Κυριακή 14 Αυγούστου 2022

Γουαδαλαχάρα Αιγάλεω 0-1 XXI-XXV

 


Opening Credits Song

Flashback, Αεροδρόμιο

Μπαίνουμε με τον Μάκη στο ταξί. Το παίζει άνετος, αλλά περιμένει να πάμε σπίτι για να μπορεί να με κράξει με την ησυχία του, σαν σύζυγος μετά από γλέντι, όπου ήπιες λίγο παραπάνω. Όταν γνωρίζεις κάποιον τόσα χρονια, ξέρεις από πριν τι θα σου πει και πως. Τα προκαταρκτικά ξεκινάνε με κλεφτές ματιές. Αρχίζουν οι μπηχτές.

«Θα σε χωρίσει η Άννα με αυτές τις μαλακίες που κάνεις. Να το ξέρεις, στην επόμενη υπερπαραγωγή που θα στήσεις, δε θα σε καλύψω»

«Δε θα στήσω τίποτα. Αλλά αν μια στο εκατομμύριο το ξανακάνω, θα με καλύψεις γιατί είμαι ο καλύτερος σου φίλος»

«Κανόνισε μαλάκα, να γυρίσει η Άννα στον πρώην της. Δεν είναι 24 για να βρίσκει την αδιαβάθμητη βλακεία σου χαριτωμένη»

«Σιγά που θα γυρίσει στο μαχλέπα. Είμαι πιο ωραίος, ακόμη και με 10 κιλά συν»

«20»

«Και πάλι είμαι πιο ωραίος από εκείνον τον βλαχονίντζα»

«Ίσως, αλλά αυτός  είναι ομορφότερος τραπεζικά»

«Εύχομαι η επόμενη γυναίκα που θα ερωτευετείς να σε βλέπει σαν φίλη»

«Συγκεντρώσου σπόγγε. Η ζωή σου είναι επιτέλους σε καλό σημείο και ‘συ θέλεις να τα τινάξεις όλα στον αέρα. Γλυτώνεις συνέχεια στο παρά ένα, δε θα συμβαίνει συνέχεια αυτό»

«Να δείξεις κατανόηση και να σταματήσεις την άγονη κριτική. Όλα φαίνονται ευκολότερα από την κερκίδα»

«’Ασε τα ποδοσφαιρικά τσιτάτα και σοβαρέψου».

Ενώ η τρυφερή λογομαχία συνεχιζόταν, κάτι δεν πήγαινε καλά. Η οδηγός του ταξί ήταν καχύποπτα οικεία. Μ’επιασε δυσφορία, σαν σύπτωμα hangover, που θέλεις να ξεράσεις, δεν τα καταφέρνεις και απλά έυχεσαι να πεθάνεις ανώδυνα.

«Mr. Makis? I don't feel so good…».

O Μάκης είναι ήδη λιπόθυμος. Λίγο πριν σβήσουν όλα, ένα γνώριμο γέλιο από το μπροστινό κάθισμα. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι η γεύση του κραγιόν.

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΠΑΡΟΝ

Βρίσκομαι σε μια αίθουσα εξέτασης. Μοιάζει με  video clip του Marilyn Manson στα 90s. Δεμένος σε μια καρέκλα. Η Ισπανίδα ειδικός χαμογελάει. Κλειδώνει την πόρτα. Βγάζει την περούκα και με πλησιάζει.

«Σου πανε πολύ τα γυαλιά»

«Σου θυμίζουν κάποια;»

«Γιατί όλα αυτά;».

Ανάβει τσιγάρο και μου λέει τα πάντα. Το πως με απήγαγε, το πως άφησε το Μάκη στο σπίτι του. Για τον Τακούμι και το σχέδιο του. Για το ποια είναι. Έτσι εξηγούνται όλα, γι΄αυτό δεν μπορώ ν’αντισταθώ σε αυτή τη γυναίκα.

«Και τώρα;».

Χαμογελάει. Ανοίγει την ποδιά της. Από μέσα δε φοράει σχεδόν τίποτα, μόνο δικτυωτές κάλτσες. Κάθεται πάνω μου, μου χαϊδεύει τα μαλλιά.

«Δυστυχώς δεν μπορώ να σε σκοτώσω. Μου είναι αδύνατον. Αλλά δεν μπορώ να σε αφήσω έτσι»

«Ναι, καταλαβαίνω, έχεις daddy issues, φυσικά, πως θα μπορούσε να γίνει αλλιώς…»

«Yeah daddy… Όπως έλεγα, δεν μπορώ να σε σκοτώσω, όμως έχω σκεφτεί καλύτερο»

«Τι;».

Με φιλάει, ακουμπάει το στήθος της στο πρόσω πο μου. Μου ψιθυρίζει στο αυτί. Η μυρωδιά της με ανατριχάζει.

«Αφού πρώτα σε γαμήσω όπως ποτέ και καμία, λίγο μετά το ζενίθ της ύπαρξης σου, θα σου κάνω λοβοτομή. Είναι καλύτερο από το να πεθάνεις. Θα σε βλέπω να μαραίνεσαι σιγά σιγά».

Προσπαθώ να λυθώ. Γελάει και σηκώνεται από πάνω μου.

«Γιατί; Ο Τακούμι είναι νεκρός. Δεν σε ελέγχει πια»

«Ποτέ δεν μπορούσε»

«Τότε; Έλα να φύγουμε μαζί, πάμε όπου θες, να κάνουμε ό,τι θες»

«Για ποιο λόγο;»

«Γιατί όσο κι αν δε θέλεις να το παραδεχθείς, είσαι ερωτευμένη μαζί μου. Αν η μισή είσαι φτιαγμένη από χαρακτήρες ταινιών και δικών μου σεναρίων, η άλλη μισή είσαι από μηνύματα, γράμματα και φωτογραφίες κάποιας που αγαπούσα».

Δαγκώνει τα χείλη της. Τα μάτια της στάζουν σπινθήρες. Μου πετάει το τσιγάρο της.

«Έχεις δίκιο. Αυτό είναι. Όμως δεν πρόκειται να υπάρξει happy end

«Πως το ξέρεις;»

«Γιατί οι μεγάλοι έρωτες έχουν παρελθόν, καμιά φορά παρόν, αλλά ποτέ μέλλον».

Γαμημένε Ιάπωνα, την έφτιαξες καλά.

«Μαλακίες, λύσε με και πάμε να φύγουμε»

«Τι νομίζεις πως θα συμβεί; Θα το σκάσουμε όπως στο τέλος του Blade Runner; Δεν πρόκειται να γίνει καλύτερο, στο είπα στο Μεξικό. Δεν μπορώ να ζήσω ξέροντας πως είμαι κλώνος κάποιας άλλης. Δε θα είσαι ποτέ δικός μου ολοκληρωτικά. Προτιμώ να ζήσω με το απωθημένο, παρά στη σκιά».

Κάθεται πάνω μου, με φιμώνει. Με ξεκουμπώνει. Μου το κάνει τόσο σκληρά που ο πόνος  είναι πιο απολαυστικός από την ηδονή. Λίγο πριν τελειώσει, δακρύζει. Με αγκαλιάζει, με φιλαει τρυφερά. Μου λύνει το στόμα και με φιλάει. Σκουπίζει με τα χείλη της τα δάκρυα μου.

«Αντίο».

Σηκώνεται, ατοιμάζει τα σύνεργα της λοβοτομής. Προσπαθώ να λυθώ, η καρέκλα πέφτει κάτω. Τη σηκώνει και βάζει τα δάχτυλα της στα χείλη μου. Δεν μπορεί να συμβαίνει αυτό, δε θέλω να μείνω για πάντα κουνουπίδι, έχω όνειρα, σχέδια, μια γάτα στην εφηβεία. Μου πιάνει το πρόσωπο, δακρύζει.

«Σσσς, σε λίγο τίποτα από όλα αυτά δε θα έχει σημασία».

Η μεταλλική άκρη πλησιάζει το πρόσωπο μου. Σφίγγω τα μάτια. Ζητάω συγγνώμη από όποιον πλήγωσα, όλα μου τα λάθη ουρλιάζουν μέσα μου. Το μέταλλο πιέζει το δέρμα μου. Το χέρι της σηκώνει το σφυρί. Το ξέρα πως θα πεθάνω στα 40, αλλά όχι έτσι. Το σφυρί απέχει χιλιοστά από την άκρη της βελόνας.  Πέφτω κάτω, την στιγμή που σπάει η πόρτα. Ο Μάκης μπουκάρει σαν τον Statham στο Transporter. Πίσω του η  Άννα και η Κλαρίσα.  Η Μεξικάνα με αρπάζει και τρέχει προς την άλλη έξοδο, τι γυμναστική κάνει και σηκώνει 100 κιλά άνθρωπο σα νεσεσέρ;

Καταλήγουμε στην ταράτσα, η Μεξικάνα παραπατάει στο τελευταίο σκαλί. Η Άννα βουτάει σαν τερματοφύλακας στις καθυστερήσεις και την αρπάζει. Πριν ο Μάκης τις χωρίσει, Η Άννα της ρίχνει ένα καλοζυγισμένο κροσέ, την πέταξε κάτω. Η Μεξικάνα σηκώνεται, αγγίζει το αίμα στο πρόσωπο της και γελάει. Η Κλαρίσα με λύνει.  Τρέχω προς το μέρος της  Άννας. Η Μεξικάνα βγάζει ένα όπλο από την τσέπη της ποδιάς. Με σημαδεύει.

«Δεν μπορείς να με σκοτώσεις, δε θέλεις».

Πιάνει το όπλο με τα δύο χέρια, τρέμει. Γελάει ενώ τα δάκρυα της τρέχουν ασταμάτητα.

«Όχι, δεν μπορώ. Αλλά δεν πρόκειται να σε αφήσω να ζήσεις ευτυχισμένος. Αφού δε γίνεται μαζί μου, δε θα γίνει με καμιά!».

Γυρίζει το όπλο προς την Άννα, μπαίνω μπροστά της.

«Είσαι τόσο προβλέψιμος. Λες να μην το σκέφτηκα;»

«Και τι θα κάνεις;».

Πυροβολεί προς το μέρος μας, πέφτουμε κάτω. Λίγο πριν προλάβω να την πλησιάσω, βγάζει μια πολύχρωμη σφαίρα από την τσέπη της και την πετάει πάνω μου. Η λάμψη μας τυφλώνει.

Που στο διάολο βρέθηκα πάλι; Πέφτω στο σύμπαν. Δε θα χρειαστεί να πάρω ποτέ ναρκωτικά σε αυτή τη ζωή, ούτε στην επόμενη. Μια σιλουέτα με πλησιάζει. Είναι ο έφηβος εαυτός μου. Πόσο γαμάτος  ήμουν με μακριά μαλλιά, αλήθεια αυτή την μπλούζα Dream Theater την έχω ακόμα; Πριν προλάβω να πω κάτι, η γροθιά που μου ρίχνει με εκτοξεύει στα φεγγάρια του Δία, περνάω από μέσα τους σαν να είναι χαρτόνι.  Με αρπάζει και η κουτουλιά με πετάει σαν μπάλα μπόουλινγκ στα δαχτυλίδια του Κρόνου. Δεν έχω πάρει ανάσα καθώς περνάμε  μέσα από πλάνήτες σαν να είναι βιτρίνες.

«Άκουσε με, το ξέρω πως δε θα γίνω ποτέ κιθαρίστας. Όμως η ζωή μας εξελίχθηκε καλύτερα από όσο φανταζόμουν. Και τώρα που πάει να γίνει καλύτερη, λιποτακτείς. Δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα για να το σταματήσεις, πρέπει να το αφήσεις πίσω σου»

«Δεν ξέρω πως!".

Με χτυπάει ξανά και ξανά, ταξιδεύουμε με ταχύτητα φωτός, κάνουμε  κάθε πλανήτη   στάχτη καθώς περνάμε από μέσα του.

«Εδώ και δύο χρόνια, ζεις την ίδια μέρα, ξανά και ξανά. Δεν μπορούσες να την σταματήσεις, έκανες περισσότερα από όσα άντεχες. Όσο κι αν σκοτώσεις τον εαυτό σου, δε θα τη φέρεις πίσω στη ζωή. Είχε αποφασίσει καιρό ν’αυτοκτονήσει!»

«Έπρεπε να προσπαθήσω πιο πολύ, έπρεπε να την σταματήσω!»

«Δεν μπορούσες! Φορτώθηκες όλες τις ενοχές και τις ήττες του κόσμου, έγινες σχεδόν εκείνη για ν’αντέξεις τον πόνο. Φυλακίστηκες τόσο βαθιά μέσα σου, που μόνο ο θάνατος μπορεί να σε ξεκλειδώσει. Δεν είσαι εκείνη!»

«Την αγαπούσα, την..»

«Και πάντα θα την αγαπάς. Όμως τώρα πρέπει να προχωρήσεις»

«Πως;ΠΩΣ;».

Μπαίνουμε μέσα στον ήλιο, νιώθω πως η καρδιά μου θα εκραγεί, πνίγομαι.

«Εδώ και δύο χρόνια, κανείς τα πάντα για ν’αποφύγεις τον πόνο. Αγκάλιασε τον και μάθε να προχωράς μαζί του. Στην αρχή θα αισθάνεσαι σαν περπατάς κάτω από το νερό, τα βήματα θα είναι βαριά. Μέρα με τη μέρα, το βάρος θα χάνεται. Αγκάλιασε τον πόνο, μέχρι το μεδούλι και προχώρα».

Τα δάκρυα μου παίρνουν φωτιά πριν βγουν από τα μάτια μου.

«ΠΩΣ;»

«Λίγο ακόμα έμεινε. Θα γίνει χειρότερο πριν γίνει καλύτερο. Την μέρα που αυτοκτόνησε, ήταν δύο μηνών έγκυος».

Ο έφηβος εαυτό μου με αφήνει, πέφτω στην καρδιά του ήλιου. Η έκρηξη σβήνει το σύμπαν (Marvel Cinematic Universe και οι όρχεις μου σείονται). Πέφτα μέσα σε μια αιωνιότητα από στάχτες και νεκρά αστέρια. Η τελευταία φορά που σε είδα. Θυμάμαι κάθε λέξη. Εύχομαι να με είχες βρίσει, με το πιο χυδαίο τρόπο. Αντιθέτως, μου είπες κάποια από τα πιο τρυφερά λόγια που μου είχες πει ποτέ. Τώρα καταλαβαίνω.

«Ονειρεύομαι πως ταξιδεύουμε παντού. Πως έχουμε ένα σπίτι στην Καλιφόρνια, με πολλά δωμάτια, κοντά στη θάλασσα. Και κάποια μέρα, ίσως ένα από αυτά να είναι παιδικό. Να έχουμε ένα γιο»

«Κόρη θέλω»

«Να την κακομαθαίνεις σαν εμένα»

«Αν πάρει την ομορφιά σου και το μυαλό μου θα βγει ένα πολύ όμορφο κοριτσάκι»

«Κι αν πάρει την ομορφιά σου και το μυαλό μου;»

«Θα είναι άσχημη, όμως θα έχει πολύ ταλέντο».

Ήταν η τελευταία φορά που σε είδα να γελάς. Περπάτησα από το Βύρωνα μέχρι το Αιγάλεω με τα πόδια.  Τα δάκρυα μου γίνονται γαλαξίες, σχηματίζουν κάποιες από τις στιγμές που έζησα μαζί σου. Κάποια πράγματα μαθαίνονται μόνο μέσω του πόνου. Κάποια δάκρυα δεν μεταφράζονται σε λέξεις. Η θλίψη σκοτώνει τον χρόνο.  Ίσως οι αδυναμίες μας να είναι πιο ισχυρές από τα όνειρα μας. Σφίγγω τα βλέφαρα και αφήνομαι στην πτώση.


Γράμμα στην κόρη μου, που δεν γεννήθηκε ποτέ.

 

Δεν πρόλαβες καν να υπάρξεις, όμως για μια στιγμή, σ’ένιωσα πως ήσουν εδώ. Πως μαθαίνεις να περπατάς δίπλα μου. Ζωγραφίζεις, σε βγάζω δεκάδες φωτογραφίες. Σε ονειρεύτηκα, κι ας μην ήσουν ποτέ αληθινή. Πως σε αγκαλιάζω στη θάλασσα. Πως σας κρατάω και τις δύο ενώ κοιμόμαστε μαζί στο σαλόνι. Πλάνα από μια ταινία που δε θα γυριστεί ποτέ. Είμαι ευθυνόφοβος, εγωιστής. Μοναχοπαίδι βλέπεις. Ψάχνω μια σχέση όπου θα είμαι εγώ ο προβληματικός, κάποια να μου αμβλύνει τα mommy issues που έχω. Ποτέ δεν ένοιωσα την ανάγκη να κάνω παιδιά. Η μητέρα σου κατάφερε να μου το εμπνέυσει και αυτό.

Θα ήσουν πολύ όμορφη και με πολλά ταλέντα. Θα ζωγράφιζες, θα έγραφες, θα χόρευες. Θα γινόσουν διάσημη, ίσως να έκανες τη ζωή μας ταινία. Θα σου γκρινιάζαμε, για τη φωτογραφία, το μοντάζ, το κάστινγκ. Αλλά θα ήμασταν πολύ περήφανοι για σένα. Δεν ξέρω αν θα μας άντεχες, Δεν ξέρω πως θα μεγάλωνες  χωρίς ψυχολογικά, με δύο ανθρώπους που ήθελαν τόσο πολύ ο ένας τον άλλο, που δεν άντεχαν να είναι για πολύ μαζί. Ίσως να μην αγάπησαν ποτέ ο ένας τον άλλο. Ο έρωτας να έκαιγε τόσο δυνατά, που σκότωνε κάθε άλλο συναίσθημα που πήγαινε ν’ανθίσει, δεν άφηνε οξυγόνο για τίποτα. Δεν ξέρω αν σου άξιζε να μεγαλώσεις έτσι. Ίσως εσύ να τα διόρθωνες όλα, τουλάχιστον έτσι θέλω να πιστεύω.

Θέλω να κρυφτώ πίσω από την ειρωνεία και τον κυνισμό, αλλά δεν μπορώ.  Να σου πω την μαλακία του Σοπενχάουερ, που τη λέω συχνά σε συζητήσεις, για να δείξω πόσο αδιάφορος είμαι και  δεν παίρνω τίποτα στα σοβαρά . Να σου πω ότι η καλύτερη εκδοχή αυτού του κόσμου, είναι εκείνη που δεν υπάρχεις. Όμως δεν μπορώ. Για μια στιγμή, η πιθανότητα της ζωής μαζί σου, έλαμψε μπροστά μου. Άναψε όλο το φως του σύμπαντος.  Και τα συντρίμμια αυτού του ονείρου με στοιχειώνουν. Η ψυχή μου είναι ένας κόμπος που καίγεται. Δε θα λυθεί ποτέ. Δε σου λέω αντίο, γιατί δεν πρόλαβα καν να σε γνωρίσω.  Συγχώρεσε μας. Που υπήρξαμε τόσο δειλοί.  Το μόνα λόγια που μου έρχονται στο μυαλό, είναι οι τελευταίοι στίχοι που έγραψα στη μητέρα σου, λίγο πριν χαθεί.

 

Ντύσε με, με τη μέθη του πυρετού που δεν γιατρεύτηκε ποτέ

Γράψε πάνω στη νύχτα, με το χρυσό μελάνι της σκιάς σου

Νανούρισε με στα κύματα του στήθος σου, να ξυπνήσω στην άλλη πλευρά της καταιγίδας.

Τα φτερά του χρόνου μου έμαθαν να πετούν στο ρυθμό της φωνής σου

Τα τακούνια σου στις σκάλες, ανθίζουν τα ρολόγια σαν πυροτεχνήματα

Οι λέξεις μου λιποταχτούν απ’το χαρτί, για να καούνε στο κραγιόν σου.

Πως χώρεσε ο ουρανός σ’ένα τόσο μικρό διαμέρισμα;

Πόσες ακτές αγκάλιασαν απόψε το κρεβάτι;

Ξετυλίγω το νήμα της χροιάς σου, μέχρι να χαθώ στην καρδιά  αυτού του αινίγματος, βαθιά μέσα στο αίμα απ’το σκοτάδι, να ξεδιψάσω τη σιωπή μου.

Πόσες φωτιές ακόμα, μέχρι να γίνει βροχή τ’όνομα σου;


Επιτέλους η πτώση σταμάτησε. Ο βυθός με αγκαλιάζει. Οι σφυγμοί μου σταματάνε. Είμαι ήρεμος, έχω αποδεχθεί το τέλος. Τα δευτερόλεπτα περνάνε, όμως δεν πεθαίνω. Νιώθω κάτι να γουργουρίζει στα πόδιαμου. Η ελπίδα παίρνει περίεργες μορφές. Μια γλώσσα σαν γυαλόχαρτο μου γλείφει το μάγουλο. Πως θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Το μέλλον έχει τη μορφή μιας γάτας με τρία πόδια. Δε μιλάμε την ίδια γλώσσα, αλλά είναι η πιο μακροχρόνια σχέση μου και η μόνη γυναίκα που μπορώ να συνεννοηθώ .

Πριν προλάβω να σηκωθώ, σκαλίζει κάτι με τα νύχια της. Σκίζει το σκοτάδι σαν χαρτί, τα χρώματα πλημμυρίζουν το μαύρο. Ξηλώνω τον χωροχρόνο και βρίσκομαι πίσω στην ταράτσα. Την στιγμή που η Μεξικάνα πετάει την πολύχρωμη σφαίρα. Λίγο πριν με αγγίξει, εμφανίζεται μια Γιαπωνέζα με μπαστούνι του μπέιζμπολ, στέλνει την σφαίρα εκτός νομού. Τρέχω και την αφοπλίζω. Στρέφω το όπλο πάνω της. Χαμογελάει, αφήνει την ποδιά να πέσει κάτω.

«Κάντο, σκότωσε την αγάπη σου για δεύτερη φορά»

«Δεν είσαι εκείνη και δεν την σκότωσα εγώ!»

«Κάντο, τράβα την σκανδάλη. Και σκότωσε τη γυναίκα των ονείρων σου.  Ξανά»

Πλησιάζει αργά προς το μέρος μου. Πιάνω το όπλο με τα δύο χέρια. Δεν μπορώ .

«Είναι πιο δύσκολο τώρα, πρέπει να με κοιτάζεις στα μάτια, ενώ όταν έπεσε από τα κάγκελα, ήταν καλύτερα; Ε;».

Η Άννα μου παίρνει το όπλο και την πυροβολεί. Η δεύτερη σφαίρα την βρίσκει στην καρδιά, η Μεξικάνα πέφτει κάτω. Μόλις το σώμα της αγγίζει το πάτωμα, σκορπίζει σε pixels.  Η Άννα πετάει το όπλο μακρυά και με αγκαλιάζει.  Λίγο πριν μπούμε στο αυτοκίνητο, η Σακίκο μας αποχαιρετά.

«Ποια ήταν αυτή Μάκη;». 

Η φωνή της Κλαρίσας εκπέμπει υψηλή θερμοκρασία ζήλιας.

«Ναι, ποια ήταν αυτή Μάκη;"

Κάνω σεγόντο στην Κλαρίσα, όχι που θα την γλυτώσεις αρχίδι. Ο Μάκης μας εξηγεί ποια είναι, αφήνοντας έξω διακριτικά τη νύχτα παθους που μοιράστηκαν. Στη διαδρομή η Άννα είναι αμίλητη. Φτάνουμε στο σπίτι.

Νομίζω πως όσο νερό κι αν ρίξω πάνω μου, δε θα μπορέσω να ξεπλυθώ από το ψυχιατρείο. Η Άννα με περιμένει στο σαλόνι. Μιλάμε μέχρι το πρωί. Της λέω τα πάντα, αφήνοντας διακριτικά έξω, τις νύχτες πάθους που μοιράστηκα με την Μεξικάνα. Βάζει τα κλαματα και με αγκαλιάζει. Κάνουμε έρωτα. Ξύπνησα μετά από δύο μέρες.


 Ξέρω πως βρέθηκα εδώ. Το νησί είναι υπέροχο. Χαζεύω την Άννα ενώ ετοιμάζεται για την παραλία. Αναρωτιέμαι αν τελείωσαν όλα. Ο Μάκης και η Κλαρίσα είναι στην Ισπανία. Νιώθω καλύτερα. Η Άννα με φιλάει και κατηφορίζει προς τη θάλασσα. Θέλω να καπνίσω απεγνωσμένα, όμως υποσχέθηκα στην Άννα πως θα το κόψω. Θα πάνε καλύτερα τα πράγματα; Ποιος ξέρει; Θα είμαι ξανά ευτυχισμένος. Δε θυμάμαι ποιος μου το είχε πει, την ευτυχία μπορείς μόνο να τη θυμάσαι, ποτέ δεν την καταλαβαίνεις όταν τη ζεις. Ίσως να μην υπάρχει, να είναι μόνο το μοντάζ της μνήμης. Δεν έχει σημασία. Μόνο το παρόν μετράει.  Παίρνω τη τσάντα και φοράω τα γυαλιά ηλίου. Ένα βήμα πριν βγω από το δωμάτιο, ο Μάκης με αρπάζει.

«Τι κάνεις εδώ; Δεν είσαι στην Ισπανία;»

«Ναι και όχι»

«Μάκη πήρες ληγμένα στην Ίμπιζα και δεν έχεις συνέλθει;»

«Άκουσε με προσεκτικά, δεν είμαι ο Μάκης αυτής της διάστασης, έχω έρθει από το μέλλον»

«Μάκη, θέλω κι εγώ από αυτά που πήρες. Έχει άσχημες παρενέργειες;».

Ο Μάκης με πιάνει από τους ώμους.

«Τα πράγματα είναι σοβαρά. Νομίζαμε πως με το θάνατο του Τακούμι και της Μεξικάνας, όλα επανήλθαν στην τάξη. Κάναμε λάθος. Όλα αυτά τα ταξίδια στο χρόνο, έμπλεξαν τη ροή του χωροχρόνου και η υφή του σύμπαντος ξηλώνεται»

«Διάλεξες λάθος στιγμή να γίνεις ποιητικός. Τι συμβαίνει;"

«Σκουληκότρυπες μέσα σε σκουληκότρυπες, ταλάντευση, εντροπία σε σημείο τήξης»

«Σε απλά ελληνικά δελτίου ειδήσεων;»

«Πρέπει να έρθεις μαζί μου. Ο Τακούμι είχε έναν συνεργάτη για τον οποίο δεν ξέραμε τίποτα. Δε θα σταματήσει μέχρι να μας εκδικηθεί. Ακόμα κι αν πρέπει να διαλύσει το σύμπαν και όλες τις παράλληλες διαστάσεις του!».

Το’ξερα πως οι διακοπές μου δε θα κράταγαν πολύ.


Η συνέχεια το 2023 (μπορεί και 2024) στο Γουαδαλαχάρα  Αιγάλεω 1-1


End Credits Song

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου