Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

John Wick των δυτικών προαστίων 4

 

05:04 

Η βίλα μοιάζει άδεια. Δεν είναι. Μόλις πέφτει ο ήλιος, περνάω τα κάγκελα. Πρώτη σφαίρα στο μάτι, δεύτερη στο λαιμό. Τρέχω, γροθιά στον πρώτο φρουρό, τον πετάω πάω στους άλλους δύο, δύο σφαίρες σε κάθε κεφάλι, η επόμενη κουρελιάζει τα δάχτυλα στον τρίτο. Τον βάζω μπροστά σαν ασπίδα. Τα laser τον φιλάνε παντού. Τον κλωτσάω, γίνεται χαρτοπόλεμος από τα τα πυρά.

Πετάω τη φωτοβολίδα, ο χώρος είναι γεμάτος. Πυροβολώ τους πιο κοντινούς στόχους, τους αφοπλίζω και τρέχω στο επόμενο δωμάτιο. Μια λάμα με γδέρνει. Λαβή, κουτουλία και σπάσιμο μύτης, σφαίρα στο κεφάλι. Σκοτώνω τους άλλους τρεις και πετάω τον τελευταίο στην πόρτα. Κόβει τη φόρα στους πρώτους. Γεμίζω, τους σκοτώνω έναν έναν.

Οι μεγάλοι διάδρομοι που οδηγούν στο ρετιρέ είναι πλεονέκτημα. Τα συμβατικά φώτα σβήνουν, το κόκκινο του σιωπηλού συναγερμού ματώνει κάθε επιφάνεια. Έρχονται από παντού. Σφαίρες στα πόδια, παίρνω το βαρύ όπλο και ρίχνω σε κάθε κατεύθυνση. Η φωτιά καταπίνει τα πάντα. Χαριστικές βολές σε όποιον αναπνέει ακόμα. Ρίχνω σταμάτητα, οι τοίχοι λιώνουν, ανθρώπινα μέλη, μάτια και ουρλιαχτά επιπλέουν στο αέρα, ο χρόνος επιβραδύνει. Δύο σφαίρες περνάνε ξυστά, η μια χαιδεύει το αριστερό μου μπράτσο. Πετάω το άδειο πολυβόλο και παίρνω ένα άλλο.

Ανοίγω τρύπες, περνάω μέσα από φλεγόμενα σώματα. Από ένα σημείο και μετά, δεν βλέπω. Κολυμπάω ενάντιον στο ρεύμα, αίμα, στάχτες, κύματα από καπνό. Πετάω το πολυβόλο. Ώρα για επιδόρπιο. Το Beneli M4 είναι ιδανικό. Κλωτσάω την πόρτα. Ο Επίτροπος κάθεται πίσω από το γραφείο του. Σηκώνει το βλέμμα βαριεστημένα.

"Τζων, ήταν ανάγκη για τόση φασαρία;"

"Δεν ήταν επιλογή μου".

Ο Επίτροπος ανάβει τσιγάρο.

"Το ξέρεις πως υπάρχει μόνος ένας τρόπος για να απελευθερωθείς. Και κανένας δεν το έχει καταφέρει"

"Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά"

"Πρέπει να περάσεις από όλους τους κύκλους της κόλασης. Ο δρόμος για τον παράδεισο, βρίσκεται κάτω από τον θρόνο του Εωσφόρου"

"Δεν έχω χρόνο για λογοτεχνικές αναφορές, που είναι;".

Ο Επίτροπος ανοίγειο το συρτάρι και πετάει ένα τσαλακωμένο εισιτήριο.

"Καλό ταξίδι Τζων".

Παίρνω το εισιτήριο και το βάζω στην τσέπη. Οπλίζω το Beneli M4.

"Δε θα το έκανα αυτό αν ήμουν στη θέση σου"

"Αν ήσουν στη θέση μου, θα είχες ακόμα σφυγμό".

Το κεφάλι του διακοσμεί αφηρημένα τον τοίχο.

11:37

Απεχθάνομαι αυτά τα μέγαρα. Τσίρκα μεταμφιεσμένα σε ναούς τέχνης. 

Προσπερνάω τα γυαλιστερά περιττώματα και μπαίνω την κεντρική σκηνή. Έχει πλάκα το μέρος, ένα rave party με αστικό λούστρο. Όσοι δε χορεύουν, βγάζουν ασταμάτητα video και τραβάνε selfie. Πίσω από την σκηνή, ο ημιφωτισμένος διάδρομος οδηγεί σε ένα τεράστιο γραφείο. Ο Επιμελητής ανακατεύει την τράπουλα με δεξιοτεχνία.

"Τζων, πόσο νομίζεις ότι κοστίζει η ζωή σου;".

Κάθομαι απέναντι του.

"Διάλεξε ένα φύλλο".

Το διαλέγω και του το δίνω. Ντάμα κούπα. Ο επιμελητής χαμογελάει. Το βάζει πίσω στην τράπουλα.

"Τζων, τι έχεις εναντίον της μοντέρνας τέχνης;"

"Τίποτα. Απλά δεν είναι μοντέρνα ούτε τέχνη".

Ο Επιμελητής καγχάζει.

"Θέλεις να γίνεις πιο συγκεκριμένος;"

"Δεν ήρθα εδώ για να φλυαρήσουμε για τις φοροαπαλαγές των προιστάμενων σου"

"Πάντα κατευθείαν στο θέμα".

Aνακατεύει τα χαρτιά και μου δίνει να διαλέξω.

"Αυτό είναι το φύλλο σου;".

Ανθυπομειδιώ και το πετάω στο τραπέζι.

"Ποιον πρέπει να σκοτώσω, για να ησυχάσω;"

"Όλους"

"Οκ. Από που αρχίζω;"

"Αυτό πρέπει να το αποφασίσεις εσύ. Αν δεν το γνωρίζεις, είσαι επικηρυγμένος. Και η τιμή ανεβαίνει κάθε λεπτό που περνάει".

Κοιτάζω γύρω μου. Πρέπει να φύγω από'δω.

"Ένα τελευταίο παιχνίδι;".

Μοιράζει τα φύλλα. Τα σηκώνω και τα βάζω πάλι κάτω. Γυρίζει τα δικά του.

"Φουλ του ρήγα. Τι έχεις;"

"Μια στη θαλάμη και άλλους πέντε γεμιστήρες".

Δύο σφαίρες στα χέρια, τον πιάνω από την γραβάτα και κοπανάω το κεφάλι του στο τραπέζι. Πάει να ξεφύγει, πέλμα στο γόνατο, δεξί κροσέ στη μύτη. Τον κλωτσάω έξω από το γραφείο, κανείς δε δίνει σημασία, συνεχίζουν να χορεύουν. Τον πίανω από τη γραβάτα και τον πατάω στο λαιμό.

"Ποιος με επικήρυξε;"

"Δεν...Δεν μπορώ να σου πω!".

Σφαίρα στο δεξί ώμο.

"Λέγε!"

"Θα με σκοτώσουν!"

Σφαίρα στον αριστερό ώμο, κολλάω την κάννη στο λαιμό του, ουρλιάζει.

"Είσαι ήδη νεκρός. Τελευταία φορά"

"Ξέρεις! Η ξανθιά ήταν!".

Οι σφαίρες πέφτουν πολύ κοντά. Σηκώνω τον Επιμελητή και προχωράω μέσα στο πλήθος. Δέχεται αμέτρητα ριπές. Μόλις εντοπίζω τον εχθρό, πετάω την ασπίδα και ρίχνω. Οι άνθρωποι γύρω μου χορεύουν, μάλλον νομίζουν πως όλο αυτό είναι κάποιου είδος performance, ακόμη και όταν κάποιοι ανάμεσα τους πέφτουν νεκροί από τα αδέσποτα πυρά. Ή τα ναρκωτικά είναι τόσο καλά, που χάνεις κάθε επαφή με την πραγματικότητα.

Διακρίνω ανάμεσα στο πλήθος τέσσερις μαυροφορεμένους με μάσκες. Μεγάλες, πλαστικές, χαμογελαστά emoji. Τραβάω πρώτος και ορμάω μπροστά. Ένας κάτω. Γεμίζω το όπλο. Υπάρχει ελεύθερος σκοπευτής. Δεν προλαβαίνω ν'ασχολήθω, κινούμαι γρήγορα ανάμεσα στα ζόμπι. Γεμίζω το όπλο. Προλαβαίνω το δεύτερο μασκοφόρο. Μου πιάνει το χέρι. Λαβή, τον ρίχνω κάτω, σφαίρα στο χέρι, δεύτερη στη μάσκα. Το αίμα ανθίζει πάνω στο πλαστικό. Σηκώνομαι,  κυνηγάω τους δύο άλλους, οι σφαίρες χτυπάνε όλο και πιο κοντά.

Οι μασκοφόφοροι σκαρφαλώνουν στην σκηνή. Τρεις σφαίρες στην πλάτη. Καθώς τον προσπερνάω, ρίχνω άλλη μια στη μάσκα. Πυροβολώ τον DJ, η μουσική είναι άθλια. Το πλήθος συνεχίζει να χορεύει. Ορμάω στον τελευταίο, κατρακυλάμε ανάμεσα στις σκάλες και τους τεχνητούς καταρράκτες αυτού του αρχιτεκτονικού εκτρώματος. Πριν πιάσω το όπλο, με κλωτσάει. Βάζω τα χέρια μπροστά. Του πιάνω το πόδι και τον ρίχνω κάτω. Του βγάζω τη μάσκα. Η λαβή μου κερδίζει αρκετό χρόνο ώστε να πιάσω το όπλο. Δύο σφαίρες στο κεφάλι.

Κοιτάζω ψηλα, ο σκοπευτής το βάζει στα πόδια. Βγαίνω από το κτίριο, πηδάμε από ταράτσα σε ταράτσα. Η τέταρη σφαίρα τον βρίσκει στο πόδι. Του πατάω το χέρι.

"Βγάλε τη μάσκα!".

Η ξανθιά με κοιτάζει με μίσος. 

"Κάντο!".

Τη σημαδεύω.

"Και όλα αυτά για μια γάτα; Άξιζε Τζων;".

Η σφαίρα στο μέτωπο βάζει τελεία σε μια αδιέξοδη συζήτηση.

04:23

Κάτω από το θέατρο, υπάρχει μια άλλη σκηνή. Δίνω το εισιτήριο και προχωράω. Η Χορογράφος δε χαίρεται που με βλέπει. Κάνει νόημα στις χορεύτριες να συνεχίσουν μόνες τους. Πηγαίνουμε στο καμαρίνι της. Γεμίζει δύο ποτήρια.

"Τι θέλεις Τζων;"

"Να μου παραχωρήσεις το βέτο σου".

Γεμίζει ξανά το ποτήρι της και το πίνει απνευστί.

"Κια γιατί να το κάνω αυτό;"

"Γιατί μου χρωστάτε. Και γιατί είσαι οικογένεια"

"Το δεύτερο το έχεις ξεχάσει εδώ και χρόνια"

"Δεν ευθύνομαι μόνο εγώ".

Με κοιτάζει θυμωμένα. Βγάζει το χρυσό μενταγιόν και το πετάει στο τραπέζι. Το πιάνω, τα ακροδάχτυλα μου χαιδεύουν το ανάγλυφο. Το βάζω στην τσέπη. Γεμίζω τα ποτήρια και τσουγκρίζω το δικό της. Το πίνει απρόθυμα.

Σηκώνομαι, την πλησιάζω. Γονατίζω και της φιλάω το χέρι. Μου χαιδεύει το μάγουλο. Λίγο πριν βγω από το καμαρίνι, με φωνάζει.

"Τζων;"

"Ναι;"

"Μην αφήσεις κανέναν ζωντανο".

06:13

Μπαίνω στο Ξενοδοχείο. Ο Σύμβουλος  είναι στο ρετιρέ. Καπνίζει βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει. Στέκομαι δίπλα του.

"Ένα ινδικό ρητό λέει πως ο χαρακτήρας της γυναίκας και το πεπρωμένο του άντρα αλλάζουν συνέχεια".

Ο Σύμβουλος  πετάει το τσιγάρο και κοιτάζει την ώρα στο κινητό του.

"Δεν μπορώ να σου προσφέρω καταφύγιο"

"Τότε γιατί με κάλεσες;".

Γυρίζει προς το μέρος μου, βγάζει ένα τραπουλόχαρτο από την τσέπη και μου το δίνει. Είναι ο Ρήγας Μπαστούνι.

"Το φύλλο γύρισε. Μπορώ να σου δώσω μια ώρα προβάδισμα, πριν σε κυνηγήσει όλη η πόλη. Στο βεστιάριο θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι".

Βάζω το τραπουλόχαρτο στην τσέπη. Ο Σύμβουλος Διατησίας με χτυπάει φιλικά στην πλάτη.

"Κάποια τελευταία συμβουλή;"

"Κοίτα να το διασκεδάσεις".

09:32

Βγαίνω από το αυτοκίνητο. Οπλίζω το πολυβολό. Η τζαμαρία γίνεται κομμάτια. Το κρεμάω στον ώμο και βγάζω τα όπλα από τις τσέπες. Σκοτώνω όποιον είναι ακόμα ζωντανός. Σπάω την πόρτα. Το πολυβόλο είναι υπέροχο, ο ένας μετά τον άλλο, πέφτουν σαν σκιάχτρα από σανό, οι στάχτες τους σκορπίζουν πριν αγγίξουν το πάτωμα. 11, 12, 13. Τρυπάω τον τοίχο, σφαίρες στο κεφάλι.

Επόμενο δωμάτιο, ορμάνε από παντού. Λάμες, σφαίρες, αλυσίδες. Χρησιμοιποιώ ό,τι έχω και δεν έχω για ν'ανοίξω δρόμο. Δάχτυλα στα μάτια, σπασμένα χέρια, λάμες στο λαιμό, σφαίρες. Σκάβω μέσα από σάρκες και οστά, φλεγόμενα πτώματα και κραυγές. Άλλος ένα γεμιστήρας, άλλο ένα όπλο. Ο πόνος είναι το καύσιμο που βάζει φωτιά στο φόβο. Δε νιώθω τίποτα. Η πληγή στον ώμο, οι ουλές, τα χτυπήματα είναι απλά χαμένος χρόνος. 

Περισσότερες σφαίρες, λαβές, σπασμένα χέρια και πόδια. Δεν ξέρω αν βρίσκομαι εδώ μερικά λεπτά ή αιώνες. Η πλημμυριδά των πτωμάτων με οδηγεί στην κορυφή, ανεβαινώ σκαλί σκαλί για να φτάσω στο ρετιρέ. Ο Μαρκήσιος με περιμένει. Το ραγισμένο χαμόγελο του δεν μπορεί να κρύψει το άγχος. Γεμίζει δύο ποτήρια κρασί και μου προσφέρει το ένα. Σφίγγω το όπλο.

"Το ξέρεις πως δεν μπορείς να ξεφύγεις. Ακομη κι αν με σκοτώσεις. Το συμβούλιο έχει αποφασίσει".

Βγάζω το μενταγιόν και το τραπουλόχαρτο και τα πετάω στο τραπέζι. Ο Μαρκήσιος πιάνει το τραπουλόχαρτο. Το γυρίζει, αναγνωρίζει το γραφικό χαρακτήρα. Αδειάζει το ποτήρι και βάζει κι άλλο κρασί. 

"Αυτή τη στιγμή η τιμή σου είναι 20 εκατομμύρια. Σου δίνω τα διπλά να σκοτώσεις το υπόλοιπο Συμβούλιο".

Οπλίζω.

"Είμαι η μόνη σου ελπίδα να γλυτώσεις. Με το που θα βγεις έξω, δεν υπάρχει μέρος να κρυφτείς. Άσε που δε θα προλάβεις, το κτίριο είναι γεμάτο εκρηκτικά. Μόλις η καρδια μου σταματήσει, θα ανατιναχτεί. Λοιπόν;".

Δύο βολές στα πόδια, σπάω το μπουκάλι στο κεφάλι του. Τον σέρνω στο ασανσέρ. Λίγο πριν φτάσουμε στο ισόγειο, βλέπω χιλιάδες laser να ψαχουλευούν ανάμεσα στα ερείπια. 

Ο Μαρκήσιος φτύνει αίμα και γελάει.

"Λοιπόν; Τι θα κάνεις;"

Κολλάω την κάννη στο μέτωπο του.

"Σε εκείνους τους ανθρώπους που με ενδιαφέρουν εύχομαι βάσανα, ερήμωση, αρρώστιες, κακομεταχείριση, ταπεινώσεις -εύχομαι να έρθουν σε επαφή με τη βαθιά αυτοπεριφρόνηση, το μαρτύριο της μηδενικής αυτοπεποίθησης, την αθλιότητα των νικημένων. Δεν τους λυπάμαι, γιατί τους εύχομαι το μόνο πράγμα που μπορεί να αποδείξει σήμερα αν αξίζει κανείς κάτι ή όχι -να αντέξει. Καλή τύχη Τζων".

Δύο σφαίρες. Βγαίνω από το ασανσέρ. Μετράω τα δευτερόλεπτα. Στις τσέπες μου υπάρχουν δύο τελευταίοι γεμιστήρες. Οι εκρήξεις ξεκινάνε από το ρετιρέ. 

10.

9.

8.

7.

6.

Χαιδεύω τις σκανδάλες. Βγαίνω από μια ρωγμή δίπλα από τις σκάλες.

5.

4.

3.

2.

1.

ΤΡΕΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ

Ο Σύμβουλος στέκεται πάνω από ένα τάφο. Ανάβει δύο τσιγάρα και αφήνει το ένα πάνω στην ταφόπλακα. Ο Βοηθός του στέκεται δίπλα του.

"Που λες να βρίσκεται; Πάνω ή κάτω;"

"Ποιος ξέρει;".

Ο Σύμβουλος  πετάει το τσιγάρο και φοράει τα γυαλιά ηλίου. Ο Βοηθός μπαίνει στο αυτοκίνητο. Ο Σύμβουλος χαϊδεύει την ταφόπλακα.

"Fata viam invenient".



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου