Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2023

Στην άκρη της άκρης του κόσμου XI

 

Έχετε κόψει πότε το τσιγάρο; Όσοι απαντήσατε καταφατικά, ξέρετε πόσο δύσκολο είναι. Είναι η τέταρτη φορά. Αυτό το μήνα. Κάπνιζα 16 χρόνια, κατάφερα να το κόψω το 2014. Η πρώτη εβδομάδα ήταν από τις πιο επώδυνες της ζωής μου. Πόναγε κάθε κύτταρο του κορμιού μου. Το μυαλό μου μια ωρολογιακή βόμβα, κάθε χτύπος ήταν σαν σεισμός, οι κραδασμοί κάθε δευτερολέπτου στέρησης έκαναν τον κόσμο να τρέμει. Έκανα ένα τσιγάρο την όγδοοη μέρα. Ήταν καλύτερο από όλους τους οργασμούς μαζί. Λες και το έστριψε ο θεός μέσα στον κόλπο της Margot Robbie.

Πέρασε μια επταετία χωρίς να καπνίσω. Το ξανάρχισα τα τελευταία 2 χρόνια. Όσο μεγαλώνεις, είναι πιο δύσκολο να κάνεις πολλά. Οι πρώτες δύο μέρες ήταν σκληρές. Το μόνο θετικό, πως κοιμήθηκα πολλές ώρες. Τελικά, μήπως το κάπνισμα φταίει για την χρόνια αϋπνία μου; Την τρίτη μέρα ένιωθα καλύτερα. Το σώμα μου ήταν πιο ελαφρύ, ένιωθα λιγότερο κουρασμένος. Όμως το μυαλό τρίκλιζε. Βγήκα έξω. Οι αισθήσεις μου ήταν σε υπερδιέργεση, είχα τα συμπτώματα υπερήρωα χωρίς υπερδυνάμεις. Ίδρωνα αφύσικα. Νόμιζα πως με κοίταζαν όλοι υποτιμητικά.

Οι σκανδάλες του νευρικού μου συστήματος ήθελαν απλά ένα χάδι αφορμής. Θα κατέβαζα τα άπαντα της χριστιανοσύνης σε όποιον σκεφτόταν να μου μιλήσει, και ο τόνος της φωνής του θα ήταν μισό ημίτονιο ψηλότερα. Περπάτησα αρκετά για να ηρεμήσω. Ήμουν καλύτερα, τα πολύ δύσκολα πέρασαν. Γύρισα πίσω στο σπίτι , και το γιόρτασα κάνοντας μισό πακέτο. Αν έχω να σας δώσω μια συμβουλή είναι αυτή, κόψτε το κάπνισμα σε μια καλή περίοδο της ζωής σας, όταν θα είστε ευτυχισμένοι.

Ο δαίμονας ήταν αγχωμένος. Τον είχε πιάσει επιθετική λογοδιάρροια. Τον αγνόησα και βγήκα στο μπαλκόνι. Ο μάγος διάβαζε εφημερίδα. Έκατσα απέναντι του.

«Πιες έναν χυμό και διάβασε τα αθλητικά να ξεχαστείς».

Έκανα πως δεν τον άκουσα. Δίπλωσε την εφημερίδα και έβαλε τα γυαλιά του. Το βλέμμα του με εκνεύρισε.

«Έχει ένα σάκο του μποξ στο υπόγειο, δεν πας να ξεσπάσεις εκεί, μπας και ηρεμήσεις;»

«Άσε με, θα το παλέψω. Πες μου τι θέλεις να κάνουμε»

«Είναι απλό. Θέλω να μου φέρετε τρία αντικείμενα»

«Ποια;»

«Θα το καταλάβετε όταν τα βρείτε»

«Να αφήναμε τους γρίφους;»

«Αν δεν στο δείχνω, δεν το έχω. Αν στο δείχνω και δεν το βλέπεις, δεν το αξίζεις»

«Μη μου απαντάς με κάτι που θα έγραφε κάποια μυαλοσεισμόπληκτη στο Instagram, κάτω από φωτογραφία της με μαγιό»

«Με έχει κουράσει η γκρίνια σου. Στην τελική, δική σου ιδέα ήταν να τον βοηθήσεις»

«Και το μετανιώνω κάθε δευτερόλεπτο»

«Έπρεπε να τον αφήσεις  να σε φάει. Εσύ δεν κάνεις συνέχεια αστεία πως θέλεις να πεθάνεις; Δεν είσαι και τόσοκυνικός όσο νομίζεις»

«Το ξέρω, η πριγκήπισσα της Disney μέσα μου είναι πολύ John Wick για να πεθάνει. Οκ, τι κάνουμε λοιπόν;»

«Σε μια ώρα θα σας στείλω πίσω στο παρελθόν»

«Που;»

«Θα δεις»

«Είναι η μοναδική φορά που θα εκτιμούσα spoilers»

«Ετοίμασε βαλίτσα».

Μου πήρε 10 λεπτά. Ο δαίμονας έτρεμε σαν παιδάκι που θακάνει πρώτη φορά εμβόλιο. Βγήκαμε στο μπαλκόνι. Ο μαγός σήκωσε το χέρι του και άνοιξε μια σχισμή στο χωροχρόνο.

«Καλή τύχη»

«Πόσο χρόνο έχουμε;»

«Όχι πολύ»

«Κάποια βοήθεια;»

«Σαν τι;»

«Γίνεται να έχουμε internet εκεί που θα πάμε;»

«Δεν το απαγορέυει κάποιος κανονισμός»

«Κάποια στιγμή πρέπει να μας δώσει να τον διαβάσουμε»

«Ίσως. Καλό ταξίδι».

Πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ για κάτι ακόμα, γλιστρήσαμε στο άπειρο. Καθώς ταξιδεύουμε μέσα στις δισεκατομμύρια σωληνώσεις του σύμπαντος, οι σκέψεις σκορπίζουν σαν στάχτες στον άνεμο. Ταξιδεύουμε με ταχύτητα μεγαλύτερη του φωτός, και ταυτόχρονα είμαστε ακίνητοι. Ο χώρος και ο χρόνος κινούνται γύρω και μέσα μας, έχετε δει το Interstellar, ξέρετε. Παρατηρώ γύρω μου αναμνήσεις που είχα σχεδόν ξεχάσει. Όνειρα και δεκάδες εκδοχές της ζωής μου που δεν υπήρξαν ποτέ. Το μυαλό δεν μπορεί να επεξεργαστεί τόσα δεδομένα. Shutdown. Κλείνω τα μάτια, τα δάκρυα που κυλάνε, γίνονται πεφταστέρια, κομήτες που ανθίζουν σε γαλαξίες.

Οι τελευταίες σκέψεις ηχούν σαν ηχώ τραγουδιού από μακριά. Δεν ξέρω αν είναι δικές μου. Χροιές γνώριμες.

«Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι να αρχίσω να φοβάμαι. Κάνω την εξής ερώτηση στον εαυτό μου: Θέλω να έχω δίκιο ή να είμαι ευτυχισμένος; Όμως όλη αυτή η “τελειότητα” γύρω  μου, μου προκαλεί ναυτία. Οι οθόνες καταρρέουν σαν κτίρια, τρέχεις να κρυφτείς κάπου. Δεν μπορώ να ξεφύγω. Είναι πιο εύκολο να κοιτάζεις τους άλλους πίσω από οθόνες. Η οθόνη είναι το προφυλακτικό για την πραγματικότητα. Όλοι και όλα σε απόσταση. Γιατί το δια ζώσης είναι ανυπόφορο. Να προσπαθείς να ξεχωρίσεις την αλήθεια, πίσω από τη ζούγκλα των ματιών και των κέρινων χαμόγελων.

Ζούμε τη ζωή, σαν επίσκεψη σε μουσείο. Βλέπουμε και βιώνουμε τα πάντα σε δεύτερο χέρι. Παγωμένες στιγμές, βαλσαμωμένες εμπειρίες, stories και posts, εκθέματα πίσω από το γυαλί, με ηλίθιες περιγραφές. Εχουμε ανάγκη να υπάρξουμε, αλλά σε ένα σύμπαν που δεν περιλαμβάνει την πραγματική ζωή; Είμαστε απλά καταναλωτές που ψωνίζουν φαντασιακούς εαυτούς ; Τελικά έχει νόημα να ψάχνεις νόημα στη ζωή; Ποστάρω αρά υπάρχω; Μήπως το σύμπαν είναι μια ανάρτηση, που κάποιος θα σβήσει σε ανύποπτη στιγμή; Σε ποια παράλληλη διάσταση είμαι η καλύτερη εκδοχή του εαυτού μου; Έσβησα το θερμοσίφωνα πριν φύγω;».

ΚΑΠΟΥ ΠΙΟ ΔΥΤΙΚΑ, ΣΤΟ ΡΕΤΙΡΕ ΕΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΞΥΣΤΗ

Τέσσερις άντρες συζητάνε. Οι τρεις κάθονται γύρω από ένα τραπέζι, ο τέταρτος χαζεύει τη θέα. Φοράνε διαφορετικό χρώμα κοστούμια. Πράσινο, μπλε, γκρί, όλα σκούρες αποχρώσεις. Ο μαυροντυμένος χαμογελάει βλέποντας τη συννεφιά.

«Βαρέθηκα με αυτές τις αγγαρείες. Αυτές είναι δουλειές για κλητήρες, τι κάνουμε εμείς εδώ;».

Ο κύριος Μπλε τίναξε τη στάχτη του τσιγάρου του στο πάτωμα και γύρισε το βλέμμα προς τον κύριο Γκρι. Του έκανε νόημα με το δείκτη, δείχνοντας προς τα πάνω.

«Ξέρεις πως πάει. Η διοίκηση υιοθετησε κάποια καινούργια τάση από την αγορά. Η τελευταία μόδα είναι πως πρέπει κάθε στέλεχος να είναι πιο παραγωγικό. Όσο ψηλά κι αν βρίσκεται στην ιεραρχία»

«Εκτός από αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή…»

«Εσύ τι λες για όλα αυτά;».

Ο μαυροντυμένος γύρισε προς το τραπέζι. Πήρε το τσιγάρο από το χέρι του κυριού Μπλε και έκανε μια βαθιά τζούρα. Με το αριστερό του χέρι τσίμπησε το δέρμα στο λαιμό του.

«Έχει αρχίσει να μ’εκνευρίζει αυτή η στολή. Στενέυει όταν θέλεις να είναι φαρδιά, ξηλώνεται, λερώνεται και συνεχώς ιδρώνει. Είναι αηδιαστικά κουραστική».

Ο κύριος Πράσινος παίρνει το τσιγάρο από τον μαυροντυμένο.

«Τι κάνουμε;»

«Έχουμε καινούργια αποστολή»

«Όχι πάλι εισπράξεις…»

«Θα σας αρέσει. Μετά από πολύ καιρό, έχουμε δραπέτες. Κάποιοι κατάφεραν να το σκάσουν από τη διάσταση τους και τριγυρίζουν ανάμεσα στις εκδοχές των κόσμων»

«Θνητοί;»

«Ναι»

«Αδύνατον. Μόνο ένας το κατάφερε και αυτό μάλλον είναι μύθος»

«Έχουν τη βοήθεια ενός χαμιλόμισθου πνεύματος»

«Ενδιαφέρον. Τι στόχο έχει;»

«Κανείς δεν ξέρει. Οι συνάδελφοι του λένε πως του αρέσει να τρολάρει»

«Θέτοντας σε κίνδυνο το οικοδόμημα του συμπαντικού χρόνου;»

«Είναι ένας ανορθόδοξος τρόπος να ζητήσεις προαγωγή. Πάμε;».

Ο κύριος Πράσινος σκύβει και σβήνει το τσιγάρο στη λίμνη αίματος δίπλα από την καρέκλα του. Σηκώνεται και με το πόδι του, σπρώχνει το χέρι του πτώματος που του κλείνει το δρόμο.  Οι τέσσερις άντρες βγαίνουν από το δωμάτιο.

ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΗ ΠΟΛΗ

Σηκώθηκες με πονοκέφαλο. Τα περίεργα όνειρα φταίνε. Από τη μέρα που ήρθες σε αυτή την πόλη, βλέπεις συνεχώς εφιάλτες. Διαφημίσεις της κόλασης που σε περιμένει. Αποφάσισες να πας στο μέντιουμ. Το σπίτι του είναι αρκετά χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Κρεμάς το παλτό και το βλέμμα σου πέφτει στην επιγραφή δίπλα από την πόρτα.

«Αφήστε τη λογική σας εδώ.»

Το μέντιουμ μοιάζει με κομπάρσο από χολυγουντιανή ταινία των 30s. Ευτραφής, γενειοφόρος, με ένα τεράστιο τουρμπάνι. Χαμογελάει συνεχώς. Κάθεσαι απέναντι του. Κάνει κόλπα με την τράπουλα.

«Σε περίμενα εδώ και μέρες»

«Δεν τα πιστεύω και πολύ αυτά»

«Κι όμως είσαι εδώ. Σε μια πόλη που αψηφά τους νόμους του σύμπαντος. Δεν έχει σημασία, εκτιμώ όσους εξερευνούν τις αμφιβολίες τους. Είσαι έτοιμος;»

«Ναι»

«Ωραία. Μου αρέσει να ξεκινάνε αυτές οι παρτίδες διαλεκτικού πινγκ πονγκ με κάποιο απόφθεγμα, απόσπασμα βιβλίου, στίχους ποιήματος, τραγουδιού, οτιδήποτε σου έρχεται στο μυαλο»

«Δε μου έρχεται κάτι».

Το μέντιουμ απογοητεύτηκε. Άπλωσε την τράπουλα στο τραπέζι.

«Κρίμα. Αλλά καταλαβαίνω. Δεν έχεις προσαρμοστεί ακόμα. Μετά από κάθε νύχτα είσαι πιο άδειος. Τα μυστήρια και η θλίψη σου έχουν κυλήσει μέσα στα όνειρα σου. Ο μόχθος του ύπνου δεν ελαττώνει μόνο τη δύναμη της σκέψης σου, αλλά και τη δύναμη των μυστικών σου. Η ζωή δεν είναι παρά μια νάρκη, μέσα στον υπόνομο του σύμπαντος”

“Κάποιος διαβάζει πολύ Σιοράν τελευταία».

Το μέντιουμ χαμογέλασε.

«Ίσως υπάρχει ελπίδα τελικά».

Το μέντιουμ  πήρε την τράπουλα στα χέρια του και πέταξε ένα φύλλο ψηλά στον αέρα. Το δωμάτιο έγινε απέραντο σαν τη νύχτα. Τ’αστέρια ένα σμήνος πουλιών που πετάει τρομαγμένο. Κρύβονται μέσα στα μανίκια του μέντιουμ, βγαίνουν από το γιακά του και τρυπώνουν στο τουρμπάνι του. Το μέντιουμ κατεβάζει το φεγγάρι και το στρίβει σαν κέρμα. Το κάνει αρκετές φορές.  

«Ξέρω γιατί ήρθες εδώ. Αναρωτιέμαι αν ξέρεις εσύ. Ψάχνεις εκείνη τη γυναίκα που τις μοιάζουν όλες ή γυρεύεις σε όλες την ίδια; Μη βιαστείς ν’απαντήσεις. Ψάχνεις επίσης ένα όνομα. Τα ονόματα είναι επικίνδυνα. Το να ονοματίζεις κάτι, σημαίνει πως σου ανήκει. Το όνομα είναι ξόρκι. Διάλεξε προσεκτικά, γιατί σε αυτό το μέρος, όλα έχουν σημασία»

Το μέντιουμ άπλωσε την τράπουλα στο τραπέζι.

«Διάλεξε ένα φύλλο».

Διαλέγεις ένα. Το μέντιουμ το παίρνει στα χέρια του. Ανοίγει τα δάχτυλα του, το φύλλο αιωρείται και στριφογυρίζει. Η υπόλοιπη τράπουλα πετάει γύρω σας. Τα φύλλα παίρνουν φωτια. Είναι όλα η ίδια φιγούρα, η Ντάμα Κούπα. Τα φύλλα γίνονται στάχτες, χάνονται μέσα στον κυκλώνα που σας χωρίζει. Παλεύεις να κρατηθείς από κάπου. Η μορφή του μέντιουμ ξεθωριάζει, την καταπίνει ο άνεμος. Δεν καταλαβαίνεις τι συμβαίνει.

Μόνο το χαμόγελο και τα μάτια του έχουν μείνει, χορεύουν σαν φλόγες στο σκοτάδι.

«Μπορείς να μείνεις εδώ αν θέλεις, όμως δεν είσαι έτοιμος. Η γνώση έχει ένα τίμημα, αυτό είναι το μόνο που χρειάζεται να ξέρεις».

Φωνάζεις, αλλά δεν ακούς τη φωνή σου, η λύσσα του κυκλώνα έχει σκεπάσει τα πάντα. Ο κόσμος ξηλώνεται σαν φτηνή ταπετσαρία και χάνεται μέσα στο στόμα των ανέμων. Ο κυκλώνας καταπίνει ακόμα και το σκοτάδι.

«Χρειάζομαι μια πρόταση, έστω μια λέξη, για να τελειώσω τη συνεδρία. Έχει μείνει κάτι μέσα σου, που αξίζει να ειπωθεί;».

Δεν μπορείς να κρατηθείς άλλο. Ψελίζεις κάτι και αφήνεσαι.

Ξυπνάς στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Τα ρούχα είναι βρεγμένα. Γεμίζεις τη μπανιέρα με καυτό νερό και βυθίζεσαι. Προσπαθείς να θυμηθείς τι είπες. Το μυαλό μια ρουλέτα που γυρίζει ασταμάτητα. Όταν σε πάρει επιτέλους ο ύπνος, η μπίλια θα κάτσει πάλι στο μηδέν.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου