Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Φωτογραφία από το μέλλον

 

Υπάρχει ένα είδος δίψας, ανεξήγητης, υπερφυσικής. Ξυπνάει μια μέρα στο κορμί σου, και δε σε αφήνει να ησυχάσεις. Δεν μπορείς να την περιγράψεις, καίγεσαι και δεν ξέρεις τι είναι αυτό που θα την σβήσει. Χάζευα φωτογραφίες από νησιά, άλλο ένα καλοκαίρι που δε θα πάω πουθενά, και καταναλώνω διακοπές από δεύτερο χέρι. Με κουράζουν οι φωτογραφίες στα social. Θυμίζουν γυαλιστερά εξώφυλλα βιβλίου ή δίσκου, που το περιεχόμενο είναι πολύ κατώτερο. Πλαστικά χαμόγελα, ασκήσεις υποκριτικής, τώρα είμαστε ευτυχισμένοι, ξέγνοιαστοι, ερωτευμένοι.  Δεν είναι ότι ζηλεύω - όχι και τόσο- , απλά η πραγματική ευτυχία δεν αποτυπώνεται σε φωτογραφίες και stories.

Δεν εμφιαλώνεται αυτό το συναίσθημα, όσο κι αν η εποχή απαιτεί να αιχμαλωτίσεις τη ζωή σου σε εικόνες . Ήμουν έτοιμος να κλείσω το laptop, όταν το βλέμμα μου κόλλησε σε μια φωτογραφία. Τι είχε αυτή η εικόνα που δεν είχαν οι άλλες; Μια ερημική παραλία κάπου στην Ιθάκη. Είναι ο ποιητικός υπαινιγμός; Ο συνειρμός με τον Οδυσσέα; Η φωτογραφία έμεινε στο μυαλό μου μέρες. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί. Τι είναι τελικά οι διακοπές, άλλο ένα καταναλωτικό προιόν; Ξοδεύουμε χρήματα που δε μας περισσεύουν, για να πάμε σε υπερτιμημένα μέρη, να βγάλουμε κακές φωτογραφίες και να εντυπωσιάσουμε ανθρώπους που δε συμπαθούμε;

Έχω να πάω διακοπές 3 χρόνια. Τα τελευταία δύο ήταν πολύ σκληρά, άγονη γραμμή. Δεν μπορώ να πάω κάπου μόνος, αν δεν το μοιράζεσαι, δεν έχει νόημα. Εδώ δεν μπορώ να πιώ καφέ κάπου μόνος. Δεν ξέρω πως το κάνουν κάποιοι, κάπου τους ζηλευώ, αλλά εξακολουθώ και πιστεύω ότι είναι βλαμμένοι. Ανάμεσα στα πολλά βιβλία που θέλω να γράψω (και φυσικά δε θα γράψω ποτέ), ίσως αυτό που θέλω περισσότερο είναι ένα ταξιδιωτικό. Κάτι μεταξύ ημερολογίου και λευκώματος. Με πολλές φωτογραφίες, όχι τουριστικής υφής. Ν'ανακαλύψεις το κάθε μέρος, σαν γυναικείο σώμα. Δε θυμάμαι ποιος το είχε πει, μαθαίνεις την κάθε πόλη μόνο αν ερωτευτείς εκεί.

Ήμουν σίγουρος πως θα το μετανιώσω, όμως δεν έβγαινε από το κεφάλι μου η Ιθάκη. Έφτιαξα τη βαλίτσα, κανόνισα τις λεπτομέρειες. Στα μισά του ταξιδιού, ήμουν ήδη σίγουρος πως ήταν τα πιο πεταμένα λεφτά ever. Ζήτημα να έβγαλα 5 φωτογραφίες και να έγραψα 3 παραγράφους. Έχω πάθει ιδρυματισμό από την ίδια μου την μοναξιά; Υπάρχω υπνοβατώντας, στοιχειωμένος από όνειρα που δε θα βγουν ποτέ αληθινά, και περιμένω κάτι να με ξυπνήσει; Το μέρος είναι όμορφο, αλλά χωρίς συντροφιά, δεν έχει αξία. Ξέρω καλά τον εαυτό μου, δυστυχώς δεν είμαι πια 25 για να μην γνωρίζω τα όρια της μαλακίας μου. Παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου, ζευγάρια, οικογένειες. Πόσοι από όλους αυτούς θέλουν πραγματικά να είναι εδώ; Πόσοι είναι πραγματικά ευτυχισμένοι, κοιμούνται τα βράδια γαλήνιοι;

Τι είναι τελικά το φυσιολογικό; Οι προδιαγραφές της αγοράς για να είσαι λειτουργικός και παραγωγικός; Οι πιο ψυχωτικοί είναι εκείνοι που προσποιούνται ότι είναι φυσιολογικοί; Δηλαδή το 80% του πληθυσμού; Αναρωτιέμαι αν θα αντέξω πάνω από δύο μέρες, ανυπόφορη η ομορφιά όταν δεν την μοιράζεσαι. Ψάχνω να βρω κάτι να με απασχολήσει. Σ'ένα χωριό, το τελευταίο Σάββατο του Ιουλίου, έχουν γιορτή κρασιού. Αν και δεν τρελαίνομαι για κρασί, το αλκοόλ είναι αλκοόλ. Η φασαρία με ενοχλεί. Η νησιώτικη μουσική - ειδικά των Ιονίων- είναι υποφερτή σε σχέση με άλλες παραδοσιακές - μην πάτε ποτέ σε ποντιακό γλέντι- και το κρασί είναι καλύτερο από ό,τι περίμενα.

Μερικά μέτρα πιο πέρα, παρατηρώ μια ξανθιά να με κοιτάζει. Ιδέα μου θα είναι. Μετά από λίγο χάθηκε. Ανεβαίνω ψηλα, να ξεφύγω από τον κόσμο και να κάνω πως βγάζω φωτογραφίες. Εντοπίζω πάλι την ξανθιά. Οι φωτογραφίες είναι περίεργες, κοιτάζω ξανά τις ρυθμίσεις της μηχανής. Είναι σωστές. Όμως σε όλες τις λήψεις, η ξανθιά έχει βγει πεντακάθαρα, ενώ όλοι οι υπόλοιποι γύρω της θαμποί. Βγάζω κι άλλες, το ίδιο. Κάτι δεν πάει καλά, είμαι μεθυσμένος και δεν το ξέρω; Βάζω την κάμερα στην τσάντα και ανάβω τσιγάρο. Θέλω να φύγω, αυτό το ταξίδι ήταν μεγάλο λάθος. Χαζεύω στο κινητό, όταν με την άκρη του ματιού μου, βλέπω την ξανθιά να ανεβαίνει τα σκαλιά. Κάθεται μερικά μέτρα μακρυά. Ανάβει τσιγάρο, μου ρίχνει κλεφτές ματιές και χαμογελάει. 

Έχω ξεχάσει πως είναι όλο αυτό. Βγάζω τη μηχανή και την φωτογραφίζω. Ποζάρει γελώντας. Οι λήψεις αυτή τη φορά είναι θολές, κουνημένες. Μάλλον η σταδιοδρομία μου ως φωτογράφος τελειώνει εδώ. Βάζω ξανά τη μηχανή στην τσάντα. Εκείνη με πλησιάζει, πίνει από το ποτήρι μου. Συζητάμε, περί ανέμων και υδάτων. Πιστεύω πως θα με παρασύρει και θα ξυπνήσω το πρωί χωρίς νεφρά και άλλα ζωτικά όργανα. Αλλά γιατί να διαλέξει εμένα, υπάρχουν πιο νέοι και υγιείς για αυτές τις δουλειές. 

Όση ώρα μου μιλάει, προσπαθώ να καταλάβω ποια μου θυμίζει, αόριστα οικεία και ταυτόχρονα απόμακρη. Το γέλιο της γλυκαίνει τις αισθήσεις. Μου λέει πως ήρθε στο νησί μόνη της, θέλει να γράψει ένα βιβλίο. Σχεδόν με πιάνει νευρικό. Όταν της λέω πως και'γω ήρθα για τον ίδιο λόγο, ξεκαρδίζεται. Με ρωτάει πως πηγαίνει το γράψιμο. Ούτε κι εκείνη μπορεί να γράψει. Της λέω μεταξύ σοβαρού κι αστείου, να το γράψουμε μαζί. Με πιάνει από το χέρι και μου λέει να την ακολουθήσω. Με οδηγεί στη θάλασσα. Συζητάμε για ώρες. Ανατρίχιασα, μόλις συνειδητοποίησα πως βρισκόμαστε στην παραλία της φωτογραφίας. Τι σημαίνουν όλα αυτά; Είναι κάποιου είδους οιωνός ή απλά έχω καεί από τις πολλές ταινίες;

Τα μάτια της λάμπουν. Δεν είναι τόσο κοινωνική ή εξωστρεφής όσο φαίνεται. Βοήθησε το κρασί, η πλήξη; 

"Τι βιβλίο θέλεις να γράψεις; Περιέγραψε το μου".

Μου έρχεται στο μυαλό κάτι που διάβασα σε ένα μυθιστόρημα του Μερό.

"Ονειρεύομαι ένα βιβλίο που δεν θα τελειώνει. Καμιά φορά δεν καταφέρνω να αφήσω ένα κεφάλαιο. Προσθέτω ένα κόμμα. Αλλάζω μια λέξη. Μόνο και μόνο για να μείνω ακόμα μαζί του. Όπως μένουμε για μια στιγμή ακόμα ανάμεσα στους ανθρώπους. Στη ζωή τους. Στη ζεστασιά τους.  Όπως κάνεις έρωτα, όταν ξαπλώνω στην κοιλιά της, όταν έχουν όλα ολοκληρωθεί, με παρακαλεί να μείνω κι άλλο. θα ήθελε να με κρατά στα χέρια της μέχρι το τέλος του χρόνου".

Χαμογελάει αμήχανα.

"Δεν γράφεται κάτι τέτοιο, μόνο βιώνεται".

Συγκατανεύω σιωπηλά. Η αμηχανία γίνεται έντονη. Μου παίρνει από την τσέπη το πακέτο με τα τσιγάρα, ανάβει δύο και μου βάζει το ένα στα χείλη. Μου χαϊδεύει τα μαλλιά και με κοιτάζει στα μάτια. Πριν τη φιλήσω, τρέχει στη θάλασσα. Πέφτει με τα ρούχα στο νερό. Την ακολουθώ. Φιλιόμαστε μέσα στα κύματα. Όσο την κρατάω, αλλάζει συνεχώς μορφή, κάθε γυναίκα που γνώρισα περνάει από το πρόσωπο της. Την σηκώνω και βγαίνουμε έξω, ξαπλώνουμε στην άμμο. Την γδύνω. Η γεύση του λαιμού της είναι γλυκιά. Δεν είναι πια η ίδια. Έχει παρει τη μορφή κάποια που ξέρω καλά. Περνάει τα χέρια της στα μαλλιά μου, φιλιόμαστε για ώρες.

Ξύπνησα με την γλύκα της στα χείλη. Τι ήταν όλο αυτό; Κοιτάζω ξανά τη φωτογραφία. Είναι απλά ένα όνειρο ή κατι παραπάνω; Είναι το μέλλον ένα παζλ από κομμάτια του παρελθόντος; Αν δε σε νοιάζει που πηγαίνεις, τότε δεν έχεις χαθεί. Πόσο να έχουν τα εισιτήρια για Ιθάκη;





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου