Σάββατο 9 Ιουλίου 2022

Γουαδαλαχάρα Αιγάλεω 0-1 XVIII

 


                                        Opening Credits Song

ΛΟΣ ΑΝΤΖΕΛΕΣ, 2020

Η πόλη είναι πιο όμορφη όταν την κοιτάς από τόσο ψηλά. Τα δίχτυα της γεμίζουν φώτα,  φωνές και προσδοκίες. Εδώ και καιρό, τίποτα δεν έχει χρώμα στο σώμα της, όλα μαύρα εκτός από το αίμα. Κόκκινο που καταπίνει τα πάντα. Συνέχεια λέω πως θα φύγω, για το Νέο Μεξικό, το Μαϊάμι. Αλλά δεν μπορώ μακρυά της. Είμαι εθισμένος στην παρακμή της, ίσως γιατί μόνο έτσι αισθάνομαι καλά με τον εαυτό μου. Μόνο η νύχτα θυμίζει κάτι από την προηγούμενη ζωή μου.

Μια ζωή ξένη, λες και την δανείστηκα για λίγο, να έχω μέτρο σύγκρισης της ευτυχίας. Οι περισσότεροι εκεί έξω, σκοτώνουν τον εαυτό τους χωρίς να έχουν ιδέα τι είναι η ζωή. Κάποιος μου είχε πει, πως όσο περισσότερος είναι ο φόβος, τόσο περισσότερη αγάπη χρειάζεται, για να καταλάβεις τους ανθρώπους.  Φυσικά έκανε λάθος, ο φόβος παγώνει τα πάντα, νεκρώνει χωρίς να σκοτώνει ποτέ. Και κάποιες στιγμές, μπερδεύεις τον πόνο με κάτι άλλο, γιατί ένιωσες κάτι διαφορετικό. Ψάχνεις την ίδια ένταση, την ίδια απόχρωση, και η απελπισία σε μουδιάζει πιο βαθιά.

Πετάω το τσιγάρο και επιστρέφω στο γραφείο. Μεγάλες βλακείες για τις μικρές ώρες.  Η αστική ζωή είναι ένας πόλεμος μεταμφιεσμένος σε ειρήνη. Ψεύτικα χαμόγελα, μίζερες δουλειές, συμβιβασμούς και ο χρόνος που εξαφανίζεται ανάμεσα μας. Τίποτα δεν πεθαίνει τόσο σκληρά και τόσο όμορφα, όπως τα όνειρα στο Λ.Α., μια μηχανή του κιμά από νέον. Ακόμη θυμάμαι τη νύχτα που τη γνώρισα. Ήμουν έτοιμος να φύγω όταν μπήκε μέσα. Ήταν αόριστα γνώριμη. Άλλη μια ηθοποιός που έμοιαζε με κάποια σταρ.

«Θέλω να βρείτε τον πατέρα μου»

«Είμαστε κλειστά, ελάτε το πρωί».

Πέταξε ένα μάτσο χαρτονομίσματα στο γραφείο.

«Φτάνουν για υπερωρίες;».

Κάθισα και άναψα τσιγάρο. Άνοιξε τη χρυσή ταμπακιέρα της, κι έγειρε προς το μέρος μου. Άφησε τον καπνό να βγει αργά από τα χείλη της ενώ με κοίταζε. Έβγαλε μερικές φωτογραφίες και αποκόμματα εφημερίδων και μου τα έδωσε. Ο πατέρας ήταν γύρω στα 65, επιχειρηματίας. Είχε εξαφανιστεί εδώ και μήνες. Οι φήμες έλεγαν πως είχε δοσοληψίες με τη μαφία, και πως δάγκωσε περισσότερα από όσα μπορούσε να μασήσει.

«Πότε τον είδατε τελευταία φορά;»

«Στο Blue Cat. Θα έκλεινε μια μεγάλη δουλειά στο Μαρόκο και ήθελε να το γιορτάσει».

Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Το φόρεμα της είναι τόσο στενό που μου κόβεται η ανάσα. Τα μάτια της είναι ανελέητα. Βάζω ποτό, το πίνει απνευστί. Της εξηγώ τους όρους και το κοστολόγιο, καπνίζει ανέκφραστη. Σβήνει το τσιγάρο και φτιάχνει το μέηκ απ της. Κλείνει το καθρεφτάκι επιδεικτικά.

«Που θα σας βρω αν έχω νεότερα;»

«Θα σε βρω εγώ»

«Δε μου είπατε ούτε το όνομα σας».

Χαμογελάει και  κλείνει την πόρτα.

Το άρωμα της είχε αλώσει θριαμβευτικά το χώρο. Τα ένστικτα μου συλλάβιζαν «όχι» με κάθε τρόπο, όμως είχα ανάγκη για λίγη δράση. Πήρα το μπουκάλι και ανέβηκα στην ταράτσα. Δε θυμάμαι και πολλά πριν μετακομίσω στην Καλιφόρνια. Το μέρος σε σκληραγωγεί με την ομορφιά του, γι’αυτό είναι τόσο αμείλικτο. Η Νέα Υόρκη το κάνει με την ασχήμια της, το Σικάγο με τους χειμώνες του, αλλά το Λος Άντζελες με την ομορφιά του. Σε σκοτώνει γλυκά, αργά και θέλεις κι άλλο. Κάνεις την καρδιά σου γροθιά, για να προστατέψεις ό,τι έχει μέσα της. Με το καιρό η γροθιά σφίγγει τόσο, που πνίγει ό,τι προστάτευε. Και δε θυμάσαι τι ήταν αυτό. Απλά θέλεις να χτυπήσεις κάτι, κάποιον, να νιώσει περισσότερο πόνο από σένα.

Σε λίγο ξημερώνει. Η σιωπή είναι πολύ γλυκιά πριν χαράξει. Γιατί είμαι ακόμα εδώ; Τι θυμάμαι; Όλα αυτά που δεν ειπώθηκαν, αυτά έδιναν αίμα στις λέξεις. Τελευταίο τσιγάρο. Ίσως έπρεπε να είχα γίνει ηθοποιός. Η ζωή έχει νόημα μόνο μέσα στην οθόνη. Αρχή, μέση, τέλος. Κυρίως happy end. Έξω από τα σινεμά, σπαταλάμε τον χρόνο μας σε ατελείωτα casting. Για το ρόλο του τέλειου εραστή, φίλου, οικογενειάρχη, επαγγελματία. Ψάχνουμε το σενάριο της ζωής μας, παίζοντας τους λάθους ρόλους, στις λάθος σκηνές, στα λάθος φιλμ. Κομπάρσοι που κυνηγάνε την στιγμή τους, στα φώτα της ευτυχίας.

Βρήκα τον πατέρα της, αλλά δεν είχε και πολλή σημασία τελικά. Βρήκε ο ένας τον άλλο. Σ’ένα παιχνίδι που δεν τελειώνει ποτέ. Θύτης και θύμα, αλλάζουν συνεχώς θέση, μέχρι που δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ποιος.

Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ, αλλά δεν έχει σημασία. Ακολούθα την πλοκή.


ΙΙ

Σε ένα πράγμα είχε δίκιο ο κωλόγερος. "Το μόνο που χρειάζεσαι είναι ένα γεμάτο όπλο και το να είσαι ερωτευμένος". Είχα πιεί μισό μπουκάλι. Ξημερώνει Κυριακή, ο ήλιος μου τρυπάει τα μάτια. Τα δάχτυλα μου αγκαλιάζουν το περίστροφο σαν να ήταν το στήθος της. Εξαφανίστηκε, για νιοστή φορά. Μόνο που τώρα δεν την έχει δει κανείς. Κάτι συμβαίνει, το νιώθω στο μεδούλι μου. Οτιδήποτε έχει να κάνει με εκείνην ακονίζει τα ένστικτα μου μέχρι που ματώνουν.

Ονομάζομαι Μπόρις Βαγιέχο και αυτό δεν είναι το πραγματικό μου όνομα. Τι δουλειά κάνω; Από σήμερα το πρωί είμαι χαρτογράφος. Πρέπει να φτιάξω έναν χάρτη με όλα της τα βήματα. Έναν χάρτη από αίμα, δάκρυα και σπασμένα δόντια. Προτελευταίο τσιγάρο. Θα κοιμηθώ μια και καλή, στην εντατική. Τώρα αν θα είναι τους οργασμούς που μου προκαλεί ή αν κάποιος πιο τρελός από μένα με στείλει, είναι από τα ελάχιστα πράγματα που με κρατάνε ακόμα ζωντανό.

Πρώτη στάση ο κολλητός της. Είναι από αυτούς τους τύπους που αυτοαποκαλούνται καλλιτέχνες. Που σημαίνει ότι δεν μπορεί να παίξει,να τραγουδήσει ή να ζωγραφίσει, και όσο πιο πολύ προσπαθεί, τόσο χειρότερος γίνεται.

" Άργησες. Είναι με κάποιον άλλο εδώ και μήνες. Είναι πιο ευτυχισμένη από ποτέ"

"Ήθελες πολύ να το πεις αυτό ε;".

Δεν πρόλαβε να απαντήσει, γιατί η σπασμένη του μύτη τον εμπόδιζε. Η δεύτερη πρόταση σκόνταψε στο γόνατο μου, η επόμενη στο παπούτσι μου. Θα μπορούσα να ξεσπάσω πάνω του, αλλά δεν είχε πλάκα, ήταν πολύ εύκολο. Φύλαγα το θυμό μου για κάποιον που θα άντεχε ένα εξαιρετικό ξέσπασμα βίας. Μετά από μερικά χαστούκια τραγούδησε.

 "Έχω να την δω μέρες, την τελευταία φορά  βγήκαμε με το φίλο της τον φωτογράφο, αλήθεια σου λέω, μη με χτυπάς άλλο!".

Φυσικά και τον χτύπησα κι άλλο. Τίποτα δεν χαλαρώνει τα νεύρα όσο το να πατάς τη μούρη κάποιου σαν γόπα. Για αυτό η βία είναι απαγορευμένος καρπός. Γιατί είναι αφροδισιακή. Ταντρικό σεξ.

Μου πήρε κάνα δυο μέρες να βρω την κατσαρίδα τον φωτογράφο. Η φωτογραφία του υπήρχε σε όλα τα λεξικά της γης στο λήμμα απόρριψη. Και σε μερικές χώρες, σε αφίσες υπέρ της αμβλωσης. Συνέχιζε να την κάνει παρέα, με την ελπίδα πως κάποια στιγμή θα ευθυγραμμιστούν οι πλανήτες και εκείνη θα τον έβλεπε ως κάτι περισσότερο από αξεσουάρ.

"Δεν πρόκειται να σου πω τίποτα! Σήκω και φύγε, δεν της αξίζεις" .

Το καλύτερο φάρμακο για την φλυαρία; Πετάς το μισοτελειωμένο σου τσιγάρο στο στόμα του άλλου. Μέχρι να καταλάβει τι έγινε, είναι ήδη στο καναπέ με μώλωπες.Πρέπει να το παραδεχτώ, ήταν πιο ανθεκτικός από όσο περίμενα.

Μέχρι που πήρα την κάμερα του στα χέρια μου. Την πέταξα δίπλα του. Όπως έπεσε να την πιάσει, ο λοστός μου του διέλυσε το γόνατο. Πήρα τη μηχανή από τα χέρια του και την έκανα σκόνη.

"Ξέρω πως έχεις κι άλλη, για να μη κάνω  την δεύτερη και τη μούρη σου κομμάτια, λέγε" . Έκλαιγε σαν παιδάκι.

 "Μου είπε πως θα πήγαινε επαρχία, για μια φωτογράφιση, κάτι τέτοιο, αλήθεια δε θυμάμαι!".

Ο ήχος του λοστού στη μούρη κάποιου είναι από τους πιο απολαυστικούς ήχους. Σαν να χτυπάς μπαλόνι με νερό. Το ρινικό οστό του πρέπει να είχε φτάσει στον αφαλό.

 "Αν δε μου πεις που είναι, γρήγορα κι συνοπτικά, θα σου βάλω τόσο βαθιά την μηχανή στο παχύ σου έντερο, που όταν φταρνίζεσαι θα βγαίνει φως από τα ρουθούνια σου!"

"Στο εξοχικό της μάνας της, εκεί μένει εδώ και μια εβδομάδα! Αυτό ξέρω μόνο, στ'ορκιζομαι" .

 Έσπασα και την δεύτερη κάμερα στο κεφάλι του.

"Δεν πιστεύω μόλις φύγω, να σε πιάσει καμιά κρίση κοινωνικότητας και να αρχίσεις τα τηλέφωνα. Γιατί θα γυρίσω και θα σου σπάσω όλα τα κόκαλα με αλφαβητική σειρά".

Το σπίτι ήταν άδειο. Υπήρχαν παντού ίχνη της παρουσίας της. Τασάκια με τα αποτσίγαρα της, περιτυλίγματα σοκολάτας και απομεινάρια μπισκότων. Ένα άδειο πακέτο κάτω από τον καναπέ. Δεν ήταν η μάρκα της. Ο γραφικός χαρακτήρας είχε καλύψει την επιφάνεια. Σημείωσα την διεύθυνση. Έμεινα λίγο παραπάνω. Θυμήθηκα πόσα βράδια είχαμε περάσει εδώ. Κάναμε έρωτα σε κάθε δωμάτιο, κοιμόμασταν στην ταράτσα. Την έβλεπα μπροστά μου να χορεύει. Να γδύνεται αργά σαν φλόγα που θεριεύει. Χαμογέλασα θλιμμένα.

ΙΙΙ

Ο εχθρός ζει στο πίσω μέρος του μυαλού σου. Στα εγκαταλελειμμένα κτίρια των νευρικών κυττάρων σου. Κινεί τα νήματα κάθε πόθου και εφιάλτη. Και σε κάνει να πιστεύεις πως όλα είναι δικές σου επιλογές. Αλλά δεν είναι. Το 90% είναι επιλογές της φοβισμένης μετριότητας που είσαι. Οτιδήποτε έχει το λιγότερο κόστος, σωματικά, συναισθηματικά, οικονομικά. Γιατί αυτό είμαστε, τρομαγμένες μετριότητες που τρέφονται από την αυταπάτη πως είναι κάτι παραπάνω, και δεν κάνουν ποτέ τίποτα για αυτό. Δεν διεκδικούν τίποτα περισσότερο από τη μιζέρια που τους αναλογεί. Δε διαφέρω ιδιαίτερα, απλά διεκδικώ πιο συχνά αυτό που θέλω. Και η βία είναι σταθερή αξία, σαν τον χρυσό, πουλιέται και αγοράζει ακριβά. Οι κλειδώσεις μου πονάνε, έχω να κοιμηθώ μέρες, αλλά φλέγομαι ολόκληρος, η σκιά μου είναι ο καπνός, έχει τυλίξει την πόλη σαν φίδι και την στραγγαλίζει. Σύντομα θα μάθω που είναι.Αυτή τη φορά έχει μπλέξει άσχημα, πιο βαθιά και βρώμικα από ποτέ. Αλλά θα την βρω. Μην τα βάζεις με τρελούς.

Δεν υπάρχει θεός και είμαστε οι προφήτες του. Πόσο σαδομαζοχιστές είναι όλοι αυτοί που πιστεύουν πως υπάρχει ένα παντοδύναμο ον που επιτρέπει να γίνονται όλα αυτά; Τόση κτηνωδία, ηλιθιότητα και χάος; Να κλείνουν τα μάτια στην αλήθεια του κόσμου, επειδή το μόνο που τους έχει απομείνει είναι ο φανταστικός τους πατερούλης; Tην πιο πειστική εκδοχή του θεού την είδα στο Έρικ ο Βίκινγκ. Όπου οι ήρωες της ταινίες φτάνουν στη Βαλχάλα για να ανακαλύψουν πως οι θεοί τους ήταν παιδιά που έπαιζαν. Γιατί αν υπάρχει θεός αυτό θα είναι. Σκληρός και παράλογος σαν παιδί που σπάει τα παιχνίδια του, βασανίζει ζώα και διασκεδάζει βάζοντας φωτιά στην μυρμηγκοφωλιά μας με το μεγενθυτικό φακό του.

Δεν υπάρχει παράδεισος, μόνο που η κόλαση που μπορείς ν'αντέξεις. Το κατάλαβα νωρίς. Το φωτοστέφανο είναι η πύλη της κολάσεως. Μπαίνεις σε αυτή σκληρά, γεμάτος αίμα, όπως βγαίνεις από τη μήτρα. Διέσχισα όλους τους κύκλους της για να ανακαλύψω πως δεν υπάρχει τίποτα χωρίς εκείνη. Και γύρισα πίσω, ξανά και ξανά. Γιατί δε με κάνει ποτέ να βαριέμαι. Δεν υπάρχουν αμαρτίες, μόνο αυτά που θέλεις και αυτά που μπορείς να αντέξεις. Γράψτε το ευαγγέλιο σας και μην το ακολουθείτε ποτέ κατά γράμμα. Μόνο οι ηλίθιοι είναι δογματικοί. Δεν υπάρχει θεός και εμείς είμαστε οι προφήτες του.

 

IV

Βρέχει. Η παιδική χαρά έχει γίνει χοιροστάσιο. Ο Αυστραλοπήθικος που με πλησιάζει κάτι γρυλίζει. Χαμογελάω, αυτό πάντα τους εκνευρίζει. Ορμάει. Τον αποφεύγω και τον χτυπάω στο λαιμό. Γελάει.

" Αυτό είναι το καλύτερο σου;".

Γελάω και'γω. Με πλησίαζει, όμως κάτι δεν πάει καλά. Τρικλίζει. Πιάνει το λαιμό του και με κοιτάζει έντρομος.Όταν βλέπεις το φόβο στα μάτια τέτοιων τεράτων, είναι ακόμη πιο αξιολύπητοι. Μια πλαστή άδεια κτηνιάτρου είναι μεγάλο ατού. Η ένεση που του έκανα είναι για άλογα. Ο λοστός γλιστράει αργά από το μανίκι της καπαρτίνας. Τον ξαπλώνω με τη δεύτερη. Το κεφάλι του σπάει σαν μπισκότο, όλο το παγωτό απλώθηκε στο χώμα. Οι άλλοι δύο πισωπατούν. Τους κυνηγάω. Ο πρώτος είναι άτυχος, παραπατάει. Τον χτυπάω δυνατά στο κεφάλι. Στριμώχνω τον τρίτο. Λένε πως τα στριμωγμένα ζώα είναι επικίνδυνα. Ψέματα. Είναι εύκολη λεία. Απλά θα κάνουν την πιο απελπισμένη κίνηση για να ξεφύγουν.

Βρέχει προσευχές. Βγάζω το όπλο. Τον βάζω να κάτσει στην κούνια. Του λέω να έρθει πιο κοντά. Δεν κινείται. Πυροβολώ τα πόδια του. Πλησιάζει. Η πινιάτα μου αργεί να σπάσει, στο τρίτο χτύπημα τα δώρα της σκορπίζουν.Βρέχει μια αίσθηση ανικανοποίητου. Η βία είναι σαν το σεξ. Χρειάζεσαι έναν καλό αντίπαλο για να κάνεις πραγματικό έρωτα. Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ σεξ και έρωτα, στον δεύτερο κερδίζεις  μόνο όταν κερδίζουν και οι δύο. Ακόμα κι όταν χάνουν. Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Πίνω το ένα τρίτο του μπουκαλιού και ανάβω τσιγάρο. Τρία τετράγωνα πιο κάτω παρκάρω. Λατρεύω να καπνίζω στην βροχή.

Υπάρχουν γυναίκες που περνάνε απαρατήρητες, που δεν αφήνουν τίποτα στο πέρασμα τους. Γυναίκες αναλώσιμες. Γυναίκες που κάνουν τη διαφορά, που σ'αγαπάνε παρόλο που ξέρουν πόσο μαλάκας είσαι. Κάποιες άλλες σου αλλάζουν τη ζωή για πάντα. Και υπάρχει και εκείνη.Η γυναίκα της ζωής σου δε σημαίνει πως θα τα αλλάξει όλα για καλό, ούτε ότι θα μείνει για πάντα. Το αντίθετο. Ήρθε και τα διέλυσε όλα, τίποτα δεν είναι ίδιο μετά από αυτήν. Πόσα χρόνια παίζουμε αυτό το παιχνίδι; Έχω ξεχάσει. Όμως το ξέρουμε και οι δύο, δε γίνεται αλλιώς.Δεν υπάρχουν συμβατικά πλαίσια για μας. Μην κάνεις πως δε θυμάσαι, τι είχε πει εκείνος ο ντετέκτιβ. Όταν οι δαίμονες σου συναντούν τους δικούς μου, κάθε κόλαση γίνεται προθάλαμος του παραδείσου.


V

Το να διαλύεις κάποιον άλλο είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στο να γίνεις θεός. Η βία είναι η γλώσσα των θεών. Η εξουσία η πιο εκλεπτυσμένη διάλεκτος. Όχι όταν ξεσπάς σε κάποιο ζώο, αυτό είναι δειλία, όχι, όταν το κάνεις σε κάποιον ίσο.Το διαμέρισμα μου ήταν στούντιο ηχογραφήσεων. Το υπόγειο έχει τέλεια μόνωση. Ο τύπος στην καρέκλα ουρλιάζει με όλη του την ύπαρξη. Αφού πείθεται για την αποτελεσματικότητα της μόνωσης, αρχίζει τα παρακάλια.

"Έχω γυναίκα και παιδί!".

Ε και; Βαριέμαι την κλάψα, του σπάω δύο δόντια για να καταλάβει πως δεν έχω καιρό για χάσιμο. Αντιστέκεται. Βαριοπούλα. Τα δάχτυλα των ποδιών έγιναν σαν πατημένες τσίχλες. Μου λέει αυτό που θέλω να ακούσω. Τον τελευταίο καιρό τραβιέται με κάποιον ανθυπογκάνγκστερ στη Sunset. Το κεφάλι του σαν σπασμένος κουμπαράς, τα χέρια του έγιναν κουρέλια. Παλιά μπορούσα να του σπάσω το θώρακα με τα χέρια και να του ξεριζώσω την καρδιά. Πάνε οι καλές εποχές, που όρεξη για τέτοια γλέντια...

Το σιχαίνομαι το μέρος. Σαν βιτρίνα με ομιλούσες κούκλες. Το ομιλούσες μέσα σε πολλά εισαγωγικά. Ευτυχώς δεν είναι γεμάτο. Ο τύπος με περίμενε, κακό αυτό. Η σερβιτόρα μου φέρνει άλλο ένα ποτό και μου λέει να κάτσω στο τραπέζι του. Χαμογελάει συνεχώς σαν ηλίθιος, η λεύκανση του είναι προσβολή για το λευκό χρώμα όσο και για την οδοντιατρική. Η κουστωδία του γελάει συνεχώς με τα χαζά αστεία του.

"Τι συμβαίνει κύριε σκοτεινέ τύπε, δε γελάς ποτέ;"

"Όταν ακούσω κάτι αστείο γελάω"

"Δηλαδή μπορείς να γίνεις πιο αστείος , από τα παπούτσια και το πουκάμισο σου;"

"Όχι όσο η έκφραση της μάνας σου όταν βγήκες από μέσα της, αλλά θα προσπαθήσω".

 Σιγή.

 "Ακριβώς, επικράτησε σιωπή στο δωμάτιο, γιατί οι γονείς σου ήξεραν πως ήταν πολύ αργά για έκτρωση και πολύ νωρίς για ευθανασία".

 Το χαμόγελο του μαράθηκε. Έκανε νόημα και μας άφησαν μόνους.

"Πιες το ποτό σου και φύγε. Αλλιώς δε θα βγεις ζωντανός από'δω. Είναι μαζί μου και δεν μπορείς να το αλλάξει αυτό".

Αδειάζω το ποτό μου πάνω του.

Χαμογελάει ενώ σκουπίζει τα μάτια του.

"Αυτό νομίζεις πως θα με σταματήσει;"

"Έχω τελειώσει το ποτό μου πριν αφήσω την μπάρα. Αυτό δεν είναι ουίσκι".

Το φλασκί στη τσέπη  μου είχε αρκετή βενζίνη για να γεμίσει το ποτήρι. Την στιγμή που του πετάω το τσιγάρο στη μούρη, ακούγεται η πρώτη έκρηξη.Το κοτέτσι αδειάζει γρήγορα, κανένας δε δίνει σημασία σε έναν τύπο που το κεφάλι του έχει γίνει φλαμπέ. Η δεύτερη έκρηξη μας εξασφαλίζει ιδιωτικό χρόνο. Τον σέρνω στο αυτοκίνητο του. Βρίσκω μια έρημη παραλία. Τον έχω δέσει σαν γουρούνι. Τον πετάω κάτω. Φτύνει απειλές. Του ρίχνω λίγη άμμο στο πρόσωπο με το πόδι και χαλαρώνει.

"Δεν πρόκειται να σου πω ποτέ που είναι, δε θέλει να σε δει, σε σιχαίνεται!".

Βγάζω το αγαπημένο μου σφυρί, μάλλον πάντα ήθελα να γίνω οδοντίατρος, αν και οι ανορθόδοξες μέθοδοι μου δεν ξέρω αν θα έβρισκαν ανταπόκριση. Οι πάνω κοπτήρες ξεκίνησαν μαθήματα κολύμβησης. Ουρλιάζει. Αφού του έσπασα τα δάχτυλα στο δεξί χέρι, άρχισε να μιλάει. Την τελευταία φορά που την είδε, ήταν στο σπίτι της καλύτερης της φίλης. Την άφησε εκεί πριν μια εβδομάδα. Από τότε δεν την έχει ξαναδεί. Την έπαιρνε τηλέφωνο και εκείνη δεν απαντούσε. Του παίρνω το κινητό. Λέει αλήθεια. Αρχίζει πάλι τις απειλές.

"Δεν πρόκειται να γλυτώσεις, θα το πληρώσεις πολύ ακριβά αυτό, τ'ακους γαμημένε;"

" Δε νομίζω πως είσαι σε θέση για να απειλείς"

"Τι θα κάνεις, θα με σκοτώσεις; Ξέρεις ποιος είμαι;"

" Ένας λακές που τον έβαλαν να κάνει τον επιστάτη στα μπουρδέλα της Sunset. Και έχει πάρει πολύ σοβαρά τον εαυτό του".

"Δε θα σε αφήσουν να ζήσεις, ούτε και αυτήν! Γι'αυτό φύγε, αν την αγαπάς πραγματικά. Τα αφεντικά μου θα σε κυνηγήσουν παντού!Θα..".

 Του ραγίζω το κρανίο. Τον πιάνω από τα αυτιά και τον σηκώνω πάνω.

 "Δεν ξέρω τι θα συμβεί, μπορεί να έχεις δίκιο, όμως ξέρεις κάτι; Εσύ δε θα ζεις για να τα δεις όλα αυτά"

"Δε θα τολμήσεις".

Είναι η σειρά μου να γελάσω.

"Πιστεύεις στο θεό;"

"Ναι"

"Τότε προσευχήσου σε όσους θεούς ξέρεις και σε όσους  μπορείς να επινοήσεις, γιατί το μάθημα θεολογίας που ακολουθεί θα είναι το τελευταίο".

Το επόμενο κόλπο το έμαθα πολύ σκληρά. Μια από τις γάτες μου πέθανε έτσι. Είχα καιρό να ρίξω τέτοια κουτουλιά, τα ρουθούνια του πρέπει να έφτασαν στο παχύ έντερο. Οι αντίχειρες μου του διαλύουν τα μάτια σαν σάπια φρούτα.

Βγάζω το ειδικό ιατρικό σφυρί. Του σπάω το σαγόνι και το ξεριζώνω. Δεν μπορούσε ούτε να ουρλιάξει πια. Τον πετάω στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Του ψιθυρίζω στο αυτί.

"Άκου μαλάκα, σε λίγο θα μάθεις πως δεν υπάρχει θεός. Αλλά μέχρι τότε, θα γνωρίσεις την κόλαση. Κάθε ανάσα που θα προσπαθείς να πάρεις, θα γίνεται όλο και πιο επώδυνη. Σε λίγα λεπτά θα εύχεσαι να πεθάνεις. Ελπίζω να ζήσεις αρκετά, ώστε οι τελευταίες σου στιγμές σε αυτό τον πλανήτη, να είναι σε ένα ασθενόφορο, τυφλός, χώρις κάτω γνάθο και δάχτυλα. Αν φυσικά σε βρουν".

Κλείδωσα το πορτ μπαγκάζ και έφυγα. Αν δεν πέθαινε από αιμορραγία, η ασφυξία και η ζέστη θα τον αποτελείωναν. Κανείς δε  νοιάζεται για νεκρούς γελωτοποιούς.

 

VI

Το φιλί είναι η πεμπτουσία της ύπαρξης. Αν δε σου κόβει την ανάσα, τότε δεν υπαρχει χημεία, δεν υπάρχει τίποτα. Νόμος του σύμπαντος. Όταν με φιλάει, οι ψυχές μας καίγονται στα χείλη. Όταν κάνουμε έρωτα, το σύμπαν ξαναδημιουργείται από την αρχή, και το σημείο εκκίνησης του Big Bang είναι το κρεβάτι, ο τοίχος, κάθε επιφάνεια που με γαμάει.

Μοιάζει περίεργο στην αρχή. Όμως αν το καλοσκεφτείς, μόνο εκείνη θα μπορούσε να έχει για καλύτερη της φίλη μια υπέρβαρη, αλκοολική, 30 χρόνια μεγαλύτερη, ημίτρελη μανικιουρίστ. Μια μητρική φιγούρα, υποκάστατο της πατρικής που χάθηκε πριν χρόνια. Φυσικά με αντιπάθησε από την αρχή. Τρώει το γιαούρτι της αργά. Όσο καθυστερεί, τόσο καπνίζω. Θέλει να γκρινιάξει, αλλά το πενηντάρικο που άφησα στη ρεσεψιόν της "επιχείρησης" της μου δίνει προς το παρόν ασυλία.Αφήνει το γιαούρτι κάτω. Έχει όρεξη για κουβέντα. Φυσικά καθυστερεί για να μου σπάσει τα νεύρα.

"Δεν καταλαβαίνω, κάνω δίαιτα εδώ και δύο εβδομάδες, δεν τρώω τίποτα και παχαίνω”

"Μάλλον ο αέρας εδώ είναι πλούσιος σε λιπαρά".

Με στραβοκοιτάζει.

"Δεν σου αξίζει το ξέρεις; Η σκόνη στα παπούτσια μου έχει μεγαλύτερη αξία από σένα"

"Τα παπούτσια σου πρέπει να είναι σαν ασανσέρ, για να αντέχουν τους δύο τόνους"

"Δεν πρόκειται να σου πω που είναι"

"Το ήξερα πως θα καταλήγαμε κάπως έτσι, οπότε αυτή η  κοινωνική επίσκεψη είναι καλύτερα να μετατραπεί σε εμπορική συναλλαγή

"Δηλαδή;"

"Ξέρεις που είναι το γλυκάκι σου;".

Χλώμιασε.

 "Τιι..;"

"Έλα τώρα, ξέρεις.. Το ζαχαρωτό σου. Παρά τους μυς, έκλαιγε σαν κοριτσάκι μετά από δύο χαστούκια. Προφανώς και δε θέλει να χάσει το κύριο εισόδημα του, αλλά μετά από δύο τρεις τυχαίες συναντήσεις ακόμα με το κουτουπιέ μου, η ανεργία δε θα είναι και τόσο κακή εναλλακτική"

"Δε σε πιστεύω!".

 Βγάζω από την τσέπη ένα δαχτυλίδι και της το πετάω στο γραφείο. Το πιάνει έντρομη.

"Που είναι, τι του έκανες;"

"Μόλις μου πεις αυτό που θέλω, θα μάθεις που είναι το γλυκάκι σου".

Σημειωνεί νευρικά σε ένα χαρτάκι μια διεύθυνση.

"Έιναι σε μια σουίτα, στον τελευταίο όροφο. Που τον έχεις;".

Διπλώνω το χαρτί και σηκώνομαι.

"Στη ρεψενιόν έχω αφήσει την διέθυνση παράδοσης".

Δεν την έχω ξαναδεί να κινείται τόσο γρήγορα. Βρήκε τον πλαστικό κούκλο της δεμένο στον καναπέ. The things we do for love...

 

VII

Ισόγειο. Δύο άσβερκοι με σταματάνε. Το teaser παρακάμπτει τις αντιρρήσεις τους. Επιμένω λίγο στον δεύτερο, έχει πλάκα καθώς τρέχει το αίμα από τη μύτη του ενώ δεν μπορεί να συγκρατήσει τις σωματικές του λειτουργίες. Πρώτος όροφος. Γεμάτα δωμάτια με άδειους ανθρώπους. Φλώροι από τo Malibu και το  Paradise Cove που διασκεδάζουν την ανία τους οργανώνοντας πάρτι με χαμηλόβαθμους κακοποιούς, οι οποίοι βγάζουν εξτρά χαρτζηλίκι και νιώθουν πιο σπουδαίοι από όσο είναι. Δύο σπασμένες μύτες μετά μαθαίνω αυτό που θέλω. Ρετιρέ. Δεν είναι εδώ. Οι δύο πρώτοι ήδη κάτω. Ο τρίτος το έχει πάρει προσωπικά.

"Δεν πρόκειται να την βρεις".

Είναι καλός, καιρό έχω να νιώσω ανταγωνισμό. Φτύνω αίμα, γελάω. Είναι 20 χρόνια νεότερος, 20 χρόνια ελαφρύτερος και έχει δυνατό δεξί. Γελάει και αυτός. Το πιο πιθανό πως με έχει, αλλά είναι αρκετά νέος για να βασίζεται μόνο στους μύες του. Θα μάθει σύντομα πως όλες οι μάχες κερδίζονται και χάνονται στο μυαλό.

"Γιατί γελάς; Για την ηλικία σου δεν είσαι κακός. Παραδώσου και δε θα σε δείρω άλλο".

Ορμάει, η πλαστή άδεια κτηνιάτρου βγάζει μια ακόμα φορά τα λεφτά της. Τον αποφεύγω, κατάλαβε το τσίμπημα της βελόνας.Παραπατάει, ζαλίζεται.

"Τι μου έκανες, τι ήταν αυτό;"

"Τίποτα, απλά έκανα τη μάχη λίγο πιο δίκαιη".

Τον αφήνω λίγο ακόμα, βαδίζει σαν μεθυσμένος ενώ προσπαθεί να καταλάβει τι έπαθε. Ωραία ήταν, αλλά ποτέ δεν ξεκινάω παιχνίδια που δεν μπορώ να κερδίσω. Το αγαπημένο μου σφυρί τον στέλνει στον καναπέ. Δεν άντεξε πολύ την ανάκριση. Επιστρατεύω όση ενέργεια μου έχει μείνει και του πολτοποιώ το κεφάλι. Όταν τελείωσα έμοιαζε με σπασμένο βάζο μαρμελάδας. Είναι πιο δύσκολο από όσο ακούγεται. Το να κάνεις έρωτα και να σκοτώνεις είναι οι μόνες πράξεις που μας εξισώσουν με το θεό. Όλα έχουν ρυθμό, και μόλις τον βρεις, ξεκλιδώνεις τα πάντα. Εδώ και χρόνια, έχω χορογραφήσει τις κινήσεις μου πάνω σε ένα τραγούδι. Το λέω σαν προσευχή καθώς ανοίγω δρόμο μέσα από τις σάρκες και τα κρανία.

Ανοίγω το φάκελο, ο γραφικός της χαρακτήρας είναι σαν βροχή πάνω στο χαρτί.

"Το να κάνουμε έρωτα είναι η πιο συγκλονιστική εμπειρία της ζωής μου. Δυστυχώς είναι το μόνο που μπορούμε να κάνουμε χωρίς να ζηλεύει ο ένας τον άλλο θανάσιμα.Δεν ξέρω σε τι με έχεις μετατρέψει. Κάνεις τα πάντα να φαίνονται βαρετά. Ίσως να είχα καταφέρει να προχωρήσω, αν δεν είχες σκοτώσει για μένα. Δε θα ξεχάσω ποτέ τον πρώτο φόνο που έκανες για μένα. Σου πήρα τα χέρια και άπλωσα με το χάδι σου το αίμα παντού, στο πρόσωπο και το σώμα μου.

Δε θυμάμαι πόσες ώρες το κάναμε. Όσο μακρυά κι αν τρέξω, δεν μπορώ να ξεχάσω. όσους και να στείλω στον δρόμο σου, θα με βρεις. Και αυτό με συγκινεί και με καυλώνει όλο και περισσότερο. Κάνε κάτι, σκότωσε με, οτιδήποτε. Γιατί δεν μπορώ να το αντέξω. Το ότι δεν βαριέμαι ποτέ μαζί σου είναι καλύτερο από το να είσαι ευτυχισμένος.

Δε θα σε συγχωρήσω ποτέ για αυτό.

ΥΓ Σε θέλω".

Ποτέ δεν κατάλαβες πόσο ποιητική μπορείς να γίνεις. Χωρίς να βγάλεις κανένα ρούχο..

 

VIII

Ο τύπος ήρθε μόνος του. Είναι ένας από τους μεγαλύτερους μαφιόζους της πόλης. Με απειλεί βελούδινα, μου εξηγεί ήρεμα τις επιπτώσεις της εξαφάνισης του ανιψιού του. Δεν έχουν βρει ακόμα τον χαχανούλη. Θα έχει γίνει κοπριά στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του. Αδειάζω το ποτήρι και κοιτάζω τον τύπο. Στην ακμή του θα ήταν υπολογίσιμος αντίπαλος, μυρίζει αίμα η σκιά του. Αλλά εδώ και χρόνια βασίζεται σε ξένα χέρια για να επιβάλλει το φόβο.Παρά την εξέλιξη, την τεχνολογία και τον πολιτισμό, στον πυρήνα μας είμαστε ακόμα τροφοσυλλέκτες. Κυνηγάμε θηράματα και προστατεύουμε την σπηλιά μας.

Αρχίζει να με κουράζει. Τον διακόπτω.

"Άκου θείο, ξέρεις ποια είναι η διαφορά μεταξύ εξουσίας και δύναμης; Η εξουσία είναι σαν κεραυνός, μπορεί να σε τρομάζει, αλλά πολλές φορές είναι απλά λόγια. Η δύναμη είναι σαν την αστραπή, την βλέπεις, την νιώθεις όταν πέφτει πάνω σου. Έχεις αρχίδια που ήρθες μέχρι εδώ μόνος, αλλά χωρίς τους μπράβους σου  δεν είσαι τίποτα. Και όταν καταλήγει στο ένας εναντίον ενός, η φήμη σου είναι άχρηστη και όλα τα λεφτά του κόσμου δεν φτάνουν να σε προστάτεψουν"

"Ξέρεις τι έχεις να πάθεις να με αγγίξεις;"

"Ό,τι κι αν πάθω εσύ θα είσαι λίπασμα".

Νομίζει πως μπλοφάρω. Το μολύβι στο μάτι του ήταν αφοπλιστικό επιχείρημα.Το σπάω και του καρφώνω την γλώσσα στο γραφείο. Ξεκαρδιστικό θέαμα, έκανε σαν κότα που της έχεις σπάσει το ράμφος. Βάζω την ζώνη στον λαιμό του, τον πνίγω αργά. Θέλω να νιώσει κάθε δευτερόλεπτο πόνου. Στο παρά ένα τον αφήνω και βγάζω το μολύβι. Φτύνει αίμα, προσπαθεί να με απειλήσει, αλλά ακούγεται σαν σκυλί που ψυχορραγεί. Ο τρόμος στα μάτια του ενώ βλέπει το λοστό να γυαλίζει είναι οργασμός. Ο μπαμπούλας της πόλης παρακαλάει για τη ζωή του. Δεν έχει σημασία. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα είμαστε τροφοσυλλέκτες. Του πατάω τη μυτή σαν ξερό φύλλο.

Τα πτώματα είναι σκαλοπάτια. Την βρήκα. Με έβρισε, με χαστούκισε. Κάναμε έρωτα σαν δαιμονισμένα ζώα, σαν θεοί. Μέσα στο αίμα, τα αποκαΐδια. Ήταν όπως ποτέ και όπως πάντα. Δεν είχαμε μέλλον, όλη η Δυτική Ακτή θα μας κυνηγούσε. Που να πάμε, στο Μεξικό, στον Καναδά; Η συμβατική ζωή θα μας σκότωνε χειρότερα από οτιδήποτε. Έρωτες σαν αυτόν, έχουν μόνο παρόν, που καταβροχθίζει τα πάντα, κάθε ελπίδα, κάθε σχέδιο. Κατέβασα την οροφή στο αυτοκίνητο και κόλλησα το γκάζι. Με πήρε στο στόμα της και με καβάλησε. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Τελειώσαμε μαζί, την στιγμή που το αυτοκίνητο έπεσε στη θάλασσα. Τυλίχτηκε πάνω μου, σε λίγο όλα θα τελειώναν. Η τελευταία αίσθηση σε αυτό τον κόσμο, θα ήταν τα χείλη της στο λαιμό μου. Ένιωσα μετά από καιρό ευτυχισμένος. Έκλεισα τα μάτια και χαμογέλασα. Την έσφιξα πάνω μου. Δε θα το ήθελα αλλιώς.

Δευτερόλεπτα πριν το σκοτάδι του βυθού μας καταπιεί, έχα χέρι με άρπαξε και με έβγαλε έξω.


To be continued...


                                             End Credits Song

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου