Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

Λαβύρινθος από οθόνες


 Η οθόνη του κινητού ανοίγει σαν πόρτα. Μπαίνω μέσα, κοιτάζω γύρω μου καχύποπτα. Με κυνηγούν διαφημίσεις, νυχτερίδες με δεκάδες διαφορετικές φωνές. Τις απωθώ με μυγοσκοτώστρα. Μπαίνω στην πρώτη πόρτα που βρήκα ανοιχτή. Νομίζω πως γλύτωσα, όταν ξαφνικά με περικυκλώνουν εκατοντάδες άνθρωποι, μου ζητάνε να θαυμάσω τι τρώνε, που βγαίνουν, τι πίνουν, τις φωτογραφίες των διακοπών τους, τα κατοικίδια τους, τις ταινίες και τις σειρές που βλέπουν. Τρέχω να σωθώ, πίσω από την επόμενη πόρτα, οι τρελοί μου ζητάνε να συμφωνήσω μαζί τους. Χρειάστηκε να περάσω από πολλούς διαδρόμους για να ξεφύγω από όλους αυτούς.

Ανοίγω την πόρτα της τηλέορασης. Βρίσκομαι σε ένα ομιχλώδες καφενείο. Διάφοροι κουστουμαρισμένοι διοπτροφόροι καπνίζουν τα πούρα τους. Φυσάνε τον καπνό τους πάνω μου, προσπαθούν να με πείσουν πως ο εργοδότης τους βρίσκεται στην σωστή πλευρά της ιστορίας και της πολιτικής. Το σκάω από το παράθυρο του tablet. Με κυνηγάνε στους δρόμους διάφοροι ημιπάλαβοι, που ουρλιάζουν πιο πολύ κι από Ερινύες με περίοδο. Ανάμεσα στα ακατάληπτα παραληρήματα,  η γη είναι επίπεδη, μας κυβερνούν ανθρωπόμορφα σαλάχια, τα εμβόλια προκαλούν τύφλωση, αυτισμό, κρυφό θαυμασμό για την κυβέρνηση.

Στο επόμενο στενό, οι ορδές είναι πιο φιλικές, μα και ύπουλες. Με πίανουν από τον ώμο και μου πουλάνε lifestyle, θετική ενέργεια, οδηγίες προς την ευτυχία και την επιτυχία. Ρούχα, παπούτσια, φυλακτά, feng shui, θρησκεία πακεταρισμένη σε brands, καταναλωτισμό με περιτύλιγμα φιλοσοφίας, δίαιτες, γυμναστική, ιστορία, αστρολογία μεταμφιεσμένη σε ψυχολογία.

Κουράστηκα να τρέχω. Άνοιξα μια βαλίτσα και βρέθηκα σε ένα υπόγειο, έχασα το μέτρημα από τις πόρτες και τους διαδρόμους. Άρπαξα κατί μεταξύ ροπάλου και κουπιού και επιστρέφω. Τους κοπάνησα όλους, πριν καταλήξω στο καπνισμένο εντευκτήριο και τοποθετήσω τα πούρα ως υπόθετα, υπογλώσσια, υπό μάλης, υπό ρουθουνιού και γενικά σε όποια σωματική οπή βρήκα εύκαιρη, στον εκάστοτε καπνιστή. Έφτασα σπίτι. 

Ανοίγω την πόρτα του ψυγείου. Βρίσκω ένα οικογενειακό παγωτό. Παίρνω ένα κουτάλι και βουτάω στον καναπέ. Ελπίζω να μην έχει τίποτα φασολάκια αντί για καϊμάκι . Ανοίγω το κουτί, μέσα μια φωτογραφία. Πέφτω μέσα της, βρίσκομαι σ'ένα σπίτι κοντά στη θάλασσα. Με κοιτάζεις έκπληκτη.

"Τι έπαθες;".

Που να σου εξηγώ..

"Είδα έναν πολύ περίεργο εφιάλτη".

Χαμογελάς.

"Και σου είπα, να μην τρως τόσο παγωτό πριν κοιμηθούμε". 

Βγάζεις το πάνω μέρος του μαγιό και μου το πετάς στη μούρη. Τρέχεις στη θάλσσα, σε ακολουθώ. Πέφτουμε αγκαλιά στο νερό, φιλιόμαστε. Βουτάω να σε πίασω, πέφτω ξανά στο σπίτι. Θέλω να επιστρέψω σε σένα. Ανοίγω βιβλία, οι λέξεις πέφτουν σαν βροχή, τα ρήματα έχουν πιο γλυκιά γεύση από τα επίθετα και τα ουσιαστικά. Ανοίγω δίσκους, σκονισμένα τετράδια. Μικρά πυροτεχήματα ζωγραφίζουν το ταβάνι. Κάθε ένα από αυταά, μια ανάμνηση, πριν προλάβω να την αγγίξω, σβήνει. Είμαι ένα metaμοντέρνο κοριτσάκι με τα σπίρτα;

Ανοίγω το συρτάρι, τα χρώματα πλημμυρίζουν το δωμάτιο, το κύμα με παρασύρει. Χάνω τις αισθήσεις μου. Ξυπνάω δίπλα σου. Το κεφάλι σου στο στέρνο μου.

"Είναι τόσο όμορφα εδώ. Δε θέλω να φύγουμε ποτέ. Γιατί όμως;"

"Δεν ξέρω. Αλλά νιώθω, πως όσο μένουμε εδώ, θα είμαστε για πάντα νέοι. Σ'ένα καλοκαίρι που δε θα τελειώσει ποτέ".

Γελάς. Μου χαϊδεύεις το πρόσωπο και με φιλάς. Πάντα το ήξερα, όμως όσες φορές και να το διαπιστώσω, δεν σταματά να με ανατριχιάζει και να με γαληνεύει ταυτόχρονα. Το χαμόγελο σου είναι η μονάδα μέτρησης της ευτυχίας μου. 

Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Ας μείνουμε λίγο ακόμα. Πριν μας χωρίσουν πάλι οι οθόνες σαν κλειδωμένες πόρτες.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου