Τρίτη 7 Νοεμβρίου 2023

Στην άκρη της άκρης του κόσμου XII

 

Γυρίζεις από το ένα πουθενά στο άλλο.  Ένα ατελείωτο ηλιοβασίλεμα έχει παγώσει στην οθόνη του ορίζοντα. Η κόκκινη πόλη είναι ένα λαβύρινθος, κάθε στενό σε οδηγεί στην αρχή. Κανείς δεν ξέρει να σου πει αυτό που θέλεις, κανένας δεν μπορεί να σου προσφέρει τ’όνομα που ζητάς. Τελευταία ελπίδα, ο υπόκοσμος. Σε αυτό το κομμάτι της πόλης, όλα είναι διαφορετικά. Οδηγείς μέσα σ’έναν πίνακα του Ιερόνυμου Μπος. Είσαι μόνιμα σε εγρήγορση, μια αίσθηση αόριστης απειλής πολιορκεί τις αισθήσεις σου.

Παραισθησιογόνα ομίχλη, τα σχήματα και οι σιλουέτες πνίγονται μέσα της. Η πόλη έτοιμη να εκραγεί στις αντανακλάσεις. Πυρακτωμένες σκιές, πρόσωπα φαγωμένα από το σκοτάδι. Τι πραγματικά είναι αυτή η πόλη; Ένας βυθός λασπωμένος από αίμα, θολωμένος από τις αναθυμιάσεις της παράνοιας;  Ένα παράδοξο που τρώει την ουρά του;

Περνάς συνεχώς από το ίδιο σημείο, δεν μπορείς να βρεις το κλαμπ που ψάχνεις. Παρκάρεις. Ανοίγεις λίγο το παράθυρο. Έντονη μυρωδιά σκουριάς και σήψης. Κοιτάζεις τον ουρανό. Ένας βάλτος από σύννεφα έχει καταπιεί τ’αστέρια. Τα ερωτήματα πυροβολούν ασταμάτητα μέσα σου. Γιατί βρίσκεσαι εδώ; Τι ψάχνεις;  Θυμάσαι τα τελευταία λόγια του φίλου σου, πριν σου δώσει τα κλειδιά του αυτοκινητού του.

Το μπουλντόγκ έκατσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα και άναψε το πούρο του. Σε κοίταξε και γέλασε ειρωνικά.

“Η κόκκινη πόλη είναι υπόνομος ονείρων, χωματερή προσδοκιών. Εδώ πεθαίνει το μέλλον. Κάτι περιμένει να γεννηθεί τόσα χρόνια, που έχει πεθάνει χίλιες φορές. Και όταν το αμνιακό υγρό σπάσει τα τοιχώματα, θα πλημμυρίσει θειικό οξύ κάθε στενό.  Εδώ, όλα είναι μια φάρσα που δε γελάει κανείς. Μια πασαρέλα από αυταπάτες. Πρόσεξε, γιατί το χειρότερο σενάριο, είναι να βρεις αυτό που ψάχνεις”

“Γιατί με βοηθάς;»

“Επειδή βαριέμαι. Είμαι τόσο καιρό εδώ, έχω ξεχάσει ποιος είμαι και τι θέλω. Παίζω χαρτιά κάθε βράδυ, περιμένοντας να πεθάνω. Ποιο το νόημα να ζεις σε αυτό το μέρος; Ελπίζω να τα καταφέρεις. Να θυμάσαι δύο πράγματα. Κανείς δεν έχει καταφέρει να φύγει από αυτήν την πόλη. Και πως τίποτα δεν είναι αληθινό, τα πάντα επιτρέπονται».

Σου πέταξε τα κλειδιά κι έσβησε αργά το πούρο στο τασάκι. Πριν κλείσει την πόρτα, σου έδωσε μια κάρτα. Πίσω από τα γράμματα αντιφέγγιζαν φλόγες. Ανάβεις τη μηχανή και συνεχίζεις. Πόσες ώρες οδηγείς; Ζαλίζεσαι, το πρόσωπο σου στον καθρέφτη ουρλιάζει χωρίς να λέει λέξη. Πέφτεις αιώνια στο κενό της ίδιας σου της αντανάκλασης, πνίγεσαι μέσα στον εαυτό σου. Πρέπει να σταματήσεις. Παραλίγο να τρακάρεις. Παρκάρεις άτσαλα, σβήνεις τη μηχανή. Όλα θαμπώνουν. Λιποθυμάς.

Ήχοι σπίρτων που ανάβουν. Ανοίγεις τα μάτια. Μια πινακίδα νεον αναβοσβήνει ρυθμικά. Φλεγόμενες λέξεις, σέρνουν τις σκιές του στον λασπώδη πυθμένα. Βγαίνεις από το αυτοκίνητο, παραπατάς. Είσαι ακόμα μουδιασμένος από το κενό του πόνου. Πλησιάζεις την πόρτα του κλαμπ. Κατεβαίνεις τις σκάλες. Το μέρος ζέχνει τσιγάρο, φασαρία και πλήξη. Κάθεσαι στο μπαρ. Ένας σερβιτόρος σε πλησίαζει, σου λέει πως σε περιμένει ο ιδιοκτήτης στο γραφείο του σε μισή ώρα.

Μασάς το ποτό σου. Κοιτάζεις  γύρω σου. Φιγούρες που το έχουν σκάσει από πινακα του Μπρίγκελ παίζουν χαρτιά με ανθρωπόμορφα ζώα. Φάλτσα γέλια, βρισιές. Το κεφάλι σου ραγίζει από τη ζάλη. Παίρνεις το ποτό και κάθεσαι στο τελευταίο τραπέζι στη γωνία. Ανάβεις τσιγάρο και κοιτάζεις την ώρα. Τα μάτια σου κλείνουν.

You wake up. How long you were asleep? You look around puzzled. Everything is the same. Or not? Too much noise from the table in front of you. The pitbull in the grey suit is laughing hysterically.

“What, you're waiting for the pacemaker to start? Shuffle the cards already!”

“Go easy on the booze, big fellow”

“I’m an articulate drunk, I know what I’m doing. Are we gonna play or not?”

“You tryin' to snap my rhythm?”

The waiter asks you to follow him. The owner is waiting in his office. He looks like an extra from a Prohibition era film. He lights his cigar, leans back and smiles.

“You have so many questions right now. Why are you here? What’s happening? Why are you thinking and talking in another language? First of all, thank God that the author of this abomination doesn’t speak other tongues. I can’t stand the thought of having this conversation in French.”

You try to keep up, to comprehend. His smoke rings are perfect, one after the other.

“Do we choose our illusions or they choose us? But that is irrelevant. I know who you are and what you want. The thing is, do you really know? Sometimes, the thing you want the most is the source of self-destruction”

“Spare me the prose, I want a name.”

“Sure you are. There’s a price.”

“What is it?

“You can’t go back.”

“I can live with that.”

“Can you? Do you remember who you were, before you got here?”

“No.”

“Maybe you were happy.”

“If I was, I wouldn’t be here. “

“And what makes you so sure, that she will make you happy? Her heart  is colder than a winter moon.”

“Cut to the chase.”

He picks a deck of cards, starts to shuffle.

“Humans are amphibians... Half spirit and half animal... As spirits they belong to the eternal world, but as animals they inhabit time. This means that while their spirit can be directed to an eternal object, their bodies, passions, and imaginations are in continual change, for to be in time, means to change. Their nearest approach to constancy, therefore, is undulation.”

“What does it mean?”

“First of all, that you are uneducated. C.S. Lewis’  The Screwtape Letters is a masterpiece that everyone should read. “

“I’ll recommend it to my book club.”

“Secondly, you need to reshape your perspective, if you want to survive this place.”

“I want a name”.

He sighs and puts down the cards.

“Go downtown. Find the Notary.”

“And?”

“Bring me his head and I’ll give you what you want.”

“His head?”

“Yes.”

You are tired, beat- up. You nod and get up.

 His grin is nightmarish, swallowing space and time.

“One last thing. The Future is, of all things, the thing least like eternity. It is the most temporal part of time--for the Past is frozen and no longer flows, and the Present is all lit up with eternal rays.”

“Let me guess, C.S. Lewis?”

“You’re catching up. Good luck.”

You can’t drive back. Find a cheap hotel and rent a room. Fill up the bath tub with warm water and sleep forever. Is this place some kind of Purgatory? Some psychotic comedian’s version? His revenge on all the people who didn’t appreciate his humor? Questions run too deep. You are exhausted, shutting down. You want to surrender, but that song is always humming in the alleys of your mind.

 

Ah, my friends from the prison, they ask unto me

“How good, how good does it feel to be free?”

And I answer them most mysteriously

“Are birds free from the chains of the skyway?”

 

Ο δρόμος της επιστροφής ήταν ατελείωτος. Το μυαλό σου χρειάζεται format. Δεν ήπιες ούτε το μισό μπουκάλι. Δεν αντέχεις πια. Το αλκοόλ, την αυτολύπηση. Δεν μπορείς να κλάψεις. Οι λέξεις έχουν χάσει όλο τους το οξυγόνο, τα ψίχουλα της μνήμης δε φτάνουν να χορτάσουν το αδηφάγο παρόν.  Η καρδιά έχει στεγνώσει, όμως ονειρεύεται. Δύο μέρες μετά ήσουν έτοιμος. Βρήκες εύκολα το Συμβολαιογράφο. Το γραφείο του ήταν σαν βομβαρδισμένη βιβλιοθήκη.  Ήταν τεράστιος. Ένας θαλάσσιος ελέφαντας μέσα σε μωβ κοστούμι. Έπαιζε νευρικά με το χρυσό ρολόι που κρεμόταν από το γιλέκο του.

“Ξέρω ποιος είσαι και γιατί ήρθες”

“Υπάρχει κάποιος σε αυτή την πόλη που να μην το ξέρει;”.

Μια μουτζούρα χαμόγελου σχηματίστηκε στα χείλη του. Έβαλε το ρολόι στην τσέπη και φόρεσε τα γυαλιά του.

“Λοιπόν; Θα με αποκεφαλίσεις τώρα ή αργότερα;”

“Δεν έχω σκοπό ν’αποκεφαλίσω κανέναν. Δεν μπορεί να μην υπάρχει ένας απλούστερος τρόπος να βρω ένα όνομα”.

Έτριψε τα χέρια του και καθάρισε το λαιμό του.

“Θα προσπαθήσω να σου εξηγήσω την κατάσταση, όσο πιο συνοπτικά μπορώ. Αυτός που σε έστειλε εδώ κι εγώ, είμαστε οι μόνοι που πουλάμε ονόματα. Είμαστε καρτέλ. Εδώ και κάποιο καιρό, υπήρχε μεταξύ μας μια ανακωχή. Όμως ο ανταγωνισμός δεν σταματάει ποτέ. Είσαι άλλο ένα πιόνι, ανάμεσα σε δύο ολιγοπώλια”

“Μπορείς να μου δώσεις ένα όνομα;”

“Δεν είναι τόσο απλό”

“Αρχίζω και σκέφτομαι σοβαρά την πιθανότητα να σε αποκεφαλίσω, αν δε μου δώσεις μια απλή απάντηση”

“Φέρε μου το κεφάλι του και θα σου δώσω ένα όνομα”.

Έφυγες χωρίς να κοιτάξεις πίσω. Κατέληξες στο σπίτι του μπουλντόγκ. Σε περίμενε. Του περιέγραψες την κατάσταση. Δεν είχε διάθεση.

Έφερε ένα μπουκάλι ουίσκι και δύο ποτήρια. Μέχρι τα μεσάνυχτα, είχατε πιει το μισό. Έσβησε το πούρο του βαριεστημένα και βούλιαξε στον καναπέ.

“Μπορείς επιτέλους, να μου εξηγήσεις τι στο γαμημενό διαόλο, γίνεται σε αυτή την πόλη;”.

Το μπουλντόγκ κάγχασε.

“Είναι ένα εργοστάστιο συναισθημάτων που δεν λειτουργεί τίποτα σωστά. Οτιδήποτε παράγει είναι ελαττωματικό”

“Και τι ακριβώς πρέπει να κάνω;”.

Το μπουλντόγκ άδειασε το μπουκάλι στα ποτήρια σας. Ηπίε το δικό του με μια γουλιά. Μισοέκλεισε τα μάτια έγειρε πίσω. Το πούρο κρεμόταν απ’τα χείλη του.

“Δεν έχεις καταλάβει τίποτα, έτσι;”

“Τι εννοείς;”

“Όλα σε αυτή την πόλη είναι παραλλαγές του ίδιου θέματος, της αποτυχίας σου. Όλοι οι κάτοικοι είσαι εσύ. Άπειρες εκδοχές σου”

“Πως γίνεται αυτό;”

“Απελπίστηκες τόσο πολύ, που το μυαλό σου ράγισε. Η φαντασία σου είναι η μεγαλύτερή αρετή και το χειρότερο ελάττωμα σου. Το μυαλό σου δημιούργησε αυτή την ψευδαίσηση, για σε κρατήσει ζωντανο”

“Μη μου πως βρίσκομαι σε μια από αυτές τις ηλίθιες ταινίες, που ο πρωταγωνιστής είναι σε κώμα, και όλα αυτά τα βλέπει στον ύπνο του;”

“Και όταν ξυπνήσει, θα βρει την αγαπημένη του, να κοιμάται στο προσκεφάλι του; Θα’θελες…  Είναι πολύ πιο περίπλοκο απ’όσο νομίζεις”.

Είναι σειρά σου να αδειάσεις το ποτήρι. Το αλκοόλ δεν ξεδιψάει τίποτα απόψε.

“Πως ξέρω πως μου λες την αλήθεια;”

“Δεν το ξέρεις. Όλοι λένε ψέματα εδώ. Απλά, τα ψέματα στη μια εκδοχή, μπορεί να είναι αλήθεια στην άλλη”

“Γιατί με βοηθάς;”

“Ποιος σου είπε πως σε βοηθάω;”.

Χαμογέλασε και τίναξε την στάχτη από το πούρο.

“Τόσο καιρό, προσπαθείς να μάθεις τους κανόνες του παιχνιδιού.  Αυτό ήταν το πρώτο σου λάθος. Δεν υπάρχουν κανόνες.  Κι όσο τους ψάχνεις, μεγαλώνεις το λαβύρινθο.  Είσαι μια μπίλια σ’ένα φλίπερ παράνοιας. Δεν μπορείς ούτε καν να χάσεις”

“Είμαι στην κόλαση;”

“Η πιο πειστική εκδοχή της κόλασης είναι μια ατέλειωτη γραφειοκρατία, κάτι ανάμεσα σε αυταρχικό κράτος και πολυεθνική”

“Δεν ξέρω τι πρέπει να σε ρωτήσω…”

“Το χαός είναι το όνομα μιας τάξης που δε γνωρίζεις. Τα όνειρα εδώ είναι πλαστό χρήμα. Αλλά και το πλαστό χρήμα μπορεί να αγοράσει το οτιδήποτε”

Τον κοιτάζεις απορημένος.  Σηκώνεσαι, ψάχνεις ανάμεσα στα μπουκάλια για κάποιο γεμάτο.

“Μην κουράζεσαι, δεν υπάρχει τίποτα. Κάτσε”.

Κάθεσαι απέναντι του. Παίρνει το πακέτο σου και ανάβει ένα τσιγάρο.

“Αυτή που ψάχνεις δεν υπάρχει, δεν υπήρξε ποτέ. Κοιμήσου εδώ απόψε, και σκέψου όσα σου είπα. Έξυπνος είσαι, θα ενώσεις τα κομμάτια”.

Άφησε το τσιγάρο μισό στο τασάκι και σηκώθηκε.

“Τουλάχιστον πες μου αυτό, ποια εκδοχή του εαυτού μου είσαι;”

“Καμιά”

“Γιατί με βοηθάς;”

“Δε σε βοηθάω”.

Το μπουλντόγκ κοντοστάθηκε στην πόρτα. Χασκογελούσε και ήθελε να το κρύψει.

“Τι να πιστέψω απ’όσα μου είπες;”

“Τα πάντα και τίποτα. Καληνύχτα”

 Έσβησε το φως κι έκλεισε την πόρτα. Ξάπλωσες στον καναπέ. Δεν μπορείς να κοιμηθείς.

Οι φράσεις του στριφογυρίζουν στο μυαλό σου σαν περιπολικά. Αποκοιμήθηκες αφού ξημέρωσε. Σηκώθηκες ακόμη πιο κουρασμένος. Το μπουλντόγκ έλειπε. Το αυτοκίνητο του ήταν παρκαρισμένο έξω από το σπίτι. Ήπιες έναν βιαστικό καφέ κι έφυγες. Μπήκες στο γραφείο του Συμβολαιογράφου. Ξαφνιάστηκε μόλις σε είδε. Κοιτάζεις γύρω σου το δωμάτιο.

Βγαίνεις από το κτίριο με μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών. Φτάνεις στο κλαμπ, είναι άδειο τέτοια ώρα. Ο ιδιοκτήτης είναι στο γραφείο του, μετράει τις εισπράξεις. Αφήνεις με δύναμη του σακούλα μπροστά του. Σε κοιτάζει καχύποπτα. Αφήνει τα χρήματα στο συρτάρι κι ανοίγει προσεκτικά τη σακούλα.

“Είναι κάποιου είδους αστείο;”.

Κοιτάζει την προτομή του Συμβολαιογράφου με αηδία. Χαμογελάς σαν μεθυσμένος.

“Το κεφάλι μου ζήτησες. Δεν φταίω εγώ αν δεν διευκρίνισες”

“Πάρε αυτό το πράγμα από μπροστά μου!”.

Κατεβάζεις την προτομή στο πάτωμα και κάθεσαι απέναντι του. Ο ιδιοκτήτης ανοίγει αργά ένα συρτάρι.

“Ήρεμα”.

Ο ιδιοκτήτης μειδιάζει και βγάζει από το συρτάρι μια χρυσή ταμπακιέρα. Ανάβει τσιγάρο και σε κοιτάζει.

Την έκλεψες την προτομή;

“Όχι, μου την έδωσε. Του φάνηκε αστείο

Χαριτωμένο ήταν

“Χαίρομαι που διασκεδάσαμε όλοι. Μπορώ τώρα να έχω αυτό που θέλω;”

“Αφού επιμένεις. Που είναι η δεσποινίς;”

“Τι εννοείς;”

“Πρέπει να είναι παρούσα στη διαδικασία”

“Δε γίνεται διαφορετικά;”

“Δυστυχώς όχι”

“Και τι γίνεται τώρα;”

“Βρες την και ξαναέλα. Δεν έχεις πολύ χρόνο”

“Δηλαδή;”

“Λιγότερο από τρεις μέρες. Καλή τύχη”.

Βγήκες θυμωμένος από το κλαμπ. Οδηγούσες για ώρες, μέχρι που βρέθηκες στη θάλασσα. Ξαπλώνεις  στην άμμο και κλείνεις τα μάτια. Είχε δίκιο το μπουλντόγκ. Όσο προσπαθείς, ο λαβύρινθος μεγαλώνει. Πόσες ζωές θα χρειαστούν για να φύγεις από αυτή την πόλη; Τις σκέψεις σου σκορπίζει η άμμος που πέφτει στο λαιμό σου. Ανοίγεις τα μάτια. Είναι εκείνη. Φοράει ένα λευκό φόρεμα. Σου ρίχνει με το πόδι της ξανά άμμο. Χαμογελάει.

“Άργησες”.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου