Δεν έχεις κουράγιο να περπατήσεις μέχρι το σπίτι, παίρνεις το λεωφορείο. Χαζεύεις πίσω από το θαμπό τζάμι, σαν καταδικασμένος που τον μεταφέρουν στις φυλακές. Τα χρώματα λίωνουν στο σκοτάδι, οι λιγοστές σιλουέτες ξεθωριάζουν. Ανεβαίνεις στην ταράτσα, ανάβεις τσιγάρο. Εισπνέεις βαθιά τον καπνό, ψάχνεις μια ανάσα λήθης και γαλήνης στον καπνό που σε πνίγει. Η ειρωνεία είναι το αίμα στις φλέβες του κόσμου. Κοιτάζεις την πόλη. Μοιάζει με άδειο ενυδρείο. Το κρύο ραγίζει τα οστά σου. Γλιστράς πίσω στον τοίχο, κλείνεις τα μάτια. Εύχεσαι να μπορούσες να κλάψεις, όμως έχεις στεγνώσει. Σφίγγεις τα βλέφαρα σου, μουδιάζεις. Έχεις ξεχάσει πότε ήταν η τελευταία φορά που κοιμήθηκες καλά, που ξύπνησες ξεκούραστος.

Μουδιάζεις. Ένα κόκκινο φως σφυροκοπεί τα μάτια σου. Είναι τόσο έντονο που περνάει το δέρμα. Ζαλίζεσαι, νιώθεις πως πέφτεις. Ανοίγεις τα μάτια. Είσαι σε ένα άγνωστο μέρος. Είσαι καλά ντυμένος, ψάχνεις τις τσέπες σου, έχεις μόνο τσιγάρα και αναπτήρα. Περπατάς, προσπαθείς να προσανατολιστείς. Τα κτίρια είναι μαύρα. Διασχίζεις τα στενά, είσαι μόνος σου. Δε σε νοιιάζει που δεν έχεις το κινητό σου, αντιθέτως νιώθεις ανάλαφρος που δεν το κουβαλάς. Βλέπεις φώτα αναμμένα σε ένα διαμέρισμα, μπαίνεις στην πολυκατοικία. Το σαλόνι είναι γεμάτο κόσμο, έχουν κάτι σαν πάρτι. Κανείς δε σου δίνει σημασία. Μιλάς και δε σε ακούνε. Δε σε πειράζει, βάζεις ένα ποτό και βγαίνεις στο μπαλκόνι.

Φοράει ένα κόκκινο στενό φόρεμα, πίνει αργά το ποτό της. Είναι η μόνη που σε βλέπει. Σου ζητάει τσιγάρο. Καθώς το ανάβεις, σε κοιτάζει στα μάτια. Χαμογελάει και κοιτάζει την πόλη. Γυρίζεις μέσα, το διαμέρισμα είναι άδειο. Οι πόρτες κλείνουν, οι τοίχοι γεμίζουν πληγές, στάζει αίμα. Προσπαθείς να βγεις, φωνάζεις. Το δωμάτιο έχει σχεδόν πλημμυρίσει. Βγάζεις το κεφάλι μέσα από το αίμα, κουτουλάς στο ταβάνι. Παίρνεις μια βαθιά ανάσα και βουτάς. Κολυμπάς στο σκοτάδι, οι πνεύμονες σου σαν τσαλακωμένα πακέτα τσιγάρων. Αφήνεσαι.

Ανοίγειςτα μάτια. Βρίσκεσαι πάνω σε ένα πλοίο. Λίγα μέτρα πιο πέρα, η γυναίκα με το κόκκινο φόρεμα. Σηκώνεσαι και την πλησιάζεις. Σε βλέπει και σε πλησιάζει, περνάει τα χέρια της μέσα από το παλτό σου. Είσαι έτοιμος να την αγκαλιάσεις, η μυρωδιά των μαλλιών της σε αφοπλίζει. Εκείνη απλά ψάχνει τις τσέπες σου, παίρνει τα τσιγάρα και τον αναπτήρα. Ανάβει ένα και στρέφει το βλέμμα της στη θάλασσα.

"Ποια είσαι;".

Χαμογελάει και φυσάει τον καπνό πάνω σου. Πλησιάζει αργά, περνάει το χέρι της στο πίσω μέρος του κεφαλιού σου. 

"Δεν ξέρω, δεν έχω όνομα. Θα το βρεις για μένα;".

Δεν ξέρεις τι ν'απαντήσεις. Σου δίνει το τσιγάρο της, σ'αγκαλιάζει και βάζει το κεφάλι της στο στήθος σου. Προσπαθείς να καταλάβεις. Στο βάθος ομίχλη. Μέσα της αχνοφαίνονται κόκκινα κτίρια, χορεύουν σαν φλόγες. Η άγνωστη σου παίρνει το τσιγάρο και το πετάει στο νερό. 

"Που πάμε;"

"Θα δεις. Σε αυτή την πόλη θα βρεις τις απαντήσεις. Ή μπορεί και όχι. Θα περιμένω, να μου φέρεις τ'όνομα μου;"

"Κι αν δεν το βρω;".

Χαμογέλασε πονηρά και τύλιξε το παλτό πάνω της.

"Δεν έχεις επιλογή".

Μπήκε μέσα στο κατάστρωμα. Την ακολούθησες, δεν υπήρχε κανένας μέσα. Κατεβαίνεις στο λιμάνι. Η πόλη μοιάζει σαν να είναι χτισμένη πάνω στην έρημο. Χάνεσαι στα στενά. Βρίσκεις ένα μπαρ. Κάθεσαι, όλα είναι παράξενα γύρω σου. Μια παρέα λίγο πιο πέρα, μοιάζει σαν να βγήκε από πινακα του Μπρίγκελ. Μια γυναίκα με γαλάζιο φόρεμα, διαβάζει μόνη της δίπλα τους. Λες και την ζωγράφισε ο Μοντιλιάνι. Ο σερβιτόρος μοιάζει με κυβιστική καρικατούρα, ενώ το ζευγάρι δίπλα στο τζάμι, είναι από πίνακα του Χόπερ.

"Μόνο αυτοί που πληρώνουν, μπορούν να κάτσουν".

Γυρίζεις σαστισμένος. Η βραχνή φωνή ανήκει σ'ένα καρτούν του τριάντα. Δεν ξέρεις αν πρέπει να γελάσεις ή να τρομάξεις.

"Ουίσκι με κόλα, σε κοντό ποτήρι με δύο παγάκια".

Το πίνεις σχεδόν απνευστί. Το μυαλό σου δεν μπορεί ν'αφομοιώσει ό,τι βλέπει. 

"Θα το συνηθίσεις, στην αρχή φαίνεται παράξενο".

Ο διπλανός σου διαβάζει εφημερίδα. Παρατηρείς πως δεν υπάρχουν λέξεις πάνω στο χαρτί, μόνο εικόνες. Κατεβάζει την εφημερίδα, φοράει κοστούμι και έχει κεφάλι γάτας. Πίνει λίγο από το ποτό του και σε κοιτάζει.

"Λες και δεν είδες πιο παράξενα μέχρι τώρα..."

"Που είμαι;"

"Κάθε ερώτηση που έχεις στο μυαλό σου είναι σωστή και ταυτόχρονα λάθος. Δεν υπάρχουν σωστές ερώτησεις, μόνο οι κάτάλληλες την κατάλληλη στιγμή"

"Αυτό δεν τις κάνει σωστές;"

"Ναι και όχι".

Αισθάνεσαι μπερδεμένος.

"Είσαι σε ένα μέρος που βρίσκεται παντού και πουθενα. Είναι πιο μικρό από σπιρτόκουτο και απέραντο σαν τον κόσμο. Ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα. Ξέρεις ποιος είσαι;".

Διστάζεις ν'απαντήσεις.

"Ξέρεις τι ψάχνεις; Τι πραγματικά θέλεις;".

Ο γάτος χαμογελάει.

"Βάλε άλλα δύο, για μένα και το φίλο μου".

Ο μπάρμαν καρτούν μουρμουρίζει κάτι που μοιάζει με βρισιές. Ο γάτος τσουγκρίζει το ποτήρι σου. Το πίνεις και αυτό σχεδόν όλο.

"Μην ανησυχείς, θα βρεις το δρόμο σου. Άσε τις πολλές ερωτήσεις και εμπιστεύσου τα ένστικτα σου"

"Κι αν κάνουν λάθος;"

"Σου είπα δεν υπάρχει λάθος και σωστό. Ξέρεις τι λέει ένας από τους αγαπημένους σου συγγραφείς στα τελευταία του μυθιστορήματα; Πως η γλώσσα είναι παρασιτικός οργανισμός. Όλα πήγαιναν καλά, μέχρι που εμφανίστηκε. Και μολύνει τα πάντα. Γι'αυτο οι άνθρωποι είναι χαρούμενοι στα social και τον κατακλυσμό εικόνων. Οι εικόνες είναι μια παγκόσμια γλώσσα που δύσκολα μπορεί να παρερμηνευτεί"

"Μα και οι εικόνες μπορούν να σε παραπλανήσουν!"

"Δεν υπάρχει σύστημα επικοινωνίας χωρίς νοθεία".

Ο γάτο σήκωσε το χέρι του -ή μήπως το μπροστινό του πόδι;- και σχημάτισε έναν κύκλο στον αέρα. Ένας κύκλος από πράσινο φως άρχισε να στροβιλίζεται. Έγινε γαλαξίας, οι ήλιοι έσπασαν σε αστέρια, τα αστέρια σκόρπισαν σε στάχτες, το μπαρ έγινε μια μικρογραφία του BIg Bang. Μέχρι που ο γάτος χτύπησε τα δάχτυλα του και όλα εξαφανίστηκαν. Μείνατε οι δύο σας στο μπαρ.  

"Βάλε ένα τραγούδι, το juke box είναι δίπλα στην πόρτα".

Σηκώνεσαι, βάζεις ένα κέρμα. Οι ετικέτες πίσω από τα κουμπιά δεν γράφουν τίποτα. Πατάς ένα στην τύχη. Το τραγούδι που παίζει είναι αυτό που ήθελες ν'ακούσεις. Κάθεσαι δίπλα στο γάτο.

"Σε αυτή την πόλη, μπορείς να μπεις μόνο με συνοδεία κάποιου. Αλλά μόνος σου πρέπει να βρεις την έξοδο. Συνήθως όσοι έρχονται θέλουν τα ίδια πεζά πράγματα. Λεφτά, εξουσία, να κάνουν κακό σε κάποιον άλλο. Σπάνια εμφανίζεται και κάποιος να ψάχνει τον έρωτα. Ή έτσι νομίζει. Όσοι έψαχναν τον έρωτα, βρήκαν τον εαυτό τους. Και δεν τους άρεσε. Κάποιοι τρελάθηκαν, τριγυρνάνε ακόμα σε αυτούς τους δρόμους. Κάποιοι έψαχναν τον εαυτό τους, και  βρήκαν τον έρωτα. Ούτε σε αυτούς άρεσε αυτό που βρήκαν. Μου λείπουν κάτι περίεργοι, που είχαν επιθυμία θανάτου, αλλά ήταν αρκετά δειλοί για ν'αυτοκτονήσουν, και αρκετά ρομαντικοί, ώστε να ψάχνουν το θάνατο μέσω του έρωτα".

Ο γάτος σε κοιτάζει από πάνω μέχρι κάτω.

"Δε μου φαίνεσαι για τέτοιος. Βέβαια, ποτέ δεν ξέρεις..".

Ο γάτος τελειώνει το ποτό του και σου δίνει ένα κλειδί.

"Με αυτό μπορείς ν'ανοίξεις όποια πόρτα θέλεις σε αυτή την πόλη, ακόμα και εκείνες που φαίνεται να μην υπάρχουν. Πρόσεξε όμως, χρησιμοποίησε το με προσοχή, γιατί είναι από γυαλί. Ο μόνος κανόνας είναι πως δεν υπάρχουν κανόνες. Μην εμπιστεύεσαι κανέναν, ειδικά τον εαυτό σου".

Ο γάτος σηκώνεται και φοράει το παλτό του. Λίγο πριν βγει από το μπαρ, γυρίζει προς στο μέρος σου.

"Καλώς ήρθες στην κόκκινη πόλη. Και μη ξεχάσεις ποτέ, το πιο σημαντικό. Τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα επιτρέπονται".




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου