Σάββατο 5 Φεβρουαρίου 2022

Γουαδαλαχάρα Αιγάλεω 0-1 VIII

 

Κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Παρατηρείς για πρώτη φορά τις ρυτίδες, τις άσπρες τρίχες. Η αντανάκλαση λέει ψέματα. Είναι ρωγμές, ενός φράγματος που δεν μπορεί να συγκρατήσει άλλο το τίποτα, το ποτέ, τα όχι και τη σιωπή. Εύχεσαι  να γκρεμιστεί, γιατί δεν αντέχεις να μπαλώνεις συνεχώς τις τρύπες, με πλαστικά χαμόγελα. Όλο το αλκοόλ, τα τσιγάρα, τα χάπια, όλοι οι αντιπερισπασμοί του κόσμου δεν φτάνουν να γλυκάνουν τον χρόνο. Θέλεις ν'ανταλλάξεις αυτόν τον πόνο με κάποιο καινούργιο, με κάτι άλλο που να μην είναι τόσο αηδιαστικά οικείο.

Πέφτεις να κοιμηθείς και η σκιά σε πετάει στο ρινγκ. Την χτυπάς με όλη σου τη δύναμη και πολλαπλασιάζεται σε δύο. Την πετάς κάτω και γίνεται τέσσερις. Ένα πλήθος από ψιθύρους, απωθημένα, φόβους και νεκρές λέξεις, ξεγυμνωμένα φαντάσματα από κάθε νόημα, σε πνίγουν, σε ποδοπατάνε. Ξυπνάς και πονάς παντού. Περιφέρεσαι σαν ζόμπι, ψάχνοντας κάτι να σε κουράσει, ώστε να μπορέσεις να κοιμηθείς, να κοιμηθείς χιλιάδες χρόνια, με την ελπίδα πως θα δεις το πιο όμορφο όνειρο, κάτι τόσο υπέροχο που δε θα αξίζει να ξυπνήσεις, θα πεθάνεις στο λυκόφως της ομορφιάς του.

Το ξέρεις πως εδώ και χρόνια έχεις κατάθλιψη. Είσαι πολύ δειλός και εγωιστής για ν'αυτοκτονήσεις, και πολύ κουρασμένος για να συνεχίσεις. Παγιδευμένος σε ένα αόρατο κελί, που οι τοίχοι του σε αγκαλιάζουν ασφυκτικά, και λίγο πριν πνιγείς, γίνεται απέραντο σαν τον κόσμο, όπου κι αν πας, δεν υπάρχει έξοδος. Φυλακισμένος με χιλιάδες ερωτηματικά. Αναρωτιέσαι για τα πάντα. Αν οι αναμνήσεις σου υπήρξαν ποτέ, αν όλα έγιναν όπως τα θυμάσαι ή η νοσταλγία τις έχει γεμίσει ζάχαρη, για ν'αντέξεις το παρόν. Δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι ήταν αληθινό και τι όχι, μνήμες και σκηνές από ταινίες, φωτογραφίες, βιβλιά, όλα μπογιές που ανακατέυτηκαν, έγιναν λευκό που σβήνει στα κύτταρα σου, κάθετι που άξιζε να θυμάσαι.

Ένα αδηφάγο κενό που σε καταπίνει, σε μασάει, σε ξερνάει συνέχεια. Σκάβεις μέσα σου, μέχρι να ματώσουν τα νύχια και τα μάτια σου, να βρεις λίγο φως, κάτι που να έχει μείνει ανέγγιχτο από αυτόν τον πολικό πυρετό. Πέφτεις από τον ουρανό μέσα στη θάλασσα, και μόλις φτάσεις στο βυθό, πέφτεις από τον ουρανό ξανα και ξανά.Μέχρι που δε θυμάσαι ποιος είσαι, ο ίλιγγος σου τα παίρνει όλα. Δε θυμάσαι που το είχες διαβάσει, μια ομάδα στρατιωτών προσπαθεί να ξεφύγει, να φτάσει κάπου. Μέσα στο χιόνι. Ο ένας με τον άλλο παραδίνονται στο ψύχος, η ζεστασιά του τέλους να τους καίει γλυκά, καθώς δεν μπορούν άλλο να διασχίσουν τη λευκή κόλαση. Ζήλεψες αυτό το συναίσθημα.

Κάποιο βράδυ, ανέβηκες στην ταράτσα να καπνίσεις. Η ομορφιά της πόλης σε στραγγάλιζε. Προσευχήθηκες, όχι σε κάποιο θεό, μα στο ίδιο το σκοτάδι, ν'αρχίσει να βρέχει οξύ, να λιώσει τα πάντα σαν βρεγμενό χαρτί. Να βρέξει βενζίνη, και μια αστραπή να βάλει φωτιά ακόμα και στη θάλασσα. Μήπως και σταματήσεις να νιώθεις έτσι, πως αυτή η νύχτα κρατάει δύο χρόνια, και μπορεί να κρατήσει μια ζωή..

"Τι γράφεις ρε μαλάκα τόση ώρα;"

"Τίποτα, φτιάχνω μια λίστα με βιβλία που θέλω ν'αγοράσω"

"Η πτήση κρατάει σχεδόν 16 ώρες, κοντεύουμε να φτάσουμε κι εσύ ακόμα γράφεις. Την Εθνική Βιβλιοθήκη θ'αγοράσεις;"

"Μπορεί"

"Το μισό σου διαμέρισμα είναι γεμάτο από βιβλία που δεν έχεις διαβάσει ακόμα, θα πάρεις κι άλλα"

"Εντάξει, δε θα τα πάρω όλα"

"Για φέρε να δω τη λίστα, έχεις τίποτα της προκοπής ή μόνο μαλακίες;"

Τσαλάκωσα τις σελίδες και τις πέταξα.

"Έχεις δίκιο, δεν έχει νόημα".

Βούλιαξα στο κάθισμα και χάζεψα το Τόκυο από το παράθυρο.

Φόρεσα τ'ακουστικά κι έκλεισα τα μάτια.

To be continued...



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου