Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Insomnia Tribe

Η μέρα είναι μεγάλη,σου καίει τα μάτια και η νύχτα πολύ μικρή για να σε προστατέψει,όπως είχε γράψει ο Μπουκόβσκι.Κι αυτή είναι μια από εκείνες τις νύχτες που δεν μπορεί να σε προστατέψει από τίποτα.
                  Από τη ζέστη που εξουθενώνει,λες και αυξάνει τη βαρύτητα,αισθάνεσαι κουρασμένος όλη την ώρα ,ξυπνάς κατάκοπος,σαν κατεψυγμένη μπριζόλα από τον κλιματισμό και τους ανεμιστήρες.
                   Από τα κουνούπια που δε σε τσιμπάνε απλώς,αφήνουν μικρές ναπάλμ  στο δέρμα σου και η φαγούρα είναι χειρότερη κι από πυρκαγιά.Από την αυπνία .Που κάνει τα τραγούδια που ακούς στο σκοτάδι,να μοιάζουν με παρεμβολές ή ακόμα χειρότερα με διαφημίσεις,στη συχνότητα των σκέψεων σου.
                   Σκέψεις ανελέητες,σαν να παίζεις τένις ενάντια σε εκατοντάδες αντιπάλους.Δε μπορείς ν'αποκρούσεις όλα τα χτυπήματα.Προσπαθείς να προστατέψεις το πρόσωπο σου,αφήνοντας όλα τα υπόλοιπα εκτεθειμένα  και καταλήγεις ξαπλωμένος,περιμένοντας τα μπαλάκια να σε σκεπάσουν.
                    Είναι περίεργη αυτή η αυπνία,φλυαρεί με τη φωνή σου.Όταν ήσουν 16,18,20,έστω 25,το άγνωστο φάνταζε συναρπαστικό.Είχες ελάχιστο παρελθόν πίσω σου και πολύ μέλλον μπροστά σου.Τώρα έχεις αρκετό μέλλον πίσω σου και πολύ παρελθόν μπροστά σου.
                    Στη διελκυστίνδα μεταξύ νοσταλγίας και εξιδανίκευσης,συνειδητοποιείς τη διαστροφή του παρόντος.Έχεις επιστρέψει στη κατάσταση που ήσουν έφηβος.Χωρίς να είσαι νεότερος,περιέργως τότε είχες περισσότερα χρήματα (που είχαν περισσότερη αξία από σήμερα).
                     Είσαι όλη μέρα σπίτι.Δεν είσαι σπίτι όμως επειδή στο σχολείο έχετε κατάληψη,έχεις άφθονο χρόνο και μια καλή δικαιολογία.Είσαι άνεργος και ο χρόνος μοιάζει βάρος σισύφειο.
Και οι φόβοι σου δεν είναι σκοτεινά τέρατα,υπερφυσικοί εφιάλτες αλλά ένα ντόμινο από deja-vu.
                      Από επαναλαμβανόμενες στιγμές που προσπαθείς ν'αποφύγεις,κυρίως τον εαυτό σου.Που αισθάνεσαι μαλάκας.Που ζητάς λεφτά από τους γονείς σου,που αποφεύγεις να τους κοιτάς στα μάτια.Όπως και όποιον σε ρωτάει αν δουλεύεις.Αλλάζεις κουβέντα βιαστικά.Μια αλυσίδα από στιγμές αμηχανίας που όλο μεγαλώνει.
                      Η βόλτα γίνεται πολυτέλεια,ένας καφές,ένα ποτό,περισσότερο άγχος παρά χαλάρωση.Μια εκδρομή το Σ\Κ,οι καλοκαιρινές διακοπές,μυθολογικές έννοιες.Γίνεσαι δύσθυμος,προσπαθείς ν'αποφύγεις τα πάντα με όσο λιγότερο γίνεται,συναισθηματικό κόστος.
                      Και να μη σκέφτεσαι.Ότι η κοπέλα δίπλα σου έχει αρχίσει να βαριέται.Να κουράζεται.Πως νερώνουν πολύ οι στιγμές μαζί σου και γίνονται αδιάφορες.Και νύχτες σαν κι αυτή,νιώθεις πως είσαι δεμένος ανάμεσα σε πολλές αντίστροφες μετρήσεις,σε πολλές βόμβες.
                       Δε ξέρεις πότε θα εκραγούν,τα τικ-τακ όμως ροκανίζουν τη λογική σου.Η πόλη ένας βάλτος από τσιμέντο,σε καταπίνει αργά.Σαν άσχημη,ανέραστη,υστερική γεροντοκόρη,σε κάθε γωνιά η ανάσα της βρωμάει ανασφάλεια,φόβο,χολή,απωθημένα και δίψα.
                        Προσπαθεί να κρύψει την ασχήμια της,με τόσο άτσαλο και γελοίο τρόπο,που την τονίζει περισσότερο.Σαν να βάζει υπερβολικό make up,καταλήγει παλιάτσος,φοράει ρούχα που δεν της κάνουν,διαγράφοντας κάθε ατέλεια στο σώμα της.
                         Και τα παράσιτα που τρέφονται από τις πληγές της πληθαίνουν.Αναρωτιέσαι,αν οι ελάχιστες όμορφες πλευρές της,υπάρχουν μόνο στη φαντασία σου πια.
                          Γέρνεις πίσω και ψάχνεις αντίδοτο για τα αντίδοτα της αυπνίας.Τα τσιγάρα δεν έχουν γεύση πια,κάνουν ακόμη πιο στυφή τη πέινα και τη δίψα σου για πραγματικό χρόνο.Τα τραγούδια βουίζουν σαν κουνούπια μέσα στο κρανίο σου.Δε θέλεις πολλά.Την ερεθιστική αναμονή ενός ταξιδιού.Τη βεβαιότητα των προσδοκιών που είναι το μικρό όνομα της ευτυχίας.
                          Την αίσθηση της υγρής άμμου στα πόδια σου,το φεγγάρι ο προβολέας που φωτίζει μόνο εσάς,τ'αστέρια οι χιλιάδες παπαράτσι που προσπαθούν να κλέψουν μια στιγμή από το πάθος σας,ένα μεταξένιο αεράκι να κάνει σεγόντο στη χορωδία των κυμάτων,ν'ακολουθείς σαν νήμα το άρωμα της στο λαβύρινθο των ρούχων και να σβήνεις την αλμύρα με τη γεύση του λαιμού της.
                          Άλλη μια σκέψη στο αρχείο με τα πρόχειρα.Σαν ζωγράφος περιτριγυρισμένος από μισοτελειώμενους πίνακες.Χωρίς τα υλικά και τα σύνεργα του,χωρίς τα χρώματα και τα σχήματα,τα όνειρα,ο καμβάς του χρόνου μένει λευκός.
                           Κάθε μέρα ξημερώνει ίδια.Φωτοτυπία που οι λεπτομέρειες ξεθωρίαζουν όλο και πιο πολύ.Θα μείνει ένα λευκό σκοτάδι,χειροτερο απ'το πραγματικό,γιατί θα έχει τυφλώσει τη φαντασία σου.Και δεν θα έχεις προλάβει ν'αφήσεις τίποτα σ'αυτό το χάρτινο σκοτάδι,ούτε ένα σχέδιο,ούτε μια πινελιά,ούτε καν τ'ονόμα σου.
                             Οι ρυτίδες είναι ένας χάρτης με τις μάχες που έδωσες,τις νίκες και τις ήττες.Οι δικές σου  θα είναι χαρακιές σε τοίχο φυλακής,καληνύχτα..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου