Τρίτη 19 Ιανουαρίου 2016

Rustland Κεφάλαιο 21

        "Surrendering To Gravity And The Unknown"
 Δευτέρα πρωί.Δεν υπήρχε κανένας.Ούτε κάμερες,ούτε δημοσιογράφοι,ούτε εξαγριωμένο πλήθος με πυρσούς και τσουγκράνες.Τα νέα ήταν ευχάριστα,τόσο ευχάριστα που τον έκαναν ν'ανησυχεί.Ο Κοντόπουλος είχε βγει απ'το νοσοκομείο.Δεν ήξερε ποιος τον χτύπησε,δεν πρόλαβε να τον δει.Θα έλειπε για μερικές μέρες με αναρρωτική.
                                             Κάθισε στο γραφείο,κοίταξε γύρω του.Ο Πηγαδίτης είχε ρεπό,κανείς δεν τον κυνηγούσε και είχε τρομερή ησυχία για Δευτέρα πρωί.Ο Λάγιος δεν ήξερε πως ν'αντιδράσει,είχε βραχυκυκλώσει.Τακτοποίησε τα χαρτιά του τρεις φορές.Πηγαινοερχόταν συνεχώς,ανοιγόκλεινε το παράθυρο κάθε πέντε λεπτά.Λίγο πριν η ηρεμία τον αποτρελάνει,χτύπησε το τηλέφωνο.
                                               "Ναι;" "Τον αστυνόμο Λάγιο παρακαλώ" "Ο ίδιος,ποιος είναι;" "Ονομάζομαι Χρύσα Σακελλαρίδη,είμαι η αδερφή της Μαρίας.Ο διαχειριστής μου έδωσει τον αριθμό σας και μου είπε πως ψάχνατε για το διαμέρισμα της" "Είχα περάσει τον Αύγουστο.Τώρα σας έδωσε τον αριθμό μου; ""Όχι ακριβώς.Μπορείτε να έρθετε απο'δω;" "Στο διαμέρισμα της Μαρίας εννοείται;" "Ναι,θα σας περιμένω εκεί,πότε μπορείτε να έρθετε; " "Και τώρα αν θέλετε" "Σε μια ώρα,το σπίτι είναι στον δεύτερο,να χτυπήσετε το κουδούνι τρεις φορές".
                                               Το έκλεισε απότομα.Η χροιά της έτρεμε,οι κοφτές προτάσεις δεν μπορούσαν να κρύψουν το άγχος της.Έφτασε γρήγορα.Χτύπησε το κουδούνι και έριξε μια ματιά πίσω του.Θυμήθηκε πως έπρεπε να χτυπήσει τρεις φορές.Του άνοιξε με καθυστέρηση.Ανέβηκε βιαστικά τις σκάλες.Αιφνιδιάστηκε,ήταν η καθαρίστρια που είχε πάρει τον αριθμό του."Εσείς είστε η αδερφή της Μαρίας;" "Ναι,περάστε".Το διαμέρισμα μύριζε κλεισούρα,τα πατζούρια ήταν κλειστά.Έκατσαν στο σαλόνι."Γιατί δε μου είπατε ποια είστε εκείνη τη μέρα;" "Πιο χαμηλά αν μπορείτε" "Δεν είμαστε μόνοι;" "Δε ξέρω".Οι κινήσεις της νωχελικές,λες και το σώμα είχε παραιτηθεί.Όλη η ένταση ήταν συγκεντρωμένη στα μάτια της,ξεχείλιζαν απόγνωση.
                                                   "Είστε καλά;Μήπως θέλετε να πάμε κάπου αλλού;" "Όχι,όχι,εντάξει είμαι.Μήπως έχετε ένα τσιγάρο;".Έκανε μικρές βιαστικές τζούρες,το κράταγε και με τα δύο χέρια,σαν να ήταν το μόνο της στήριγμα."Είστε καλύτερα;Μήπως θέλετε να σας φέρω λίγο νερό;" "Όχι ευχαριστώ,είμαι εντάξει".Έσβησε το τσιγάρο και κάθισε καλύτερα."Γιατί δε μου είπατε από την αρχή πως είστε η αδερφή της Μαρίας;" "Γιατί φοβόμουν" "Ποιον;" "Μακάρι να'ξέρα" "Σας απείλησε κάποιος ;" "Όχι ακριβώς" "Κυρία Σακελλαρίδη,αν δε μου πείτε τι συμβαίνει,δεν μπορώ να σας βοηθήσω" "Έχετε δίκιο,απλά..Δεν έχω συνηδειτοποιήσει ακόμα το τι έχει συμβεί,το ότι η Μαρία δεν είναι πια εδώ,δε το έχω αποδεχτεί,δεν μπορώ να το αποδεχθώ.
                                                    Η Μαρία ήταν ένας πολύ χαρούμενος άνθρωπος.Είχε έναν παιδικό ενθουσιασμό που δεν γινόταν να μη τον συμπαθήσεις.Όπου κι αν πήγαινε,γινόταν το επίκεντρο,με το κοριτσίστικο γέλιο και τα πειράγματα της.Αν σε έβλεπε σταναχωρημένο,θα έκανε τα πάντα για να σου φτιάξει τη διάθεση.Δεν θα ξεκόλλαγε από δίπλα σου,αν δεν σε έκανε να χαμογελάσεις.Τα παιδιά την λάτρευαν.Απορούσαμε γιατί δεν έγινε δασκάλα και διάλεξε οικονομικά.Μόλις πήρε το πτυχίο,έψαξε αμέσως για δουλειά,δεν χαλάρωσε ούτε μια εβδομάδα.Δεν ήθελε να μας επιβαρύνει άλλο.Δεν έβρισκε
και αγχωνόταν.Ήταν η μοναδική περιόδος που την θυμάμαι μελαγχολική.Αν δε την ήξερες,δεν μπορούσες να το καταλάβεις.Και πάλι ήταν δύσκολο.
                                                   Μόνο σε στιγμές που δεν ήξερε πως την κοιτάζεις.Τότε έβλεπες πως το χαμόγελο της δεν ήταν το ίδιο.Ήταν η ασπίδα της,προσπαθούσε να κρυφτεί ολόκληρη από πίσω του,αλλά δε τα κατάφερνε.Δεν ήθελε να την βλέπουμε στεναχωρημένη.Βρήκε δουλειά,την πήραν στο υπουργείο εργασίας.Ήταν πολύ ευχαριστημένη.Νοίκιασε αυτό εδώ το διαμέρισμα,μάζευε χρήματα για ένα ταξίδι,έκανε σχέδια για το μέλλον".Ο Λάγιος της πρόσφερε δεύτερο τσιγάρο,δε το πήρε.
                                                   "Είχε γνωρίσει κάποιον στο υπουργείο,δεν μας έλεγε ποιος ήταν.Έλαμπε όμως,ήταν πιο όμορφη και χαρούμενη από ποτέ.Στην αρχή δε το παραδεχόταν.Την ρωτάγαμε συνέχεια,ποιος ήταν,πως τον λένε,αν ήταν όμορφος.Δε μας έλεγε.Δε το συνήθιζε να κρατάει κρυφές τις σχέσεις της.Ένα μήνα πριν εξαφανιστεί,μου είπε πως θα τον έφερνε στο σπίτι για φαγητό.Ήταν σίγουρη πως σύντομα θα της έκανε πρόταση γάμου.
                                                    Με ξάφνιασε.Ήμουν επιφυλακτική,αλλά όταν την έβλεπα και την άκουγα να μιλάει γι'αυτόν,οι αμφιβολίες μου έσβηναν.Ανυπομονούσε,έκανε σαν ερωτευμένη μαθήτρια.Γι'αυτό δεν μπορώ να πιστέψω πως εξαφανίστηκε.Νομίζω ότι όλα είναι μια φάρσα.Το τηλέφωνο απ'την αστυνομία,η απουσία της.Μα πιο πολύ οι συνθήκες
της εξαφάνισης της.Το αυτοκίνητο της βρέθηκε τρακαρισμένο στην Ελευσίνα.Δεν έχει λογική,εξαφανίστηκε τη στιγμή που η ζωή της γινόταν καλύτερη.Ίσως να ήταν ερωτική απογοήτευση,μας είπαν.Δεν θα έκανε ποτέ κάτι τέτοιο,δεν θ'αντιδρούσε έτσι.    
                                                   Αλλά η αιτία δεν έχει σημασία πλέον.Δεν γνωρίσαμε ποτέ τον πρίγκηπα,Δεν γνωρίσαμε ποτέ τον πρίγκηπα,δεν ήρθε στο σπιτί,ούτε προσπάθησε να επικοινωνήσει.Είναι πολύ περίεργο το συναίσθημα να μισείς κάποιον που δεν τον έχεις δει ποτέ".Βούρκωσε.Ο Λάγιος της έφερε νερό.Προβληματίστηκε,δεν ήξερε αν έπρεπε να της πει την αλήθεια ή όχι."Τελικά μάθατε ποιος ήταν;" "Όχι.Έψαξα,ρώτησα τους πάντες.Στο υπουργείο,τις φίλες της.Κανείς δεν ήξερε.Δε τα παράτησα,ήθελα να ξέρω,αν αυτός ήταν υπέυθυνος για την εξαφάνιση της αδερφής μου.Προσέλαβα ντετέκτιβ,δεν βρήκε τίποτα.Τότε ξεκίνησαν οι περίεργες επισκέψεις"
                                                   "Τι εννοείται;" "Εμφανιζόντουσαν διάφοροι και έκαναν ερωτήσεις.Έλεγαν πως είναι αστυνομικοί" "Τι ερωτήσεις έκαναν;" "Αν μάθαμε ποιος ήταν ο εραστής της,αν είχαμε βρει κάποιο καινούργιο στοιχείο και ξεχάσαμε να το παραδώσουμε,τέοιες ερωτήσεις.Ο διαχειριστής είχε βαρεθεί να τους βλέπει.Ήταν πολύ παράξενο,ερχόντουσαν κάθε εβδομάδα.Δύο απ'αυτούς,με πέτυχαν να σφουγγαρίζω,όπως εσείς.Δεν ξέρω ποιοι ήταν,αλλά δεν ήταν αστυνομικοί" "Και πως ξέρατε ότι εγώ είμαι;" "Από το βλέμμα.Δε τους είχα πει ποια είμαι,αλλά το ήξεραν.Τα μάτια τους,ο τόνος της φωνής και η νευρικότητα των κινήσεων μου έλεγαν όλα αυτά που έπρεπε να ακούσω.Οι επισκέψεις αυτές ήταν προειδοποιήσεις,να σταματήσω να ψάχνω.Εσύ δεν ήξερες ποια είμαι.Φαινόσουν κουρασμένος,σαν να έκανες αγγαρεία".
                                                    "Δεν σας είπαν όνομα;" "Όχι ποτέ" "Έρχονται ακόμα;" "Όχι.Αλλά έχω πετύχει δύο συγκεκριμένα αυτοκίνητα να περνάνε,δύο και τρεις φορές,σχεδόν κάθε μέρα" "Τι αυτοκίνητα;" "Ένα γκρί Mini Cooper και ένα μαύρο φορτηγάκι" "Μήπως σημειώσατε τις πινακίδες; " "Δυστυχώς όχι.Από το μπαλκόνι δεν φαίνονται καλά".Ο Λάγιος έμεινε σκεπτικός."Δε μου είπατε όμως;" "Τι πράγμα;" "Γιατί θέλατε να δείτε το διαμέρισμα της Μαρίας;Έχετε κάποιο καινούργιο στοιχείο;".Στα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν,ζύγισε όλες τις απαντήσεις.Δεν είχε χρόνο,ούτε την διάθεση για συναισθηματισμούς.
                                                     Της είπε πως έκανε μια τελευταία έρευνα,υπόθεση ρουτίνας.Την ρώτησε αν είχε γίνει κάποια διάρρηξη στο σπίτι,απάντησε αρνητικά.Άρχισε να εκνευρίζεται."Πότε μιλήσατε με την αστυνομία για τελευταία φορά;" "Είκοσι μέρες μετά την εξαφάνιση της Μαρίας.Εγώ τους έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνο και ρωτούσα,εγώ πήγαινα από'κει.Μου είπαν να σταματήσω να να σταματήσω να παίρνω τηλέφωνα,όταν θα είχαν κάτι καινούργιο,θα με ειδοποιούσαν.Με έβγαλαν σηκωτή απ'το τμήμα την τελευταία φορά.Σας παρακαλώ,πέιτε μου την αλήθεια,υπάρχει κάτι και δεν μου το λέτε;Δεν αντέχω άλλο την αγωνία,με πονάει περισσότερο απ'την απουσία της Μαρίας.
                                                     Μέχρι να μάθω την αλήθεια,δεν μπορώ να την πενθήσω όπως πρέπει και όπως της αξίζει.Δε νιώθω τίποτα,όλα έχουν παγώσει μέσα μου.Κάθε μέρα αισθάνομαι το βάρος να μεγαλώνει,δε μπορώ άλλο.Γι'αυτό σας παρακαλώ,αν υπάρχει κάτι καινούργιο,ο,τιδήποτε,θα ήθελα να μου το πείτε.Όσο σκληρό και αν είναι.Αλλά αν δεν μπορείτε να βοηθήσετε,θα σας παρακαλέσω να φύγετε.Μη με κάνετε να ελπίζω".Η φωνή της παρέσυρε τις λέξεις σαν πλημμύρα,έβγαιναν απ'τα χείλη της σπασμένες.
                                                       "Κυρία Σακελλαρίδη,αν είχα κάτι,θα σας το έλεγα.Δεν μπορώ να σας υποσχεθώ κάτι.Θα κάνω ό,τι μπορώ.Αν βρω κάτι,ο,τιδήποτε κι αν είναι,θα σας ενημερώσω".Έβαλε τα τσιγάρα στη τσέπη και σηκώθηκε."Θα σας πείραζε να ρίξω μια ματιά στο διαμέρισμα;" "Θέλετε να περάσετε αύριο;Δεν αισθάνομαι πολύ καλά " "Μήπως θέλετε να πάμε  στο νοσοκομείο;" "Όχι,απλά ζαλίστηκα.Θα ξαπλώσω λίγο και θα μου περάσει.Ελάτε αύριο,ό,τι ώρα θέλετε,εδώ θα είμαι"


                                                        Τη βοήθησε να ξαπλώσει και έφυγε.Οι αποχρώσεις της δύσης έσβηναν τη μέρα απ'τον ουρανό.Τη νύχτα οι άνθρωποι παίρνουν την πραγματική τους μορφή.Το σκοτάδι αποκαλύπτει ό,τι το φως κρύβει.Υπνοβάτες που παραπατάνε και πέφτουν ο ένας πάνω στον άλλο,που ξυπνάνε μόνο για λίγο στα όνειρα τους.Μα δεν μπορείς να κρυφτείς,ούτε εκεί.Χείλη ματωμένα απ'την σιωπή,που προσπαθούν να συλλαβίσουν πάλι.Μια πόλη σαν κακοποιημένη γυναίκα.Που χρησιμοποιεί το αίμα και τις πληγές της σαν make up.

                                                          Ανέβασε την ένταση και επιτάχυνε,προσπέρασε όποιο αυτοκίνητο βρήκε μπροστά του.Οι σκέψεις του λευκός θόρυβος,παρεμβολές που παραμόρφωναν τα πάντα.Δεν άντεχε άλλο το βουητό.Δρόμοι που έμοιαζαν με ουλές,έπρεπε να τους διασχίσει  πριν ματώσουν πάλι.Κάθε φορά,η ίδια μάταια προσπάθεια,η ίδια απελπισμένη ευχή.Να βρει έναν λαβύρινθο και να χαθεί μέσα του.Ίσως ο λαβύρινθος να είναι η μόνη ουτοπία.
                                                           Και το άσχημο δεν είναι να χαθείς,να μην μπορείς να βρεις τον δρόμο.Το άσχημο είναι ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις,κάποιος ή κάτι θα σε βρει τελικά.Παντού το ίδιο βλέμμα,κουρασμένα μάτια απ΄τις ραγισμένες υποσχέσεις.Η συνήθεια ένα δηλητήριο που το παίρναμε λίγο λίγο,σαν αντίδοτο.Μα δεν πάθαμε ανοσία,εθιστήκαμε.Και τώρα πια,καμία δόση δεν είναι αρκετή.Δεν μας έχει μείνει τίποτα άλλο ,μόνο να μεθύσουμε από λήθη.Άνοιξε το παράθυρο και κατέβασε ταχύτητα.Ο Λάγιος ήταν σίγουρος.Αισθανόταν την καταστροφή να πλησιάζει.Δε φοβόταν,ούτε ήθελε να την αποφύγει.

                                         Δεν άντεχε  την αναμονή,βιαζόταν,λαχταρούσε την αρχή της.Δεν ήθελε να ζει άλλο σ'αυτό το κουτί της Πανδώρας,που τα χειρότερα τέρατα ήταν οι ελπίδες.Όχι άλλα προσχήματα.Ήθελε τα πραγματικά τέρατα,όλη την ασχήμια της αλήθειας,ν'αναμετρηθεί μαζί της,να ψάξει την αντανάκλαση του μέσα της.Τόσα χρόνια ήταν στην άμυνα,κρυβόταν.Το μυαλό δεχόταν τα χτυπήματα για λογαριασμό της καρδιάς.Ήταν λάθος.Η σύγκρουση είναι η μόνη έξοδος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου