Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Γουαδαλαχάρα Αιγάλεω 0-1 XIX & XX

 

Opening Credits Song



Ο Μάκης με τραβάει έξω από το νερό σαν γατί από το σβέρκο. Από την σπηλιά μέχρι το ξενοδοχείο πρέπει να μου έριξε δύο τρεις ψιλές, αλλά ήμουν τόσο μαστουρωμένος που τον έβλεπα κάτι μεταξύ Margοt Robbie και Terminator. Οι αισθήσεις μου είχαν ξηλώσει το κιβώτιο ταχυτήτων και κάθε ερέθισμα ήταν trip μέσα σε trip, είχα βιώσει όλα τα 60s μέσα σε ένα απόγευμα.

Στο δωμάτιο, κάναμε ένα διάλειμμα από το κήρυγμα και το ξύλο για να του περιγράψω τι είδα όσο ήμουν κάτω από το νερό.  Απέφυγα δύο τάκος στο παρά ένα.

«Ήσουν 8 λεπτά κάτω από το νερό, πότε πρόλαβες και τα είδες όλα αυτά;»

«Ο χρόνος είναι σχετικός, όταν βρίσκεσαι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, οι μονάδες μέτρησης είναι διαφορετικές, καλά βρε μαλάκα, τόσες sci fi ταινίες έχεις δει, αυτό σ'ενόχλησε;»

«Αφού με ξέρεις, πρέπει να υπάρχει μια δόση ρεαλισμού για να είναι πειστική η ιστορία, αν και με σένα που έχω μπλέξει, κοντευούν να καταργηθούν όλοι οι νόμοι της φυσικής. Μην αλλάζεις θέμα, μόλις γυρίσουμε πίσω, θα πας σε ψυχολόγο, ψυχαναλυτή, παπά και στον Professor X αν χρειαστεί. Έχεις σοβαρό πρόβλημα. Η εμμονή σου με τα film noir σε έχει καταστρέψει, σε λίγο δε θα μπορείς να ξεχωρίσεις την πραγματικότητα από τις φαντασιώσεις σου.  Και άντε πες, είσαι καλλιτέχνης – λέμε τώρα..- πες πάει και έρχεται. Πρέπει να ξεπεράσεις αυτό που συνέβη. Σ’εχει διαλύσει και όσο περνάει ο καιρός, χειροτερεύεις»

«Μια χαρά είμαι και σταμάτα να κάνεις τον Γιούνγκ άνευ χαρτοφυλακίου!».

Ο Μάκης με αρπάζει από τους ώμους και σχεδόν με σηκώνει στον αέρα.

«Μαλάκα… Δεν είσαι καλά. Στην αρχή νόμιζα πως σε έχουν κλονίσει όλα αυτά που έχουμε περάσει, αλλά δεν είναι αυτό. Για κάποιον άλλο, όλη αυτή η παράνοια θα ήταν αρκετή να τον στείλει σε τρελάδικο, να τον οδηγήσει στην αυτοκτονία ή σε μια επιτυχημένη καριέρα στη μυθοπλασία. Για σένα είναι απλώς Τετάρτη. Όλα αυτά είναι απλώς αντιπερισπασμός, για να μην σκέφτεσαι το τραύμα που δεν έχει επουλωθεί. Πρέπει να το αφήσεις!».

Ανάβω τσιγάρο. Ο Μάκης έχει σχεδόν δακρύσει. Πρώτη φορά τον βλέπω έτσι.

«Μαλάκα… Έχεις μια τελείωτη λίστα με ελαττώματα, όμως δεν αντέχω να βλέπω τον καλύτερο μου φίλο να τρελαίνεται».

Παραλίγο να βουρκώσω και’γω. Όχι, είμαι σκληρός τύπος, δεν κλαίω, μόνο στο τέλος του How To Train Your Dragon (εντάξει, και στις τρεις ταινίες) και του Big Hero Six. Άντε και στο Inside Out. Ψάχνω λέξεις στον καπνό, λίγο θάρρος στη νικοτίνη.

«Επιτέλους το παραδέχεσαι, πως εγώ είμαι ο καλύτερος σου φίλος και όχι ο Σπύρος»

«Δεν είναι ώρα για κακό χιούμορ. Πότε θα καταλάβεις πως δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα; Πως δεν φταις εσύ. Έχεις φορτωθεί όλες τις ενοχές του κόσμου και δεν έχεις κάνει βήμα μπροστά από εκείνη τη γαμημένη μέρα. Ξεκόλλα, άστο πίσω επιτέλους, προχώρα, ξύπνα!»

«Μάκη, φτάνει με αυτές τις  μελοδραματικές υπερβολές, δεν παίζουμε στο Euphoria. Εκτιμώ το ενδιαφέρον σου και ξέρω πως μ’αγαπάς, αλλά δε συμβαίνει τίποτα από όλα αυτά. Απλά χρειάζομαι χρόνο, ν’αφομοιώσω τόσες πολλές αλλάγές σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα».

Δεν είπαμε πολλά μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα. Κοιμήθηκα σε όλη την πτήση.  Τα μανιτάρια που πήρα ήταν πολύ ισχυρά, ακόμη νιώθω ζαλισμένος, αν και ο Μάκης επιμένει πως έπαθα τροφική δηλητηρίαση από την μπαγιάτικη ρίγανη.  Μόλις μπήκα στο σπίτι, η Άννα με κράταγε για περιπού μια ώρα και δε με άφηνε να φύγω. Με φίλαγε και έκλαιγε ένω με έλουζε με ψίθυρους τρυφερότητας. Οι επόμενες μέρες κύλησαν θεραπευτικά. Χρειαζόταν αυτό το ξέσπασμα ηλιθιότητας, να ταρακουνηθώ και ν’απολαύσω τη ζωή που έχω.  

Ήμασταν όλη μέρα έξω. Βόλτες, ψώνια, ξενύχτι στην θάλασσα. Ο Μάκης και η Κλαρίσα θα έφευγαν για Ισπανία, ενώ και’μεις θα μετακομίζαμε. Κανονίσαμε κάτι σαν πάρτι στο σπίτι μου, να γιορτάσουμε έναν μήνα ηρεμίας. Ψήνω το Μάκη να μας παραχωρίσει το διαμέρισμα στο Κολωνάκι, όμως μου κρατάει ακόμα μούτρα. Η Άννα είναι πανέμορφη με αυτό το κόκκινο φόρεμα. Έχει άγχος, γιατί θα γνωρίσει τη μάνα μου. Ακούω κλειδιά στην πόρτα.

«Που είσαι, γιατί έχεις τόσο δυνατά τη μουσική;».

Η Άννα σχεδόν αντανακλαστικά χαμηλώνει την ένταση.

«Στο σαλόνι είμαστε».

Η μάνα μου με κοιτάζει περιέργα.

«Από’δω η Άννα».

Η μάνα μου γυρίζει και με κοιτάζει έντρομη. Έχει χλωμιάσει.

«Είσαι καλά; Μάκη φέρε την καρέκλα, λίγο νερό!»

«Αγόρι μου, σε ποιον μιλάς;»

«Μάνα, λίγο αργά απέκτησες βρετανικό χιούμορ»

«Παιδί μου, ο Μάκης έχει πεθάνει εδώ και 5 χρόνια σε τροχαίο, δε το θυμάσαι;»

«Μάνα τι λες, και αυτός ποιος είναι;»

«Δεν υπάρχει κανένας στο δωμάτιο».

 

Κοτάζω γύρω μου. Η Άννα, ο Μάκης, η Κλαρίσα έχουν εξαφανιστεί. Μου κόβεται η ανάσα. Η μάνα μου μου πιάνει το πρόσωπο, δεν ακούω τι μου λέει, νιώθω μόνο τα δάκρυα της πάνω μου. Κάπως έτσι κατέρρευσαν όλα. Σαν να φώναξε κάποιος “cut”. Βλέπεις τα σκηνικά, τις κάμερες, τα μικρόφωνα και τα φώτα. Όλα ήταν ψεύτικα. Οι ηθοποιοί έχουν αποχωρήσει. Δε θυμάμαι και πολλά μετά από αυτό. Το δωμάτιο μου στο ψυχιατρείο θα έκανε κελιά στην  Γουατεμάλα να μοιάζουν με κεντρικό θέμα στο Maison & Decoration. Τα φάρμακα μου έχουν πολτοποιήσει το μυαλό, ο χρόνος και ο χρόνος έχουν λίωσει μέσα και έξω. Τι ήταν αληθινό και τι όχι; Συνέβη τίποτα από όλα αυτά; Νομίζω πως κοιμάμαι χιλιάδες χρόνια. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω τίποτα πια. Μόνο η εικόνα της μάνας μου να κλαίει στο επισκεπτήριο μοιάζει αληθινή. Ίσως να έχω πεθάνει και να είμαι ένα φάντασμα παγιδευμένο σε μια λούπα.

Ο γιατρός με εξετάζει βαριεστημένα. Πηγαίνει στο γραφείο και ανάβει τσιγάρο. Συζητάει με τους υπόλοιπους.

«Βαριά μορφή κατάθλιψης, συμπτώματα μετατραυματικού σοκ, διαταραχή προσωπικότητας»

«Υπάρχουν ελπίδες ίασης;»

«Μέχρι στιγμής δεν έχει ανταποκριθεί στην φαρμακευτική αγωγή. Είναι νωρίς, όμως δεν είμαι αισιόδοξος»

«Ευτυχώς που αυτές τις μέρες έχουμε εδώ την κυρία Καμπράλ, που είναι ειδικός σε αυτού του είδους τις διαταραχές. Έχει έρθει να μιλήσει σε ένα συνέδριο, την γνώρισες;»

«Όχι, αλλά διάβασα γι’αυτήν. Οι εργασίες της είναι εντυπωσιακές»

Η πόρτα ανοίγει.

«Και ό,τι λέγαμε για σας, να σας γνωρίσω τον συνάδελφο».

Δέκα λεπτά αργότερα, ο ψυχίαταρος εξηγεί στην Καμπράλ την περίπτωση μου. Εκείνη χαμογελάει και βγάζει τα γυαλιά της.

«Νομίζω πως μπορώ να βοηθήσω».


ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ

Καταχώρηση από τον Μάκη Αθανασίου.

 

Δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Έτσι δεν ξεκινάει τα περισσότερα κεφάλαια ο μυαλοπυρόπληκτος; Πραγματικά δεν ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Το τελευταίο που θυμάμαι, είναι πως περπατούσαμε στο αεροδρόμιο. Μετά κενό. Έχουν περάσει μέρες, δεν μπορώ να τον βρω πουθενά. Η Άννα έχει τρελαθεί, η μάνα του το ίδιο. Έψαξα παντού, κανείς δεν τον έχει δει. Αυτοκτόνησε; Πήγε στην Παραγουάη και έγινε καλλιεργητής οσπρίων; Τον απήγαγαν εξωγήινοι; Δεν ξέρω τι να κάνω.

Ξημερώνει, λίγο πριν με πάρει ο ύπνος, νιώθω παγωμένο μέταλλο να ακουμπάει το μέτωπο μου. Η κάτοχος του όπλου τρέμει. Ανάβω το φως. Από τότε που είμαι με την Κλαρίσα, έχω περάσει τη μεγαλύτερη περίοδο μονογαμίας στην ζωή μου. Η οποία αυτή τη στιγμή τρικλίζει. Είναι μιγάδα, Ασιάτισσα με διαστάσεις Ευρωπαίας.

«Ποια είσαι; Τι θέλεις;»

«Ήρθα να σε σκοτώσω. Αλλά… Δεν μπορώ!».

Αφήνει το όπλο και βάζει τα κλάματα. Προσπαθώ να την ηρεμήσω. Δεν  έφταιγα εγώ. Τα τεράστια σχιστά μάτια της, τα τρεμάμενα χείλη, το μεγάλο στήθος. Κάναμε έρωτα μέχρι το βράδυ. Ευτυχώς η Κλαρίσα λείπει για δουλειές. Η οργή του θεού είναι αυγουστιάτικο μελτέμι σε σχέση με τη ζήλια Μεξικάνας συζύγου. Ήμασταν αγκαλιά στο κρεβάτι, όταν άρχισε να μου εξηγεί. Είναι η αδερφή του τρελού Ιάπωνα. Ετεροθαλής.

«Έτσι εξηγείται η έλλειψη ομοιότητας»

«Η μητέρα μου είναι από τη Φλόριντα. Ο Τακούμι δεν ήταν πάντα έτσι. Παιδί θαύμα, τελειώσε το πανεπιστήμιο στα 12. Κβαντομηχανική, τεχνολογία και άλλα που δεν ξέρω πως να τα προφέρω. Η επιστήμη ήταν όλος του ο κόσμος. Κλεισμένος στον εαυτό του, δεν είχε φίλους ή σχέσεις. Αισθανόταν παραταίρος με άλλους ανθρώπους, αμήχανος, μόνο στα εργαστήρια ένιωθε ασφαλής, πως άνηκε κάπου. Μέχρι που γνώρισε την Κλαρίσα».

Άναψα τσιγάρο, the plot thickens.

“Πως διάολο γνωρίστηκαν αυτοί οι δύο;»

«Ήμουν στο Τόκιο για λίγες μέρες. Κατάφερα να ξεκολλήσω τον Τακούμι από το εργαστήριο και να βγούμε. Ήμασταν σ’ένα karaoke bar. Λίγο πριν φύγουμε η Κλαρίσα πήρε το μικρόφωνο και τραγούδησε. Δεν είχα ξαναδεί έτσι τον αδερφό μου. Ερωτεύτηκε. Κάτσαμε με την παρέα της Κλαρίσας»

«Πες μου πως έγινε κάτι μεταξύ τους να κάνω seppuku και sudoku μαζί»

«Προφανώς και όχι. Η Κλαρίσα έδειξε ενδιαφέρον για τις μελέτες του αδερφού μου. Συζήτησαν για κάποιου είδους συνεργασία. Ο Τακούμι νόμιζε πως υπήρχε αμοιβαία συμπάθεια. Όταν κατάλαβε την αλήθεια, κλείστηκε ακόμη περισσότερο στον εαυτό του, έπαθε εμμονή. Χρησιμοποίησε όλες του τις γνώσεις για να καταφέρει να κατακτήσει την Κλαρίσα. Έφτιαξε κάτι σαν χρονομηχανή. Έκλεψε λεφτά από τα ιδρύματα που συνεργαζόταν, μέχρι και με τη Yakoyza έμπλεξε.»

(Εντάξει, το ξέρω, η πλοκή αρχίζει και έχει περισσότερες τρύπες κι από δικτυωτό καλτσόν ξημερώματα Κυριακής. Όταν τα κάνει η  Marvel  όμως, κάνετε τα κουνέλια, και σας πειράζει εδώ; Έλλειψη σύνδεσης της πλοκής, πετάμε ταξίδι στο χρόνο και multiverse και τα διορθώνoυν όλα. Εντάξει, δεν έχουμε το ίδιο μπάτζετ, αλλά δώστε λίγο χρόνο στο όραμα να ξεδιπλωθεί)

«Που κολλάει με μας η ιστορία;»

«Ο Τακούμι όσες φορές ταξίδεψε στο μέλλον, πάντα έβρισκε την Κλαρίσα μαζί σου. Ό,τι κι αν έκανε, με κάποιο τρόπο καταλήγατε μαζί. Άρχισε να πιστεύει στη μοίρα, στη μεταφυσική και σε πράγματα που μέχρι τότε απεχθανόταν. Έφτασε στην τρέλα, δεν μπορούσε να σας χωρίσει και να αποκτήσει την Κλαρίσα. Έχασε το μυαλό του, είχε ταξιδέψει τόσες φορές μπροστά και πίσω στον χρόνο, που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τίποτα. Οι αναμνήσεις του άλλαζαν συνέχεια, το μυαλό του ράγισε από το χάος. Κατέληξε πως ο μόνος τρόπος να τα καταφέρει, ήταν να επικεντρωθεί στο φίλο σου»

«Γιατί;»

«Γιατί είναι ο μόνος άνθρωπος εκτός της οικογένειας σου και της Κλαρίσας που νοιάζεσαι. Έμαθε τα πάντα γι’αυτόν, χάκαρε το κινητό και τον υπολογιστή του, ανέλυσε κάθε αρχείο και στοιχείο που βρήκε»

«Αν βρήκε και στο ιστορικό τις τσόντες που βλέπει ο άλλος, θα ήταν η χαριστική βολή στην όποια λογική είχε απομείνει στον αδερφό σου».

Η Σακίκο σηκώθηκε από το κρεβάτι. Πήρε το τσιγάρο από τα χείλη μου και με φίλησε. Σκούπισε τα δάκρυα της και ξάπλωσε δίπλα μου.

«Ο φίλος σου κινδυνεύει. Ο αδερφός μου, λίγο πριν χάσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα, έβαλε σε εφαρμογή το τελικό του σχέδιο. Αφού δεν μποροούσε να έχει την Κλαρίσα, αποφάσισε να σας καταστρέψει. Ανέλυσε κάθετι που έχει γράψει ο φίλος σου, από σενάρια και διηγήματα μέχρι μηνύματα και mail, και δημιούργησε έναν κλώνο».

The plot sickens. Πετάχτηκα πάνω, τα κομμάτια του παζλ άρχισαν να μπαίνουν στη θέση τους και δε μου άρεσε καθόλου η εικόνα που σχηματίστηκε.

«Έφτιαξε την τέλεια γυναίκα για τον φίλο σου. Την δικλείδα ασφαλείας πως αν πάθαινε κάτι, εκείνη θα έπαιρνε εκδίκηση για όσα πέρασε»

«Έτσι εξηγούνται όλα. Πως τα ξέρεις όλα αυτά; Και γιατί ήθελες να με σκοτώσεις;»

«Μου τα εξομολογήθηκε όλα λίγο πριν αυτοκτονήσει»

«Μα πως, αφού πέθανε μπροστά μας»

«Μια από τις εκδοχές του. Νόμιζα πως αν σε σκότωνα, η ψυχή του θα έβρισκε γαλήνη. Όμως… Δεν μπορώ να σε μισήσω, δεν φταις σε τίποτα. Ο αδερφός μου ήταν μεγαλοφυΐα, δεν ήταν κακός άνθρωπος. Δυστυχώς, το ταλέντο του είχε τεράτιο τίμημα, του στοίχισε μια φυσιολογική ζωή,  φίλους, έρωτα, μια οικογένεια»

«Πρέπει να με βοηθήσεις να βρούμε τον ηλίθιο»

«Δεν ξέρω πως. Ίσως ο φίλος σου να είναι νεκρός. Συγγνώμη..».

Η Σακίκο με αγκαλιάζει ενώ κλάιει με αναφιλητά.

«Συγγνώμη για ποιο πράγμα;»

«Που δεν έκανα κάτι να σταματήσω τον Τακούμι, που δεν ήμουν καλή αδερφή γι’αυτόν, που δε σας βοήθησα, που δεν..».

Τη φιλάω και της σκουπίζω τα δάκρυα. Είναι απίστευτα όμορφη. Η Κλαρίσα θα με γδάρει ζωντανό και θα με σέρνει στην έρημο μέχρι να πεθάνω. Ας ελπίσουμε πως δεν έχει βάλει κάμερες στο διαμέρισμα. Σηκώνομαι και βάζω δύο ποτά. Η Σακίκο μοιάζει πιο ήρεμη.

«Λοιπόν, θα με βοηθήσεις;»

«Ναι»

«Και δεν θα πεις τίποτα στην Κλαρίσα;».

Είναι η πρώτη φορά που την βλέπω να γελάει, είναι ακόμη πιο όμορφη.

Σηκώνεται και με αγκαλιάζει.

«Αυτό μεταξύ μας… Δεν το είχα υπολογίσει»

«Ούτε και’γω»

«Μετάνιωσες;»

«Καθόλου. Απλά με κάνει και σκέφτομαι..».

Βάζει τα δάχτυλα της στο στόμα μου και με φιλάει τρυφερά.

«Μην το σκέφτεσαι. Εσύ και η Κλαρίσα είναι γραφτό να είστε μαζί. Εσύ και’γω… ίσως σε κάποια άλλη ζωή, σε κάποια άλλη διάσταση, όμως όχι σε αυτή».

Μου χαϊδευει το πρόσωπο και κάθεται στον καναπέ. Πίνει το δεύτερο ποτό απνευστί. Το πρόσωπο της τσαλακωθήκε, διαβάζω την πίκρα στις εκφράσεις της. Τώρα ξέρω πως νιώθει ο ανισόρροπος φίλος μου. Ήμουν σίγουρος πως κάποια στιγμή η Ιαπωνία θα μας καταστρέψει. Δεν τα κατάφεραν τα πολλά anime και manga, θα το κάνουν ένας  παράφρων και η καλλονή μιγάδα αδερφή του. Μου χαμογελάει καθώς ντύνεται. Πως το έλεγε εκείνο το τραγούδι, είναι τόσο όμορφα σπασμένη.


To be continued...


End Credits Song










Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου